Θυμάται και σχολιάζει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Γυάρος ή Γιούρα. Την ονόμασαν επίσης Νταχάου, Βαστίλλη, θανατονήσι, νησί του διαβόλου. Δεκαεπτά τετραγωνικά χιλιόμετρα, όλα κι' όλα. Μια πέτρα, θαρείς, ριγμένη στο πέλαγος, ανάμεσα στη Σύρο, την Τήνο και τη Τζιά. Χώμα στεγνό, άνυδρο, σκιά πουθενά. Πέτρες μονάχα, αγκάθια, ανελέητη τραμουντάνα. Όλη μέρα ο ήλιος καίει και πυρώνει το χώμα και τις πέτρες. Σκληρό φως, σκληρός τόπος, για φαντάσματα, όχι γι' ανθρώπους. Είναι τόσο θλιβερό το παρελθόν και το βάρος μαζί που κουβαλάει ο τόπος αυτός, που δεν σου κάνει καρδιά να μείνεις εκεί και να διανυκτερεύσεις, να κολυμπήσεις, να διασκεδάσεις. Περνάς και φεύγεις, μένοντας άναυδος στη θέα του τεράστιου, βουβού πια, κτιρίου των φυλακών, που έκτισαν πέτρα πέτρα οι ίδιοι οι εξόριστοι, και εύχεσαι να μην ακουστούν ποτέ πια εκεί ανθρώπινες κραυγές πόνου και απόγνωσης...