Θυμάται και σχολιάζει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ακούω, διαβάζω και βλέπω, προσφάτως, αστυνομικούς και λιμενικούς να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται ενώπιον της Δικαιοσύνης, με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών, αλλά δεν εκπλήσσομαι. Και δεν εκπλήσσομαι γιατί, όταν πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Γεώργιος Ράλλης, πριν από 32 χρόνια δηλαδή, εγώ έγραψα ένα άρθρο στην εφημερίδα "Αυριανή", με τίτλο... "Χωρίς τίτλο", που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 30ής Αυγούστου του 1981. Πρωτόμπαρκος δημοσιογράφος ετών 29, την εποχή εκείνη, έψαχνα να βρω το καταφύγιό μου. Τον χώρο που θα μπορούσε να στεγάσει το πάθος μου για την αληθινή και αδέσμευτη δημοσιογραφία. "Κούνια που σε κούναγε", έλεγε ο πατέρας μου, αλλά εγώ δεν τον άκουγα. Το σλόγκαν "Αυριανή, η εφημερίδα που τα λέει όλα στον λαό", με είχε επηρεάσει, με αποτέλεσμα τα βήματά μου να με οδηγήσουν στα γραφεία του Ταύρου. Από την αρχή όμως φαινόταν το παιδί, άλλο τόσο και ο χώρος στον οποίο πίστεψε και "επένδυσε"...
Ξέθαψα λοιπόν απ' το αρχείο μου το άρθρο εκείνο, αλλά και όσα ακολούθησαν, και το αναδημοσιεύω. Διευκρινίζω ότι κάθε ομοιότητα του άρθρου με όσα διαδραματίζονται σήμερα είναι εντελώς, μα εντελώς "συμπτωματική"...
Χωρίς τίτλο.
Του Ιωσήφ Παπαδόπουλου.
Άχαρος ο ρόλος που μου ζήτησαν να παίξω εκείνο το σούρουπο του Αυγούστου, κι' ακόμη πιο άχαρος ο ρόλος αυτού που θα τον κρίνει. Ωστόσο, έρχεται κάποτε η σειρά σου. Και παίζεις. Χάνεις ή κερδίζεις. Δεν έχει και τόση σημασία το αποτέλεσμα. Το ότι έπαιξες μετράει.
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ : Γιατί το κάνεις; Δεν βρίσκεις έως τώρα την δικαίωση μέσα σου; Γιατί πρέπει να εξωτερικεύσεις σ' έναν αδιάφορο περίγυρο την αηδία που νοιώθεις για ό,τι άδικο ή στραβό γίνεται γύρω σου; Όλοι κουβαλάμε την αδυναμία της ανάγκης για αναγνώριση. Είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτή η αδυσώπητη ανάγκη κατευθύνει όλες μας τις ενέργειες, καλές ή κακές πολλές φορές.
ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ από το πρίσμα μέσα από το οποίο κοιτά κανείς τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ίσως κι' εγώ διψώ γι' αυτή την αναγνώριση, σκέφτηκα. Τι ετυμηγορία θα βγάλουν άραγε οι αναγνώστες μου; Άνθρωπος ή απάνθρωπος; Ανισόρροπος ή αθεράπευτα ρομαντικός; Τολμηρός ή υποκριτής; Τι σημασία έχει. Εγώ έχω ήδη βγάλει την δική μου.
ΑΝ έπρεπε να δώσω κάποιο τίτλο στο άρθρο μου, θα διάλεγα έναν από αυτούς : "Ελλάς Ελλήνων βασανισμένων, δυστυχισμένων, γραφειοκρατών, ρουσφετολόγων, καλοπερασάκηδων, προχειρολόγων, ρουφιάνων, αδιόρθωτων" ή "Εργα και ημέρες ανεκδιήγητων ανθρώπων σε μια ανεκδιήγητη χώρα που προσπαθεί να κρατηθεί από το παρελθόν της" ή "Καφενείον η Ελλάς". Διαλέγετε και παίρνετε. Εγώ προσωπικά λυπάμαι ακόμη και τον τίτλο. Γι' αυτό θα το ονομάσω "Χωρίς τίτλο".
Η ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ, εδώ και μερικά χρόνια, σ' αυτή την μικρή χώρα των θαυμάτων έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, ώστε δημοσιεύουμε οι ίδιοι τα χάλια μας, όχι με σκοπό μια κάποια προσπάθεια διόρθωσής τους, αλλά έτσι για να έχουμε κάτι να διαβάζουμε και να περνάμε ευχάριστα την ώρα μας.
