To ταξίδι του Ιωσήφ Παπαδόπουλου στην ακριτική Γαύδο με "Skipper 9.50 4U"
Μέχρι και πριν από δύο χρόνια τα ταξίδια έβγαιναν "στο φτερό". Αρκούσε και μόνο η σκέψη, ένας γρήγορος προγραμματισμός, μια σύντομη "περιπλάνηση" επί χάρτου, ο απαραίτητος έλεγχος και το φόρτωμα του φουσκωτού, φουλάρισμα του ρεζερβουάρ, και φεύγαμε! Δουλειές, κουτσά στραβά, υπήρχαν, ήταν και η τιμή της βενζίνης "λογική". Ενάμισυ λίτρο το μίλι έκαιγαν, πάνω κάτω, οι κινητήρες, αλλά το λίτρο ήταν στα 70 λεπτά. Όπερ, μεθερμηνευόμενο, έτσι για να το νοιώθω καλύτερα δηλαδή, 239 δραχμές! Τι θα μας σταματούσε λοιπόν; Το μυαλό μας; Αυτό ήταν, και είναι άλλωστε, συνεχώς φευγάτο! Οι εποχές όμως άλλαξαν και τα φουντάγια πήγαν... στις μάντρες. Εμείς κυνηγάμε τις ουρές μας, το άγχος και η ανασφάλεια για το αύριο περίσσεψαν, έγινε κι' η βενζίνη μέσα σε ένα χρόνο... ουίσκυ, επιεικώς στις 520 δρχ. το λίτρο (γιατί πιστεύω ότι κάνω καλά που δεν ξεχνάω τις δραχμές;), θέλει πολύ για να αράξει κανείς μπροστά στην οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή;
Ελάχιστοι άλλωστε ταξιδεύουν πια. Άντε, να πάμε το πολύ μέχρι την Αίγινα, και καλά μας είναι! Κι' ας πλημμύρισε ο κόσμος δεκάμετρα καμπινάτα και διμήχανα. Κι' ας λαμπυρίζουν τα πανάκριβα, θεόρατα και πανάκριβα g.p.s. στις κονσόλες. Τα σκάφη μελαγχολούν και πεθαίνουν πια στις μαρίνες και στις μάντρες. Αυτό ήθελαν οι "μάγκες", και το πέτυχαν, που κακό χρόνο να' χουν. Να κυκλοφορούν ανενόχλητοι στο Αιγαίο, να μπαίνουν, να βγαίνουν και να κόβουν οικόπεδα για μελλοντική εκμετάλλευση...
Η πρόταση του Σταυρουλάκη μ' έπιασε κάπου στον ύπνο, αλλά χρειάστηκαν λίγα μόνο δευτερόλεπτα μέχρι να την συνειδητοποιήσω και να την αποδεχθώ. Κάπου "έπαιζε" σ' αυτήν και το περιοδικό "Thalassa", αλλά εμένα καθόλου δεν με χάλαγε αυτό εάν επρόκειτο να βγω μαζί Της. Είναι από τους "συμβιβασμούς" που μπορώ άλλωστε να κάνω. Ραντεβού με πληρωμένα τα έξοδα σε μια εποχή που όλοι αναρωτιόμαστε πότε τρύπησε η τσέπη μας και δεν το πήραμε χαμπάρι, δεν είναι να το πολυσυζητάς!
Στρίμωξα λοιπόν τα πράγματά μου σε μια τσάντα, κρέμασα άλλο ένα σακκίδιο στους ώμους, πήρα στα χέρια φωτογραφική, βιντεοκάμερα και τρίποδο, φόρεσα και το κράνος και να' μαι στον καταπέλτη του πλοίου να τσουλάω τον ηλεκτροκίνητο Μαξιμιλιανό. Με κοιτάζει περίεργα ο ύπαρχος, τον κοιτάζω περίεργα κι' εγώ, του δίνω ένα εισιτήριο, χαμογελάμε αμφότεροι (από ικανοποίηση εγώ που δεν πλήρωσε ο Μαξιμιλιανός, από αμηχανία ο ύπαρχος), παρκάρω κάπου το πατίνι και προχωρώ προς τις κυλιόμενες...
Ξεμπάρκαρα στη Σούδα, ξημερώματα Παρασκευής. Μόλις που χάραζε. Άφησα να φωτίσει λίγο ο ουρανός, μη με πατήσει και κανείς στο δρόμο με το "ανοξείδωτο", και κατά τις εφτά πήρα τον δρόμο προς το Καστέλλι. Δεν θα ήταν και το καλύτερο θέαμα να δει ο κόσμος στο δρόμο ένα παππού, καθισμένο πάνω σ' ένα ηλεκτρικό πατίνι, φορτωμένο με όλα εκείνα τα συμπράγκαλα, που κι' εγώ απορώ ακόμη πώς χώρεσαν πάνω σ' αυτό! Το μόνο που με στενοχωρούσε ήταν που δεν πρόλαβα να περάσω απ' του Ιορδάνη για την καθιερωμένη τυρομπουγάτσα...
Βγήκα στη διασταύρωση για Ομαλό, καβατζάρισα την Silk Oil και μπήκα στο πρώτο δρομάκι δεξιά. Πώς περνάς από δω ρε Σταυρουλάκη με τα θηρία; αναρωτήθηκα. Μετά από καμμιά εκατοστή μέτρα φάνηκε η μεγάλη γκαραζόπορτα της "BSK MARINE" και οι εγκαταστάσεις ενός σύγχρονου ναυπηγείου, που συνεχώς μεγαλώνει και βελτιώνεται. Μεγαλεία αυτά τα παιδιά! Χαλάλι τους όμως. Έβαλα τη μπατταρία του Μαξιμιλιανού στο ρεύμα να φορτίζει, για να είναι ετοιμοπόλεμος στη Γαύδο, και ανέβηκα στο γραφείο.
