Περιπλανιέται και φωτογραφίζει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
"Η Κάσος είν' μικρό νησί στο νότιο Αιγαίο, πρώτη στο γλέντι, στο χορό, στο χάρτη τελευταίο".
Μ' αυτό και άλλα παρόμοια δίστιχα και αυτοσχέδιες μαντινάδες οριοθετούν οι Κασιώτες λυράρηδες και τραγουδιστάδες την ιδιαίτερη πατρίδα τους στον τόπο και το χρόνο. Γιατί, πράγματι, η Κάσος μοιάζει μ' ένα μικρό καράβι που ταξιδεύει στην άκρη τού νοτιοανατολικού Αιγαίου, ανάμεσα στην Κρήτη και την Κάρπαθο, παλεύοντας με τις αφρισμένες κορφές τών κυμάτων τού ανατολικού Κρητικού, τού Καρπάθιου και τού Λιβυκού πελάγους. Με έκταση 64 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 900 περίπου ψυχές να την κατοικούν το χειμώνα, η Κάσος, όπως και τα άλλα μικρά ακριτικά νησιά τού ανατολικού Αιγαίου, αντιστέκεται σε πείσμα τών καιρών, τής Κρατικής αδιαφορίας και τής ανίατης ιστορικής αμνησίας επίορκων πολιτικών, ζώντας με τα ήθη και τις παραδόσεις της.
Η Κάσος δεν έμεινε αμέτοχη όταν άναψε η φλόγα τού απελευθερωτικού αγώνα. Την εποχή εκείνη ζούσαν στο νησί, και ευημερούσαν, περί τις 12.000 ψυχές, ενώ ο κασιώτικος στόλος αριθμούσε περί τα 100 πλοία! Η Κάσος απολάμβανε αρκετών προνομίων και κατέβαλε στούς Τούρκους μόνο φόρους. Στο νησί υπήρχε ένας μόνο Τούρκος αξιωματούχος, με βαθμό μουδίρου. Τη διοίκηση στην Κάσο ασκούσε η δημογεροντία, που είχε την έδρα της στον οικισμό τής Αγίας Μαρίνας. Πολλοί Κασιώτες καραβοκύρηδες, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, μετέτρεψαν τα καίκια τους σε πολεμικά, με δικά τους χρήματα, και άρχισαν να δημιουργούν πολλά προβλήματα στα πλοία τών Αγγλων, τών Γάλλων, αλλά και τών Τούρκων, συνδράμοντας έτσι πότε στην εδραίωση τής επανάστασης στην Πελοπόνησο και πότε στον αγώνα τών Κρητικών, οι οποίοι πολεμούσαν να πάρουν πίσω τα παρμένα από τούς Τούρκους κάστρα τους. Αυτές οι επιθέσεις απέφεραν πολλά λάφυρα και οπλισμό στούς Κασιώτες, εξόργισαν όμως συγχρόνως τούς Τούρκους και τούς Αιγυπτίους συμμάχους τους, ιδίως μετά την τολμηρή επίθεση τεσσάρων Κασιώτικων πλοίων μέσα στο λιμάνι τής Νταμιέττας (κοντά στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου).
Ετσι, περί τα μέσα Απριλίου τού 1824, η Αιγυπτιακή αρμάδα με επικεφαλής τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ, πολιόρκησε την Κάσο, αλλά αναγκάστηκε λόγω πολύ ισχυρών ανέμων να αποχωρήσει προσωρινώς και να μεταβεί στην Κρήτη. Οι Αιγύπτιοι επέστρεψαν όμως και πάλι στην Κάσο περί τα τέλη Μαίου, και μετά από αρκετές ημέρες σθεναρής αντίστασης τών κατοίκων της, κατάφεραν τελικώς να την καταλάβουν στις 7 Ιουνίου τού 1824, πυρπολώντας περιουσίες, σφάζοντας όσους Κασιώτες δεν κατάφεραν να διαφύγουν, και παίρνοντας μαζί τους αποχωρώντας 2.000 γυναικόπαιδα που πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας. Στο διάστημα μεταξύ τών δύο επιθέσεων, οι Κασιώτες ζήτησαν τη συνδρομή τής "Σεβαστής Διοίκησης" ζητώντας πυρομαχικά, μπαρούτια και βόλια. Δεν υπήρξε όμως ανταπόκριση (από τότε παίζεται το ίδιο έργο) με αποτέλεσμα οι Κασιώτες να υποκύψουν τελικώς στη σκληρή πολιορκία. Όταν κάποια στιγμή εδέησε να φτάσει στην Κάσο ο ελληνικός στόλος, με επικεφαλής τον Σαχτούρη, βρήκε μόνο άταφα πτώματα... Η παράδοση αναφέρει πάντως ότι οι Τούρκοι πάτησαν στο νησί μετά από προδοσία τού Ζαχαριά, ο οποίος τούς υπέδειξε να αποβιβαστούν στον Αντιπέρατο. Πράξη που έχουμε δει πολλές φορές στη διαδρομή τής ελληνικής ιστορίας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας...
Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να με ρωτήσει κάποιος. Τι μπορείς να γράψεις για ένα τόσο δα μικρό νησί; Θα τού απαντούσα αμέσως ότι θα μπορούσα να μιλώ επί ώρες και να γράφω τόμους ολόκληρους για την Κάσο! Τι να πρωτοθυμηθώ; Τον ανεξήγητο θετικό μαγνητισμό που αιωρείται πάνω από τον Κασιώτικο ουρανό και τραβάει πίσω όσους την επισκέφθηκαν για πρώτη φορά; Τη φιλοξενία τών κατοίκων τού νησιού και το απλόχερο χάρισμα τής καλημέρας; Τον υπέροχο ήλιο και αέρα τού Καρπάθιου; Τις απείραχτες, από τον "πολιτισμό", αμουδιές και το διάφανο τυρκουάζ χρώμα τής θάλασσας στ' Αρμάθια; Τις μαγικές νύχτες με πανσέληνο στον Αη Μάμα και τον Αγιο Κωνσταντίνο; Το "ανοικτό πανεπιστήμιο" στο καφενείο τού Ματθαίου πάνω απ' τη Μπούκα; Το βραδυνό ψάρεμα τών αγριαδιών (μεγάλα θράψαλα) πάνω από τη Μακρά; Την απόλαυση ενός καφέ ή μιας μπύρας σε ένα από τα μπαράκια ή μεζεδοπωλεία που περικυκλώνουν το γραφικό λιμανάκι τής Μπούκας; Τις απροσπέλαστες νότιες ακτές τής Κάσου με τις βοτσαλωτές παραλίες, το λουλακί χρώμα τής θάλασσας, τις σπηλιές, τα γεράκια και τα αγριοπερίστερα; Τα μοναδικά πανηγύρια; Το εκπληκτικό φαγητό; Το σπήλαιο τής Ελληνοκαμάρας και το σταλακτιτικό σπήλαιο Σελλάϊ; Το μπαλκόνι τού Αη Μάμα στο Λιβυκό; Απλή μόνο αναφορά αν κάνω σ' αυτά, δεν θα μού φτάσουν μια ντουζίνα σελίδες!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ' την αρχή και ας υποθέσουμε ότι καταφέρατε να φτάσετε στην Κάσο με το φουσκωτό σας σκάφος και όχι με το πλοίο τής άγονης γραμμής ή το ελικοφόρο ATR τής Ολυμπιακής. Πρώτο μέλημα τού κάθε υποψιασμένου και υπεύθυνου κυβερνήτη είναι να βρει ένα ασφαλές αγκυροβόλιο. Πολύ περισσότερο αν σκοπεύει να διανυκτερεύσει στο σκάφος του. Η Κάσος ήταν ανέκαθεν αλίμενη, αλλά τελευταία υπάρχουν κάποιες ελπίδες ότι το "καινούργιο" λιμάνι της, το οποίο έχει αρχίσει να κατασκευάζεται από τις αρχές τής δεκαετίας τού '80, θα παραδοθεί σύντομα με την ολοκλήρωση τού προσήνεμου μώλου που θα το προστατεύσει από τη Γρεγοτραμουντάνα. Ενα σύγχρονο "γεφύρι τής Αρτας", στο σώμα τού οποίου "ασέλγησαν" τρεις τεχνικές εταιρείες, ένας Θεός μόνο ξέρει πόσοι εργολάβοι και παρατρεχάμενοι, και πέντε έξι κυβερνήσεις! Στη λεκάνη που σχηματίζουν τα μπλόκα τού νέου προβλήτα, έχει δημιουργηθεί μια "μαρίνα" η οποία παρέχει ασφαλή σχετικώς παραμονή κατά την διάρκεια τών μελτεμιών, μιας και ο Μαίστρος μονοπωλεί σ' αυτή την περιοχή τού Αιγαίου την αγάπη τού Αίολου. Ο βυθός δεν κρατάει πολύ καλά και τα μελτέμια δεν συγχωρούν λάθη. Γι' αυτό φροντίστε να αγκυροβολήσετε εκθέτοντας την πλώρη ή την πρύμη τού σκάφους σας στο βοριά (βορεινός ντόκος) ή, εφ' όσον υπάρχει ελεύθερος χώρος, δέστε πλάγια. Αποφύγετε να δέσετε στο ντόκο που είναι απέναντι από το καμπαναριό τού Αη Σπυρίδωνα (ανατολικός) γιατί αν ο καιρός δυναμώσει κατά τη διάρκεια τής νύχτας, ενδέχεται να ξεσύρει η άγκυρα και να μη μπορέσετε να κοιμηθείτε από το κούνημα.
Υπάρχει βεβαίως και το γραφικό λιμανάκι τής Μπούκας, κάτι σαν τη Ντάπια τών Σπετσών, το οποίο όμως έχουν "αγκαζάρει" οι ντόπιοι με τις βάρκες και τα ψαροκάϊκά τους. Ιδίως δε κατά τη διάρκεια τού Ιουλίου και τού Αυγούστου είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπάρχει χώρος να στριμωχτεί και να δέσει ένα φουσκωτό μεγαλύτερο από 3,5 - 4 μέτρα. Η είσοδός του είναι αρκετά στενή και θα πρέπει να είσαστε πολύ προσεκτικοί αν επιχειρήσετε να μπείτε εκεί με ένα μεγάλο σχετικώς rib. Δεν θα σάς το συνιστούσα πάντως γιατί, εκτός τών άλλων, τα νερά είναι σχετικώς ρηχά και ο βυθός σπαρμένος με άγκυρες, που έχουν κάτσει η μια πάνω στην άλλη και έχουν μπλεχτεί σαν το μαλλί τής γριάς! Δέστε λοιπόν στη καινούργια "μαρίνα" ή στον Εμπορειό, το παλιό λιμάνι τού νησιού, που απέχει απ' το Φρυ περί τα 500 μέτρα, και απολαύστε τη διαδρομή τής επιστροφής περπατώντας.
Για τον ανεφοδιασμό σας με καύσιμα, υπάρχει πρατήριο, σε απόσταση τριακοσίων περίπου μέτρων, πάνω στη διασταύρωση προς τον οικισμό τής Παναγίας ( 6974 753938 ). Είναι βέβαιο ότι κάποιος θα σάς βοηθήσει να μεταφέρετε τα δοχεία σας στο λιμάνι, εκτός και αν έχετε προνοήσει να νοικιάσετε κάποιο αυτοκίνητο, δίτροχο ή "γουρούνα", οπότε θα είσαστε αυτάρκης (6977 998676-Φραγκίσκος Οικονόμου). Θα σάς συνιστούσα, καλού κακού, να πάρετε κάποια μέτρα κατά την παραλαβή τού καυσίμου, ώστε να μη βάλετε άθελά σας στο ρεζερβουάρ τού σκάφους σας νερά, σκουριές ή σκουπίδια. Χωρίς να σημαίνει ότι είχα κάποιο τέτοιο πρόβλημα όλα αυτά τα χρόνια με το πρατήριο καυσίμων τής Κάσου, κάλλιο να γαϊδουροδένει κανείς παρά να γαϊδουρογυρεύει! Αν θελήσετε να περάσετε με το σκάφος σας στη γειτονική Κάρπαθο, διαλέξτε μια μέρα με ήπιο καιρό, γιατί το πέρασμα αυτό δεν αστειεύεται...
Το νερό που παρέχεται από τις βρύσες τής "μαρίνας", και γενικώς το νερό τού δικτύου που παρέχεται στο νησί από τις γεωτρήσεις, δεν σάς συνιστώ να το πίνετε. Μπορείτε βεβαίως, αν και "σκληρό", να το χρησιμοποιήσετε για τις υπόλοιπες χρήσεις, προσέχοντας πάντως να μη το σπαταλάτε άσκοπα. Μπορεί εσείς να μείνετε λίγες μόνο ημέρες, κάποιοι όμως ζουν μόνιμα στην Κάσο και μπορεί να το στερηθούν όταν εσείς αποχωρήσετε. Κάτι που θα ήθελα επίσης να σάς πω, προτού φύγουμε από τη "μαρίνα", είναι ότι σε απόσταση "βολής" γύρω από το καφε-μπαρ "Μουράγιο" υπάρχει δυνατότητα σύνδεσης με ασύρματο δίκτυο internet! Προσφορά τού ενός εκ τών ιδιοκτητών Νίκου Ζαχάρη, ο οποίος διαθέτει ευρύτητα πνεύματος και είναι αρκετά "προωθημένος" για τα μέτρα ενός μικρού ακριτικού νησιού, όπως είναι η Κάσος. Ο Νίκος έχει μάλιστα τοποθετήσει web camera, η οποία "βλέπει" διαρκώς το λιμάνι τού νησιού και μεταδίδει εικόνα στούς ξενιτεμένους Κασιώτες μέσω τού διαδικτύου! Μπορείτε έτσι, εφ' όσον έχετε μαζί σας ένα lap top, να απολαύσετε τον καφέ σας, λαμβάνοντας τα ηλεκτρονικά σας μηνύματα ή παρακολουθώντας... το αγαπημένο σας forum! Μπορείτε βεβαίως να επιλέξετε ένα από τα άλλα δύο internet cafe που υπάρχουν στο Φρυ, αν δεν σάς αρέσει το ασύρματο δίκτυο...