Και διαβάζουμε ότι είμαστε κατά πλειοψηφία ένας λαός χαφιέδων, και ούτε καν κοκκινίζουμε, ούτε καν αντιδρούμε. Το συνηθίσαμε πια. Είναι ένας τρόπος ζωής. Και διαβάζουμε ότι οργιάζει γύρω μας το ρουσφέτι κι' αδιαφορούμε. Το διακρίνουμε όμως τουλάχιστον. Κάτι είναι κι' αυτό. Αν χρειασθεί μάλιστα το χρησιμοποιούμε, πού και πού, έτσι για να κάνουμε την ζωή μας πιο εύκολη δηλαδή.
Και μας βασανίζει, με βασανιστήρια μεσαιωνικά και εργαλεία απάνθρωπα, αυτό που οι πολλοί λένε Κράτος (ποιο Κράτος;) όπως η γραφειοκρατία, η ασυδοσία, η πολυθεσία, η παντελής έλλειψη προγραμματισμού, ο σκοταδισμός, η παραπαιδεία, η ατιμωρησία αυτών που καίνε τα δάση για να κάνουν οικόπεδα, αυτών που νοθεύουν τις τροφές των παιδιών μας, αυτών που ανοίγουν διαρκώς τρύπες στους δρόμους και ξεχνούν να τις κλείσουν. Των μεγαλοβιομηχάνων που κτίζουν τις φάμπρικες δίπλα στα σχολεία και στα σπίτια μας και μολύνουν ανεξέλεγκτα τον αέρα και την θάλασσά μας. Της κινδυνολογίας για ενδεχόμενους πολέμους, με απώτερο σκοπό το μόνιμο αγκυροβόλιό τους στην εξουσία, την μακρόχρονη και άσκοπη στρατιωτική θητεία, το καθημερινό χαράτσι των έμμεσων κυρίως φόρων για την αγορά πολεμικού υλικού (τι να το κάνουν άραγε οι λαοί;), το χτίσιμο ετοιμόρροπων σχολείων, το χάλασμα των δρόμων, την κάλυψη οικονομικών παραλυσιών των Δημόσιων Οργανισμών, κι' όλα αυτά τα ανεχόμαστε, τα επιζητούμε, θα έλεγε κανείς, με τρόπο μαζοχιστικό.
Σ' ΕΝΑ τόσο δα μικρό κράτος, υπάρχει μια ατέλειωτη φάλαγγα από αυτά τα αξιολύπητα ανθρωπάκια που λέγονται δημόσιοι υπάλληλοι - δεν εξετάζουμε πώς έγιναν, γιατί έγιναν και ποιος τα έκανε αξιολύπητα, σημασία έχει πως είναι και η ευθύνη είναι όλη δική τους που παραδόθηκαν άνευ όρων - και που αυτά τα αξιολύπητα ανθρωπάκια χρησιμοποιούν όλα τα πιο πάνω εργαλεία για να βασανίζουν όλους τους άλλους , που είχαν την ατυχία (ή την τύχη) να μην είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Κι' όλα αυτά τα αξιολύπητα ανθρωπάκια πληρώνονται για να... κάθονται και να ταλαιπωρούν. Τι να πει κανείς. Μόνο εδώ μπορούσε να συμβεί. Μόνο εδώ παίζεται στ' αλήθεια το παιγνίδι "κλέφτες κι' αστυνόμοι", όπου κλέφτες είναι οι πολίτες κι' αστυνόμος το Κράτος (λίγοι βέβαια έχουν συνειδητοποιήσει ότι στη μικρή αυτή χώρα των θαυμάτων, κλέφτης κι' αστυνόμος είναι το ίδιο πρόσωπο : το Κράτος!).
Ένα υποδειγματικό κράτος σαν κι' αυτό ήταν αδύνατο να μην μαστίζεται από την πολυνομία και το ευμετάβολο των νόμων που το κυβερνούν. Πράγματι, κανείς δεν είναι βέβαιος τι ισχύει σήμερα και αν θα ισχύει και αύριο, ούτε και αυτά τα κρατικά όργανα πολλές φορές.
Η ΜΟΛΥΝΣΗ με την μορφή "νέφους αιθαλομίχλης", όπως χαριτωμένα το αποκαλούμε, έχει πλέον μονίμως κατασκηνώσει στον ουρανό αυτού του μικρού "επίγειου παράδεισου", αλλά κανείς δεν κάνει τον κόπο να το διώξει. Ούτε το κράτος, ούτε οι πολίτες του. Όλοι αρχίζουν και το συνηθίζουν! Τι γαϊδουριά!
