Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Μια μπρατσέρα χάνεται... (*)

Αγαπητέ Ιωσήφ,

Σου στέλλω ένα μικρό διήγημα μιας πραγματικής ναυτικής τραγωδίας, που συνέβη στις 10 Δεκεμβρίου 1942, μέσα στην  γερμανική κατοχή. Ο καπετάνιος Γεώργιος ήταν αδελφός της μητέρας μου Μαρίας, τέκνα του καραβοκύρη καπετάν Μιχάλη Σάρδη (Μπουράμπης).

Η φωτογραφία είναι από το GOOGLE  και δείχνει το "αυλάκι" όπου εξόκειλε και διαλύθηκε το ιστιοφόρο.

Του Μανώλη Χριστουλάκη.

makronisosΜαύρη, κατράμι η νύχτα, βουνό το κύμα. Ούρλιαζε ο σιρόκος ανάμεσα στα ξάρτια, τα στράλια και μαντάρια. Αστραπές, βροντές, χαλάζι, βροχή με το τουλούμι. Κεραυνοί αυλάκωναν και έσκιζαν τον ουρανό στα δύο. Χάση κόσμου!

Η μαΐστρα με σπασμένη την αντένα και κομμένο τον αγιουτάντη, κρεμασμένη, σαν ζωντανό με τσακισμένη τη σπονδυλική του, παράδερνε, δώθε - κείθε. Θλιβερό απομεινάρι ενός γίγαντα. Ξεφτισμένο κουρέλι ο φλόκος, ανέμιζε ανήμπορος στην ορμή του μανιασμένου αέρα.
Άγριο και χοντρό το κύμα, αφρίζοντας σαν δράκοντας του παραμυθιού, έμπαινε με ορμή από πρύμα, ξέπλενε ταμπούκια και κουβέρτα, σάρωνε στο διάβα του (πήρε και τη βάρκα από τους μπότσους) και ξεχυνότανε ασυγκράτητο σαν αφηνιασμένο άλογο, από πλώρα.
Το σκαρί αγκομαχούσε, έτριζαν οι σκαρμοί, τριζοβολούσαν οι αρμοί. Μόνο το τριγκέτο κρατά, αμπάσο μούδα, φουσκώνει και τεζάρει έτοιμο να σκιστεί στα δύο.
Στο αντιφέγγισμα μιας αστραπής φωτίστηκε για μια στιγμή, έρημη, χαμένη μέσα στο πηχτό σκοτάδι και το ανταριασμένο πέλαγος, όμοια με φάντασμα, η μπρατσέρα «Αγία Τριάς», ακολουθώντας το δρόμο της μοίρας της.

Ξάφνου, ένα στριγγλιάρικο κι ανατριχιαστικό χάχανο ακούστηκε μέσα στην άγρια χλαπαταγή. πάγωσε το αίμα στις φλέβες του καπετάνιου. Γύρισε αργά το βλέμμα του κατά πάνω, προς τα κει που ερχόταν το χάχανο και τον έπιασε σύγκρυο. Ψηλά, κατάκορφα, στο πίπολο του πρυμνιού άρμπουρου, φωσφόριζε μια γαλαζοπράσινη γλίτσα.
Ξεράθηκε η γλώσσα του, στέγνωσε το λαρύγγι του, τα μηνίγγια του χτυπούσαν σαν το σφυρί στ’ αμόνι. Κρύος ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του κι ανακατεμένος με την αρμύρα της θάλασσας πότιζε τα χείλια του που αργοσάλεψαν - και μουρμούρισε ξεψυχισμένα:

— Το τελώνιο, πάει χαθήκαμε!

Ασταμάτητο, διαπεραστικό το χάχανο έσκιζε τ' αυτιά, τριβέλιζε το μυαλό κι έλυνε τα γόνατα όσων τ’ άκουγαν. Έμοιαζε σαν ποδοβολητό ξέφρενου αλόγου που πάνω στη ράχη του ο Χάρος σάλευε δώθε - κείθε το δρεπάνι του, έτοιμος να κλαδέψει όποια ζωή έβρισκε στο διάβα του. Αντιλαλούσε παγερά, θανατερά το πέρασμά του μέσα στο βουητό του αέρα και της θάλασσας.