Τα είπαμε αρκετά με τους Σταυρουλάκηδες και μοιραστήκαμε τους προβληματισμούς μας για την παλιοκατάσταση. Εγώ όμως καθόμουνα σε αναμμένα κάρβουνα! Κοιτούσα το ρολόϊ και καθόλου δεν μου άρεσε που περνούσαν τόσο γρήγορα οι ώρες. Το 9.50 4U ήταν σχεδόν έτοιμο για το ταξίδι. Κάτι μικρολεπτομέρειες έμεναν μόνο να ρυθμιστούν όπως, ας πούμε, να βιδωθούν δύο κρίκοι στους δαμήκεις δοκούς του πρυμιού χαώδους ταμπουκιού, για να μην κουνιέται ο Μαξιμιλιανός στο ταξίδι, και να απλωθούν μερικά μαξιλάρια καναπέδων για τον βραδυνό μου ύπνο στον... τάφο του Ινδού! Στην πορεία προέκυψε ο έτερος των αδελφών, ο Γιώργος Σταυρουλάκης, μαζί με τον οκτάχρονο πιτσιρικά του - Γιώργος κι' αυτός - που ζήλεψε μάλλον καθώς με είδε να ετοιμάζομαι και είπε : "Πειράζει να έρθω κι' εγώ μαζί σου"; "Γιατί να πειράζει; Στους ώμους μου θα σε κουβαλλήσω ρε Γιώργο"; του απάντησα, κι' έτσι το πλήρωμα έγινε τριμελές...
Μέχρι να φέρει τον πιτσιρικά απ' το σχολείο και να ετοιμάσει τα πράγματά του ο Γιώργος, φουλάρησε τα ρεζερβουάρ ο Παύλος και λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό όταν του υπενθύμισα ότι τα χρήματα που πλήρωσε για 320 λίτρα αμόλυβδη ήταν 170.000 δρχ.! Με κατεβασμένο το ηθικό από την αναγωγή στη δραχμή και τη θλιβερή ισοτιμία, φθάσαμε στο λιμανάκι του Πλατανιά. Η γλύστρα; Καλύτερα να μη την χαρακτηρίσω! Θλιβερή κι’ εδώ η κατάσταση. Μια τέτοια πόλη να μην έχει έναν αξιοπρεπή τρόπο εξόδου στη θάλασσα! Δεν φθάσαμε βεβαίως τυχαία ως εδώ σαν χώρα, μιας και οι «λεπτομέρειες» κάνουν τη διαφορά. Δεν είναι δυνατόν να βρίσκεις στην Τουρκία παντού γλύστρες κι’ εδώ οι λιγοστές που υπάρχουν να είναι ή κλειδωμένες ή κατεστραμμένες! Άσε που κι' αυτό γίνεται με τις ευλογίες ενός ανάλγητου Κράτους, που δεν κρατάει πια ούτε τα προσχήματα. Κι' ας ορίζουν οι νόμοι και το Σύνταγμα ότι η πρόσβαση στη θάλασσα πρέπει να είναι ελεύθερη και απρόσκοπτη για όλους τους πολίτες. Οι νόμοι στη χώρα αυτή είναι για να τους παραβαίνεις, όχι να τους τηρείς. Το μάθαμε πια αυτό. Να το καταπιούμε δεν μπορούμε ακόμη, μας πέφτει λίγο βαρύ...
Κατάφερε τελικώς το τετρακίνητο να κουμαντάρει το ασθμαίνον τρέϊλερ με το θηρίο, και να το ρίξει στο νερό. Εγώ δεν έκανα τίποτε. Κοιτούσα, απλώς, φωτογράφιζα και απολάμβανα την πανδαισία της γάστρας του κόκκινου πάθους που γλυστρούσε αργά στη θάλασσα. Προσθέσαμε μερικά λίτρα γλυκό νερό στο αντίστοιχο ρεζερβουάρ και καταφέραμε να βγούμε στις τέσσερις το απόγευμα απ' το λιμανάκι του Πλατανιά, με τον Γιώργο να παίρνει τη θέση του κυβερνήτη και τον νεαρό Σταυρουλάκη να θρονιάζεται στο κάθισμα μπροστά απ' την κονσόλα οδήγησης. Μέσα στην καλή χαρά ήταν ο νεαρός, που φαινόταν να το διασκεδάζει ιδιαιτέρως.
Ούτε που καταλάβαμε πότε φθάσαμε στον κάβο της Σπάθας κι' από κει στη Γραμβούσα! Ο καιρός ήταν καλός. Μια ρεστία του Γρέγου μόνο, με ύψος κύματος ανάλογο των τριών και τεσσάρων μποφόρ, κατά διαστήματα, με το 4U, να το νοιώθεις, πως θέλει να παίξει πάνω απ' τους 35 κόμβους. "Στοιχίζει τώρα το γκάζι ρε Γιώργο, άστο να πλέει στους 28, μια χαρά είναι", του είπα, κι' ο Γιώργος ένευσε καταφατικά. Μας στρώνει το σφίξιμο της ζώνης και το "γκαζιά και πεντακοσάρικο", πώς να το κάνουμε; Αφήσαμε το βλέμμα και τη φαντασία μας να περιπλανηθούν στη φιλόξενη μικρή παραλία και το επιβλητικό κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου της Ήμερης Γραμβούσας και «σκαλίσαμε» για λίγο τις αναμνήσεις μας. Έριξα μια ματιά στο ρολόϊ, καθώς περνούσαμε δίπλα απ' το ναυαγισμένο κουφάρι του "Δημήτριος", που έχει φύγει πια απ' την αγκαλιά των βράχων της παραλίας, και αποφάσισα να συνεχίσουμε το ταξίδι μας και να σταματήσουμε εκεί στην επιστροφή.
Μέχρι το Ελαφονήσι τα πράγματα ήταν ήσυχα, αν και υπήρχε μια συγκρατημένη "μυρωδιά" υγρού Σορόκου που τη νοιώθαμε στο πρόσωπο. Τόσο συγκρατημένη που καταφέραμε να καταβροχθίσουμε εν πλω τα σάντουϊτς, που προλάβαμε να πάρουμε μαζί μας προτού φύγουμε απ' τα Χανιά. Ως εκεί ήταν όμως! Στο ύψος του Ελαφονησιού, ο Σορόκος, παίζοντας με τα βουνά και τους κάβους της νοτιοδυτικής Κρήτης, αποφάσισε να μας φιλοδωρήσει ξαφνικά με ένα καλό εξάρη αέρα και μπόλικο σπρέϊ! Σπρώχτηκε όμως λίγο η μανέτα, ανέβηκαν οι στροφές και η ταχύτητα, και το πράγμα ήρθε κι' έστρωσε. Μεγάλο πράγμα τελικώς η μάχιμη γάστρα.