Η ατμόσφαιρα και οι ρυθμοί που επικρατούν στο Φρυ, πρωτεύουσα και λιμάνι τής Κάσου, είναι πολύ χαλαροί, ακόμη και κατά τη διάρκεια τών καλοκαιρινών μηνών. Στο Φρυ, και στην ευρύτερη περιοχή μέχρι το παλιό λιμάνι τού Εμπορειού, συγκεντρώνεται η συντριπτική πλειοψηφία τών εμπορικών καταστημάτων, καφε μπαρ και εστιατορίων τού νησιού, ενώ υπάρχουν τα γραφεία τού Ο.Τ.Ε. και τής Δ.Ε.Η., το Δημαρχείο ( 22450 41277 ), ο Λιμενικός Σταθμός ( 22450 41288 ), η Αστυνομία ( 22450 41222 ), το υποκατάστημα τής "Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου", το Περιφερειακό Ιατρείο ( 22450 41333 ), το Ταχυδρομείο, και το αυτόματο ταμειακό μηχάνημα τής Εμπορικής Τράπεζας. Οι ρυθμοί είναι τόσο χαλαροί, ώστε τίποτε να μη θυμίζει το "κυνήγι τής ουράς μας", στο οποίο όλοι οι κάτοικοι τής τσιμεντούπολης επιδιδόμαστε το χειμώνα. Χαρακτηριστική είναι μια επιγραφή στο μπαράκι τού Καίσαρα στον Εμπορειό που γράφει : "Όποιος βιάζεται να πάει στην Αθήνα"!
Στο παλιό λιμάνι τού Εμπορειού βρίσκεται η μία, και μοναδική θα έλεγα, αμμουδερή παραλία τής Κάσου, κάτω από τις ομπρέλλες και τα αλμυρίκια τής οποίας συγκεντρώνονται οι παραθεριστές, για να συζητήσουν και να ασκήσουν... "κοινωνική κριτική". Η άλλη αμμουδερή παραλία, αν και σαφώς μικρότερη αυτής τού Εμπορειού, βρίσκεται στη θέση Αμμούα, ένα περίπου χιλιόμετρο μετά το αεροδρόμιο, κοντά στο γραφικό ξωκκλήσι τού Αγίου Κωνσταντίνου. Ελλείψει άλλων παραλιών, και με δεδομένη την ανυπαρξία σχεδόν μεταφορικού μέσου για να πάει κανείς στις εκπληκτικές παραλίες τών Αρμαθιών και τής νότιας ακτής τής Κάσου, οι παραθεριστές συνωστίζονται στις παραλίες τού Εμπορειού, τής Αμμούας, τού Αντιπεράτου (μετά την Αμμούα) και τής Χελάτρου, στο νότιο μέρος τού νησιού μετά το μοναστήρι τού Αη Γιώργη στις Χαδιές, το οποίο απέχει από το Φρυ περί τα 12 χιλιόμετρα. Ο δρόμος είναι ασφάλτινος μέχρι τη Χέλατρο και μπορείτε να ξαποστάσετε στο μοναστήρι τού Αη Γιώργη, να προσκυνήσετε, να πιείτε νερό από τη λασία (δεξαμενή συγκέντρωσης βρόχινου νερού), να δοκιμάσετε τις παραδοσιακές μακαρούνες με σιτάκα που θα σάς έχει ετοιμάσει ο Αντώνης Μηνατσάκης, εφ' όσον βεβαίως τον έχετε εγκαίρως ειδοποιήσει ( 22450 41260 ) και να πιείτε δυνατό ντόπιο κόκκινο κρασί. Αν μάλιστα θέλετε, μπορείτε και να διανυκτερεύσετε εκεί, απολαμβάνοντας τον υπέροχο ήχο τής σιωπής σε ένα από τα δωμάτια που έχουν κτίσει Κασιώτες προσκυνητές.
Η Χέλατρος είναι μια βοτσαλωτή παραλία με πεντακάθαρα νερά, που αγναντεύει την απεραντωσύνη τού Λιβυκού. Το μελτέμι ενισχύεται εδώ, περνώντας πάνω από τη γυμνή ζεστή πέτρα τών γύρω ορεινών όγκων, και κατεβαίνει με δύναμη προς τη θάλασσα. Γι' αυτό η τοποθέτηση ομπρέλλας είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Υπάρχει βεβαίως ένα ξύλινο υπόστεγο, αλλά ποιος να πρωτοχωρέσει κάτω απ' αυτό τις μέρες τού Αυγούστου που η παραλία έχει την τιμητική της;
Θα σάς συνιστούσα, εφ' όσον έχετε μαζί το σκάφος σας, να πάτε για μπάνιο στ' Αρμάθια. Τρισήμιση περίπου ν. μίλια χωρίζουν την παραλία "Μάρμαρα" τών Αρμαθιών από το λιμάνι τής Κάσου αλλά, πιστέψτε με, το αντίτιμο τής ευτυχίας που θα εισπράξετε, αφήνοντας το σώμα σας να βυθιστεί στο γαλαζοπράσινο καθρέφτη τής θάλασσας, είναι πολύ μεγάλο και αξίζει τον κόπο, αν χρειαστεί να πάτε εκεί ακόμη και με ένα φρέσκο πεντάρη Μαίστρο. Υπάρχει πάντοτε βεβαίως η λάντζα τού Γιώργου Μανούσου "Αθηνά", η οποία εκτελεί τακτικά δρομολόγια στην Κάρπαθο, και εξυπηρετεί ενδιάμεσα και τούς παραθεριστές που δεν διαθέτουν δικό τους σκάφος και θέλουν να απολαύσουν τη μαγεία τών Αρμαθιών, αλλά τα δρομολόγιά του στ' Αρμάθια εξαρτώνται από τον αριθμό τών ατόμων που θα ενδιαφερθούν. Το εισιτήριο πέρυσι ήταν 20 ευρώ ανά άτομο (μετ' επιστροφής).