Ο πληθωρισμός καλπάζει. Η απόσταση μεταξύ ημερομισθίου και κόστους ζωής έχει ήδη αρχίσει να μετριέται σε έτη φωτός. Η ανάγκη ως εκ τούτου του πολίτη να επιζήσει τον ωθεί σε περίεργους τρόπους εξεύρεσης χρημάτων, και ο φαύλος κύκλος άρχισε. Κλέβω - κλέβεις - κλέβει.
ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, στη χώρα που γέννησε τον πολιτισμό, διακινούν τώρα περισσότερο τα αστυνομικά όργανα παρά ο υπόκοσμος. Κι' αυτό μόνο εδώ μπορούσε να συμβεί. Μόνο ένας συνδυασμός μπορούσε να γίνει στη σύγχρονη Αθήνα του Ράλλη και του Αβέρωφ και, ω του θαύματος, έγινε! Ένας ατομιστής, καλοπερασάκιας λαός να κυβερνάται από ένα πορωμένο ηθικά κράτος. Και η καχυποψία δίνει και παίρνει. Ο πολίτης υποπτεύεται και κλέβει το κράτος, το κράτος με την σειρά του υποπτεύεται και κλέβει τον πολίτη. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή που έρχεται πολύ γρηγορότερα από όσο μπορεί να φαντάζεται κανείς, εκτός και αν ο λαός, ο κοιμισμένος αυτός γίγαντας, ξυπνήσει από τον βαθύ του λήθαργο.
Σ' ΑΥΤΗ τη χώρα των νευρικών ανθρώπων, τη νύφη την πληρώνει το ι.χ., ο ζωντανόςπου επιχειρεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα, ο πεθαμένος που μένει άταφος γιατί δεν έχει εκλογικό βιλιάριο και ο σεισμόπλητκος που μένει χωρίς σκηνή γιατί δεν έχει ταυτότητα! Ίσως κι' εγώ, που κινδυνεύω να χαρακτηρισθώ αναρχικός, αφού τολμώ να πω αυτά που βλέπω. Γιατί είναι γνωστό ποια είναι η τύχη αυτού που θα θελήσει ουσιαστικά να αλλάξει προς το καλύτερο τις τύχες αυτού του τόπου. Αξίζει άραγε να θυσιαστεί κανείς για ανθρώπους που φυλακίζουν ένα Κολοκοτρώνη, που σκοτώνουν ένα Βενιζέλο, που γελοιοποιούν και βιάζουν με τον χυδαιότερο τρόπο μια Δημοκρατία και το φυσικό περιβάλλον που τους περιτριγυρίζει;
Το ίδιο απόγευμα κατέφθασαν στα γραφεία της εφημερίδας οι εργατοπατέρες της ΑΔΕΔΥ κρατώντας πλακάτ και διαμαρτυρόμενοι για το δυσφημιστικό, όπως έλεγαν, άρθρο μου για τους δημοσίους υπαλλήλους. Την επομένη, σε μικρό ένθετο δημοσίευμα της πρώτης σελίδας διάβασα το ακόλουθο ανυπόγραφο σχόλιο με τίτλο "Τους Δημοσίους Υπαλλήλους τιμά η "Αυριανή" :
Δημοσιεύτηκε στην "Αυριανή της Κυριακής" σχόλιο συνεργάτη μας στο οποίο περιέχονται χαρακτηρισμοί για τους δημοσίους υπαλλήλους που μπορούν να παρεξηγηθούν. Λυπούμαστε γιατί διέφυγε της προσοχής μας το σχόλιο αυτό, το οποίο βέβαια είναι φανερό ότι αντιπροσωπεύει μόνο την γνώμη του γράφοντας και όχι της "Αυριανής".
Η εφημερίδα μας έχει εκφρασμένη γνώμη για τον δημόσιο υπάλληλο. Είναι ένας τίμιος, αλλά και ηρωϊκός αγωνιστής της βιοπάλης. Αποτελεί το πολύτιμο στοιχείο της κοινωνικής μας δομής. Από αυτήν την τάξη έχουν ξεπεταχθεί σημαιοφόροι της κοινωνικής προόδου του τόπου μας.
Η "Αυριανή" θεωρεί τιμή της ότι από την πρώτη στιγμή που εκδόθηκε, αγκάλιασε αυτή την δημιουργική τάξη.