Η ώρα ήταν έξι περίπου το απόγευμα όταν μπήκαμε στο λιμάνι τις Παλιόχωρας. Ψιλοερημιά στους προβλήτες αλλά, παρ' όλα αυτά, δυσκολευτήκαμε να βρούμε κατάλληλη θέση να χωρέσει το 4U, ώστε να μπορέσω εγώ να διανυκτερεύσω αξιοπρεπώς στο σκάφος, αφού ο Γιώργος θα έμενε στο σπίτι των γονιών του στην Παλιόχωρα. Η γνωστή "επεκτατική" συμπεριφορά των επαγγελματιών ψαράδων, οι οποίοι θεωρούν κάθε λιμάνι σπίτι τους, και δικαιωματικώς μέχρις ενός σημείου, παρατώντας επιπλέοντες κάβους δεξιά και αριστερά, και δένοντας όλοι στο πλάϊ για ευκολία...
Καλά κοιμήθηκα πάντως εκείνο το βράδυ στον "τάφο του Ινδού", και θα κοιμόμουν ακόμη καλύτερα αν θυμόμουν να φορέσω τις ωτασπίδες μου. Τη νεκρική σιγή του λιμανιού διέκοπτε κάθε τόσο ο ψίθυρος της θάλασσας, καθώς ερωτοτροπούσε όλη νύχτα με τα steps της γάστρας! Εξυπηρετικά αυτά τα "σκαλοπάτια", δεν λέω, αλλά μόνο όταν κινούνται γρήγορα! Στον ύπνο, στις χαμηλές στροφές και... στο τρέϊλερ αρχίζουν τις παραξενιές και τις γκρίνιες! Αν τύχει πάντως και βρεθείτε στην Παλιόχωρα και χρειαστείτε καύσιμα, τηλεφωνήστε σε ένα από τα τηλέφωνα 28230 41820 - 6946 001667 - 28230 41695 - 6977 005834 και η επιθυμία σας δεν θα αργήσει να ικανοποιηθεί. Εμείς πάντως καύσιμα δεν χρειάστηκε να πάρουμε σε κανένα σημείο του ταξιδιού μας.
Ήρθαν στην ώρα τους το άλλο πρωί οι δυο Γιώργηδες και, καθώς ο σορόκος δεν είχε σταματήσει να παίζει, φορέσαμε κι' οι τρεις τη στολή "εκστρατείας". Εγώ φόρεσα επιπλέον και το κράνος, το οποίο είχα υποτιμήσει την προηγούμενη μέρα εισπράττοντας, όπως ήταν φυσικό, το τίμημα της επιλογής μου ανοικτά του Λαφονησιού, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μερικά αλμυρά χαστούκια στο πρόσωπο και ανάλογο τσούξιμο στα μάτια. Ο καιρός της επομένης ήταν πάντως από αυτούς που σε "φτιάχνουν", ιδίως εάν τύχη καλή βάλει κάτω απ' τα πόδια σου την κόκκινη γάστρα του 4U. Πήρα λοιπόν το τιμόνι, έσπρωξα τη μανέτα στις 4.200 στροφές, "σκαρφάλωσα" περιστασιακώς μέχρι και το "πρόσω ολοταχώς", και πολύ το χάρηκα!
Εξήντα πέντε λεπτά χρειάστηκαν για να καλύψουμε την απόσταση των 32 ν. μιλίων, που χωρίζουν την Παλιόχωρα απ’ τη Γαύδο και να δέσουμε στο καινούργιο λιμάνι του ακριτικού νησιού, το Καραβέ, με ένα Σορόκο που φλερτάριζε ανάμεσα στο 4 και το 5. Η πρώτη σκέψη που έκανα μπαίνοντας στο λιμάνι, σε σχέση με αυτά που ήξερα όταν ήρθα για τελευταία φορά στη Γαύδο το 1998, ήταν ότι το νησί το θυμήθηκαν επιτέλους οι ελληνικές κυβερνήσεις. Βιάστηκα βεβαίως λίγο, ομολογώ, να κάνω αυτή τη διαπίστωση, αλλά όταν πας στο νοτιότερο νησί της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μπορείς να δέσεις με ασφάλεια το σκάφος σου, ενώ δώδεκα χρόνια πριν δεν μπορούσες να δέσεις ούτε... γάϊδαρο, τότε η κατασκευή ενός ασφαλούς λιμανιού ξεπερνά τις φυσικές διαστάσεις αυτού καθ' εαυτού του έργου, υπερτονίζοντας συγχρόνως την αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας για την κατασκευή του.
Παροχή νερού και ρεύματος, ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμη στο ντόκο, παρ' όλο ότι έχουν προβλεφθεί τα σχετικά "κολωνάκια", σαν αυτά που διαθέτουν όλες οι σύγχρονες μαρίνες. Η ηλεκτροδότηση της Γαύδου, άλλωστε, διέπεται από ένα περίεργο καθεστώς και, μολονότι το ηλεκτρικό ρεύμα έχει φθάσει στο νησί, για διάφορους λόγους δεν μπορούν να το απολαύσουν ακόμη όλοι οι κάτοικοί του. Η γλυκειά Σοφία Τσιριντάνη, που διατηρεί εστιατόριο και δωμάτια στον Άη Γιάννη (28230 41418), μου είπε, επί παραδείγματι, ότι η Δ.Ε.Η. της ζήτησε 80.000 ευρώ (!) για να φθάσουν οι κολώνες μέχρι τις εγκαταστάσεις της! "Να πληρώσω τόσα λεφτά και μετά να ωφεληθούν όλοι οι υπόλοιποι"; λέει με παράπονο η Σοφία, και συνεχίζει : "Κρίμα δεν είναι; Ούτε ο Θεός το θέλει, ούτε ο διάολος"! Στο Σαρακήνικο πάλι κάποιοι πρόλαβαν και έκτισαν σε απόσταση αναπνοής απ’ το κύμα και τώρα δεν μπορούν να ηλεκτροδοτηθούν γιατί κολλάνε στο νόμο και στον χαρακτηρισμό της παραλίας σαν αποβατική περιοχή! Δεν διαμαρτύρονται όμως και φροντίζουν να δώσουν οι ίδιοι λύση στο πρόβλημά τους, με φωτοβολταϊκά, συστοιχίες μπατταριών και γεννήτριες.
