Από το βιβλίο "Θαλασσινές Ιστορίες" του Ανδρέα Φουράκη.
Αφιερωμένο στους απλούς και ταπεινούς του μόχθου καπετάν-Μανώληδες και καραβομάστορες που διαιώνισαν τις πανάρχαιες ελληνικές τέχνες της θάλασσας χτίζοντας μια αλμυρή ανεκτίμητη, πολιτιστική κληρονομιά, αιώνιο βάρος για τις επόμενες γενιές.
Τη σκάρωσε προ 90 χρόνους, ένας από τους δεκάδες ανώνυμους καραβομάστορες των Χανιών, παραγγελιά του Μανώλη του ψαρά. Κυνηγημένος από τους Τούρκους έφυγε από την Κρήτη ο πρόγονος του μάστορα και έμαθε τα μυστικά της τέχνης στα καρνάγια των Σπετσών, της Ύδρας και της Σύρας. Σαν το νησί ελευθερώθηκε γύρισε πίσω να δουλέψει την τέχνη του και να διηγάται νοσταλγικά πόσα μπρίκια, σκούνες, γολέτες, γαϊτες, τρεχαντήρια και βαρκαλάδες είχε σκαρώσει. Έτσι με τους χρόνους πέρασε η τέχνη γενιά τη γενιά, χέρι με χέρι και στο δικό μας μάστορα, μα τώρα χωρίς τα παλιά μεγαλεία. Πού μπρίκια και σκούνες πια! Καμιά ψαρόβαρκα και αραιά και πού καμιά τρεχαντήρα. Μα, ας πάμε στην παραγγελιά.
Πρώτα απ΄ όλα διάλεξε με προσοχή τα ξύλα, που από καιρό πριν είχαν κοπεί στη λίγωση και ξεραθεί στη σκιανάδα. Μουρνόξυλο για τα στραβόξυλα, πευκόξυλο για το πέτσωμα, δρυγιάς σκληρός για την καρίνα. Ένα σκεπάρνι, σάρακας, τρυπάνι, μια πλάνια, και καρφιά όλα κι όλα τα εργαλεία. Μαζί τους μάτι που μετρά, τέχνη, μεράκι και υπομονή. Στο κοράκιο κάρφωσε ένα ξύλινο σταυρό να ‘χει τη βοήθειά Του στην καλή δουλειά, κατά που συνηθίζονταν, και τυχερό να' ναι το σκαρί. Μια δυο σκεπαρνιές με το δεξί χέρι και ένα χάιδεμα με την παλάμη του αριστερού από το μάστορα στο χτυπημένο ξύλο να σιγουρέψει η αφή την όραση. Πού και πού ένα βήμα πίσω να κόψει το άσφαλτο μάτι και ξανά το ίδιο βιολί.
Σαράντα μεροκάματα κράτησε η φτιάξη χωρίς παραγιό γι’ αυτό το σκαρί. Σαράντα μεροκάματα με το μουστερή ψαρά να παρακολουθεί το μάστορα διακριτικά , χωρίς παρεμβολές και να τους μεθά και τους δυο η μυρωδιά του ξύλου και να απλώνει μια παράξενη χαρά στη ψυχή τους η υπέροχη αίσθηση της δημιουργίας.
Κάποτε ένα-ένα τα στραβόξυλα θα δεθούν στην καρίνα κι ο σκελετός θα τελειώσει. Σειρά τώρα παίρνει το πέτσωμα. Παλάμη πρώτα, κουβέρτα μετά. Τα σανίδια το ένα πάνω στ’ άλλο δίνουν μορφή στο πανέμορφο σκαρί που αργά και μεγαλόπρεπα παρουσιάζεται. Ο ψαράς αδημονεί κι όλο του φαίνεται πως ο μάστορας ξαργεί μα υπάρχει σεβασμός στην τέχνη κι εμπιστοσύνη και δε βγάζει άχνα. Μόνο κάνει όνειρα με τη φαντασία του και λάμνει σε μπουνάτσες με τέχνη αθόρυβη και παλεύει τα μπουρίνια και τακτοποιεί στην κουβέρτα της πλώρης τη σπαρταριστή πλούσια ψαριά που στραφταλίζει σα σωρός χρυσάφι. Κάνει λογαριασμούς, μετρά κέρδη κι αγοράζει χρειαζούμενα για τη φαμίλια του, γεμίζει την καπνοσακούλα του διαλεχτό καπνό μπυθιαχτά μέχρι τα μπούνια να καπνίζει τη γιουσουρένια πίπα του. Κι ακόμα καθίζει κλώσσα να βγάλει ορνίθια, αναθρέφει χοίρο χριστουγεννιάτικο, θιάζει προικιά της κοπελιάς. Όλες οι ελπίδες, όλα τα όνειρα ακουμπούν στο σκαρί αυτό.