Τ' Αρμάθια είναι το μεγαλύτερο από τα ερημονήσια που προφυλάσσουν την Κάσο απ' το βοριά. Δεύτερο σε μέγεθος νησάκι, με μικρότερες, αλλά πάντα αμμουδερές παραλίες, με σκουρόχρωμη όμως άμμο, είναι η Μακρά, με το ξωκκλήσι τού Αγ. Νικολάου να αγνατεύει την Κάσο. Η μεγάλη, κυρίως, παραλία τών Αρμαθιών στα Μάρμαρα, μπορεί να συγκριθεί μόνο με την παραλία τού Σίμου στο Ελαφονήσι, προτού όμως αυτή "αξιοποιηθεί". Πηγαίνω στην παραλία αυτή ανελλιπώς από το 1982 και τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει από τότε. Μόνο όποιος αφήσει τις πατημασιές του πάνω στη λευκή άμμο, με τις ροζ ανταύγειες από τα σπασμένα κοχύλια και μάρμαρα, συρθεί με την κοιλιά κάτω από τις κρύες εσοχές τών βράχων, φορέσει τη μάσκα και παρακολουθήσει τις αστείες κινήσεις τών σκάρων που τριγυρνούν ανάμεσα στα άνθη ενός απίστευτού βυθού, και αφήσει το σώμα του να αιωρηθεί πάνω από το διάφανο ζελέ τής θάλασσας, θα μπορέσει να καταλάβει τι εννοώ όταν λέω ότι τον παράδεισο στη γη τον λένε ακόμη Αρμάθια...
Στ' Αρμάθια ζούσαν κάποτε και ευημερούσαν μερικές οικογένειες Κασιωτών, που καλλιεργούσαν τη γη, συγκεντρώνοντας σε λασίες το νερό τής βροχής, και εκμεταλλευόμενοι συγχρόνως το γύψο που έβγαζαν από το έδαφος. Καίκια αγκυροβολούσαν στο Καραβοστάσι για να παραλάβουν το γύψο, που μεραφερόταν σ' αυτά με βαγονέτα, ενώ τα πληρώματα διασκέδαζαν στα καφενεία που υπήρχαν στον οικισμό τής Υπαπαντής. Σήμερα έχουν απομείνει μονάχα ερείπια, κατσίκια που προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν λίγη τροφή, άλωνες και σπασμένα κομμάτια κεραμικών και πορσελάνης, για να θυμίζουν πως κάποτε ζούσαν άνθρωποι εδώ. Μοναδικό όρθιο κτίσμα το εκκλησάκι τής Υπαπαντής με τη λασία του και ένα μικρό δωμάτιο με σοφά, για να δώσει μια πρόχειρη στέγη στον επισκέπτη που θα ξεχαστεί εδώ κυνηγώντας κάποιες αναμνήσεις...
Στο βορεινό τμήμα τών Αρμαθιών υπάρχει λίμνη, η οποία, κατά πάσα πιθανότητα επικοινωνεί με τη θάλασσα, αλλοιώς δεν δικαιολογείται εδώ η συνεχής ύπαρξη νερού, με δεδομένη την ανομβρία που πλήττει την Κάσο. Οι κοιλότητες τών βράχων τής Κορακιάς αποτελούν μια πρώτης τάξεως φυσική "αλυκή" για τη συγκέντρωση χονδρού αλατιού, το οποίο οι Κασιώτες ψαράδες δεν παραλείπουν να μαζεύουν την άνοιξη για να παστώσουν το ροίκιο και τις μένουλες.
Μια διαδρομή που πρέπει οπωσδήποτε να κάνετε με το σκάφος σας, πριν φύγετε απ' την Κάσο, είναι ο περίπλους τού νησιού. Φροντίστε να έχετε επάρκεια σε καύσιμα, και επιχειρήστε τον κύκλο ξεκινώντας κατά προτίμηση δεξιόστροφα. Το νότιο τμήμα τής Κάσου ζει στούς δικούς του ρυθμούς, χωρίς οικισμούς και δρόμους. Με σπηλιές, γεράκια και αγριοπερίστερα που κρύβονται σε σχισμές απόκρημνων βράχων. Με τον αέρα να κατρακυλά απ' τις βουνοκορφές και να σέρνει το δικό του τρελλό χορό με το κύμα. Ενας τόπος ευλογημένος, άγριας ομορφιάς, που κλέβει και τα τελευταία υπολείμματα τής ψυχής. Με τον μεγάλο φυσικό κόλπο τής Χελάτρου, το Αυλάκι, τα Όμπατα, τα Θυρά, τη Χράμπα. Την απεραντωσύνη τού βαθυγάλανου Λιβυκού, τούς χοχλιούς (σαλιγκάρια τής θάλασσας) και τις παντελίες (πεταλίδες) που με δυσκολία θα εγκαταλείψουν το σφιχταγκάλιασμά τους με τα βράχια κάτω από την πίεση τού μαχαιριού.
Αν θελήσετε να αγκυροβολήσετε, αποφύγετε να το κάνετε αρόδου. Στο νότιο τμήμα τής Κάσου τα νερά, σε πολλά σημεία, είναι απότομα και βαθειά. Προτιμήστε να φουντάρετε το σίδερο σε βάθος που μπορείτε να ελέγξετε, και δέστε μια πρυμάτσα, καλού κακού, σε κάποιο βράχο τής παραλίας. Φαντασθείτε τι θα συμβεί αν έχετε αγκυροβολήσει αρόδου, η άγκυρα ξεσκαλώσει, το σκάφος ξεσέρνει, και ο κινητήρας, για κάποιο λόγο, αρνείται να πάρει μπρος! Στο σημείο που θα είστε, ούτε αν καλέσετε απ' το vhf θα σάς ακούσουν, ούτε τα κινητά τηλέφωνα έχουν σήμα! Ας είσαστε τουλάχιστον σίγουροι, αν συμβεί κάτι, ότι πατάτε στη στεριά και δεν αρμενίζετε ξυλάρμενοι προς την Αίγυπτο ή τη Λιβύη!
