Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

«Το θέμα δεν είναι να κάνεις κάτι σωστά, αλλά να κάνεις κάτι σωστό!».

Του Σωτηρίου Καλαμίτση.

Ήταν λίγο μετά την πανηγυρική ψήφιση του 1ου Μνημονίου, όταν ακούστηκε πως η τρόικα δεν πήρε απάντηση στην ερώτηση «πόσους δημοσίους υπαλλήλους έχετε;». Ένα κράτος [τρόπος του λέγειν] λειτουργούσε κοντά 200 χρόνια, αλλά δεν εγνώριζε η κυβέρνησή του πόσους νοματαίους απασχολεί [;] και μισθοδοτεί. Έκτοτε άρχισαν καταγραφές επί καταγραφών και απογραφές επί απογραφών, για να καταλήξουν κάποια στιγμή οι ιθύνοντες στον αριθμό 658.000. Μετά άρχισαν ατέρμονες συζητήσεις και εμβριθής αρθρογραφία ως προς το αν ο αριθμός αυτός είναι μικρός ή μεγάλος για μία χώρα σαν την Ελλάδα. Άλλοι έλεγαν πως είναι μεγάλος και άλλοι ανεκάλυψαν πως ως ποσοστό είναι από τα μικρότερα της Ευρώπης. Σε απόλυτους αριθμούς μεγάλος, σε ποσοστό μικρός. Εγώ σκέφτηκα πως αν ένας υπάλληλος αντιστοιχεί σε 16 πολίτες, τότε η Δημόσια Διοίκηση έπρεπε να πετάει.
Ίσως να ρώτησαν οι δανειστές και πώς κατανέμονται τούτοι οι νοματαίοι, αν καλύπτουν πραγματικές ανάγκες, εκεί όπου υπηρετούν κ.λπ. Τελικά, μετά από 5 χρόνια, στον απόηχο εκείνης της «μεγαλειώδους» 17ωρης διαπραγμάτευσης του Αλέξη, όπου μας πήραν σώβρακα, φανέλες, παντελόνια και πουκάμισα εκτός από το σακάκι, οι δανειστές επέβαλαν να γίνει ένας εκσυγχρονισμός τής Δημόσιας Διοίκησης, ώστε να μειωθούν και οι σχετικές δαπάνες. Ακολούθησε ο νόμος του Βερναρδάκη για την αξιολόγηση των επιτελικών στελεχών με στόχο την καλλίτερη στελέχωση των δημοσίων Υπηρεσιών και τώρα το υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε νομοσχέδιο για ένα, λέει, ψηφιακό οργανόγραμμα της Δημόσιας Διοίκησης, ώστε η κινητικότητα [μεταθέσεις-αποσπάσεις] να γίνονται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.    
Στη διάρκεια της διαβούλευσης δημόσιος υπάλληλός τις σοβαρός [όχι εξυπνάκιας σαν και μένα] ονόματι Διονύσιος Ρηγόπουλος, γραμματιζούμενος καθότι μηχανικός του ΕΜΠ, αλλά και κάτοχος διδακτορικού από αλλοδαπό πανεπιστήμιο, προσέφερε τις ιδέες του, οι περισσότερες των οποίων, όμως, δεν εισακούσθηκαν.   
Γράφει ο καημένος [να με συμπαθά ο κ. Ρηγόπουλος για το «καημένος»] μερικά πολύ απλά και σοβαρά πράγματα που σίγουρα, αφ’ ενός θα παρείχαν τη δυνατότητα καλλίτερης αξιοποίησης του δυναμικού του Δημοσίου, αφ’ ετέρου θα εξοβέλιζαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα ρουσφετάκια και θα οδηγούσαν, έστω και αργά, στην αποκομματικοποίηση του Δημοσίου και, κατ’ επέκταση,  στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του, όπως επιτάσσει η συμφωνία της 12-13.07.2015.     