Φτάσαμε στο καλαφάτισμα. Με μια φτενή, κοφτερή σφήνα και ξυλόσφυρο ο μάστορας θα σπρώξει στους αρμούς σφηνωτά λινάρι βρεμένο με κατράμι να κλείσουν οι χαραμάδες. Ήρθε η ώρα του μπογιά. Κι αυτόν μόνος του τον έφτιαξε με ώχρα και χοιρινό λίπος. Μετά βάψιμο δυο χέρια μπογιά. Ένα αραιό να πιει το διψασμένο ξύλο κι ένα δεύτερο πυκνότερο να ντυθεί η βάρκα τα γιορτινά της. Στην πλώρη τ’ όνομα τ’ αγίου, κατάρτι, αντένα και πανί που το ‘φτιαξε η κυρά του ψαρά στον αργαλειό το χειμώνα. Κουπιά στους σκαρμούς και ένα μουστάκι περίτεχνα φτιαγμένο από τζίβα θ’ αγκαλιάσει το πάνω μέρος της πλώρης να τη φυλά από τα χτυπήματα.
Μετά το τιμόνι με τη λαγουδέρα για τ’ αρμενίσματα και τα καπάκια για το πρυμνιό και το πλωριό ταμπούκι. Μικρό πανηγύρι χαράς το ρίξιμο το πρώτο στο γιαλό. Τα κατρακύλια στη σειρά κι απάνω τους η βάρκα κι ο ψαράς με την οικογένεια στη μεγάλη τους χαρά. Εκεί κι ο μάστορας να καμαρώνει το έργο του και χωριανοί καμπόσοι να κοιτάζουν με κρυφή ζήλια και να εύχονται καλά ταξίδια, καλές ψαριές. «Ευλογητός ο Θεός», θα πει ο παπάς και θα αρχίσει τον αγιασμό. Ένα μικρό κονισματάκι του Αϊ-Νικόλα θα καρφωθεί στην εσωτερική πλευρά της ψαρόβαρκας παντοτινός βοηθός.
Ο αγιασμός θα τελειώσει κι ο ψαράς θα φιλήσει το χέρι του παπά και θα πάρει τις ευχές του. Τσικουδιά, καλορίζικα κι έτοιμα όλα. Οι πιο χειροδύναμοι θα πάρουν θέση όρθιοι δίπλα στις κουπαστές. «Εεε, ωπ! Στ’ όνομα του Θεού!». Μερικοί θα κάνουν το σταυρό τους. Η βάρκα θα γλιστρήσει τρίζοντας πάνω στα κατρακύλια κι ο ήχος αυτός μαζί με τις χαρούμενες φωνές θα σκορπίσει μια γλυκιά ανατριχίλα τριγύρω. Η βάρκα θα εμβολίσει με την πλώρη το νερό και προς στιγμή θα ταλαντευτεί αριστερά-δεξιά σα να ψάχνει να βολευτεί στο νέο αυτό στοιχείο. Μετά θα ζυγιάσει αλφαδιά και θα βάλει τέλος στην όποια ανησυχία, μικρή άλλωστε, του μάστορα που με ένα «όλα καλά» θα παραδώσει.
Βρεγμένοι ντορμπάδες από κατσικότριχα θα σκεπάσουν την κουβέρτα πλώρη-πρύμνη να κρατούν τα ξύλα βρεγμένα και για μια-δυο μέρες η βάρκα στο νερό θα στανιάρει τα ξύλα, πάει να πει θα τα φουσκώσει να πρηστούν, να κλείσουν οι αρμοί και να σφίξουν για μια ζωή το λινάρι με το κατράμι να μην περνά σταγόνα το νερό. Το ίδιο σφιχτά κι ο ψαράς με το σκαρί για μια ζωή, σε χαρές και λύπες, σε αστοχιές κι επιτυχίες, φουρτούνες και μπουνάτσες.
