Tου Όθωνα Κουμαρέλλα.
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σήμερα εδώ σε αυτήν την κατάσταση δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η ελληνική κοινωνία διήλθε μια μακριά περίοδο σταδιακού εκμαυλισμού και εκφυλισμού. Εκφυλισμού πολιτισμικού, μορφωτικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού. Έτσι το έδαφος πάνω στο οποίο στήθηκε το σκηνικό της νέας υπό κατοχή χώρας, ήταν ήδη έτοιμο και προετοιμασμένο από χρόνια για να υλοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή με τις ελάχιστες δυνατές αντιδράσεις.
Τα πρώτα αποτυχημένα σκιρτήματα.
Είναι γεγονός, ότι το σοκ και το δέος που προκάλεσε η εφαρμογή του πρώτου μνημονίου δημιούργησε συνθήκες αφύπνισης σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις, εν πολλοίς αυθόρμητες, της άνοιξης του 2011 δημιούργησαν επίσης συνθήκες για έναν ουσιαστικό επανακαθορισμό, αντιλήψεων και νοοτροπιών. Ένας όμως επανακαθορισμός που δεν γενικεύτηκε και οπισθοχώρησε γρήγορα, για λόγους που δεν είναι του παρόντος και έχουν να κάνουν, κατά κύριο λόγο, με την ετοιμότητα και την αντιληπτική ικανότητα των πολιτικών υποκειμένων, κυρίως αυτών της αυτοπροσδιοριζόμενης ως «αριστεράς». Έτσι, η ήττα του κινήματος που επακολούθησε, με κορυφαία στιγμή και επισφράγιση αυτής της ήττας με την πραξικοπηματική ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015, οδήγησε σε αναδίπλωση και στη παραίτηση ευρύτατα στρώματα. Τα οποία υπό το καθεστώς βαθιάς απογοήτευσης, αντιλήφθηκαν, ότι η μοναδική «ρεαλιστική» προοπτική είναι η προσαρμογή στις νέες αντίξοες συνθήκες και η ατομική επιβίωση σε ένα ερημικό τοπίο που τίποτα δεν αλλάζει και όλα τα ίδια μένουν, αν δεν χειροτερεύουν ολοένα.
Αυτή η σταδιακή καταστολή και η υποχώρηση της πρώτης μεγάλης προσπάθειας για ριζικό επανακαθορισμό αντιλήψεων, νοοτροπιών και πρακτικών, που θα οδηγούσε στον σταδιακό απεγκλωβισμό από την χρόνια εκφυλιστική διαδικασία που είχε εισέλθει η ελληνική κοινωνία και θα απελευθέρωνε τις όποιες υγιείς δυνάμεις να ηγηθούν προς ένα ριζικό επαναπροσανατολισμό και την απαλλαγή της χώρας από τα κάθε λογής βαρίδια, οδήγησε ακριβώς αντίθετα σε παροξυσμό όλων αυτών των εκφυλιστικών φαινομένων, που έφεραν τη χώρα και την κοινωνία ως εδώ. Οδήγησε επίσης πολιτικούς φορείς και συλλογικότητες, που θα μπορούσαν να πρωτοστατήσουν σε μια νέα πορεία ανασυγκρότησης, σε κατάσταση τουλάχιστον αμηχανίας, ή και σταδιακής «ενσωμάτωσης» στη λογική του «μη χείρον», ή του «βολέματος» στο τέλμα που έχει δημιουργηθεί. Τα παλαιά εργαλεία ερμηνείας των κοινωνικών και των πολιτικών φαινομένων παρουσιάζονται πλέον εντελώς ανεπαρκή για να δώσουν μια πειστική εξήγηση για το τι πραγματικά συμβαίνει στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας και να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις.
Ο εκφυλισμός επιταχύνεται.