Τί πρότεινε ο κοινός θνητός κ. Ρηγόπουλος; Να υπάρχει ένα μηχανογραφημένο σύστημα, στο οποίο θα είναι καταχωρισμένες όλες οι θέσεις εργασίας της Δημόσιας Διοίκησης με λεπτομερή περιγραφή των καθηκόντων κάθε θέσης, θα είναι καταγεγραμμένος ο απαιτούμενος για κάθε υπηρεσιακή μονάδα αριθμός υπαλλήλων με τα προσόντα που θα πρέπει να πληροί έκαστος για την κατάληψη συγκεκριμένης θέσης, θα υπάρχει η ένδειξη του πότε ο συγκεκριμένος άνθρωπος συνταξιοδοτείται, ώστε να πληρωθεί εγκαίρως η κένωση της θέσης του ή να αποφασίζεται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αν και πότε μπορεί ο συγκεκριμένος υπάλληλος να μετακινηθεί ή αποσπασθεί κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό,  ο καθείς θα μπορεί να βλέπει πόσοι υπάλληλοι έχουν αποσπασθεί και πού και έτσι να έχει ιδίαν άποψη ακόμη και για το αν έχει γίνει κάποιο ρουσφετάκι ή όχι. Να μπορεί να διερωτηθεί γιατί η τάδε Υπηρεσία είναι υποστελεχωμένη ή η δείνα Υπηρεσία διαθέτει πλεονάζον προσωπικό και να κράζει τους υπουργούς. Κι’ όταν λέω ο «καθείς», το γράφω μετά λόγου γνώσεως, επειδή στην πρότασή ο κ. Ρηγόπουλος  περιλαμβάνει και ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία το ψηφιακό οργανόγραμμα της ΔΔ θα είναι προσιτό σε όλους με μόνους περιορισμούς εκείνους που επιβάλλουν λόγοι εθνικής ασφαλείας και δημόσιας τάξης.
Επίσης, στο εν λόγω οργανόγραμμα θα είναι καταγεγραμμένος και ο απαιτούμενος σε κάθε υπηρεσία εξοπλισμός καθώς και αν σε συγκεκριμένη στιγμή υπάρχουν ελλείψεις στον εξοπλισμό, αν έχει κινηθεί η διαδικασία για προμήθεια ή επισκευή ή συντήρησή του κ.λπ. Με άλλα λόγια, η πρόταση του κ. Ρηγόπουλου οδηγεί σε μία ακτινογραφία της Δημόσιας Διοίκησης στην κάθε λεπτομέρειά της, ώστε όχι μόνον οι αρμόδιοι, αλλά και κάθε πολίτης να ελέγχει πού πάνε τα λεφτά του και να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς ποιός μανδαρίνος κωλοβαράει και ποιός όχι.   
Τέτοιες προτάσεις, όμως, είναι επικίνδυνες για το πωλητικό σύστημα, εξ ου και δεν έγιναν δεκτές στο σύνολό τους. Αλήθεια οι κ.κ. βουλευτές του Ποταμιού που αλιεύουν και αναδεικνύουν εξαιρετικές ρουσφετολογικές διατάξεις, των οποίων βρίθουν τα νομοσχέδια και της αριστεράς my ass, γιατί δεν στηρίζουν τις προτάσεις του κ. Ρηγόπουλου; Γιατί δεν τις κάνουν λάβαρο για μία σύγχρονη Διοίκηση εκθέτοντας όλα τα κώματα που δεν ενστερνίζονται τέτοιες προτάσεις;

Ας διαβάσουμε, όμως, τον ίδιο τον κ. Ρηγόπουλο και ας αναρωτηθούμε γιατί οι πωλητικοί, και της αριστεράς my ass, θέλουν να κάνουν μισές δουλειές.