Λίγο έλειψε να πάθω εγκεφαλικό όταν το διάβασα. Έβαλα λυτούς και δεμένους για να μάθω ποιος ήταν ο εμπνευστής εκείνης της γλοιώδους κωλοτούμπας, αλλά τα στόματα όλων των συναδέλφων ήταν ερμητικώς κλειστά. Μέχρι που η Ε.Δ. αποφάσισε να μου πει, αφού πρώτα πήρε την υπόσχεση πως δεν θα την εκθέσω. "Ο διευθυντής της εφημερίδας είναι", μου είπε. "Ποιος; Ο Κουτσούμης;", ρώτησα, έκπληκτος που η κωλοτούμπα έγινε στα ψηλά κλιμάκια. "Ναι, αυτός είναι, αλλά σε παρακαλώ μην πεις ότι στο είπα εγώ".
Την καθησύχασα και έβαλα αμέσως πλώρη για το γραφείο του Ντίνου Κουτσούμη, ο οποίος αντικαθιστούσε τότε τον Κουρή που δεν είχε ακόμη επιστρέψει από την εξορία. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα αμέσως στην "ταμπακέρα".
"Κύριε Διευθυντά, εσείς γράψατε το σχόλιο στο εξώφυλλο της σημερινής εφημερίδας για τους δημοσίους υπαλλήλους που με άφησε εκτεθιμένο";
"Ναι, αναγκάστηκα να το γράψω. Τόσο κόπο κάναμε για να κερδίσουμε τους δημοσίους υπαλλήλους.(!) Δεν είναι σωστό να τους χάσουμε μ' αυτόν τον τρόπο"(!)
"Κύριε διευθυντά, νόμιζα ότι αυτή η εφημερίδα τα λέει όλα στον λαό".
"Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά πρέπει να μάθεις να βάζεις λίγο νερό στο κρασί σου", ήταν η απάντηση που πήρα από το κουμάντο της εφημερίδας. Αυτό ήταν. Δεν ήθελα να ακούσω άλλο. Το ένοιωθα πως το κλίμα δεν με σήκωνε και δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στα γραφεία του Ταύρου. Προτού αποχωρήσω όμως οριστικά, έστειλα την ακόλουθη επιστολή ζητώντας να δημοσιευτεί. Όσο την είδατε εσείς δημοσιευμένη, άλλο τόσο την είδα κι' εγώ...
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Εντελώς άδικα και αναίτια, χωρίς καν να ειδοποιηθώ γι' αυτό, φροντίσατε να ζητήσετε συγγνώμη από τους αναγνώστες της εφημερίδας για σχετικό με τους δημοσίους υπαλλήλους σχόλιό μου στο φύλλο της "Α" με ημερομηνία 30.8.81
Λυπάμαι ειλικρινά που δεν μπορώ να δικαιολογήσω την περίεργη βιασύνη σας να με βγάλετε "σκάρτο" ή να με παρουσιάσετε σαν άνθρωπο που έχει τις δικές του ανισόρροπες ιδέες, σε πείσμα όλων των δημοσίων υπαλλήλων που σκέπτονται "ορθά, καθαρά" και "ξάστερα".
Είναι αλήθεια πως το άρθρο μου μελετήθηκε πρώτα από τον διευθυντή σύνταξης κ. Μάνο Χάρη, και αφού έτυχε της απολύτου αρεσκείας του πέρασε στο τυπογραφείο κι' από κει στην "Α" της Κυριακής.
Δύο τινά λοιπόν μπορεί να συμβαίνουν. Ή ο κ. Μάνος Χάρης μου είπε πως το κοίταξε, ενώ δεν το είχε καν διαβάσει, πράγμα απίθανο για ένα διευθυντή σύνταξης ή, ενώ το διάβασε και έκρινε πως έλεγε κάποιες αλήθειες και θα είχε απήχηση στον κόσμο - αφού αυτή άλλωστε πρέπει να είναι η αποστολή του δημοσιογράφου, η αρχή και το τέλος της δημοσιογραφικής του οντότητας πέρα από ύποπτα συμφέροντα και κομματικές τοποθετήσεις - έκρινε εκ των υστέρων πως έπρεπε να προλάβει τυχόν αντιδράσεις των "κατηγορουμένων", κι' έτσι αναλάβατε εσείς - ανωνύμως - να βγάλετε το φίδι απ' την τρύπα.