— Το τελώνιο, ξαναψιθύρισε ο καπτά -Γιώργης. Θα μας φάει όλους, πανάθεμά το, μεσοπέλαγα!

Χίλια φίδια έζωναν τη σκέψη του. Πέντε ψυχές πάνω στη μπρατσέρα, μαζί και ο μικρός του γιος. Όλοι παραδομένοι στο έλεος του ξωτικού! Μέσα στην παραζάλη του, σαν αστραπή, πέρασε μες το μυαλό του μια σκέψη.

— Τον γκρα, μωρέ, τον γκρά! ξεφώνισε αλαφιασμένος. Παρατά το διάκι και σαλτάρει σούρνοντας το πονεμένο δεξί του πόδι, γλιστρά μέσα στην κάμαρα. Αρπάζει με το δεξί του χέρι τον γκρα που κρεμότανε κάτω απ' την εικόνα του  Άη-Νικόλα, αντικρυστά απ’ τη σκάλα. Ανατριχίλα τον πλημμύρισε στο άγγιγμά του! Μόνο στις γιορτές, στις χαρές και τα καλωσορίσματα βροντολαλούσε ο γκράς. Και σήμερα, να τώρα, σ’ αυτό το τραγικό πανηγύρι της ζωής και του θανάτου, τον θυμήθηκε.

Ανοίγει στα σκοτεινά την κασέλα, ψαχουλεύει μέσα στο βαρθαλαμίδι και βρίσκει το μπαρούτι, τα σκάγια και τις τάπες. Τρέμουν τα χέρια του, βαριανασαίνει σαν κυνηγημένο αγρίμι, φτεροκοπάει η καρδιά του, σαν κίτρινο φύλλο στο φθινοπωρινό αέρα. Γεμίζει βιαστικά, από μπρος τον γκρα, με μπαρούτι, ρίχνει τα σκάγια, σπρώχνει με τη βέργα την τάπα και στουμπώνει γερά τη γιόμιση. Σαλτάρει πάνω, στην κουβέρτα, στεριώνεται στην πρυμιά παγκάδα, σηκώνει τον κόκορα του γκρα και βάζει το καψούλι. Σφίγγει κόντρα στον ώμο του και πάνω στο δεξί του μάγουλο το κοντάκι και σημαδεύει εκεί ψηλά, στο πίπολο του πρυμνιού άρμπουρου που φωσφορίζει η γαλαζοπράσινη γλίτσα. Τραβά τη σκαντάλη. Ένα «τσάφ» ακούστηκε σαν κουφοξυλιά! Μια άγρια κατάρα γεμάτη οργή κι απογοήτευση βγήκε απ’ το στόμα του θαλασσόλυκου. Νοτισμένο απ’ την υγρασία και την πολυκαιρία το καψούλι δεν έδωσε φωτιά στη γιόμιση.

Ένα άγριο κύμα σκαρφαλώνει απ’ την πρύμνη, χύνεται μ’ ορμή στην κουβέρτα, κουκουλώνει τον καπετάνιο που μόλις προλαβαίνει ν’ αρπαχτεί απ’ την παγκάδα για να σωθεί από το κύμα που θα τον έσερνε στ’ αφανισμού τα βάθη. Του φεύγει ο γκρας από τα χέρια του. Πάει καλιά του!

Το τελώνιο από ψηλά, χαχανίζει ασταμάτητα, κακαριστά, κοροϊδευτικά, λες και χαίρεται για το κάζο του καπετάνιου.
Ο καπτά - Γιώργης όμως τώρα έχει θεριέψει. Πρέπει να ξεπαστρέψει το ξορκισμένο, να σώσει το γιό του, το τσούρμο του.

