Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Επειδή η Λωζάννη δεν είναι Κοζάνη.

Του Σωτηρίου Καλαμίτση.
 [Αφιερωμένο στις τάσεις, ρεύματα, φράξιες, σέχτες του ΣΥΡΙΖΑ που πονάνε για τον «αποκλεισμό» των Τουρκοκυπρίων από τα αγαθά που απολαμβάνουν οι Ελληνοκύπριοι – αλλά και στους πάσης αποχρώσεως  πατριδοκάπηλους που φροντίζουν να τακτοποιούν τα παιδιά τους στα μετόπισθεν].

[το ανωτέρω αποτελεί τιτίβισμα-σχόλιο για την τιτανομαχία των μπαρουτοκαπνισμένων οικονομολόγων – για την πραγματικότητα εδώ : http://agriazwa.blogspot.gr/2015/08/dream-team.html]
Ευρισκόμενος στο στάδιο ανάνηψης μετά την ηλεκτροπληξία-ομιλία Τσίπρα στο 2ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ένοιωσα κάπως σαν να ανακτούσα δυνάμεις, όταν με βρήκε η ομιλία Φίλη και ξανακύλισα. Δεν μπορώ να σχολιάσω τίποτε πια. Υπολόγιζα πως σε ένα 24ωρο θα είχα συνέλθει, αλλά μου την έπεσε ο Παπαδημούλης που με ενημέρωσε ότι προ του Ιανουαρίου 2015 καλλιέργησαν «οδυνηρές προσδοκίες» και πισωγύρισα. Πάντως, ο Κόκκινος Πάνος Νο 2 δεν με κατέβαλε καθόλου. Περίμενα πως θα έλεγε κάτι για την Αγιά Σοφιά, για την Πόλη, για το ξανθό γένος που θα μας σώσει, για το Κούγκι κ.λπ. και έτσι ουδόλως εξεπλάγην με την προσφώνηση «σύντροφοι, συντρόφισσες» προς τους συνέδρους και με την παρομοίωση της συγκυβέρνησης με τον Γοργοπόταμο. Άλλωστε, η λέξη σύντροφος είναι σύνθετη από το «συν» και «τρέφω», δηλαδή τρέφομαι μαζί με άλλους από την ίδια τροφό, ήτοι εν προκειμένω από τον δημόσιο κορβανά. Και τρέφονται καλά τα συντρόφια. Γιατί να μη λένε και μαλακίες;
Έτσι, μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου, αποφάσισα να αντιγράψω, για να δείξω πως την ιστορία γράφουν πάντοτε οι λίγοι τον αριθμό, αλλά πολλοί την ποιότητα, και όχι οι πολλοί τον αριθμό, αλλά λίγοι την ποιότητα. Αλλά και πως όταν οι Τούρκοι θέτουν ζήτημα συνθήκης Λωζάννης, θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε δια παν ενδεχόμενο. Αντιγράφω, λοιπόν, για δεύτερη φορά από τη συνέντευξη-βιβλίο του ταξιάρχου ε.α. Παναγιώτη Σταυρουλόπουλου, στρατοπεδάρχη της ΕΛΔΥΚ το αιματοβαμμένο καλοκαίρι του 1974 [«Το χρονικό της μάχης της ΕΛΔΥΚ – 14-16.08.1974»].
«Ξημέρωσε η 15η Αυγούστου 1974, ημέρα της Εορτής της Παναγίας μας. Από τό πρωί όλο το Στρατόπεδο εβάλλετο από την τουρκική αεροπορία, από πυρά πυροβολικού και από βολές όλμων 4,2", εναλλάξ! Πραγματικό σφυροκόπημα!

Από τον Σταθμό Διοικήσεως, όπου ευρισκόμουν με τον Λοχαγό Σταμπουλή Βασίλειο και τον υπ' αυτόν Υπολ/γό Χρυσοσπάθη Γεώργιο, προσπαθούσαμε να δούμε, αν πλησίαζαν εχθρικά τμήματα. Οι Τούρκοι δεν φαίνονταν πουθενά! Τότε διέταξα να ετοιμασθούν αναγνωριστικές περίπολοι και να προωθηθούν προς αναγνώρισιν του εχθρού. Δεν εγνώριζα ότι οι Τούρκοι εκείνη την Άγια ημέρα της Παναγίας είχαν αποφασίσει να προσπαθήσουν να προωθηθούν προς την Λευκωσία, καταλαμβάνοντας την έρημη από κατοίκους πρωτεύουσα του νησιού, όχι από τον άξονα Στροβόλου-Θαλάσσης, περνώντας μέσα από το Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ -καταλαμβάνοντάς το -, αλλά μέσω της περιοχής που ξεκινούσε από τον Άγιο Παύλο μέχρι Ledra Palace.