Μια καντίνα-εστιατόριο υπάρχει και λειτουργεί στο ύψωμα δεξιά, καθώς αποβιβάζεται κανείς απ' το σκάφος στο ντόκο του Καραβέ, και λίγο πιο πέρα βρίσκονται το εστιατόριο και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της Ευαγγελίας και του Γιώργου Τσιγονάκη (τηλ. 28230 42159). Εδώ μπορεί να νοικιάσει κανείς το καλοκαίρι ένα μοτοποδήλατο και να γνωρίσει τα ενδότερα του νησιού, τα οποία αποτελούν και την πιο ευχάριστη έκπληξη! Λίγη προσοχή μόνο στο καύσιμο, γιατί πρατήριο δεν υπάρχει στο νησί, εκτός από κάποια μικρά αποθέματα που μεταφέρονται με τα καραβάκια, από την Παλιόχωρα και τη Χώρα Σφακίων, σε πλαστικά δοχεία.
Εγώ πάντως είχα φροντίσει να φέρω μαζί το δικό μου... οικολογικό μεταφορικό μέσο, αφού δεν γνώριζα αν θα έβρισκα διαθέσιμο παπί εκείνη την εποχή. Ο ηλεκτροκίνητος Μαξιμιλιανός ανέλαβε να με ξεναγήσει λοιπόν στο μικρό νησί, αφού πρώτα ήπιαμε με τον Σταυρουλάκη ένα καφέ στο μαγαζάκι πάνω απ’ το ντόκο. «Θα σε βγάλει πέρα αυτό το πράγμα ρε συ»; ρώτησε ο Γιώργος. «Ευκαιρία να το τεστάρω. Άλλωστε, για κάθε ενδεχόμενο, έχω πάρει και την εφεδρική μπατταρία μαζί», του απάντησα, και ανηφόρισα αθόρυβα στο βουνό σε αναζήτηση των Ρώσων...
Είχα ακούσει γι’ αυτούς από τον Αυστριακό φίλο μου, τον Rudolf, που τα τελευταία οκτώ χρόνια επιλέγει τη Γαύδο σαν τόπο των καλοκαιρινών διακοπών του. Καθόλου τυχαία επιλογή, νομίζω, δεδομένου ότι ο Rudolf έχει γυρίσει όλα σχεδόν τα ελληνικά νησιά. Επτά κουλτουριάρηδες Ρώσοι, λοιπόν, της πάλαι ποτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης, που επέλεξαν πριν από δώδεκα χρόνια το νοτιότερο νησί της Ευρώπης για να εγκατασταθούν. Ήταν τόσο έντονη η περιέργειά μου να τους συναντήσω και να μιλήσω μαζί τους, ώστε επέλεξα σαν πρώτη προτεραιότητά μου την επίσκεψη στο καταφύγιό τους.
Ο δρόμος, μόλις τέλειωσαν οι πρώτες ανηφορικές φουρκέτες μετά το λιμάνι, χωρίζει. Επέλεξα τον αριστερό, που οδηγεί προς τα χωριά Βατσιανά, Καστρί και την παραλία του Κόρφου. Στην επόμενη διασταύρωση πήγα όμως πάλι αριστερά, αντί να πάω δεξιά προς Καστρί, και μπήκα σ’ ένα βατό χωματόδρομο. Κι’ εκεί που άρχισα να διαπιστώνω ότι κάτι δεν πάει καλά και σκεφτόμουν να γυρίσω πίσω, λίγο πριν το Μετόχι, όπου υπάρχουν εστιατόριο και ενοικιαζόμενα δωμάτια (τηλ. 28230 42458), έπεσα πάνω σ’ ένα μικρό κτιριακό συγκρότημα και τους ιδιοκτήτες του, που νετάριζαν δίχτυα. Τον Στράτο Μιχελαράκη και την Βίκυ (Βικτωρία) Βουγιουκαλάκη, που συζούν εδώ και κάμποσα χρόνια στη Γαύδο.
Ο Στράτος ασχολείται με το ψάρεμα και η Βίκυ με το εστιατόριο και τα λίγα δωμάτια που νοικιάζουν στους καλοκαιρινούς επισκέπτες (τηλ. 28230 42186). Η πανέξυπνη και ομιλητική αυτή γυναίκα έχει το έμφυτο ταλέντο να κρατάει τον περαστικό επισκέπτη με τον χειμαρρώδη λόγο της, τις διηγήσεις της για το νησί, τους κατοίκους, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, την εγκατάλειψη από την Πολιτεία, τους Ρώσους της Γαύδου και την... κουζίνα της! Αποτέλεσμα; Τηλεφώνησα στους Ρώσους και έκλεισα το ραντεβού για την επόμενη μέρα. Τηλεφώνησα συγχρόνως στον Σταυρουλάκη και του είπα να βρει τρόπο να έρθει κι’ αυτός εκεί. Μέχρι να γίνει αυτό, η Βίκυ μου τα είχε πει όλα! Δεν είχα διάθεση να φύγω...
Ο Στράτος, εν τω μεταξύ, έβγαλε ένα μπουκάλι τσικουδιά, ενώ η Βίκυ αποτραβήχτηκε στην κουζίνα και άρχισε να μαγειρεύει. Και τι δεν έφτιαξε απ’ το τίποτε εκείνη η εκπληκτική γυναίκα. Κουτσομούρες, καλαμάρια, παντζάρια, τηγανητές πατάτες (τι πατάτες ήταν εκείνες!) και μια σαλάτα αξέχαστη! Καθόλου δεν του κακοφάνηκε του Σταυρουλάκη που τον έπεισα να βρει μεταφορικό μέσο και να έρθει μέχρι εκεί...