— Ζωή ή θάνατος μωρέ! μουγκρίζει. Μέσα του ένιωσε να ξυπνούν άγνωστες δυνάμεις, καταχωνιασμένες στα τρίσβαθα του είναι του.

Του 'ρθε  στο μυαλό μια ορμηνιά που του ‘χε δώσει, χρόνια τώρα, ο παππούς του, ο καπετάν Ανδρέας που ταξίδευε με το λόβερ του Τριέστι - Βερούτι.

— Νικολό, βάζει μια φωνή.
— «Όρσε καπετάνιο» απαντά ο ναύτης.
— Σάλτα, μωρέ, κάτω στην κάμαρα και φέρε μου απ’ την κασέλα το μαυρομάνικο.

Σαλτάρει ο Νικολός, δεκαοκτάχρονο παλικάρι τότε, στην κάμαρα. Πήχτρα, σκοτάδι, σβηστό το καντήλι της εικόνας του Άη-Νικόλα. Ανοίγει την κασέλα, χώνει τα χέρια του μέσα, ψαχουλεύει, ανασκαλεύει και ξάφνου ξεφωνίζει:

— Αε το, καπετάνιο, το ηύρηκα!

Αδράχνει ο καπετάνιος με μιας από το χέρι του ναύτη το μαυρομάνικο. Νιώθει στη χούφτα του το σιδερικό κι αναγαλλιάζει. Πέφτει στα γόνατα πάνω στην κουβέρτα. Τριγύρω του, χαλασμός κόσμου. Βροντές, αστραπές, βροχή, χαλάζι, βουνό το κύμα κι άγριος ο σιρόκος, να φυσομανά ασταμάτητα. Μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο ο καπετάνιος. Και εκεί ψηλά, στην άκρη τ’ άρμπουρου να χαχανίζει ανατριχιαστικό το τελώνιο. Τραβά το μαχαίρι απ’ το θηκάρι, το φέρνει στα χείλια του και το φιλά, μετά με μαστοριά χαράζει πάνω στην ξύλινη κουβέρτα την «πεντάλφα». Σηκώνει ψηλά το μαυρομάνικο, λαμποκοπά απόκοσμα η λάμα στ’ αντιφέγγισμα μιας αστραπής και βγάζοντας μια φωνή μέσ’ από τα στήθη του:

— Έλα Χριστέ και Παναγιά, βοήθα 'Αη -Νικόλα, κατεβάζει με ορμή και καρφώνει το μαυρομάνικο στο μάτι της πεντάλφας.

Ένα φριχτό, στριγγλιάρικο μουγκρητό αντιλάλησε σαν από άγριο ταύρο που του καρφώσανε θανατερό λεπίδι στο σβέρκο. Το χάχανο κόπηκε απότομα. Το φωσφόρισμα χάθηκε και πριν καλά-καλά να σβήσει ο αντίλαλος του μουγκρητού κόβεται το μαντάρι του τριγκέτου που με ορμή γκρεμίζεται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και στην αγριάδα του ανέμου. Πριν να ουνέλθει απ' τ’ αναπάντεχο ο καπετάνιος κραχ! και κόβεται σύρριζα το πρυμιό άρμπουρο. Άρμπουρο, ξάρτια, μακαράδες πέφτουν μισά πάνω στην κουβέρτα, μισά πάνω στην κουπαστή που την τσακίζουν. Το τριγκέτο παραδέρνει μέσα στη θάλασσα και το παλεύουν τώρα το κύμα και ο άνεμος.

Ξαρματωμένη, ξυλάρμενη, κιβούρι με πέντε ψυχές μέσα, πλέει τώρα η μπρατσέρα «Αγία Τριάς», έρμαιο ανυπεράσπιστο στη διάθεση των άγριων στοιχείων της φύσης ....