Το πιο απάνεμο αραξοβόλι πάντως στις νότιες ακτές τής Κάσου είναι το Βαθύ Αυλάκι. Είναι ουσιαστικά ο τελευταίος κόλπος, μετά τον κόλπο τής Χελάτρου, καθώς πλέετε δυτικά. Η ανυπαρξία ψηλών βουνών πίσω από τον όρμο αυτό, δεν ευνοεί το σχηματισμό "κατεβασιάς" και, συνεπώς, ο Μαίστρος είναι πιο ήπιος, σε σημείο που θα σάς επιτρέψει να σύρετε το σκάφος σας ακόμη και μέχρι την παραλία. Αφήνοντας πίσω σας το Βαθύ Αυλάκι θα μπείτε στο πιο δύσκολο ισως τμήμα τής διαδρομής. Το ανέβασμα τού κάβου Αυλάκι και το πέρασμα μεταξύ τών βραχονησίδων Κούρικα και Πλάτης. Όταν καβατζάρετε τα νησιά αυτά θα πάρετε τον καιρό δευτερόπρυμα και θα μπείτε στην τελική ευθεία τής επιστροφής σας στο Φρυ. Προσοχή μόνο στα ψηλά αντιμάμαλα, μέχρις ότου πλησιάσετε στην περιοχή τού Αντιπέρατου και τού Αγ. Κωνσταντίνου, οπότε το φυσικό "τείχος" τών Αρμαθιών και τής Μακράς θα εξομαλύνει την κατάσταση.
Το Πόλι υπήρξε η αρχαία πρωτεύουσα τής Κάσου και έχουν βρεθεί εδώ ίχνη ακροπόλεως και αρχαίοι τάφοι. Πάνω από την είσοδο ενός ανεμόμυλου βρέθηκαν επίσης εντοιχισμένο μαρμάρινο ανάγλυφο, που παριστάνει τον Απόλλωνα ή κάποιον έφηβο, καθώς μαύρα και ερυθρά αγγεία, λήκυθοι και επιτύμβιοι λίθοι. Η θέα τών άλλων οικισμών τής Κάσου από δω είναι πανοραμική. Τα στενά ανηφορικά δρομάκια, που χάνονται ανάμεσα στα ασπρισμένα σπίτια, είναι σημείο αναφοράς για τούς ρομαντικούς. Το Πόλι είναι ο λιγότερο διαφημισμένος οικισμός τής Κάσου και ο λιγότερο δημοφιλής, ίσως λόγω τής απόστασης που τον χωρίζει από τη θάλασσα. Εχει όμως, χωρίς αμφιβολία, το δικό του χρώμα, με τα περιποιημένα σπίτια του, τα αμπέλια, τις ροδιές, τα σύκα του, τη γλυκειά μοναξιά του. Ο ασφάλτινος δρόμος ξεκινάει από δω για να καταλήξει στο μοναστήρι τού Αη Μάμα, αφού περάσει πρώτα από τη διασταύρωση προς το ξωκκλήσι τής Αγίας Κυριακής που κατέχει τα πρωτεία από άποψη θέας.
Τέσσερα χιλιόμετρα είναι η απόσταση από το Πόλι μέχρι τον Αη Μάμα, με το δρόμο να ανηφορίζει στις πλαγιές τού βουνού και τα χωριά τής Κάσου να φαίνονται από ψηλά σαν από αεροπλάνο! Προσέξτε πολύ στην τελευταία δεξιά στροφή, αμέσως μόλις φτάσετε στο ψηλότερο σημείο τής διαδρομής και αρχίσετε να κατηφορίζετε. Το σημείο εκείνο ονομάζεται "αγέρας" και αν τολμήσετε να αγνοήσετε τις προειδοποιήσεις, μπορεί να βρεθείτε μπροστά σε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις! Πολλά δίτροχα έχουν παρασυρθεί από τον αέρα στο σημείο εκείνο, μαζί με τούς αναβάτες τους, ενώ ακόμη και οι οδηγοί τών αυτοκινήτων πρέπει να περνούν αργά και με ιδιαίτερη προσοχή!
Το μοναστήρι τού Αη Μάμα βρίσκεται, κυριολεκτικώς, σε ένα φυσικό μπαλκόνι πάνω απ' το Λιβυκό. Η τοποθεσία κρύβει απίστευτη ενέργεια, με τον επισκέπτη να μένει άφωνος και εκστατικός μπροστά στη θέα τού ήρεμου αλλά και άγριου συνάμα τοπίου. Το βλέμμα βυθίζεται στο απέραντο γαλάζιο, που μοιάζει να ταξιδεύει προς την Όστρια, υπακούοντας στα προστάγματα ενός τρελλαμένου Μαίστρου που κατηφορίζει ουρλιάζοντας από τις βουνοκορφές τού Κάψαλου και τού Πρίωνα, και πέφτει με ορμή στην υγρή επιφάνεια, αναγκάζοντας το νερό να στριφογυρίζει και να υψώνεται σαν μια παράξενη δέηση προς τον Δημιουργό.
Φύλακας άγγελος τού Αη Μάμα είναι μια απίστευτη γυναίκα. Η Καλλιόπη Ζούλη, περισσότερο γνωστή στην Κάσο σαν "Μαυρίνα". Η γυναίκα αυτή διατηρεί, με το προσωπικό ενδιαφέρον και το αστείρευτο κουράγιο της, ολόκληρο το χώρο τού μοναστηριού πεντακάθαρο και πλήρως εξοπλισμένο και "ετοιμοπόλεμο". Είναι πράγματι απορίας άξιο, πώς είναι δυνατόν, ένας χώρος ο οποίος τον περισσότερο χρόνο μένει κλειστός, να διατηρείται τόσο καθαρός και λειτουργικός! Ο επισκέπτης, ακριβώς όπως στον Αη Γιώργη, μπορεί να μείνει εδώ και να διανυκτερεύσει. Υπάρχουν κρεββάτια, στρώματα και κουβέρτες. Μην απορείτε για τις κουβέρτες. Το βράδυ στον Αη Μάμα το κρύο είναι αισθητό, ακόμη και τον Αύγουστο! Το μοναστήρι τού Αη Μάμα γιορτάζει στις 2 Σεπτεμβρίου και, όπως συνηθίζεται στην Κάσο, γίνεται κι' εδώ μεγάλο πανηγύρι, με τον Μητροπολίτη Καρπάθου Κάσου να προίσταται τής Θείας Λειτουργίας.
Θα πρέπει πάντως, αν έχετε σκοπό να διανυκτερεύσετε εδώ, να ζητήσετε πρώτα το κλειδί κάποιου κελλιού από τη Μαυρίνα, που μένει στο Πόλι ( 22450 41037 ). Μπορείτε επίσης να κάνετε χρήση τών σκευών τής πλήρως εξοπλισμένης κουζίνας, που διατηρείται χάρις στο ενδιαφέρον τής Μαυρίνας (το κλειδί είναι συνήθως πάνω στην πόρτα), και να προετοιμάσετε ένα πρόχειρο φαγητό με τα τρόφιμα που θα έχετε φροντίσει να φέρετε μαζί σας. Υπάρχει κι' εδώ λασία με βρόχινο νερό, το οποίο μάλιστα φημίζεται για την καθαρότητά του, σε σημείο που οι Κασιώτες δεν έχασαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και σκάρωσαν αυτοσχέδιες μαντινάδες, όπως η ακόλουθη.