Αλλά εκεί βρήκαν μπροστά τους τον εξ Ελλάδος Ταγ/χη (ΠΖ) Αλευρομάγειρο ποω ως Δκτής του 336 ΤΕ της Αμμοχώστου, είχε τεθεί επικεφαλής ………… όλων των δυνάμεων αμύνης Β. Λευκωσίας που αποτελούνταν πέραν του 336 ΤΕ και άπό τον 1° Λόχο του 211 ΤΠ με Διοικητή τον Κύπριο Λοχαγό Χριστοδουλίδη, γνωστό ως «Μαυρόγιαννο», Λόχος που στον πρώτο Αττίλα, κράτησε όλο το βάρος της αμύνης της Λευκωσίας από βορρά και ανατολικά με τσ φυλάκιά του.
Έδώ πρέπει να πω ότι ο εξαίρετος Ταγ/χης Αλευρομάγειρος με τις υπ’ αυτόν μονάδες κράτησε πολλαπλάσιους Τούρκους που επιτέθηκαν με σφοδρότητα εκείνη την ημέρα, ιδίως εκείνη την ημέρα. Την ημέρα της Παναγίας.
Οι άνδρες του 336, που άκουγαν στό ράδιο εκείνη την ημέρα ότι οι Τούρκοι έμπαιναν ανενόχλητοι και κατελάμβαναν αμαχητί την πόλη τους την Αμμόχωστο, πολέμησαν σαν λιοντάρια μαζί με τον 1° Λόχο τού 211 ΤΠ και εμπνευσμένοι από την ανδρεία του επικεφαλής τους, έσωσαν την Λευκωσία.

Ξαναγυρίζω σε μας που δεν είχαμε δεχθεί επίθεση Τούρκων το πρωί της 15/8/74. Αποφάσισα λοιπόν να αποστείλω περιπόλους αναγνωρίσεως με επικεφαλής τους ή Αξιωματικό ή μόνιμο Υπαξιωματικό στην κάθε μία, για να δούμε πού βρίσκονταν οι Τούρκοι. Ελλείψει διαθέσιμων Αξιωματικών ή Υπαξιωματικών εκτός ορυγμάτων, διέταξα και τον Υπολ/γό που ήταν μαζί μου, ο όποιος πλαισίωνε τον αείμνηστο Λοχαγό Σταμπουλή, να πάρει κι εκείνος μερικούς άνδρες και να προχωρήσει προς τον χώρο ανατολικά από το ύψωμα «Καραούλι» προς ανεύρεση του εχθρού. Τότε με μεγάλη μου έκπληξη, αυτός ο Ύπολ/γός μου δήλωσε: «Αδυνατώ κε Διοικητά να εκτελέσω την διαταγή».
«Τί είπες κε Υπολοχαγέ;» τον ρώτησα οργισμένος.
«Αδυνατώ να εκτελέσω την διαταγή κε Διοικητά», μου απάντησε.«Έχω γυναίκα και παιδιά», συνέχισε.
Εκνευρίστηκα τόσο πολύ, που πήγα να βγάλω το υπηρεσιακό μου πιστόλι και να τον πυροβολήσω, αλλά μπήκαν μπροστά ο Λοχαγός Σταμπουλής και κάποιοι διαβιβαστές και αγγελιοφόροι που ευρίσκονταν στον Σταθμό Διοίκησης και με απέτρεψαν.
Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι οι φαντάροι από την μητροπολιτική Ελλάδα, την Χαλκιδική, τον Πύργο, το Άργος Όρεστικό, την Αλεξανδρούπολη, που οι γονείς των τους εμπιστεύτηκαν στην Πατρίδα, έδιναν εκείνη την στιγμή χωρίς δεύτερη σκέψη την ζωή τους εδώ στην Κύπρο, στην εσχατιά του Ελληνισμού, για να κρατήσουν αμόλυντο από τους Τούρκους το Στρατόπεδό τους, που έκλεινε τον δρόμο στους Τούρκους για την Λευκωσία, την ίδια στιγμή Αξιωματικός καριέρας που θα έπρεπε να είναι το παράδειγμα ανδρείας, ηρωϊσμού και θυσίας, ηρνείτο να εκτελέσει διαταγή του Διοικητή του στην πρώτη γραμμή...
Γιατί «είχε γυναίκα καί παιδιά»...
Λες και οι υπόλοιποι Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και Όπλίτες που ήταν στα ορύγματά τους έτοιμοι να πεθάνουν για την Πατρίδα, δεν είχαν οικογένειες...» [στη συνέχεια διηγείται τα σχετικά με τις ενισχύσεις που ζήτησε και που ποτέ δεν έφθασαν].