Πίσω στο νησί, στο Χωριό, στο σπίτι του καπετάν Γιώργη, που βρίσκεται στη νότια άκρη του Χωριού κατάντικρυ στο σιρόκο, δυο γυναίκες, η καπετάνισσα και η κόρη της, γονατιστές μπροστά στην εικόνα του Αϊ Νικόλα, παρακαλοὐσανε τον Άγιο να σώσει τους ανθρώπους των. Λυγμοί, αναφυλλητά και ποτάμι από δάκρυα, ολοκλήρωναν το δράμα, που παιζότανε στο  σπιτικό του καπετάνιου. Έξω φυσομανούσε ο σιρόκος, άστραφτε και βρόνταγε και στα ξώφυλλα  στις πόρτες και τα παράθυρα χτυπούσε η βροχή και το χαλάζι.

Το καντήλι, ένα κερί στο μανουάλι κι ο καπνός του λιβανιού στο θυμιατήρι, δημιουργούσαν μια απόκοσμη  ατμόσφαιρα. Όταν σαλπάρισε η μπρατσέρα από τη Γούπα, τον καιρό τον είχε από «κάτω», χωρίς αγριάδα.  Πρίμος, για να ανέβει η μπρατσέρα, «μέσα», για τον Πειραιά. Όμως, όσο περνούσε η ώρα «φρεσκάριζε» και μαζί μ’ αυτό  η αγωνία της γυναίκας και της κόρης του καπετάνιου. Δυο  γυναίκες μοναχές και ο πατέρας και ο γιος να βρίσκονται στο έλεος μιας  φοβερής φουρτούνας. Αναρωτιόντουσαν, αν πρόλαβαν να «ποδίσουν» κάπου ή θαλασσοδέρνονται καταμεσής του αγριεμένου πελάγου.

Μέσα στην αντάρα ακούγεται μια φωνή "Στελιανή άνοιξε, είμαι ο παππάς". Σταυροκοπηθήκανε οι δυο γυναίκες με την αναπάντεχη βραδυνιάτικη επίσκεψη του παππά. «Σε καλό μας θυατέρα», λέει η μάνα στην κόρη. «Σύρε ν’ ανοίξεις του παππά». Η εικοσάχρονη κόρη, η Γιούλα, ανοίγει την πόρτα, άνεμος και η βροχή ορμούν μέσα στο δωμάτιο, μαζί κι ο παππά Σπύρος με το γιο του το Δημήτρη, που τον διαδέχθηκε αργότερα στην ιεροσύνη. Κρατούσαν και οι δυο τους  από ένα λαδοφάναρο κι ήτανε τυλιγμένοι με μουσαμά για να προστατευθούν από τη βροχή. «Μάθαμε Στυλιανή, ότι ο καπτά Γιώργης σαλπάρισε για «μέσα» μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο, ανησύχησα  κι είπα να ῥθω να δω τι κάνετε. Λέω να πάμε στην Άγια Άννα να κάνουμε μια παράκληση υπέρ υγείας  για τους  «ταξιδιώτες» μας.

Τρέμοντας η κυρά Στυλιανή από τον κακό καιρό και την αγωνία συνόδεψε τον παππά Σπύρο μέχρι το εκκλησάκι, που μια σκάλα το χώριζε από το σπίτι. Κλείσανε την μικρή πόρτα, ανάψανε οκτώ κεριά και το καντήλι,  καθώς και το λιβάνι στο πήλινο θυμιατό. Ο παππάς και γιος άρχισαν  να ψάλλουν τον παρακλητικό κανόνα. Μέσα στο εκκλησάκι τρεμόσβηνε η φλογίτσα των κεριών  στο μανουάλι και στον απέναντι τοίχο οι σκιές  των προσευχομένων, φάνταζαν τεράστιες. Πυκνός καπνός λιβανιού πλημμύριζε τον χώρο και ανάμεσα στις ψαλμωδίες ακουγόντουσαν οι λυγμοί, τα αναφυλλητά και το κλάμα της καπετάνισσας και της κόρης της. Ο νεαρός Δημήτριος κάποια στιγμή έψαλλε μια αυτοσχέδια ικεσία. «Ω! Παναγιά μας Δέσποινα και του Χριστού Μητέρα, προστάτεψε τσ΄ ανθρώπους μας μαζί και την μπρατσέρα».