" Τού Αη Μάμα το νερό, βρέχει δε βρέχει, τρέχει
κι' αυτός που θα ξενητευθεί παρηγοριά δεν έχει".
Θα σάς υπενθυμίσω, προτού φύγετε, να κλείσετε καλά την πόρτα τής κουζίνας, να κλειδώσετε το κελλί στο οποίο θα διανυκτερεύσετε, και να παραδώσετε το κλειδί στη Μαυρίνα. Η Μαυρίνα έχει φροντίσει βεβαίως για όλα και δεν απαιτεί ποτέ τίποτε και από κανένα. Υπάρχουν ξύλα για τη φωτιά, σίκλα (μικρός μεταλλικός κουβάς με το οποίο βγάζουν το νερό από τη λασία), όλος ο εξοπλισμός τής κουζίνας, μπρίκια, πιάτα, τηγάνια και κατσαρόλες όλων τών μεγεθών, κουταλομαχαιροπήρουνα, ποτήρια, γκαζάκια με λάμπες θυέλλης, μέχρι καφές, ζάχαρη, ρύζι, τσάϊ, οδοντογλυφίδες και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει το μυαλό τού αθρώπου! Αν λοιπόν αφήσετε ένα φακελλάκι καφέ ή ζάχαρη, ή τις πατάτες και τα κρεμμύδια που τυχόν θα περισσέψουν, θα διευκολύνετε την κατάσταση και θα φανείτε αντάξιοι τής υπέροχης φιλοξενίας τού Αη Μάμα και τής Μαυρίνας...
Το Αρβανιτοχώρι απέχει από το Φρυ λιγότερο από δύο χιλιόμετρα. Είναι το χωριό με τα δύο πρόσωπα. Τα καλοδιατηρημένα Κασιώτικα αρχοντικά και καπετανόσπιτα, και λίγο πιο κει τα ερείπια. Οι πράσινες αυλές, αλλά και η καταστροφή που άφησαν πίσω τους οι θεομηνίες τών δεκαετιών τού '80 και τού '90. Μην παραλείψετε, αν περάσετε βράδυ από δω, να δοκιμάσετε τα σουβλάκια που ψήνονται στη μικρή υπαίθρια ψησταριά, εκεί που στενεύει ο δρόμος αριστερά, μπαίνοντας στη μικρή πλατεία τής Μαρούκλας. Θέλετε δεν θέλετε άλλωστε, θα σάς σταματήσει η μυρωδιά! Στο Αρβανιτοχώρι ορθώνεται το πιο όμορφο και επιβλητικό ίσως καμπαναριό τής Κάσου. Το καμπαναριό τής εκκλησίας τού Αη Δημήτρη.
Η Αγία Μαρίνα, που υπήρξε παλαιότερα πρωτεύουσα τής Κάσου, είναι ο μεγαλύτερος οικισμός τού νησιού και οι συνοικίες της απλώνονται στην κορυφή τών λόφων πάνω από το Φρυ. Κάποιες από αυτές αγναντεύουν το ανατολικό Κρητικό και τ' Αρμάθια, κάποιες άλλες την Κάρπαθο και τούς υπόλοιπους οικισμούς τής Κάσου. Υπάρχουν κι' εδώ μερικά εμπορικά καταστήματα και καφενεία, αν και είναι ελάχιστα σε αριθμό μπροστά σ' αυτά που υπάρχουν στο Φρυ.
Περνώντας τα δυτικά όρια τού οικισμού, πίσω από την εκκλησία τού Αγίου Φανουρίου, ένα μονοπάτι οδηγεί στο σπήλαιο τής Ελληνοκαμάρας. Πρόκειται για σπήλαιο τής παλαιολιθικής εποχής, η είσοδος τού οποίου είναι οχυρωμένη με τείχος που χρονολογείται από τον δεύτερο ή τρίτο αιώνα, και αποτελείται από τεράστιους μονοκόμματους λίθους πάχους 1,5 μέτρων. Εικάζεται ότι το σπήλαιο τής Ελληνοκαμάρας υπήρξε τόπος λατρείας. Σε πιο πρόσφατες εποχές χρησίμευσε σαν καταφύγιο, καθώς έχει κανείς από αυτό την δυνατότητα να ελέγχει μεγάλο μέρος τής γύρω περιοχής, ενώ η είσοδος τού σπηλαίου δεν είναι ορατή, παρά μόνο αν πλησιάσει κανείς πολύ κοντά. Μέσα στο σπήλαιο έχει ανακαλυφθεί Γραμμική Γραφή Α' και Β΄, ενώ οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως διάφορα ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και νομίσματα τα οποία εκτίθενται στο μουσείο τών Χανίων Κρήτης.
Αλλο ένα σπήλαιο όμως είναι σημαντικό, αν και η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος και προστασίας εκ μέρους τών αρμοδίων, απειλεί τον σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό του διάκοσμο με εξαφάνιση! Ευτυχώς που η πρόσβαση σ' αυτό είναι σχετικώς δύσκολη και ο εντοπισμός τής εισόδου του σχεδόν αδύνατη, αν δεν επιδειχθεί σ' αυτόν που θέλει να το επισκεφθεί η ακριβής τοποθεσία του. Το σπήλαιο βρίσκεται δυτικά και κάτω από το λόφο τού Προφήτη Ηλία, αλλά η σχετική πινακίδα παραμένει σε λάθος σημείο, αποπροσανατολίζοντας τον επισκέπτη! Δυστυχώς, κάποιοι ανεγκέφαλοι, θέλοντας ίσως να καμαρώσουν ότι "ήταν κι' αυτοί εκεί", ή για να στολίσουν κάποια γωνία τού σπιτιού ή τού γραφείου τους, αφαιρούν κομμάτια από τούς σταλακτίτες, καταστρέφοντας σε μια στιγμή αυτό που η Φύση χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργήσει...