Ό,τι πάντως κι' αν γράψω για τη μικρή αυτή θαυμαστή γωνιά του Λιβυκού θα είναι λίγο! Ο ίδιος ανεξήγητος θετικός μαγνητισμός κι' εδώ, όπως στον Άη Στράτη, τα Ψαρρά, την Κάσο, το Καστελλόριζο, το Μαράθι και τόσα άλλα ξεχασμένα καταφύγια στο Αιγαίο. Με μόνη διαφορά ότι η Φύση στη Γαύδο δεν στάθηκε καθόλου φειδωλή και κάλυψε ένα μεγάλο τμήμα των βουνών της με πεύκα, κέδρους, μακί (ένα είδος θάμνων) και φρύγανα. Παλαιότερες πάντως αναφορές παρουσίαζαν τη Γαύδο ως βραχώδη και άδενδρη (Simoneli, 1983- Σπανάκης, 1981). Κάτι τέτοιο δεν είναι περίεργο αν λάβει κανείς υπ' όψη του ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα στο νησί της Καλυψούς ζούσαν 400 κάτοικοι, οι οποίοι καλλιεργούσαν το 80% περίπου της γης και είχαν γύρω στα 12.000 αιγοπρόβατα ελεύθερης βοσκής! Η μετέπειτα εγκατάλειψη των καλλιεργειών και η δραματική συρρίκνωση του πληθυσμού ήταν φυσικό να επιδράσουν σημαντικά στην παρατηρούμενη εξάπλωση των φρυγάνων και των πεύκων.
Τη δεύτερη μέρα της παραμονής μας στο νησί, αποφάσισα να κατέβω με τα πόδια από την Άμπελο μέχρι τα δωμάτια της Σοφίας Τσιριντάνη στον Άη Γιάννη. Η εμπειρία ήταν μοναδική και, γι’ αυτό, αξέχαστη! Το μονοπάτι χάθηκε πολλές φορές στη διαδρομή, με μοναδικό σημείο αναφοράς το εκκλησάκι του Άη Γιάννη, πάνω απ' την ομώνυμη εκπληκτική αμμουδιά, το οποίο ήταν (ευτυχώς) ορατό από παντού! Είχα κάνει πολύ καλά που έδωσα βάση στις οδηγίες της Γκέλης Καλλίνικου, μιας ξεχωριστής γυναίκας που έφυγε απ' την Κρήτη, εγκαταστάθηκε πλέον μονίμως στη Γαύδο και ασχολείται με την αγγειοπλαστική και την αποκατάσταση του παλιού σπιτιού του παππού της στην Άμπελο.
"Θα ακολουθήσεις το μονοπάτι", μου είπε η Γκέλη, "αλλά μπορεί να το χάσεις κάποια στιγμή. Μην ανησυχήσεις όμως. Φρόντισε να έχεις συνεχώς μπροστά σου το εκκλησάκι του Άη Γιάννη, που θα το βλέπεις σε όλο το μήκος της διαδρομής. Θα σου αρέσει πολύ το τοπίο, θα δεις! Στο ύψος του Άη Γιώργη, δίπλα στη χαράδρα, θα βρεις ρυάκι με νερό και απολιθωμένα θαλασσινά κοχύλια! Είναι τόσα πολλά, που θα περπατήσεις σχεδόν πάνω σ'αυτά"! Με συνόδευσε μέχρι ένα σημείο, λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι που ανακαινίζει, βγαλένο θαρρείς απ' τα παραμύθια του παππού της, περισσότερο για να ανοίξει το συρματόπλεγμα που έχει τοποθετηθεί εκεί για να κρατήσει τα γίδια μακριά, και να μου υποδείξει την αρχή του μονοπατιού. Μου έδωσε φεύγοντας ένα μπουκάλι νερό και μου είπε: "Καλό δρόμο. Θα σου πάρει δυόμισυ με τρεις ώρες να φτάσεις ως τη Σοφία..."
Ήταν, όντως, έτσι ακριβώς όπως μου τα είπε η Γκέλη! Την έχω δει πολλές φορές στα όνειρά μου από τότε εκείνη τη διαδρομή! Χανόμουν τη μια στιγμή μέσα στο δάσος από πεύκα και κέδρους, και την άλλη βρισκόμουν σε χώρους ανοικτούς, σπαρμένους με λουλούδια και μυρωδιές! Το μονοπάτι δεν ήταν παντού ευδιάκριτο, το εκκλησάκι του Άη Γιάννη όμως ήταν πάντα εκεί, ψηλά και μπροστά μου. Πλησιάζοντας στο ξωκλήσι του Άη Γιώργη βρήκα το ρυάκι, για το οποίο μου είχε μιλήσει η Γκέλη, ενώ από κει και μετά περπάτησα πάνω σε αμμόλοφους που δυσκόλεψαν τα βήματά μου, με τα πόδια μου να βουλιάζουν στη λευκή άμμο μέχρι τους αστραγάλους!
Ήταν τέσσερις το απόγευμα και ο ήλιος έκαιγε όπως στις ερήμους της Αφρικής! Ελάχιστα απείχε άλλωστε η Λιβύη από κει! Με δυσκολία κατάφερα να αναρριχηθώ μέχρι το σημείο αναφοράς μου, το εκκλησάκι του Άη Γιάννη, για να χαθεί στη συνέχεια το βλέμμα στο απέραντο γαλάζιο και τη λευκή αμμουδιά της ομώνυμης παραλίας...
Πέντε είναι συνολικώς οι οικισμοί της Γαύδου, και σ’ αυτούς μοιράζονται οι πενήντα περίπου μόνιμοι κάτοικοί της. Ο Καραβές, τα Βατσιανά, ο Κόρφος, η Άμπελος και η πρωτεύουσα το νησιού, το Καστρί, όπου φιλοξενούνται το Αγροτικό Ιατρείο και το σχολείο με τους πέντε μαθητές. Θα λειτουργήσει και γυμνάσιο του χρόνου, όπως μου είπε η Γκέλη! Λίγο φως απ’ τη χαραμάδα... Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι στο νησί, περί τα τέλη της πρώτης μ.Χ. χιλιετίας, ζούσαν 8.000 μόνιμοι κάτοικοι! Η αστυφιλία και οι καταστροφικές πολιτικές όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων είναι αυτές που ευθύνονται, κυρίως, για την συρρίκνωση των πληθυσμών τα τελευταία χρόνια στην επαρχία και τα νησιά του Αιγαίου.
