Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Γιατί ασχολούμαστε ακόμα με τη μαμά πατρίδα;

Του Στέφανου Λίβου (*)

Έχω αποκομίσει την εντύπωση ότι υπάρχουν δύο στάσεις προς τους Έλληνες του εξωτερικού: η εξωστρεφής, που θεωρεί ότι οι Έλληνες που ζουν αλλού μπορούν και έχουν κάτι να προσφέρουν στην Ελλάδα, και η εσωστρεφής, που θεωρεί ότι η Ελλάδα για κανένα λόγο δεν χρειάζεται πλέον αυτούς που έφυγαν, τους «ριψάσπιδες».

Και σαν Έλληνες του εξωτερικού δεν εννοώ τους μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς που παρελαύνουν σαν τσολιάδες και πάνε στο “Parthenon” του Τζιμ και της Τούλας Πάπας να φάνε lamb kleftiko. Εννοώ κυρίως αυτούς που έφυγαν τα τελευταία χρόνια, από ανάγκη ή επιλογή.

Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς είναι ότι αν είχαμε μείνει στην Ελλάδα, αν δεν είχαμε «ρίξει την ασπίδα», η ανεργία στους νέους θα ήταν στο 80% και οι αυτοκτονίες σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Γι’ αυτό φύγαμε. Προφανώς και δεν διεκδικούμε ευχαριστίες, ούτε θεωρούμε ότι θυσιαστήκαμε για κάποιο κοινό καλό. Φύγαμε επειδή το θέλαμε, φύγαμε επειδή δεν είχαμε άλλη επιλογή.

Φύγαμε και χτίσαμε/χτίζουμε μια νέα ζωή. Οι περισσότεροι από μας, όμως, δεν ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιμένουμε σαν τα κοράκια πότε θα φτιάξει η κατάσταση για να έρθουμε να σας πάρουμε τις δουλειές. Ενδιαφερόμαστε ακόμα για την Ελλάδα, γιατί εκεί ζουν η οικογένεια και οι φίλοι μας. Θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο για να βοηθήσουμε, για το δικό τους καλό.

Όταν το λέω αυτό σε κάποιον, η απάντηση που παίρνω είναι «άμα θες να βοηθήσεις, γιατί δεν γυρνάς πίσω;». Σαν να είναι κάποιος κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο δηλαδή, εσύ απ’ έξω, και να σου λέει «φύγε, θα συνεχίσω να ψάχνω στα σκοτάδια».

Σας αρέσει-δεν σας αρέσει, η ζωή στο εξωτερικό μας εφοδίασε με κάποια προνόμια που δεν υπάρχουν (σε πληθώρα) στην Ελλάδα: η συμβίωση με ανθρώπους διαφορετικών, χρωμάτων, εθνικοτήτων, θρησκειών, η συνδιαλλαγή με λειτουργικά κράτη, η εργασία σε μεγάλες εταιρείες που δουλεύουν σαν ρολόι, με χιλιάδες εργαζόμενους και εκατομμύρια πελάτες, η μη ανοχή στην παραβίαση των αυτονόητων (πχ το παρκάρισμα σε ράμπες ΑμΕΑ). Αυτό δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, ότι είμαστε καλύτεροι απ’ όσους έμειναν πίσω ή ότι χωρίς τη βοήθειά μας, η Ελλάδα δεν θα προοδεύσει ποτέ. Αλίμονο. Θεωρείτε όμως πραγματικά ότι δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε;

Γι’ αυτούς τους λόγους, μπήκα στην οργανωτική ομάδα του 2ου London Hellenic Festival. Γιατί είμαστε τέσσερις νέοι άνθρωποι και έχουμε αποδεκτεί το αυτονόητο: ότι το υπάρχον πολιτικό σκηνικό έχει αποτύχει και δεν μπορεί να φέρει καμία πραγματική αλλαγή στην Ελλάδα. Το μόνο που μπορεί να αναστρέψει την κατάσταση είναι η σύγκλιση των ανθρώπων και οι ομαδικές προσπάθειες.

Κανένας μας δεν σκέφτεται να γυρίσει στην Ελλάδα. Δεν περιμένουμε καμία θεσούλα στο δυσλειτουργικό δημόσιο ούτε κανένα πόστο σε πολιτικά γραφεία. Αν θέλαμε να γίνουμε παρατρεχάμενοι, θα είχαμε μείνει πίσω. Αντιθέτως, μπήκαμε σε μια ανταγωνιστική αγορά που δεν κοιτάει εθνικότητες και γνωριμίες, αλλά προσόντα.  Έχουμε όλοι τις δουλειές μας και όλοι έναν λόγο για να βρισκόμαστε εδώ. Θέλουμε όμως να βοηθήσουμε όπως μπορούμε. Χωρίς να περιμένουμε ανταλλάγματα.

Αν αυτό είναι δύσκολο να το κατανοήσει κάποιος, τότε υπάρχει μια καχυποψία προς το πρόσωπό μας και θα ήταν καλό να το συζητήσουμε, δεν νομίζετε;

Πηγή : http://www.newdiaspora.com/el/why-are-we-still-bothering-with-motherland/

(*) Ο Στέφανος Λίβος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Ζάκυνθο και ζει στο Λονδίνο. Έχει σπουδάσει Ψυχολογία και ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά δουλεύει σαν Learning Coordinator στο εθνικό σύστημα υγείας της Αγγλίας. Τις ώρες που δεν εργάζεται, προσπαθεί να βρει χρόνο για γράψιμο μεταξύ κατσαρόλας, σκούπας και social media. Μεγαλύτερό του άγχος είναι ότι οι μέρες φεύγουν πολύ γρήγορα.