« …… δεν μπορούσαν να προσφέρουν πολλά πράγματα στην άμυνα του Στρατοπέδου, αντίθετα δε, προσέλκυαν τις επιθέσεις της Τουρκικής αεροπορίας. Μετά από δίωρη παραμονή τους, τα έδιωξα. Διακινδύνευαν με την παραμονή τους να βληθούν και να καταστραφούν από τις ρουκέτες της Τουρκικής αεροπορίας.
Ένιωσα απαίσια που φάνηκα ψεύτης στα μάτια των Αξιωματικών και οπλιτών μου. Κάποιοι που κατάλαβαν ότι κι εγώ έπεσα θύμα της αναξιοπιστίας των πληροφοριών που μου έδωσαν τα ανώτερα κλιμάκια, μου είπαν για πρώτη φορά την φράση που ακόμα τριγυρνάει στά αυτια μου:
«Μας γέλασαν κε Διοικητά, Μείναμε μόνοι. Μας εγκατέλειψαν!».
Μετά τον πόλεμο, ευρισκόμενος στην Λευκωσία με πλησιάζει ένας κύριος και με ρωτάει: «Είστε ο κ. Σταυρουλόπουλος, έτσι δεν είναι;»……….«Είμαι ο επικεφαλής της Ίλης αρμάτων πού είχαμε διαταχθεί να έλθουμε να σας συνδράμουμε την 15η Αυγούστου και που μόλις ξεκινήσαμε, ακύρωσαν την διαταγή και μας γύρισαν πίσω!». Τους γύρισαν πίσω....
Μία άλλη μέρα, πάλι μετά τον πόλεμο, ευρισκόμενος σε μία Κυπριακή ταβέρνα με φίλους, με πλησιάζει ένας άγνωστος σε μένα κύριος που προφανώς με αναγνώρισε και μου λέει:
«Κε Σταυρουλόπουλε καλησπέρα. Θά ήθελα να σας πω κάτι. Την 15η Αυγούστου στον πόλεμο, ήμουν ασυρματιστής της Διοίκησης. Θυμάμαι ήλθε ένας Ταγ/χης και μου ζήτησε να στείλω σήμα στις Μονάδες που είχαν ξεκινήσει να έλθουν να σας ενισχύσουν, με το οποίο ανακαλούνταν και διατάσσονταν να επιστρέψουν στον χώρο εκκίνησής τους, πάραυτα». Μου λέει ο κύριος αυτός ότι τότε ρώτησε τον Ταγ/χη, γιατί τους ανακαλούν καί ότι ό Ταγ/χης του απάντησε ανέκφραστος: «Άστους αυτούς... είναι ξεγραμμένοι...!!».
Τι μεγαλύτερη απόδειξη ότι όντως η Διοίκηση μας είχε ξεγράψει τελείως;
Μας θυσίαζαν με ελαφριά την καρδιά, στον βωμό ποιας σκοπιμότητας;
Ετοιμάστηκα να επιστρέψω στον Σταθμό Διοικήσεως με τα κεφάλι μου γεμάτο σκέψεις, για την εξέλιξη που είχαμε με τις ενισχύσεις. Αλλά ούτε οι γιατροί, οι νοσοκόμοι και το υγειονομικό υλικό που ζήτησα και μου τους υποσχέθηκαν από τό ΔΠ7ΓΕΕΦ, εμφανίστηκαν. Τίποτα. Κανείς.
Καί είχαμε τραυματίες, άλλους ελαφρά, άλλους βαριά και όσο θα προχωρούσαν οι μάχες, σίγουρα ο αριθμός τους θα αυξάνετο. Κι όμως, δεν μας έστελναν ούτε νοσοκόμους...
Εδώ πρέπει να αναφερθώ σε ένα πρόσωπο που πάντα αναφέρω με τιμή και σεβασμό. Σε μία γυναίκα. Την Καλλιόπη Αβραάμ, που οι φαντάροι ονόμαζαν «γιαγιά» και έμεινε στην ιστορία ως «η γιαγιά της ΕΛΔΤΚ».
Αυτή η γυναίκα, όπως έμαθα, ζούσε στην περιοχή κοντά στο Στρατόπεδο, από τότε που με τον άντρα της έφυγαν από Λάρνακα της  Λαπήθου όπου έμεναν, κάνοντας αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες. Ταυτόχρονα πρόσφερε την αγάπη της στους άνδρες της ΕΛΔΥΚ που τους θεωρούσε «δικά της παιδιά». Αυτή η αγάπη εκδηλωνόταν με το να πηγαίνει να τους αγοράζει τσιγάρα που της παράγγελναν και να τους τα πηγαίνει στα φυλάκια, να τους φιλεύει με φρούτα και γλυκά και βέβαια νερό, το πολύτιμο νερό για τα διψασμένα παλληκάρια των φυλακίων, ιδιαίτερα τα ζεστά καλοκαίρια της Λευκωσίας.