Ο οικισμός τής Παναγίας μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον τών επισκεπτών τού καλοκαιριού με το πανηγύρι τού Δεκαπενταύγουστου. Δύο μέρες κρατάει η γιορτή και όμοιά της δεν έχει ίσως να επιδείξει ολόκληρη η Ελλάδα! Μια παράδοση που οι ηλικιωμένοι Κασιώτες προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν στούς νέους τού νησιού. Όλοι είναι παρόντες, και οι εθελοντές, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, βοηθούν ώστε να είναι όλα έτοιμα την ημέρα τής μεγάλης γιορτής. Οι γυναίκες καθαρίζουν τις πατάτες, τα κρεμμύδια, τη ζύμη για τα κεφτεδάκια και τούς ντουρμάες, ράβουν τα μπουστιά. Οι άνδρες σκεπάζουν τις αυλές με τεράστιες τέντες από καραβόπανο, βάζουν φωτιά κάτω από τα μεγάλα μαντροκάζανα, κόβουν και ψήνουν το κρέας, το πιλάφι, τούς ντουρμάες και τις πατάτες. Τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν, ενώ οι πρώτοι μεζέδες και οι μπύρες δίνουν κουράγιο στούς εργάτες για τη συνέχεια. Οι νεαροί μεταφέρουν τον πάγο για τα αναψυκτικά και τις μπύρες, στήνουν τα τραπέζια και τούς πάγκους. Ολοι είναι σε εγρήγορση.
Μετά το τέλος τής Θείας Λειτουργίας, και την έκθεση τής εικόνας τής Παναγιάς στο προαύλιο τού ναού, πάνω από δύο χιλιάδες προσκυνητές θα αρχίσουν να στριμώχνονται για να πάρουν θέση στη σάλα όπου θα προσφερθεί το φαγητό. Ρύζι βρασμένο στο ζωμό τού κρέατος πασπαλισμένο με κανέλλα, κρέας, ντουρμάες και χονδροκομμένες πατάτες τηγανητές, "στολισμένες" με χονδρό αλάτι απ' τ' Αρμάθια. Ενα πιάτο που θα το ζήλευαν ακόμη και τα καλύτερα εστιατόρια! Και μετά αρχίζουν οι λύρες, τα λαούτα, οι μαντινάδες, η σούστα κι' ο ζερβός, που θα κρατήσουν μέχρι τις πρωϊνές ώρες! Και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια! Και να οι μεζέδες με τα κεφτεδάκια, να τα μπουστιά, τα συκωτάκια και το κρασί να έχουν την πρωτοκαθεδρία.
Εκεί που κάθεται ο Νεκτάριος, η γρήγορη κατανάλωση μπύρας και τα "απομεινάρια" τού πρώτου γλεντιού δεν θα αργήσουν να φέρουν τις πρώτες αυτοσχέδιες μαντινάδες στα χείλη όσων συμμετέχουν. Θα τούς τραβήξουν έξω, σχεδόν με τη βία, για να συνεχίσουν το ξεφάντωμα στην αυλή, όπου θα μαζευτούν όλοι μετά το φαγητό. Ενα γλέντι που θα κρατήσει όλη την ημέρα, μέχρι το επόμενο χάραμα, ανάμεσα σε μεζέδες, πειράγματα, κεράσματα και κατανάλωση μπύρας και κρασιού.
Και η παλιά φρουρά τών λυράρηδων, σαν ένα τάμα ανεξήγητο, τα ίχνη τού οποίου χάνονται στο χρόνο, θα παίξει μπροστά στην ανοικτή πόρτα τού ναού, με φόντο τη στολισμένη εικόνα τής Παναγιάς. Παίζουν για να την καλοκαρδίσουν, θαρρείς, να τη διασκεδάσουν στη γιορτή της! Κι' εκεί, μπροστά τους, κάτω από τούς ήχους τής λύρας τού Δημήτρη Περσελή και τών λαούτων τού ανηψιού του Γιώργου Περσελή και τού Μανώλη Σκαρβέλη, στήνεται ένα δεύτερο γλέντι. Δυο αυλές, δυο γενιές, δυο γλέντια! Χώρια, θαρρείς, αλλά και μαζί. Όλοι μαζί για την Παναγιά και την Κάσο, που σε πείσμα αυτών που ξεχνούν, αδιαφορούν και θυσιάζουν τα πάντα στο βωμό τής αυτοπροβολής και τών μικροσυμφερόντων τους, διατρανώνει την επιθυμία της να ζήσει μέσα από τις παραδόσεις της.
Ας μιλήσουμε όμως τώρα λίγο για... φαγητό! Η κασιώτικη κουζίνα χαρακτηρίζεται από μια ποικιλλία που ξεπερνά κατά πολύ όσα συνήθως παράγει ένας μικρός και άγονος τόπος. Η επαφή τών κατοίκων τού νησιού με τον έξω κόσμο (Κρήτη, λοιπά Δωδεκάνησα, αστικά κέντρα, Αίγυπτος, Αμερική, Μ. Ασία, Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, επιρροές από ξενιτεμένους ναυτικούς) έδωσαν στη κουζίνα της συνταγές που δύσκολα συναντά κανείς ακόμη και σε πολύ μεγαλύτερα νησιά.
Όπως άλλωστε και όλες οι κουζίνες τής περιοχής, η πρώτη, και ίσως η πιο κυρίαρχη επιρροή, αφορά τη γενικότερη συνήθεια που συναντάται στις περισσότερες κουζίνες τής Ανατ. Μεσογείου, και έχει να κάνει με το «γέμισμα». Γεμιστό αρνί για το Πάσχα, αλλά και γεμιστό κοτόπουλο ή γαλοπούλα για άλλες περιστάσεις, με γέμιση που ονομάζουν εδώ «πασπαρά» (ρύζι, κρεμμύδι, συκώτι, μπαχαρικά, ντομάτα, κ.λπ.). Ακόμη, στην Κάσο, και ιδίως στο πανηγύρι τού Δεκαπενταύγουστου, μαζί με τα μικροσκοπικά κεφτεδάκια, μαγειρεύουν και τα λεγόμενα "μπουστιά". Γεμιστά εντόσθια με συκώτι, ρύζι και μπαχαρικά, που τα ράβουν και τα ψήνουν στα μαντροκάζανα.
Στην Κάσο θα έχει επίσης ο επισκέπτης την ευκαιρία να γευτεί γεμιστά ζαρζαβατικά, νηστίσιμα ή με κιμά, ακόμη και γεμιστούς ανθούς κολοκυθιών, τα «κολοκυθοπούλια». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν φυσικά και οι θρυλικοί κασιώτικοι "ντουρμάες" (ντολμαδάκια). Ίσως τα νοστιμότερα και σίγουρα τα... μικρότερα που μπορεί να συναντήσει κανείς στον κόσμο! Μπορεί ακόμη να δοκιμάσει λαχανοπίτια, γεμιστά γλυκά, «τούρτες» τού Πάσχα, πιτάκια με γέμιση ανθότυρο και μπαχαρικά, «μοσχοπούγκια» με γέμιση από αμύγδαλα και καρύδια, ξυλικόπιτες και άλλα.