Η κοινωνία δείχνει να μην επαναστατεί, αλλά αντίθετα με κάποιον τρόπο να επιβραβεύει κιόλας αυτό που της συμβαίνει. Έτσι, οι γραφειοκρατικές αντιλήψεις και οι τυχοδιωκτισμοί από τι μια και η παραίτηση από την άλλη, είναι όλα αυτά που φαίνεται να καθοδηγούν το κοινωνικό σώμα στη πλήρη υποταγή στην «μοίρα» που άλλοι επέλεξαν για το ίδιο. Η απογοήτευση και η ιδιώτευση είναι λογικά επακόλουθα. Ενώ, οι εγωκεντρισμοί και οι προσωπικές φιλοδοξίες, που ανθούν πάντα σε συνθήκες σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό τα πολιτικά υποκείμενα και σε ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία παρέμβασης στα γεγονότα.
Φαίνεται, η ελληνική κοινωνία εκφυλιζόμενη με επιταχυνόμενους ρυθμούς να έχει εισέλθει σε ένα πραγματικό σπιράλ θανάτου και οι όποιες δυνάμεις της έχουν απομείνει αδυνατούν να αντιστρέψουν τις ροές. Εδώ η αποστροφή του ποιητή μοιάζει να βρίσκει την απόλυτη δικαίωσή της: «δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα! προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!»….
Τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε.
Σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που προέρχονται είτε από κάποια μεγάλη φυσική καταστροφή, είτε από οικονομική καχεξία, ή από άλλους λόγους όπως η παρούσα κρίση και η επιβολή του καθεστώτος κατοχής, τα άτομα, λογικά θα έπρεπε να αναγνωρίζουν την προσωπική τους δυστυχία ως ένα γενικότερο κακό, που δεν μπορούν από μόνα τους να αντιμετωπίσουν. Στο βαθμό που στοιχειωδώς υπάρχει ψυχική υγεία, θα όφειλαν να αναγνωρίζουν στη δυστυχία του διπλανού τους τη δική τους και να προστρέξουν να βρουν διέξοδο και ανακούφιση μέσω της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης. Να προσπαθήσουν να ανακαλύψουν την πηγή του «κακού» και να την πολεμήσουν. Με κάθε τρόπο!
Επειδή η δυστυχία τους δεν προέρχεται πλέον από προσωπική αποτυχία, που οδηγεί τα άτομα να χάσουν την αυτοεκτίμησή τους. Αλλά προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες που συλλογικά πρέπει να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν. Ενώ, η ανυπαρξία έντονων διαφοροποιήσεων, αφού όλοι -ή οι περισσότεροι- βρίσκονται στην ίδια περίπου κατάσταση, θα περίμενε κανείς να τα καθιστά περισσότερο ευπροσάρμοστα στις κρατούσες συνθήκες, καθιστώντας την επιβίωση ευκολότερη και τη συλλογική προσπάθεια για ανατροπή των κατεστημένων συνθηκών ικανότερη και πιο αποτελεσματική.
Διεργασίες στο α-συνείδητο.
Τα αντίθετα όμως παρατηρούμε στη πράξη. Ο κόσμος σήμερα μοιάζει «τρελαμένος», αδιάφορος, κλεισμένος στον εαυτό του και υποταγμένος στη μοίρα του, ανεξάρτητα αν το παραδέχεται ή όχι. Απαξιώνει κάθε συλλογική αντίδραση και φαίνεται να οδηγείται ολοένα και περισσότερο σε «προσωπικές» λύσεις απόδρασης από την καθημερινότητα, που δύσκολα βρίσκονται, και τελικά σε παθητικότητα κι αυτοαπομόνωση, μολονότι ισχυρίζεται ότι πασκίζει για το καλύτερο και για συλλογική δράση. Όμως, όλοι και όλα του μυρίζουν, όλοι και όλα του βρωμάνε!
