Προσωπική μαρτυρία του ιατρού καρδιολόγου κ. Εμμ. Α. Χριστουλάκη.
Τον Ιανουάριο του 1944 προετοιμαζόμουνα στο Μαθηματικό Φροντιστήριο του μακαρίτη καθηγητή Λαμπρινόπουλου, στην Αθήνα, για να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο Πολυτεχνείο.
Όπως κάθε μέρα, έτσι και στις 11 Ιανουαρίου 1944, πήρα το τρένο από το Μοναστηράκι για να κατέβω στον Πειραιά. Συνήθως περνούσα από την ΕΘΝΙΚΗ Τράπεζα όπου εργαζόταν η αδελφή μου η Άννα και μαζί «ποδαρόδρομο» πηγαίναμε στο σπίτι μας, στη Φανοστράτους 17, πιο πάνω από την Πηγάδα.
Ξεκινώντας, και πριν προλάβουμε να περάσουμε τον κήπο του Θεμιστοκλή (τον λέμε ακόμη Τινάνειο), ακούστηκε το ανατριχιαστικό ούρλιασμα των σειρήνων συναγερμού. Ο κόσμος ξαφνιασμένος και τρομαγμένος έτρεχε σαν κυνηγημένο αγρίμι, να βρει τόπο να κρυφτεί. Εγώ με την αδελφή μου ξαπλώσαμε και στριμωχθήκαμε πίσω από το χαμηλό περιτείχισμα του κήπου, όπως κι άλλες δεκάδες Έλληνες και Γερμανοί στρατιώτες. Από τη μεριά προς το λιμάνι μας προστάτευε το χαμηλό περιτείχισμα, από την εσωτερική είχαμε αναθέσει τις ελπίδες μας στον Άγιο Σπυρίδωνα.