Παρά-παρά έφτιαξε το κομπόδεμα δουλεύοντας σκληρά στο μεροκάματο, το καλοκαίρι στ’ αμπέλια και στα χωράφια και το χειμώνα στις ελιές. Τέσσερις χρόνους του πήρε να φουσκώσει το παραδοσάκκουλο, να κάνει την παραγγελιά και τα ξύλα δικά του. Μόνος τα' κοψε, μόνος τα' σκισε με τη βαριά και τις σφήνες, μόνος τα ξέρανε στον ίσκιο και τα σκεπάρνιασε να φτενέψουν να' ρθουν να γίνουν σανίδες μιας λογής, να μικράνει το έξοδο της φτιάξης, μόνος πλάκωσε με βαριές πέτρες τα μουρνόξυλα να στραβώσουν να βγουν στραβόξυλα κατά πρωτα.
Τώρα μ’ αυτή τη βάρκα θα θρέψει τη φαμελιά του και η φροντίδα προς αυτή θα ‘ναι ανάλογη. Nύχτα μέρα θα έχει την έγνοια της και τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες εκατοντάδες φορές θα πάει να τη δει στο λιμανάκι να βεβαιωθεί ότι δεν κινδυνεύει, να τη σιγουρέψει με μια πριμάτσα ακόμα. Δεσμός άρρηκτος θα δένει τη ψυχή του ψαρά από δω κι εμπρός με τ’ άψυχα ξύλα, λες κι έχουν ψυχή.
Φτωχός άνθρωπος ήταν ο ψαράς,έτσι που τον θέλουν και τα παραμύθια, τον πλια καιρό ξυπόλητος και το πιάτο του, κατά που λέει ο λαός, δέκα φορές αδειανό και μια γεμάτο. Μαυριδερός με σκαμμένα χαρακτηριστικά κι αφυδατωμένη μούρη από το θαλασσοβρόχι, τον ήλιο και τ’ αλάτι. Οι παλάμες του πιο σκληρές κι απ’ το πετσί των στιβανιών από το κουπί και τα δάχτυλα του βαθιά κομμένα από τις προσπάθειες να ξεχαρακώσει τα παραγάδια ή να παλέψει τα μεγάλα ψάρια στη συρτή και στα μονάγκιστρα. Ψάθα στην κεφαλή το καλοκαίρι, σκούφο πλεκτό το χειμώνα, μάτια ζωηρά, έξυπνα και διαπεραστικά. Αισθήσεις ανεπτυγμένες, θεοφοβούμενος, προληπτικός λιγάκι στο μάτι.
Σώμα με φαρδιές πλάτες, γερή αναπνοή, χειροδύναμος και γενναίος. Καλός στη βουτιά, ακούραστος στο κολύμπι. Μια κοντή στρατιωτική χλαίνη από τον πόλεμο του ’20 ίσαμε τρεις οκάδες, πανωφόρι και στρώμα του χειμώνα καλοκαίρι. Κατάσαρκα μάλλινο φανελλοσώβρακο, μονοκόματο από λαιμό μέχρι ατζί. Κοινωνικά; Συνήθως στο ίδιο σκαλί με το μεροκαματιάρη και πολλά πιο κάτω από το μυλωνά, το σιδερά, το μαραγκό και τον αγρότη. Οι νοικοκυραίοι δε θαλασσοδέρνονται. Του άρεσε να τον ρωτούν για τον καιρό οι χωρικοί και δεν έσφαλε σχεδόν ποτέ.