Από τις υπόλοιπες παραλίες του νησιού προσβάσιμες απ’ την ξηρά με αυτοκίνητο ή μοτοποδήλατο, είναι μόνο ο Κόρφος και το Σαρακήνικο. Η εκπληκτική παραλία του Άη Γιάννη απέχει λίγα μόνο λεπτά με τα πόδια απ’ τα δωμάτια και το εστιατόριο της Σοφίας Τσιριντάνη (τηλ. 28230 41418), ενώ στις μαγευτικές παραλίες του Λαυρακά και του Ποταμού, που κοιτάζουν προς τη μεριά του μαίστρου, μπορεί κανείς να πάει με τα πόδια, τόσο από τον Άη Γιάννη όσο και από την Άμπελο. Η ελεύθερη πάντως κατασκήνωση, κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, δεν είναι κάτι άγνωστο στις παραλίες αυτές. Η προσέγγισή τους όμως με σκάφος απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, και γιατί υπάρχουν αβαθή, και γιατί δεν υπάρχουν σημεία πρόσδεσης στην ξηρά. Ήταν πολύ θυμωμένη η Γκέλη όταν μου μίλησε για τους φουσκωτούς καμικάζι του καλοκαιριού που πετούν τις άγκυρές τους στην άμμο. "Γράψε κάτι γι’ αυτό σε παρακαλώ. Γίνονται πολλοί καυγάδες μ’ αυτούς τους θρασείς, που νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να φέρονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Η παραλία είναι για τους ανθρώπους, όχι για τις άγκυρες"!, φώναξε με έντονο ύφος καθώς έφευγα.
Για να φθάσει κανείς στο νοτιότερο άκρο της Γαύδου, το ακρωτήρι της Τρυπητής, πρέπει να ακολουθήσει το μονοπάτι που ξεκινάει απ’ τον πετρόκτιστο οικισμό των Βατσιανών. Με το φουσκωτό η πρόσβαση στο "τρύπιο ακρωτήρι", με την τεράστια ξύλινη... καρέκλα που έχουν στήσει εκεί οι Ρώσοι, και αγναντεύει σκοπίμως προς την τραμουντάνα και την Ευρώπη, ήταν υπόθεση δέκα λεπτών ξεκινώντας απ’ το λιμάνι. Καμμιά διακοσαριά μέτρα βορείως του κάβου της Τρυπητής, υπάρχει η ομώνυμη παραλία. Δεν το πίστευε όμως ο κ. Γιώργος Τσιγονάκης όταν του είπα ότι μέσα απ' την παραλία υπήρχε λιμνοθάλασσα! Δεν είχε ίσως υπολογίσει τους ισχυρούς νοτιάδες που είχαν προηγηθεί...
Το πετρόκτιστο σπίτι των Ρώσων, σε ένα οικόπεδο που τους παραχώρησε ο παππάς του νησιού, βρίσκεται πάνω στον δρόμο που οδηγεί στα Βατσιανά. Έχουν δημιουργήσει εκεί τον δικό τους οικολογικό μικρόκοσμο οι επτά Σοβιετικοί, τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες. Μορφωμένοι άνθρωποι, όλοι τους, επέλεξαν να εγκατασταθούν στη Γαύδο και να γίνουν ένα με τον τόπο αυτό. Έχουν τις γνώσεις, πιάνουν τα χέρια τους, επισκευάζουν μηχανές και αυτοκίνητα στο συνεργείο τους, κτίζουν σπίτια, φτιάχνουν ξύλινα παράθυρα και πόρτες, ζωγραφίζουν και σκαλίζουν τέμπλα εκκλησιών, εξασφαλίζοντας έτσι τα προς το ζην.
Ένας προφυλαγμένος με συρματόπλεγμα λαχανόκηπος τους παρέχει τα αναγκαία, συγκεντρώνουν τις ακτίνες του ήλιου και ζεσταίνουν το νερό, χρησιμοποιώντας γυάλινα μπουκάλια που έχουν τοποθετήσει σε μια πυραμιδοειδή κατασκευή, παράγουν ρεύμα με φωτοβολταϊκά, ψήνουν το δικό τους ψωμί και τα φαγητά στον αυτοσχέδιο κτιστό φούρνο, συγκεντρώνουν το νερό της βροχής για τη λάτρα του σπιτιού και το πότισμα του κήπου. Ένα σπίτι κρεμασμένο κυριολεκτικώς πάνω απ’ τις απόκρημνες νοτιοανατολικές πλαγιές του νησιού, και επτά φίλοι που ζουν απλά και ήσυχα, έχοντας εξασφαλίσει ηλεκτρικό ρεύμα και ζεστό νερό χωρίς τη βοήθεια της Δ.Ε.Η.! Δεν σνομπάρουν βεβαίως την επικοινωνία με τον έξω κόσμο και την τεχνολογία, γι’ αυτό έχουν φροντίσει να μην τους λείπει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το διαδίκτυο!
Καθώς με ξεναγούσε ο Αλέξανδρος (ο ένας από τους Σοβιετικούς που χειρίζεται με άψογο τρόπο την ελληνική γλώσσα), φθάσαμε σ’ ένα ξέφωτο. "Ξεκινήσαμε να κτίζουμε το σπίτι μας εδώ, αλλά μείναμε στο σκάψιμο των θεμελίων γιατί το δασαρχείο μας σταμάτησε, παρ’ όλο ότι δεν υπήρχαν δένδρα τριγύρω! Έμεινε λοιπόν αυτό που θα δεις, το οποίο, επειδή είναι κάτω απ’ τη γη, δεν απαγορεύεται"! Τέλειωσε την κουβέντα του και τράβηξε μια πλάκα που βρισκόταν πάνω στο χώμα. Ένα στρογγυλό άνοιγμα και μια σκάλα έκαναν την εμφάνισή τους! Άρχισε να κατεβαίνει κάνοντάς μου νεύμα να τον ακολουθήσω.