« .. στο παρόν νομοσχέδιο, ορίζεται ως «Ψηφιακό Οργανόγραμμα», όχι η συστηματική καταγραφή όλων των καταστάσεων και μεταβολών του, σε λεπτομερή, αδιάβλητη και κατάλληλη για πλείστες εφαρμογές βάση δεδομένων, αλλά μερικές ελλιπείς στιγμιαίες αποτυπώσεις του Δημοσίου. Εξυπηρετεί αποκλειστικά την κινητικότητα, όπου οι υπάλληλοι αναζητούν τις κατάλληλες γι’ αυτούς διαθέσιμες θέσεις. Πριν από λίγα χρόνια, που επιβλήθηκε «κινητικότητα» χωρίς να έχουν καταγραφεί και να φαίνονται οι κενές θέσεις του Δημοσίου, δημιουργήθηκαν προβλήματα επειδή αποπέμφθηκαν υπάλληλοι με πολύτιμες γνώσεις και εμπειρία, ενώ διατηρήθηκαν άλλοι με λιγότερες δυνατότητες. Συνεπώς, για την κινητικότητα, το «οργανόγραμμα» του τωρινού νομοσχεδίου είναι πρόοδος. Είναι όμως ανεπαρκές για βασικές διαδικασίες συνολικής οργάνωσης και βελτίωσης του Κράτους, δηλαδή, για το πρωταρχικό μέλημα.
Επιπλέον, όταν ονομάζεται «Ψηφιακό Οργανόγραμμα» ένα υπολογιστικό βοήθημα περιορισμένου σκοπού για την εξεύρεση κενών θέσεων στο Δημόσιο, δημιουργείται εσφαλμένα η εντύπωση ότι το σωστό ψηφιακό οργανόγραμμα είναι υπό κατασκευήν, και, συνεπώς, κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση κινδυνεύει να ανακοπεί.
Το οργανόγραμμα, όπως ορίζεται στο παρόν νομοσχέδιο, έχει τα εξής προβλήματα, που εύκολα μπορεί να θεραπευθούν, ώστε να αποκτήσει την απαιτούμενη γενικότερη και θεμελιώδη λειτουργικότητα:
Πρώτον, δεν είναι πλήρες. «Αποτυπώνεται» μόνον «η διάρθρωση και η στελέχωση όλων των φορέων του Δημοσίου, όπως αυτοί περιγράφονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3». Οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 3 αναφέρουν μερικούς (προνομιούχους;) που μένουν εκτός ψηφιακού οργανογράμματος.
Δεύτερον, δεν ορίζεται ρητά ως ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο (υπαγόμενο στις αρχές των ανοικτών δεδομένων και στους περιορισμούς από λόγους εθνικής ασφάλειας).
Τρίτον, δεν τηρεί ιστορικό. Όμως, μια μάστιγα του Δημοσίου είναι οι ευνοιοκρατικές επιλογές, τόσο στη διαμόρφωση δομών όσο και στις τοποθετήσεις ατόμων. Μόνον όταν τηρείται ψηφιακά το ιστορικό όλων ανεξαιρέτως των μεταβολών του οργανογράμματος (όπως προέβλεπε η παράγραφος 7 της πρότασής μου) αυτές παραμένουν εμφανείς και γίνεται εφικτό να μελετώνται οποτεδήποτε και τεκμηριωμένα.
Τέταρτον, δεν διασφαλίζει το υποχρεωτικό των καταχωρίσεων. Το «αμελλητί», που διατηρήθηκε στο παρόν νομοσχέδιο, έχει αποδειχθεί ανίσχυρο στην πράξη. Γι’ αυτό, συμπληρωματικά προτεινόταν οι καταχωρίσεις στο οργανόγραμμα να αποδεικνύονται με Κωδικό Διαδικτυακής Ανάρτησης, να αποτελούν προϋπόθεση ισχύος οποιασδήποτε μεταβολής –όπως γίνεται στη «Διαύγεια»– και να προβλέπονται κυρώσεις για καταχώριση αναληθών η παραποιημένων στοιχείων (παράγραφοι 6 και 8).