Είναι πολύ πιθανό η κουζίνα τής Κάσου να επηρεάσθηκε από την ιταλική, γιατί στην Κάσο μαγειρεύουν φαγητά όπως το «φακόρυζο». Εδώ αξίζει να μνημονεύσω τις εκπληκτικές κασιώτικες «μακαρούνες» (ζυμαρικά που φτιάχνονταν παλιά στο χέρι) και σερβίρονται με καβουρντισμένο κρεμμύδι και «σιτάκα». Φαγητό των βοσκών, που φτιάχνει αρκετά συχνά και κάθε Κασιώτισσα στην κουζίνα της, χρησιμοποιώντας όμως πια τις πένες τού εμπορίου. Το φαγητό αυτό μοιράζεται κατ' εξαίρεση σαν κοινό γεύμα στο πανηγύρι του Χριστού (λόγω νηστείας) στις 6 Αυγούστου.
Η μακρόχρονη παρουσία πολλών Κασιωτών στην Αίγυπτο, πλούτισε την κουζίνα τού νησιού με πικάντικες γεύσεις και εξωτικά φαγητά. Αυτό όμως που τελικά φαίνεται να κατασταλάζει είναι οι διάφορες έμμεσες προσμίξεις στο πιλάφι, στις σούπες κ.λπ. Πολλά αιγυπτιακά φαγητά, όπως η «μολοχία» και η «ταχινία», μαγειρεύονται ακόμη σε πολλά κασιώτικα σπίτια, κυρίως αυτά τών Κασιωτών τής Αιγύπτου ή σε συγκεκριμένα εστιατόρια τού νησιού.
Όπως σε κάθε νησιώτικη κουζίνα, έτσι κι εδώ έχουν σημαντική θέση τα φαγητά που γίνονται με θαλασσινά. Χαρακτηριστικότερο ίσως όλων ο γεμιστός σκάρος, ο σκάρος γιαχνί στην κατσαρόλα, και το «σουπιοπίλαφο», που μαγειρεύεται με μελάνι φρέσκιας σουπιάς! Ίσως ένα από τα πιο... μαύρα πιάτα στην παγκόσμια κουζίνα, αλλά και από τα πιο νόστιμα!
Αξίζει ακόμη να μνημονεύσω τις «κουλούρες», τα τραγανά διπλοφουρνιστά κουλούρια, κατάλληλα για κολατσιό, καφέ ή τσάι, και τα "λαχανοπίτια". Δεν θα μπορούσα ακόμη να μην πω, δύο λόγια έστω, για το «ροΐκιο». Το είδος εκείνο αγριόχορτου που οφείλει το όνομα του στην ομοιότητά του με το ραδίκι, που το μαζεύουν οι Κασιώτες με πολύ κόπο και το βάζουν στην «άρμη», για να μαγειρευτεί μετά από καιρό, κυρίως σαν «ροΐκιο γιαχνί». Το χόρτο αυτό έχει στενή συγγένεια με το "σταμναγκάθι" τής Κρήτης. Αλλά και μένουλες παστώνουν στη Κάσο, και τις σερβίρουν με λάδι και λεμόνι. Χαρακτηριστικά κασιώτικα τυριά είναι το αλμυροτύρι, η «ελαϊκή» και η «σιτάκα», που φτιάχνουν οι βοσκοί από γάλα αιγοπροβάτων.
Την κουζίνα του νησιού πλουτίζουν σίγουρα, με τη φαντασία αλλά και τις γνώσεις τους, εκτός από τις νοικοκυρές, και οι επαγγελματίες μάγειροι τών καραβιών και τών εστιατορίων τής Αμερικής, οι οποίοι προσφέρουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους όταν βρίσκονται στο νησί, κυρίως δε στην οργάνωση τών κοινών γευμάτων τών προσκυνητών στα πανηγύρια τών αγίων και στους γάμους, όπου πρέπει να ετοιμασθεί φαγητό, πολλές φορές για περισσότερους από χίλιους προσκυνητές ή καλεσμένους!
Όλες λοιπόν οι προσμίξεις συναντώνται μέσα στο πιάτο αυτό που περιέχει λίγο απ' όλα: νοστιμότατο κόκκινο πιλάφι, βρασμένο με το ζωμό τού κρέατος και πασπαλισμένο με κάνελλα, ντουρμάες, πατάτες τηγανητές και κρέας, πολλές φορές κομμένο σε φέτες που στο κόψιμο και το σερβίρισμα συναγωνίζεται τα καλύτερα εστιατόρια...
Αν ποτέ βρεθείτε στην Κάσο, προσπαθήστε να επισκεφθείτε τις στάνες τών βοσκών της, τα «μιτάτα». Εκτός από τα τυριά που προανέφερα, αν είστε τυχεροί θα δοκιμάσετε «δρύλλα» (αγνό καϊμάκι), ή και νοστιμότατες κρέμες από αλεύρι («αλευρά» ή «αλευρόαλη»). Νοστιμότατο αλλά και σπανιότατο είναι και το βούτυρο της Κάσου, το λεγόμενο «καούλι». Είναι κατεργασμένο καϊμάκι που ο βοσκός επεξεργάζεται μέσα σε ειδική θήκη δέρματος. Είναι τόσο νόστιμο ώστε η λαϊκή μούσα δεν παραλείπει να το εκθειάσει:
«Ω βούτυρε κασιώτικε, σαν είσαι με το μέλι
τίνος θα σε προσφέρουσι να πει πως δε σε θέλει».
Αυτή είναι λοιπόν η Κάσος ή Αλός Άχνη ή Αστράβη. Ενας φωτεινός βράχος ριγμένος στη θάλασσα, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι στο Αιγαίο. Με τις παραδόσεις και τα έθιμά της. Τούς ντουρμάες και τα πανηγύρια της. Τ' Αρμάθια, τούς φιλόξενους κατοίκους της, τη δυνατή μορφή τής Μαυρίνας και τον Αη Μάμα. Η Κάσος που, όπως είπε κάποτε ο Νικόλας Μαστροπαύλος, "όταν φτάνει κανείς για πρώτη φορά σ' αυτήν απορεί γιατί την αγαπούν τόσο πολύ οι κάτοικοί της, και όταν φεύγει απορεί γιατί την αγάπησε κι' ο ίδιος"! Η Κάσος που παραμελείται συστηματικά από την Πολιτεία, χωρίς να τής αξίζει. Όπως το Καστελλόριζο, η Γαύδος, η Κίναρος, τα Αντικύθηρα, το Αγαθονήσι, ο Αη Στράτης. Και ίσως έρθει κάποτε η μέρα που η Ελληνική Πολιτεία θα διεκδικεί την ελληνικότητα αυτών τών νησιών, ακριβώς όπως κάνει τώρα υποκριτικά για τη Μακεδονία, και κανείς δεν θα τη πιστεύει...