Ένα πεντάγωνο τραπέζι, που του έλειπε η μία πλευρά για να δώσει χώρο στη σκάλα, περιμετρικοί πάγκοι, ένα τζάκι, και μια εσοχή όπου φιλοξενείται ένα μικρό βαρέλι για κρασί ήταν όλα κι’ όλα αυτά που υπήρχαν στο στρογγυλό δωμάτιο. Δίπλα ακριβώς μια τετράγωνη καταπακτή, μια μεταλλική βάση και πάνω της μια καρέκλα, όπου με ένα χειροκίνητο βαρούλκο ανεβάζουν και κατεβάζουν αυτούς οι οποίοι, λόγω σωματικής διάπλασης, δεν θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τη στρογγυλή ανθρωποθυρίδα και τη σκάλα! Και στο βάθος, άλλο ένα δωμάτιο, με τζάκι και κρεββάτι, όπου θα φιλοξενηθεί αυτός που θα πιει λίγο παραπάνω και δεν θα μπορέσει να ανέβει στον επάνω κόσμο! "Αυτός υποθέτω ότι είναι ο συνωμοτικός σας χώρος", είπα στον Αλέξανδρο χαμογελώντας. "Τόσο συνωμοτικός ώστε όποτε συγκεντρωνόμαστε εδώ έρχονται και ο πρόεδρος του νησιού, και ο λιμενάρχης, και ο παππάς, και ο αστυνόμος, και ολόκληρο το νησί"! απάντησε γελώντας εκείνος.
Περιπλανήθηκα στη Γαύδο, όσο μου επέτρεψε ο σύντομος χρόνος παραμονής μας, και άφησα τον φάρο για το τέλος. Ο καιρός όμως άλλαξε δραματικά εκείνο το πρωί του απόπλου μας, με βαρειά μαύρα σύννεφα, αέρα και βροχή να συμπληρώνουν το χειμωνιάτικο σκηνικό! Δεν μου έκανε ωστόσο καρδιά να φύγω και να μη δω τον περιβόητο φάρο του νησιού, για τον οποίο τόσα είχα ακούσει από τον Γήση Παπαγεωργίου στην πρόσφατη συνέντευξή του. Καβάλησα λοιπόν το παπί που είχε νοικιάσει ο Σταυρουλάκης, έβαλα τη βιντεοκάμερα και τη φωτογραφική σε μια σακκούλα σκουπιδιών για να τις προστατεύσω απ’ τη βροχή, φόρεσα νιτσεράδα και κράνος και έφυγα απ’ το λιμάνι ακολουθώντας τον δρόμο προς το Καστρί.
Έφθασα κάποια στιγμή έξω απ’ το φαρόσπιτο, έχοντας γίνει ένα με το βρεμένο παπί που με μετέφερε ως εκεί. Άρχισα να περιεργάζομαι το οίκημα από μακριά. Ο φάρος εξείχε μεγαλοπρεπής πάνω απ’ την εξωτερική πετρόκτιστη μάντρα. Είδα ότι η πόρτα εισόδου ήταν κλειστή. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μεγάλη καντεμιά αν έχοντας φθάσει ως εκεί δεν μπορούσα τελικώς να μπω μέσα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πίσω απ' τη χαραμάδα ενός παράθυρου που μισάνοιξε, πρόβαλε το πρόσωπο ενός όμορφου ξανθού μωρού και αμέσως πιο πίσω η φιγούρα μιας εξ ίσου όμορφης νεαρής γυναίκας. Με σπαστά ελληνικά μου είπε πως μπορώ να μπω εάν τραβήξω το σχοινί που συνδέεται με το χερούλι της πόρτας...
Μπήκα πράγματι στο εσωτερικό, και εντυπωσιάστηκα! Η βροχή συνέχιζε εν τω μεταξύ να πέφτει εκνευριστικά και επίμονα. Θυμήθηκα τα λόγια του Γήση Παπαγεωργίου : "Τον φάρο της Γαύδου είχε κατασκευάσει η γαλλική εταιρεία οθωμανικών φάρων, που είχε αναλάβει να κατασκευάσει όλους τους φάρους, οι οποίοι μετά το πέρας των βαλκανικών πολέμων περιήλθαν στην κατοχή της Ελλάδος. Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι Γερμανοί, όπως συνήθιζαν, κτύπησαν το φωτιστικό, προφανώς για να δημιουργήσουν προβλήματα στην ομαλή κυκλοφορία των συμμαχικών πλοίων. Τον ίδιο τον φάρο όμως τον ξήλωσαν αργότερα οι Γαυδιώτες! Ο φάρος αυτός είχε πάντως κάποιο πρόβλημα και πριν απ' τον πόλεμο. Ήταν πολύ ψηλός! Ο ψηλότερος φάρος, από πλευράς εστιακού ύψους, στη Μεσόγειο! Στην περιοχή της Γαύδου υπάρχει συνήθως χαμηλή νέφωση και αυτό το γράφει ο Λυκούδης στον φαροδείκτη του 1936. Ο φάρος της Γαύδου, όπως και ο φάρος του Καστελλόριζου, της Καλολίμνου κ.λπ. είναι ίδιοι. Πύργος κυλινδρικός, κωνικός δηλαδή, στο μέσον της κατοικίας των φυλάκων. Όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν το φωτιστικό του φάρου της Γαύδου, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε στη συνέχεια να τον αναστηλώσει γιατί, λόγω του μεγάλου ύψους του, δεν εξυπηρετούσε σε τίποτε. Είχαν ήδη βάλει καινούργια φανάρια σε καλύτερα σημεία, οπότε ο φάρος εγκατελείφθη. Επειδή όμως ήταν ο νοτιότερος φάρος της Ευρώπης, επειδή υπήρχαν κάποια προγράμματα και επειδή υπήρχε και μια φίλη που ήταν "πετροβολημένη" κι' αυτή με το θέμα, φρόντισε να εκμεταλλευτεί κάποια προγράμματα και να αναστηλωθεί ο φάρος, χωρίς όμως να τοποθετηθεί και πάλι φωτιστικό στην κορυφή του. Είχα βρει τη βάση εκείνου του φωτιστικού, η οποία ήταν κτυπημένη απ' τα αεροπλάνα, και την πήγα στο Ναύσταθμο για καθαρισμό. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε μια μεριά κοντά στον φάρο, για να τη βλέπει ο κόσμος".
