Θυμάται ο Μανώλης Αρ. Χριστουλάκης.
Παγερό εκείνο το απόβραδο. Η χωνεμένη καρβουνόσκονη στο μαγκάλι έστελνε τις τελευταίες της αναλαμπές κι εμείς πέντε άτομα στριμωγμένοι γύρω από το γύφτικο μαγκάλι προσπαθούσαμε να ζεστάνουμε τα παγωμένα χέρια μας, που τα δάκτυλά τους, πρησμένα σαν λουκάνικα από τις χιονίστρες, μας βασάνιζαν ανείπωτα.
Η μάνα είχε βάλει μια μεγάλη κατσαρόλα γεμάτη νερό πάνω στην γκαζιέρα, έριξε μερικά κλωνάρια φλισκούνι και σε λίγο μια γλυκιά μυρουδιά γέμισε τη μικρή μας κουζινίτσα. Λεπτές φέτες μαύρο ψωμί, ακουμπισμένες στην τσιμπίδα πάνω από τη χόβολη, σκόρπιζαν την ευωδιά του καψαλισμένου ψωμιού.
Η μάνα μοίρασε στον καθένα μας μια κούπα με το ζεστό βραστάρι, μια φέτα αλειμμένη με ντοματοπελτέ, που είχε φτιάξει μόνη της, και το βραδινό μας ήταν έτοιμο εκείνο το παγερό απόβραδο. Αμέσως μετά, εμείς, σαν κυνηγημένα πουλιά κουρνιάσαμε στα κρεβατάκια μας, η μάνα μας χάιδεψε, μας φίλησε στο μέτωπο και μας σκέπασε με ό,τι υπήρχε διαθέσιμο για να μας προστατέψει από την παγωνιά της νύχτας, που προμηνυότανε ανυπόφορη.
Κουκουλωμένοι μέχρι πάνω απ’ το κεφάλι προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε με τα ζεστά μας χνώτα, ενώ στις χιονίστρες φούντωνε η φαγούρα. Τότε δεν είχαμε ούτε καλοριφέρ, ούτε σόμπα με κοκ ή έστω ξύλα, ούτε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα. Ο ύπνος μας πήρε στην αγκαλιά του και χαθήκαμε στον κόσμο του ονείρου.
Ξημέρωσε. Η μάνα, όπως πάντοτε, μας ξύπνησε με το θερμό της χάδι. Ντυμένη με πουλόβερ και χοντρή ζακέτα προσπαθούσε να προφυλαχτεί απ’το διαβολεμένο κρύο εκείνου του πρωινού. Ο πατέρας ανοίγοντας την πόρτα της κουζίνας για να πάει στο «μέρος», που τότε ήταν έξω στην αυλή, έβγαλε μια φωνή που ανταριαστήκαμε όλοι. «Χιόνι, χιόνι!» φώναζε. Πεταχτήκαμε απάνω, τρέξαμε προς την πόρτα και αντικρίσαμε ένα πρωτόφαντο, για μας τα παιδιά, θέαμα. Στην αυλή μας ήταν στοιβαγμένο πάνω από ένα μέτρο χιόνι. Η μάνα έτρεξε να μας ντύσει για να μη πουντιάσουμε, που με την αποκοτιά μας, σηκωθήκαμε άντυτοι απ’ τα κρεβάτια μας.
Ανοίξαμε το παράθυρο, με το «γαλλικό» κούφωμα, και το τι είδανε τα έκπληκτα μάτια μας δεν περιγράφεται. Όλα γύρω-τριγύρω ήτανε σκεπασμένα με ένα παχύ στρώμα χιονιού. Στέγες, δένδρα, κολώνες και από τα καλώδια της Πάουερ (της τότε ΔΕΗ), κρέμονταν κρυστάλλινα κρόσσια. Στους δρόμους το χιόνι έφθανε τους 80 πόντους ύψος και όλα βρίσκονταν σε μια παγωμένη, χιονισμένη ακινησία. Στον δρόμο ούτε ψυχή ζώσα! Τα πάντα είχαν ακινητοποιηθεί!
Ήτανε το πρωινό της 17ης Φεβρουαρίου 1934. Πριν από 83 ολόκληρα χρόνια! (2017). Το χιόνι στους δρόμους διατηρήθηκε πάνω από 10 ημέρες. Έκτοτε δεν ξαναείδα τόσο πολύ χιόνι στον Πειραιά.