Βαρόμετρο το κορμί του κι οι αισθήσεις απλωμένες στο δέρμα του αιχμαλώτιζαν και ξεχώριζαν αμέσως το πρώτο απαλό χάδι του Λίβα και την κρυάδα του Τραμουντάνα κι έπραττε ανάλογα. Ένα καντάρι κι ένα ρηχό πανιέρι είναι το μαγαζί του, να πουλήσει τα ψάρια του μα το καντάρι σπάνια θα του χρειαστεί γιατί τις περισσότερες φορές η ψαριά θα πουληθεί πόρτα-πόρτα κουτουράδα. Ο κακός του χάρος ο χειμώνας με τις φουρτούνες και τους βοριάδες, ο ξαφνικός λίβας, τα μπουρίνια και το γεμάτο φεγγάρι. Οι καλές του μέρες τ’ αποφούρτουνα του καλοκαιριού, οι μπουνάτσες και το πίσσα σκοτίδι.
Πίσω στη βάρκα όμως πάλι να βάλουμε τα εργαλεία της δουλειάς και την αρματωσιά της. Πρώτη και καλύτερη η άγκυρα, φτιαγμένη στ’ αμόνι με τρεις χαλούς και χτυπητούς τους κρίκους της αλυσίδας στο δαχτυλίδι να κλείνουν κατακόκκινοι απ’ την πυρά ένας-ένας, δεσιά τη δεσιά. Μετά το παλαμάρι και τα σχοινιά, φτιαγμένα από το χέρι του από λινάρι ή αθάνατο που αφού έκοβε τα φύλλα του τον άφηνε να σαπίσει στο νερό και μετά χτυπώντας τον σα χταπόδι να φύγει η σάρκα του έπαιρνε τις ίνες και τις έδενε στο σκοινοπλόκο (μια ρόδα με τρεις γάντζους) να στρίψει το σκοινί.
Το καμάκι κι αυτό σφυρήλατο και βαμμένο με λάδι πριν ξεπυρώσει για ν’ ατσαλώσει να μη στραβώνει. Ο γάντζος για κανένα χοντρό ψάρι, τα κουπιά, τ’ απόχι και η μεγάλη απόχα για το ζωντανό δόλωμα , φλασκιά φασκιωμένα με ορμιά για τσαμαδούρια στα παραγάδια. Τα τελευταία σε καλαμένια πανέρια συνήθως και καμιά φορά πλεγμένα με λυγαριά. Γύρω τους μαλακιά φλούδα να κάτσουν τ’ αγκίστρια. Μάνα από στριμμένο μπαμπάκι, μετάξι, λινάρι κανάβι και παράμαλα από αλογοουρά. Από αρσενικό και νεαρό άλογο η καλύτερη τριχιά και η πλέξη τρεις τρίχες μαζί, στρίψιμο και να κρεμαστεί ένα βάρος για κάμποσες μέρες να δέσει το στρίψιμο. Και μετά ματισιά τη ματισιά να φτιαχτούν ορμιές και να βουτηχτούν στη στύψη από φλούδα δρυγιά ή σε λιναρόλαδο ν’ αποχτήσουν αντοχή. Δουλειές της υπομονής, της κακοκαιρίας και του χειμώνα.
Γαριδολόγοι από μικρά ξύλινα στεφάνια και πάτο από λινάτσα για να παγιδεύει γαρίδες για δόλωμα. Κέρτοι πλεγμένοι από λυγαριά για σκάρους, σαργούς και σπάρους. Αστακοπαγίδες πλεχτές από λυγαριά και δεμένες με αφράτο και βρούλα. Κόπανος και μαχαίρι για δράκισσες, σμύνιερες, σκορπίδια, δρόγκους και μουγκριά. Κουλούρα πέτρινη, πελεκητή για ξεχαράκωμα του παραγαδιού , μαζάρια με τρύπιες πέτρες διαλεχτές. Ένα δυο καλαμίδια, το ένα μονάγκιστρο, το άλλο διπλό με σταυρωτή αρματωσιά.
Ακόμα ο βόλακας, ένα χωνί ανάποδο σ’ ένα κοντάρι που άμα το χτυπήσεις κάθετα στο νερό ο αέρας που έχει εγκλωβίσει κάνει κρότο δυνατό σα βροντή να τρομάξουν τα ζωσμένα ψάρια να πέσουν στο δίχτυ. Το γυαλί, ένας τενεκές με γυαλί στον πάτο να μπορείς να δεις το βυθό σα ψάρι, να βρεις θολάμια και χταπόδια και να καμακώσεις σουπιές και ψάρια. Κάτω από την κουβέρτα συρτές, καθετές, πεταχτάρια και μονάγκιστρες πετονιές, καλαμαριέρα, σαλαγιά, τσαπαρί και χταποδολάινο στρογγυλό και τρύπιο στον πάτο. Δίπλα στο καμάκι σπράγκα σε μακρύ κοντάρι κι αυτή, να ξεκολλά τους αχινιούς από το βράχο και να τους μεταφέρει στο ταμπούκι της πλώρης.