Σκαρφάλωσα προσεκτικά μέχρι το ψηλότερο σημείο, όπου κάποτε έλαμπε το τεράστιο φωτιστικό, και αποθανάτισα όπως μπορούσα τον φάρο και τις υπόλοιπες κτιριακές εγκαταστάσεις, έχοντας σκεπασμένες τη βιντεοκάμερα και τη φωτογραφική μηχανή με τη μαύρη σακκούλα των σκουπιδιών για να μη βραχούν. Στη συνέχεια πήρα τον δρόμο της επιστροφής, αποχαιρετώντας την πανέμορφη Γαλλίδα που κρατούσε στην αγκαλιά το εξ ίσου πανέμορφο αγοράκι της...
Σε κάθε περίπτωση, το ταξίδι στον μαγικό αυτό τόπο είναι ιδανικό για ταξιδιώτες που δεν πανικοβάλλονται απ’ το απρόβλεπτο και είναι έτοιμοι να απαρνηθούν, για λίγο έστω, τις ανέσεις και τα "δώρα του πολιτισμού", εξαργυρώνοντάς τα με ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα, μια έρημη και λευκή αμμουδιά, ένα περπάτημα στους αμμόλοφους ανάμεσα στα λουλούδια, τα πεύκα και τους κέδρους. Η Γαύδος είναι το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης, μια κουκίδα στο χάρτη, που κατοικήθηκε από τους νεολιθικούς χρόνους, που έγινε ορμητήριο για τον πειρατή Μπαρμπαρόσα, αλλά και τόπος εξορίας κομμουνιστών. Η Ωγυγία της Οδύσσειας, η Κλαύδη του Αποστόλου Παύλου ή Γκόζο, όπως την αποκαλούσαν οι Ενετοί ναυτικοί, αιώνες πριν, είναι σήμερα ένας ξεχασμένος τόπος παραμυθιού. Στο νησί των πειρατών, αλλά και των πολιτικών εξορίστων, η ζωή παραμένει πρωτόγονη και λιτή, όμως η ενέργεια και ο μαγνητισμός που εκπέμπει η Γαύδος μαγεύουν και σκλαβώνουν τις αισθήσεις και το μυαλό του επισκέπτη για πάντα...
Η επιστροφή μας στα Χανιά δεν ήταν περίπατος. Ο Σορόκος συνέχιζε το βιολί του, μόνο που εκείνη την ημέρα συνοδευόταν από μαύρα σύννεφα και βροχή. Είχαμε όμως φροντίσει να πάρουμε τα μέτρα μας αυτή τη φορά. Για το 9.50 4U δεν θα αναφέρω τίποτε περισσότερο εδώ, αφού επιφυλάσσομαι να του αφιερώσω ένα long run test. Του αξίζει, άλλωστε.
Φθάσαμε στη Γραμβούσα, σε δύο ώρες και δέκα λεπτά, έχοντας καλύψει, συνολικώς, μια απόσταση εξήντα ν. μιλίων. Ο ουρανός, εν τω μεταξύ, είχε καθαρίσει κάπως. Βγάλαμε τις νιτσεράδες και απλώσαμε τα βρεμένα να στεγνώσουν, ενώ εγώ σκαρφάλωσα βιαστικά στο κάστρο για τις απαραίτητες φωτογραφίες. Μόλις που πρόλαβα να επιστρέψω και να βάλω τη νιτσεράδα και το κράνος, γιατί με το λύσιμο των κάβων πλάκωσε πάλι η βροχή. Και δεν ήρθε μόνη της αυτή τη φορά. Τη συνόδευσε μια χαμηλή νέφωση που εξαφάνισε κάθε τι σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων! Ο Σταυρουλάκης μου παρέδωσε, όπως όπως, τη διακυβέρνηση του σκάφους, γιατί μ’ εκείνη τη νεροποντή ήταν αδύνατον να κρατήσει τα μάτια του ανοικτά! Τρία τέταρτα ακριβώς της ώρας αργότερα μπαίναμε στο λιμανάκι του Πλατανιά με τον ήλιο να χαμογελάει και πάλι ειρωνικά...
Επισημάνσεις - πληροφορίες :
1) Από τις 10 μέχρι τις 21 Ιουνίου 2010, ημέρα που συμπίπτει με το θερινό ηλιοστάσιο, πρόκειται να πραγματοποιηθούν στη Γαύδο πολιτιστικές εκδηλώσεις, με αφιλοκερδή συμμετοχή καλλιτεχνών, μουσικών, φωτογράφων, ζωγράφων, κινηματογραφιστών, αγγειοπλαστών κ.λπ., οι οποίοι θα εκθέσουν τα έργα και τη δουλειά τους, χαρίζοντας μια ξεχωριστή νότα ζωντάνιας και πολιτισμού στο όμορφο ακριτικό νησί. Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, πιστεύω, για να επισκεφθεί κανείς τον μαγικό αυτό τόπο στην εσχατιά της Ευρώπης. Τον Σταυρό του Νότου...
2) Το ταξίδι μου στη Γαύδο, με λιγότερες όμως λεπτομέρειες λόγω περιορισμένου χώρου, δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2010 και στο περιοδικό "Thalassa". Χωρίς να διεκδικώ για τον εαυτό μου το αλάθητο, οι αναγνώστες θα διακρίνουν την διαφορετική γραφή κάποιων λέξεων του κειμένου μου στο περιοδικό αυτό. Αυτό έγινε γιατί το "Thalassa", όπως άλλωστε και όλα τα έντυπα που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, ακολουθεί τη νέα γραφή της ελληνικής γλώσσας, όπου το αυγό έγινε αβγό, ο προβλήτας άλλαξε... φύλο κ.ο.κ. Δική μου επιλογή είναι να μείνω πιστός στην ελληνική γλώσσα που διδάχθηκα, πιστεύοντας ότι ο "εκσυγχρονισμός" και η "πρόοδος" ενός λαού δεν πρέπει απαραιτήτως να ξεκινούν απ' τη γλώσσα του...