Εξω από το εκκλησάκι ο καιρός έχει λυσσάξει. Αστραπές, βροντές, πότε βροχή και πότε χαλάζι κι ένας δαιμονισμένος άνεμος συγκλονίζουν τον τόπο και τι ψυχές των ανθρώπων...
 
Πἐρα, μακριά στο πέλαγος, το ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ» θαλασσοδέρνεται και κινδυνεύει να χαθεί αύτανδρο. Έχει παραδοθεί ανυπεράσπιστο στη μανία της κακοκαιρίας και ακυβέρνητο και σέρνεται, «ως πρόβατον επί σφαγήν» από τον μανιασμένο μακελάρη. Φορτωμένο με «χώμα» για πιάτα από τη Μήλο, με τα αμπάρια του χωρισμένα με μπουλμέδες, για να εμποδίσει τη μετακίνηση του  χώματος, μέσα σε βαθύ σκοτάδι πλέει προς το άγνωστο.

Είναι  γερμανική κατοχή, αρχές Δεκεμβρίου του 1942  και δεν υπάρχουν ούτε φάροι, ούτε φανοί. Στην κουβέρτα του, δεξιά και αριστερά, είναι ντανιαρισμένα από εκατό πώρια σε κάθε μεριά. Ο καπετάν Γιώργης δίνει εντολή να τα πετάξουν στη θάλασσα για να ανασάνει λίγο η μπρατσέρα. Οι ναύτες, μέσα σ’ εκείνο το χαλασμό και κινδυνεύοντας να τους αρπάξει κάποιο θεόρατο κύμα, εκτελούν την εντολή. Ο Νικολός ο τρέσσος από τη μια μεριά μαζί νε τον Βαττίστα Αφεντάκη και ο Μουράτος και ο Φώτης απὀ την άλλη.

Μετά απ’ αυτό πλήρωμα και καπετάνιος κουρνιάζουν στις «κάμαρές» των, περιμένοντας ανήμποροί κι απελπισμένοι, ό,τι ήθελε προκύψει. Οι ώρες περνάνε, κανείς δεν τις  μ,ετρά μέσα στο κατασκότεινο κι ανταριασμένο πέλαγος. Οι νύχτες του Δεκέμβρη είναι ατέλειωτες, οι πιο μεγάλες του χρόνου! Ο καιρός τώρα έχει γυρίσει. Όστρια-γάρμπης και η κακοκαιρία δεν θέλει να μαλακώσει λίγο. Όπως έξω είναι ο καιρός ανταριασμένος, έτσι είναι και η σκέψη των ναυτικών μας. Είναι άραγε η τελευταία νύχτα της ζωής μας, σκέπτονται, θα πνιγούμε μέσα στα παγωμένα νερά; Και βυθίζονται στην απόγνωση και την απελπισία. Η σκέψη των πετά πάνω από το φουρτουνιασμένο πέλαγος πίσω στο σπιτικό τους. Μανάδες, γυναίκες, παιδιά θα ξαγρυπνούν και θα αγωνιούν για την τύχη των ναυτικών τους.

Ξαφνικά ένα απότομο τράνταγμα συγκλονίζει τη μπρατσέρα και το πλήρωμα πετιέται τρομαγμένο στην κουβέρτα. «Κάτσαμε σε καμμιά ξέρα ή πέσαμε έξω σε βράχια» αναρωτιούνται. Στη λάμψη μιας αστραπής διακρίνουν ότι ξοκείλανε σε μια μικρή αβάλη και η μπρατσέρα κάθισε  σε μια «πλακούρα». Κάθε φορά που ερχότανε ένα κύμα, τόσο και έβγαζε τη μπρατσέρα πιο έξω. Το πλήρωμα, ο ένας πίσω από τον άλλο, πηγαίνουν πλώρα κι από το μπαστούνι κρεμιόνται και πέφτουν στα ρηχά. Με όση δύναμη τους έχει απομείνει βγαίνουν στη στεριά. Ο καπετάνιος αργεί να βγει κι όλοι αναρωτιούνται τι έπαθε. Ο καπτά Γιώργης στην προσπάθειά του να βγει,  μπλέχτηκε το πονεμένο πόδι του σ΄ ένα σχοινί κι είδε κι έπαθε να ελευθερωθεί. Όλοι τρέξανε να τον βοηθήσουν να πηδήξει από το μπαστούνι που κρεμάστηκε για να βγει.

