Θυμάται και γράφει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Κατέβασα το ακουστικό του τηλεφώνου. Μόλις είχα νοιώσει την ανάγκη να κάνω για άλλη μια φορά εμετό! Οι βρισιές και οι απειλές από την άλλη άκρη του σύρματος έδιναν κι' έπαιρναν, κι' εγώ δεν είχα παρά να τις μαγνητοφωνώ, όπως έκανα πάντοτε σ' αυτές τις περιπτώσεις. "Πότε θα σταματήσεις να μιλάς ρε; Δεν έβαλες μυαλό από την τελευταία φορά που κοντέψαμε να σε πετάξουμε στη θάλασσα; Δεν θα κατέβεις το καλοκαίρι στο νησί ρε αλήτη; Θα δεις, θα σε βαράμε όλοι μαζί!".
Δεν μου άφησε περιθώρια να απαντήσω. Τι να απαντήσεις άλλωστε σε έναν ανώνυμο "παλληκαρά"; Ας είναι πάντως καλά ο συμπατριώτης. Αφού τους ενοχλεί ακόμη η γραφή μου, είναι παρήγορο. Μέτρησα τους σφυγμούς μου. Θα έπρεπε να είναι πάνω από 120, ήταν όμως μόνο 80! Κι' αυτό θετικό, σκέφτηκα. Ως πού θα πάει όμως έτσι; Ο δρόμος είναι μοναχικός, απόμερος, σκοτεινός, κακοτράχαλος, γεμάτος πέτρες κι' αγκάθια. Περπατώ προς το φως, παραπατώ, πέφτω, σηκώνομαι, τρέχω, πέφτω πάλι. Διακρίνω κάποια μάτια στο σκοτάδι, δεξιά κι' αριστερά, που παρακολουθούν με αγωνία τις κινήσεις μου. Κάτι φαίνεται πως περιμένουν. Να δουν, ίσως, αν θα τα καταφέρω...
Σταμάτησα το χειρόγραφο εκεί που με διέκοψε το τηλεφώνημα του ανώνυμου συμπατριώτη. Το χέρι μου έμενε μετέωρο, το μυαλό μου άδειο. Κοιτούσα αποσβολωμένος το μισοτελειωμένο κείμενο, χωρίς να βλέπω τίποτε. Σηκώθηκα εξουθενωμένος, σαν μετά από αποτυχημένο Μαραθώνιο, και κάθησα δίπλα στην καμένη ασελίνη που ήταν πάντα, εδώ και πέντε χρόνια, στην ίδια θέση, δίπλα στο τζάκι. Θυμάμαι με πόσο κόπο τη μετέφερα στην Αθήνα με το φουσκωτό, το καλοκαίρι του '91. Έκτοτε έμεινε εδώ, δίπλα μου, στο γραφείο, να μου θυμίζει καλοκαίρια αξέχαστα στη μαγεμένη αμμουδιά των Αρμαθιών. Κρεμασμένο στα γυμνά κλαδιά της - πάντα δάκτυλα σε δέηση μου θύμιζαν - το κεχριμπαρένιο κομπολόϊ του παππού μου Ιωσήφ, με τις μεγάλες όμορφες χάντρες. Είχα μετρήσει πολλές φορές τη στενοχώρια μου μ' αυτές.
Πέρυσι ήρθε να συμπληρώσει τον διάκοσμο της ασελίνης ο τουβράς του κυρ Γιώργου, του Ζούλη. Θυμάμαι την ημέρα που μου τον έφερε συγκινημένος στη μικρή γραφική πλατεία της Μπούκας, τυλιγμένο με μια εφημερίδα. "Πάρ' το αυτό, χαλάλι σου! Να είσαι πάντα καλά, να έχεις το κουράγιο να συνεχίζεις, να σε καμαρώνουμε. Να κάνεις αυτά που θα θέλαμε να κάνουμε κι' εμείς, αλλά δεν μπορούμε! Μην το ανοίξεις όμως εδώ, σε παρακαλώ. Άνοιξέ το στο σπίτι". Γύρισε το βλέμμα του αλλού, μόλις απόσωσε την κουβέντα του, σαν να ήθελε να κρύψει το πολύτιμο υγρό που μόνο ευαίσθητα μάτια φιλοξενούν...
Ευχαρίστησα τον κυρ Γιώργο, πήρα στα χέρια μου το δέμα και επέστρεψα στο σπίτι. Όταν το άνοιξα, είδα μπροστά μου τον τουβρά που ματαίως ζητούσα τόσο καιρό να αγοράσω! Κράτησα στα χέρια μου το όμορφα κατεργασμένο δέρμα, με τις χάντρες και τα στολίδια. Το κρέμασα στον ώμο μου. Καιρό το έψαχνα και το ήξερε αυτό ο κυρ Γιώργος. Το είχε ακούσει όταν το έλεγα μια μέρα στο καφενείο της Φούλας. Και μου έφερε τον τουβρά που του είχε δώσει ο πατέρας του! Δεν ήθελε να ακούσει για χρήματα, παρά την επιμονή μου. Ένα ευχαριστώ κι' ένα φιλί μόνο του έδωσα, λίγο αργότερα, όταν τον βρήκα και πάλι στη Μπούκα να τρώει σιτάκα με κουλούρες, παρέα με τον Γιώργη τον Τουρτουά, τον επιστήθιο φίλο του. Δεν ξέρω αν εκείνο το ευχαριστώ και το φιλί ήταν αρκετά. Φύγαμε, ο καθένας προς άλλη κατεύθυνση για να μη μας δουν μαζί συγκινημένους κάποιοι και θυμώσουν...
Η ασελίνη έστεκε ακίνητη, εκεί, στην ίδια γωνιά, δίπλα στο τζάκι, έχοντας κρεμασμένα στα καμένα της δάχτυλα το κεχριμπαρένιο κομπολόϊ του παππού Ιωσήφ και τον τουβρά του κυρ Γιώργου. Άναψα το τζάκι, κρέμασα τις φωτογραφίες του νησιού και τις αναμνήσεις των τελευταίων δεκαπέντε καλοκαιριών στον απέναντι τοίχο, έβαλα τον Μότσαρτ να ακούγεται χαμηλά, πήρα στα χέρια μου τον στολισμένο τουβρά κι' έκλεισα τα μάτια...
Όταν το τελευταίο κούτσουρο είχε ήδη παραδοθεί στη στάχτη του, βρέθηκα καθισμένος και πάλι πάνω από το μισοτελειωμένο χειρόγραφό μου. Δεν είχα το δικαίωμα να το αφήσω έτσι. Για το χατήρι ενός τουβρά; Ναι, γιατί όχι;
Να' σαι πάντα καλά κυρ Γιώργο, να φωτίζεις το σκοτεινό και κακοτράχαλο μονοπάτι μου...
ΥΓ Δεν είναι τυχαίο που ανασύρω τώρα εκείνο το περιστατικό από το συρτάρι της μνήμης μου. Τίποτε δεν είναι άλλωστε τυχαίο...