Αλλά κι' αν ακόμη έτσι συμβαίνει, γιατί μειώνετε συνεργάτη της εφημερίδας χωρίς μαλιστα να τον ενημερώσετε προηγουμένως; Ή μήπως έχετε την ψευδαίσθηση ότι το μοναδικό λάθος στην "Α" ή σε οποιαδήποτε άλλη εφημερίδα θα ήταν το, προσωπικό έστω σχόλιο ενός δημοσιογράφου της, για κάτι που, στο κάτω-κάτω της γραφής, σηκώνει αρκετή συζήτηση για το αν είναι ορθό ή όχι;
Λυπάμαι κ. διευθυντά για την βιασύνη και την προθυμία σας να προστατεύσετε μια εφημερίδα που, ως τώρα τουλάχιστον, πίστευε πως δεν είχε ανάγκη τέτοιας προστασίας. Το σχόλιό μου απηχούσε όντως τις προσωπικές σκόρπιες εμπειρίες μου από ένα κόσμο περίεργο, αντιφατικό, γεμάτο δολοπλοκίες και υποκρισία. Ένα κόσμο ανεύθυνο και απρογραμμάτιστο, που πεθαίνει για ποδοσφαιρικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και αδιαφορεί για το νέφος που πνίγει αυτόν και τα παιδιά του.
Γιατί ξεσηκωθήκατε όταν συμπεριέλαβα στις σκέψεις μου τους δημοσίους υπαλλήλους; Μήπως αυτοί δεν ζουν στον ίδιο με μας, τους υπολοίπους κοινούς θνητούς, μίζερο κόσμο; Μήπως αυτοί - όχι όλοι βέβαια - δεν ταμπουρώνονται πίσω από το τείχος της μονιμότητας που έκτισε ειδικά γι' αυτούς το Κράτος για να ταλαιπωρούν με την αδιαφορία τους εμάς που είχαμε την ατυχία να παλεύουμε καθημερινά για να κρατήσουμε ό, τι με κόπους και θυσίες κατακτήσαμε;
Ή μήπως θέλετε να πείσετε τους αναγνώστες της εφημερίδας - γιατί εμένα δεν με πείθετε - ότι το Κράτος, αδιάφορο πού κοιτά, αριστερά, δεξιά ή στο κέντρο, συμβουλεύει τους υπαλλήλους του να ταλαιπωρούν τους πολίτες, πέρα βέβαια από την γραφειοκρατική του δομή που είναι δεδομένη;
Ας μη γελιόμαστε και ας μην παίζουμε το ανόητο κρυφτό της στρουθοκαμήλου. Ο καθένας από μας, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε είναι δημοσιογράφος, έμπορος, παππάς, βιομήχανος, εργάτης, πρωθυπουργός ή αντιπολιτευόμενος, κουβαλά στους ώμους του τις αμαρτίες της φυλής που, λίγο πολύ, όλοι τις ξέρουν αλλά λίγοι αναγνωρίζουν. Ας βγάλουμε τις παρωπίδες κι' ας δούμε κατάματα - αν αντέχουμε - τις αμαρτίες μας.
Το Κράτος είμαστε εμείς κι' εμείς είμαστε το Κράτος. "Οποίος ο λαός τοιούτος κι' ο βασιλιάς του", έλεγαν οι Γάλλοι. Κι' αν θέλουμε πράγματι την αλλαγή εμείς οι Έλληνες, ας αλλάξουμε πρώτα τους εαυτούς μας, αλλοιώς είμαστε καταδικασμένοι σε θάνατο φρικτό που θα προκαλέσει η δουλοπρέπεια κι' ο ψευτοεγωϊσμός μας.
Πονώ στ' αλήθεια σήμερα. Κάτι είχε μείνει μέσα μου και έπεσε. Σύντομη η δημοσιογραφική μου καριέρα. Δεν πρόλαβε να γεννηθεί και πέθανε. Στο περιβόητο σχόλιό μου αναρωτιόμουν αν αξίζει κανείς να σκέπτεται ελεύθερα. Τώρα ξέρω ότι η ελεύθερη σκέψη είναι αμετάκλητη καταδίκη σε πνευματικό θάνατο, στη χώρα που γέννησε την Ελευθερία και τον Ελεύθερο Λόγο.
Μακάριοι οι πτωχοί των πνεύματι λοιπόν. Μακάριοι αυτοί που βρίζουν στις εξέδρες των γηπέδων. Μακάριοι αυτοί που κλέβουν το Κράτος. Μακάριο το Κράτος που κλέβει τους πολίτες του. Ζήτω η γραφειοκρατία, το ρουσφέτι και το μέσον. Αλλοίμονο σε σένα νεοέλληνα που χρησιμοποιείς το μυαλό σου για να σκέπτεσαι και να εκφράζεσαι ελεύθερα για τα κοινά.
Τελευταία δημοσιογραφική μου επιθυμία να δημοσιευτούν χωρίς περικοπές αυτές οι αράδες. Αμετάκλητη απόφασή μου και ευχή να' ναι μακρύς ο δρόμος μου για την Ιθάκη, όπως έλεγε ο Καβάφης.
Ιωσήφ Παπαδόπουλος