Μέσα στα σκοτεινά και μη ξέροντας πού βρίσκονται πήγαν και κούρνιασαν κάτω από ένα βράχο για να προφυλαχτούνε από τη βροχή. Βρεμένοι όλοι μέχρι το κόκκαλο στριμωχθήκανε ο ένας δίπλα στον άλλο τουρτουρίζοντας από την παγωνιά. Το κύμα έσερνε μια μέσα μια έξω τη μπρατσέρα και σαν καλός καραβομαραγκός άρχισε να την διαλύει. Σε λίγο η μπρατσέρα είχε  γίνει ένας σωρός από μαδέρια, πανιά σχοινιά, άρμπουρα και λογής-λογής υλικά του σκάφους. Είχε πλημμυρίσει η παραλία από «αλίκτυπα». Όλοι κλαίγανε σαν να ξεβγάζανε νεκρό.

Ξάφνου, όταν είχε αρχίσει να φέγγει, βλέπουν να παρουσιάζονται τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες, οπλισμένοι σαν αστακοί. Παγωμένοι κι εξαντλημένοι από τις κακουχίες και τρέμοντας αντικρίζοντας τις κάνες των γερμανικών όπλων, σκεφτήκανε ότι ήρθανε τα τελευταία τους. Οι Γερμανοί, με κραυγές και με την απειλή των όπλων, τους σήκωσαν και τους ανάγκασαν να τους ακολουθήσουν. Ένας Γερμανός πήγαινε μπροστά, οι ναυτικοί μας ακολουθούσαν ό ένας πίσω από άλλον, στα πλάγια από ένας γερμανός κι από πίσω άλλος ένας. Ανεβαίνοντας ένα κακοτράχαλο μονοπατάκι,ξαφνικά αντικρίσανε ένα φάρο. Ο καπετάνιος τον αναγνώρισε, ήτανε ο φάρος της Μακρονήσου, στο νότιο άκρο της.

Τους οδήγησαν σ΄ ένα δωμάτιο που έκαιγε μια ξυλόσομπα. Έξω, γύρω από τον φάρο, υπήρχαν οπλισμένες διπλο-σκοπιές και οι φαντάροι με κιάλια ερευνούσαν τα γύρω. Τους έγδυσαν, τους έδωσαν από μια χλαίνη(!), τους έβρασαν τσαϊ και γαλἐτα και για πρώτη φορά συνήλθαν κι ένοιωσαν ότι είναι ζωντανοί. Ζωντανοί με άγνωστο μέλλον. Κάποια στιγμή ο επικεφαλής της φρουράς του Φάρου προσπάθησε να τους ανακρίνει αλλά επειδή ούτε αυτός γνώριζε ελληνικά, ούτε οι δικοί μας γερμανικά, η προσπάθεια εγκαταλείφτηκε.

Μετά το μεσημέρι ένα γερμανικό πλωτό ήρθε και πήρε τους ναυαγούς μας, τους οδήγησαν στο γερμανικό Λιμεναρχείο του Λαυρίου, όπου μετά από μια εξαντλητική ανάκριση τους φυλάκισαν και την επομένη τους έστειλαν στο Λιμεναρχείο του Πειραιά για πιο λεπτομερή ανάκριση. Εκεί μείνανε φυλακισμένοι για μια εβδομάδα και μετά τους απέλυσαν. Πεινασμένοι και αδέκαροι, περπατώντας, επισκευθήκανε τους συγγενείς των, οι οποίοι ξαφνιάστηκαν όταν τους είδαν, αξύριστους, λερωμένοους και με ρουφηγμένα μάγουλα από την πείνα. Τους προσέφεραν από το υστέρημα τους, ό,τι μπορούσαν, γιατί  ήτανε  γερμανική κατοχή και όλα ήτανε σπάνια. Επικοινωνία με την Κίμωλο δεν υπήρχε και όλοι στο νησί αγνοούσαν την τρομερή περιπέτειά τους.