Γιά αυτό τον λόγο ό Ταγ/χης Ιωαννίδης (σημ. ο γνωστός μετέπειτα ως «αόρατος Δικτάτωρ» που υπήρξε ο εμπνευστής του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου) όταν υπηρετούσε στην ΕΛΔΥΚ τό 1961, φρόντισε το ζεύγος Αβραάμ «τιμής ένεκεν» να σιτίζεται μαζί με τους Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Οπλίτες της ΕΛΔΥΚ, με μέριμνα της Μονάδας μέσα στο Στρατόπεδο.
Αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα, λοιπόν, ακόμα κι όταν πέθανε ο άντρας της τό 1969, συνέχισε μόνη της και ακόμα πιο αφοσιωμένα, να προσέχει τα «παιδιά της» που ξεροστάλιαζαν στα φυλάκια που φύλαγαν την Λευκωσία από τα Δυτικά απέναντι ακριβώς από την ΤΟΥΡΔΥΚ και τον Τουρκικό τομέα, που δημιούργησε το «πράσινο στυλό» του Young.
Κατά την εκεχειρία μεταξύ ΑΤΤΙΛΑ Ι & ΑΤΤΙΛΑ II έμαθα, αργότερα μετά τον πόλεμο, ότι η «γιαγιά» έφυγε και πήγε στην Λευκωσία για να φέρει στά «παιδιά της» που βρίσκονταν στην «πρώτη γραμμή» ό,τι της ζητούσαν, από καφέ και τσιγάρα μέχρι καραμέλες για να έχουν στο στόμα τους την ώρα της μάχης (όπως της είπαν) και καρπούζια. Μάταια τα βιολογικά παιδιά της στον Άγιο Δομέτιο προσπαθούσαν να την μεταπείσουν νά μείνει μακριά από τα πεδία των μαχών. Συγκεκριμένα ο τελευταίος διάλογος με τα παιδιά της ήταν πολύ έντονος αλλά ή «γιαγιά» αμετάπειστη.
Από μαρτυρία που μου έδωσαν τα εγγόνια της, ο γαμπρός της ο Σάββας, της φώναζε μέσα στην αυλή του σπιτιού τους όπου την είδαν για τελευταία φορά: «Μα αν θά μείνεις στο Στρατόπεδο θα σκοτωθείς!» κι εκείνη με πείσμα του απάντησε: «Εγώ είμαι γριά. Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν καί θα φοβηθώ εγώ η παλιόγρια;».
Αλλά κι έγώ, όταν την συνάντησα εκεί κοντά στην Σχολή Γρηγορίου, της είπα να φύγει, να πάει στην ασφάλεια των μετόπισθεν με τα παιδιά της. Τότε εκείνη ψευδώς, όπως αποδείχθηκε εκ των ύστερων, μου απάντησε: «Δεν έχω παιδιά!». Προφανώς μου είπε αυτό το ψέμα μόνο και μόνο για να μείνει με τά «θετά» παιδιά της... τους υπερασπιστές του Στρατοπέδου. Λίγο νερό μπορούσε νά κουβαλήσει, όσο άντεχαν τά γέρικα πόδια της, για να βρέξουν οι λεβέντες της το πικρό τους στόμα και το κουβαλούσε αγόγγυστα. Πέρα από το λίγο ψωμί που μπορούσε να προσφέρει, φρόντισε στον «πρώτο γύρο» να στείλει όλα τα πουλερικά της στην επιμελητεία της ΕΛΔΥΚ να τα φάνε οι λεβέντες της και νά στυλωθούν στα πόδια τους... Λίγα ήταν αυτά που είχε, αλλά ό,τι είχε το προσέφερε...
Καί έμεινε εκεί μαζί μας...
Από ό,τι έμαθα, τελευταία φορά την είδαν φευγαλέα στον Άγιο Δομέτιο την 14η Αυγούστου 1974 με την έναρξη της Τουρκικής επίθεσης, να φεύγει από την εκκλησία όπου είχε πάει βιαστικά.
Σκοτώθηκε μαζί με 19 ελδυκάριους την 16.08.1974. Την έθαψα μαζί με τους νεκρούς στρατιώτες μου».

Υ.Γ. κ. Σταυρουλόπουλε, τον τότε ταγματάρχη Αλευρομάγειρο τον ονοματίσατε για την ανδρεία του, τον δειλό υπολοχαγό που αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή σας γιατί δεν ονοματίσατε; Μήπως ανήλθε σε υψηλές θέσεις «ευθύνης» και δεν θέλατε να του κάνετε ζημιά; Μα έτσι κάνετε ζημιά στο Έθνος που δεν γνωρίζει τους Εφιάλτες.