Σε ένα μαστραπά λαδωμένο αμμοχάλικο να πετάς με το κουτάλι σα να κάνεις αγιασμό και ν’ απλώνει η λαδιά και η θάλασσα να γίνεται γυαλί. Κατάπλωρα το λουξ πετρελαίου για το πυροφάνι. Μια λάμπα θύελλας στο πλάι της γάστρας. Σ’ ένα πανιέρι το νοικοκυριό της βάρκας, ένα μπουκάλι λάδι, ένα φλασκί κρασί, ένα φλασκί νερό, μια κούπα αλάτι θαλασσινό , ένα τσικάλι πήλινο αμουτζουδιασμένο και ντάκος παξιμάδι σκληρό σα σίδερο και ξεφουρνισμένο ο Θεός ξέρει πότε.
Μ’ αυτό το νοικοκυριό, περιμένοντας να πέσει ο καιρός, θα περάσει εκατοντάδες βραδιές στη ζωή του αποκλεισμένος σε απόκρυφους όρμους και ξερονήσια. Με τον πυρόβολο που φορά κατάστηθα να μη βραχεί θ’ ανάψει το φυτίλι του γονατιστός πάνω από τα φρύγανα κι αφού κάνει καύτρα θα φυσά μέχρι να κουραστούν τα πνεμόνια του να γίνει η φλόγα ν’ ανάψει φωτιά, να στεγνώσει ρούχα και κορμί και να στήσει τσικάλι με κανένα ψάρι, αμυργιαλούς, πεταλίδες, κοχύλια κι ό,τι άλλο βρεθεί, να ξεγελάσει τη μοναξιά του και να σπάσει τη μαυρίλα.
Κι εκεί σκυμμένος στην παρασιά θα χώνει τα δυο του δάχτυλα στην καπνοσακούλα του κι ευλαβικά, με αργές και προσεκτικές κινήσεις, θα γεμίζει σιγά-σιγά την πίπα του, προσέχοντας να μην του πέσει ούτε σπυρί καπνού χάμω. Μετά θα ανάψει και θα τραβήξει βαθιά να φτάσει ο καπνός μέχρι τις φτέρνες του. Και θα ΄ναι η απόλαυση αυτή ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ‘χει και θα νιώθει μεγάλη ευτυχία σαν έχει καπνό και σα δεν έχει πάλι θα τρέξει να βρει θύμο, φασκόμηλο ακόμα και ρίγανη να φτιάξει αχταρμά δικό του χαρμάνι, του Θεού, όπως λέει.
Τέλος μπριτσόβολας (πεζόβολο) με απλάδικο δίχτυ και δίχτυα. Τα τελευταία είναι το κύριο εργαλείο της δουλειάς μαζί με τα παραγάδια. Αίμα θα φτύσει να τα φτιάξει και η απώλεια τους είναι μεγάλη καταστροφή. Υπάρχουν βέβαια αγοραστά που πλέκουν γυναίκες στα πλεκτήρια της Μασσαλίας, της Τεργέστης και της Νάπολης. Τελευταία φτιάχνουν και στη Σύρο και στην Ύδρα. Όμως στοιχίζουν μια περιουσία. Ούτε συζήτηση γι’ αγορά. Λινάρι, μετάξι, μπαμπάκι, μαλλί κι όλο το χειμώνα ατέλειωτες ώρες πλέξιμο με τη σαΐτα με το φως της λάμπας και του λίχνου. Απλάδικα και μανωμένα. Απλάδικα με μικρά μάτια και μανωμένα που είναι ουσιαστικά τρεις σειρές δίχτυα, η μεσαία απλάδικη κι από τις δύο μπάντες δίχτυα με μεγάλα μάτια να περνά το ψάρι να κουτουλά στο απλάδικο να γυρίζει πίσω να μπλέκει στα χοντρά μάτια. Μια οργιά ύψος τα χαμηλά, δυο οργιές τα άλτα.