Κάποιος γνωστός του καπετάνιου, που  εργαζότανε στο γερμανικό Λιμεναρχείο Πειραιά, κατάφερε να πείσει τον γερμανό Λιμενάρχη να στείλει ένα μήνυμα στο γερμανικό Λιμεναρχείο Μήλου και από κει με την καθημερινή περίπολο, που πήγαινε κάθε μέρα στην Κίμωλο, έφθασε η σχετική πληροφορία στο νησί. Μετά από αρκετές εβδομάδες, με ένα γερμανικό πλοίο, που εφοδίαζε  τους Γερμανούς με διάφορα υλικά, έφθασαν στη Μήλο κι από κει με βάρκα πέρασαν στον ΑΪ Γιώργη στο Αμόνι. Και πάτησαν το κιμουλιάτικο χώμα. Ποδαρόδρομο έφτασαν στο Χωριό, που είχε  ξεσηκωθεί όλο στο πόδι και αγκαλιάσανε τους δικούς των. Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Δάκρυα χαράς νότισαν τα μάγουλα και τις ψυχές κι ο παππά Σπύρος τέλεσε ευχαριστήριο λειτουργία «επί τη διασώσει» των ταλαιπωρημένων ναυτικών μας.

(*) Απόσπασμα από το διήγημα «Αληθινές ναυτικές ιστορίες» του Μανώλη Χριστουλάκη.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

στράλι = «πρότονος επιστηλίου», ξάρτι στήριξης του καταρτιού.
μαντάρι  = το αρχαίο «μαντάριον» (ιμάς), ειδικό σχοινί με το οποίο  σηκώνεται το ιστίο (πανί).
μαΐστρα  = η μεγίστη, το πλωριό τραπεζοειδές ιστίο των δικάταρτων ιστιοφόρων.
αγιουτάντες = ορθωτήρας, σχοινί με το οποίο σηκώνεται η αντένα του πανιού.
αντένα = η κεραία που πάνω της είναι κρεμασμένο το πανί.
από πρύμα = από την πρύμνη, το πίσω μέρος του σκάφους.
ταμπούκι = κιβωτιόσχημο ξύλινο κατασκεύασμα που σκεπάζει το χώρο της κάμαρας.
κουβέρτα = το κατάστρωμα.
από πλώρα = από την πλώρη, το μπροστινό τμήμα του σκάφους.
μπότσος = ο δέτης, σημείο πρόσδεσης και στήριξης.
σκαρμός = ο ξύλινος σκελετός του σκάφους.
τριγκέτο = το πρυμνιό τραπεζοδειδές ιστίο (πανί) του δικάταρτου ιστιοφόρου.
μούδα = πτύξη του ιστίου-μικρά σχοινάκια που χρησιμοποιούνται για να μικρύνει η επιφάνεια του πανιού.
αμπάσο μούδα = η ελάχιστη σμίκρυνση του ιστίου.
μπρατσέρα =  είδος ιστιοφόρου (εδώ τρεχαντήρι) δικάταρτου.
πίπολο = το ψηλότερο ακραίο τμήμα του καταρτιού.
άρμπουρο = ιστός, κατάρτι.
γκρας = εμπροσθογεμές τουφέκι.
διάκι = το οιάκιο, η λαγουδέρα (μικρό πηδάλιο).
βαρθαλαμίδι = μικρή ξύλινη θήκη ενσωματωμένη στο εσωτερικό μιας κασέλας για τη φύλαξη τιμαλφών.
λόβερ = τύπος ιστιοφόρου (ημιολία).
πεντάλφα = πεντάκτινο αστέρι.
μακαράς  = τροχαλία.