Τέλος, είναι βασική αρχή αξιοπιστίας ενός συστήματος, κάθε πληροφορία να τηρείται σε ένα σημείο και να μην επαναλαμβάνεται σε ανεξάρτητες καταχωρίσεις, ώστε να μη προκύπτουν ασυμφωνίες κατά τις ενημερώσεις. Γι’ αυτό προτεινόταν, το ψηφιακό οργανόγραμμα να αποτελεί το (μοναδικό) αποθετήριο, από το οποίο θα αντλούνται τα Οργανογράμματα όλων των Φορέων και Υπηρεσιών, που ο ν. 3861/2010 ορίζει να αναρτώνται υποχρεωτικά στους ιστοτόπους τους (παράγραφος 9).
Πολύ συχνά, ορισμένοι κατηγορούν (ή και διασύρουν) το Δημόσιο για προβλήματα στελέχωσης, δομής, οικονομικά ή υπηρεσιών που παρέχει. Άλλοι το διαφεντεύουν, αντικρούοντας τις κατηγορίες. Και οι μεν και οι δε γενικεύουν τα συμπεράσματά τους από μεμονωμένες περιπτώσεις, επιχειρώντας – και συχνά πετυχαίνοντας – να δημιουργούν ευρύτερο θόρυβο και εντυπώσεις ή να προκαλούν κινήσεις, που αρκετές φορές αποδεικνύονται πρόχειρες, εσφαλμένες και επιζήμιες. Το πλήρες Ψηφιακό Οργανόγραμμα του Δημοσίου είναι η αναγκαία υποδομή για την αναζήτηση της αλήθειας. Όλα τα σχετικά δεδομένα θα συναρτώνται με τις μονάδες, τις θέσεις και τα άτομα που αφορούν, και θα παράγονται τεκμηριωμένα αναλύσεις και απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Ακόμη, θα δίνει τη δυνατότητα να διαπιστώνονται και να αξιολογούνται μεταβολές καθώς και πρόοδος (ως λόγος μιας μεταβολής δια του χρόνου που αυτή συντελέστηκε).
Με δεδομένο ότι η τεχνικά απλή δημιουργία του σωστού Ψηφιακού Οργανογράμματος απαιτεί μικρό κόστος και λίγο χρόνο, ποιος μπορεί να είναι ο λόγος να μη θέλει κάποιος αυτό το γενικό νοικοκύρεμα του Δημοσίου;
Ακόμα και οι υποστηρικτές της ιδέας του Ψηφιακού Οργανογράμματος, δύσκολα μπορούν να φανταστούν τα πολυπληθή και ποικίλα ωφέλιμα αποτελέσματα και τις θετικές συνέπειες που αυτό θα επιφέρει για το σύνολο της Δημόσιας Διοίκησης. Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και βρίσκεται στην καρδιά της διοικητικής μεταρρύθμισης και της βελτίωσης του Κράτους μας. Γι’ αυτό, επιβάλλεται να ρυθμίζεται με νόμο, με τη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια και σαφήνεια, και όχι με μελλοντικές υπουργικές αποφάσεις. Πόσω μάλλον που ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκφράζοντας και το κοινό αίσθημα, στηλιτεύει την πολυνομία και την κακονομία ως πληγές του Κράτους Δικαίου.
Και καταλήγει ο κ. Ρηγόπουλος: «θα είναι καθοριστική και πελώρια κατάκτηση του Δημοσίου, αν κατά την επεξεργασία που θα ακολουθήσει την παρούσα διαβούλευση, το άρθρο συμπληρωθεί με τις απαραίτητες προσθήκες και, τελικά, το πλήρες Ψηφιακό Οργανόγραμμα του Δημοσίου ψηφιστεί ολοκληρωμένο και λειτουργικό για το καλό όλων! Παραφράζοντας τον Νιλ Αρμστρονγκ μπορώ να πω: ΄Ένα απλούστατο βήμα για το αρμόδιο υπουργείο, ένα τεράστιο άλμα για τη Δημόσια Διοίκηση».

Υ.Γ. Παρακαλούνται οι αναγνώστες να διαδώσουν το παρόν στον μέγιστο βαθμό για έναν και μόνον λόγο: για να πεισθούμε όλοι ότι υπάρχει έστω και ένας δημόσιος υπάλληλος, για τον οποίον μπορούμε να αναφωνήσουμε «άξιος ο μισθός σου».