Κατά μήκος της πάνω μεριάς των διχτυών κομμάτια ξύλου πίτυος (κουκουναριάς). Στην κάτω μεριά πέτρες τρύπιες μικρές περασμένες σε λεπτό σκοινί. Όλη η οικογένεια θα πλέκει και μάτι-μάτι θα ετοιμαστούν κάποτε. Για ν’ αποκτήσουν αντοχή θα κοπανιστεί φλούδα πεύκου να γίνει σκόνη, θα διαλυθεί στο νερό και στο καφέ σκούρο αυτό ζουμί, τον πίτυκα, θα κολυμπήσουν τα δίχτυα, να βάψουν, να στύψουν να μη σαπίσουν.
Λιόκαφτοι τσίροι, κολιοί και χταπόδια, παστές σαρδέλες και ρέγκες θα κρατήσουν συντροφιά το χειμώνα στο σπίτι του ψαρά. Ε, κάνει κι ο χειμώνας μπονάτσες, να γεννήσει η αλκυόνα,έχει ο Θεός. Στα ύστερα του Γενάρη η βάρκα θα βγει έξω από το νερό να ξεμαλλιαστεί. Στρειδώνα και φύκια έχουν κολλήσει στα βρεχάμενα σχηματίζοντας ένα παχύ στρώμα μαλλιού που βαραίνει τη βάρκα και την εμποδίζει να γλιστρά μ’ ευκολία στο νερό. Ο ψαράς θα την καθαρίσει με προσοχή. Θ’ αρπάξει την ευκαιρία να κάνει κανένα βαψιματάκι, ν’ αλλάξει κανένα χτυπημένο ξύλο, ν’ αντικαταστήσει κανένα σπασμένο κέρκελο. Μερεμετίσματα δηλαδή.
Η βάρκα θα στεγνώσει και θ’ αλαφρύνει. Κάθε 3-4 χρόνια θ’ ανάβει φωτιά να καεί ο παλιός μπογιάς, να φύγουν τα σκασίματα και να ψοφήσει το σκουλήκι του ξύλου αν υπάρχει. Το ξέστρο θα βγάλει τα υπολείμματα και ξανά κανάβι, κατράμι, μπογιάς και στανιάρισμα. Και μετά ξανά και ξανά με μπούσουλα τ’ άστρα τη νύχτα και τις μακρινές στεριές τη μέρα, πότε λάμνοντας με τα κουπιά, πότε αρμενίζοντας με το πανί, θα τραβούν τη ρότα της ίδιας μοίρας.
Και τα χρόνια θα περνούν κι άνθρωπος και σκαρί θα γερνούν μαζί και θα μετρούν τις πληγές του χρόνου κι όμοια σχεδόν θα τρίζουν κόκαλα και στραβόξυλα. Καμιά φορά ίσως ο θάνατος τους βρει μαζί. Καμιά φορά ίσως τους γελάσει και τους χωρίσει, όπως τη βάρκα της ιστορίας μας.
Ο καπετάν-Μανώλης ο ψαράς δε ζει πια, κι ο μάστορας το ίδιο. Μαζί τους πέθανε κι η τέχνη τους. Κι η βάρκα τους τώρα περιμένει υπομονετικά κάποιος να της διορθώσει τη σπασμένη κουπαστή, να την κάψει να φύγει η σκασμένη μπογιά και να ξεσκουλικιάσει το ξύλο, να της βάλει κατράμι, κανάβι και μπογιά , να τη στολίσει μ’ όλη την αρματωσιά και τα εργαλεία της και μετά λίγο νερό να στανιάρουν τα κόκαλα της, να σταθεί όμορφη κι όρθια όπως αξίζει σ’ ένα έργο τέχνης. Μετά ας σταθεί κάπου να τη βλέπουν οι σημερινοί του «να και δώμου» να μαθαίνουν πως ήταν η ζωή κι η τέχνη μια φορά κι έναν καιρό κι αυτή καμαρωτή να λέει την ιστορία τους γιατί μα το Θεό, αλήθεια σας λέω, έχει μιλιά, έχει και ψυχή.