Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
 Η επικαιρότητα προσφέρει τόσα και τόσα για να γκρινιάξει κανείς, να λοιδορήσει, να βρίσει, να χλευάσει όλα αυτά τα νούμερα που μας κυβερνούν ή θέλουν να μας κυβερνήσουν. Δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο. Δεν υπάρχει εντιμότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια, ευθιξία, σοβαρότητα, φιλότιμο. Μπορεί κανείς να γράφει χωρίς τελειωμό για τα μικρά και μεγάλα ανοσιουργήματα που διαπράττουν καθημερινά  όλα αυτά τα πωλητικά λαμόγια, τα απαίδευτα, που μόνο για την καρέκλα, το εφελίκι και τις μίζες ενδιαφέρονται.
Η επικαιρότητα προσφέρει τόσα και τόσα για να γκρινιάξει κανείς, να λοιδορήσει, να βρίσει, να χλευάσει όλα αυτά τα νούμερα που μας κυβερνούν ή θέλουν να μας κυβερνήσουν. Δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο. Δεν υπάρχει εντιμότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια, ευθιξία, σοβαρότητα, φιλότιμο. Μπορεί κανείς να γράφει χωρίς τελειωμό για τα μικρά και μεγάλα ανοσιουργήματα που διαπράττουν καθημερινά  όλα αυτά τα πωλητικά λαμόγια, τα απαίδευτα, που μόνο για την καρέκλα, το εφελίκι και τις μίζες ενδιαφέρονται.
Προτίμησα, όμως, σήμερα να γράψω δυο λόγια για δύο άξιους δικαστικούς λειτουργούς: τον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωακείμ Κασσωτάκη και τον Πρωτοδίκη Α.- Ι. Καργόπουλο που υπηρετούν στο Ρέθυμνο. Διάβαζα τις προάλλες σε νομικό περιοδικό μία απόφαση που είχε εκδώσει το 2014 ο πρωτοδίκης με σύμφωνη πρόταση του αντεισαγγελέα. Επρόκειτο για μία απλή υπόθεση κλοπής κατά τη διερεύνηση της οποίας οι αστυνομικές προανακριτικές Αρχές είχαν ζητήσει, λάβει και επεξεργασθεί όλες τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των εμπλεκομένων. Υπέρ της νομιμότητος της πρακτικής αυτής είχαν αποφανθεί με γνωμοδοτήσεις και εισαγγελείς του Αρείου Πάγου.