Εάν -ως ένα βαθμό- η συμπεριφορά αυτή μπορεί πολιτικά να ερμηνευτεί και να ανιχνεύσει τα αίτιά της στη μεγάλη προδοσία που υπέστη συλλήβδην η κοινωνία από τους πολιτικούς της ταγούς τα τελευταία χρόνια, η αντίφαση αυτή μεταξύ του τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς ως φυσιολογική αντίδραση στα τεκταινόμενα και της πραγματικότητας παραμένει.
Ωστόσο και η αντίφαση αυτή είναι ερμηνεύσιμη. Σε μια «ευημερούσα» κοινωνία, πολύ περισσότερο μάλιστα σε μια κοινωνία επίπλαστης ευμάρειας και καταναλωτισμού -που διαπιστώνουμε, όλο και περισσότερο, ότι ανήκει οριστικά στο παρελθόν-, τα άτομα απομονώνονται πιο εύκολα, καθίστανται ευάλωτα στις αναποδιές ακόμα και της καθημερινότητας. Δύσκολα προσαρμόζονται. Εκλαμβάνουν την οποιαδήποτε μικρότερη, ή μεγαλύτερη αποτυχία ως αποκλειστικά προσωπική υπόθεσή τους, που δεν αφορά στα υπόλοιπα μέλη της «κοινότητας», που επιπρόσθετα σπάνια αναγνωρίζουν την ύπαρξή της ως τέτοια. Οδηγούνται έτσι είτε σε μια χωρίς προηγούμενο μοιρολατρία, είτε σε μια ενοχική εσωστρέφεια και σε ένα άγχος, που παραλύει. Είτε και στα δύο.
Η χαμένη αυτοεκτίμηση.
Η αυτοεκτίμηση χάνεται, ή αποκτά αρρωστημένα χαρακτηριστικά «εγωκεντρισμού» και τα άτομα μπορεί εύκολα να οδηγηθούν σε αυτοκαταστροφικές ενέργειες, είτε σε άλλες αντικοινωνικές πράξεις βίαιης αντίδρασης, που φθάνουν ακόμα και στο έγκλημα -με την αυτοκτονία μια από την πιο αναγνωρίσιμη μορφή του στις μέρες μας- επιρρίπτοντας την ευθύνη στους άλλους, ως αντανάκλαση όμως της δικής τους ατομικής αποκλειστικά ευθύνης, όπως εκλαμβάνουν τη προέλευση της κακοτυχίας τους. Και όλο αυτό συμβαίνει περισσότερο ασυνείδητα, παρά συνειδητά. Πως μπορεί άραγε να επιβιώσει ένας «αποτυχημένος» σε μια κοινωνία «επιτυχημένων»; Μια κοινωνία άδικη και σκληρή που επιφυλάσσει πολλούς «Καιάδες» για όποιους απροσάρμοστους…. Αλλά κι αν δεν υπάρχει γύρω μας μια κοινωνία «επιτυχημένων» εμείς θα έπρεπε να ήμασταν τέτοιοι, αφού έτσι φανταζόμασταν, ή θα θέλαμε, μέχρι πρόσφατα τον εαυτό μας. Και η διαπίστωση μάλιστα του γεγονότος, ότι δεν είμαστε, οδηγεί σε νευρώσεις και ψυχαναγκασμούς, πρωτόγνωρους ακόμα και για την επιστήμη της κοινωνικής ψυχολογίας και που αφορούν σε ένα κοινωνικό σώμα, που βρέθηκε εντελώς ξαφνικά και απροετοίμαστο, να δέχεται μια χωρίς προηγούμενο καταιγιστική επίθεση, με όρους -εκτός του οικονομικού- ψυχολογικού καθαρά πολέμου -η Ελλάδα ως πειραματόζωο…..
Έτσι, πολλοί υιοθετούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκολία κάθε ψέμα και κάθε υπερβολή, οσοδήποτε μεγάλη κι αν είναι αυτή, εφ’ όσον μέσα από αυτή την υιοθέτηση του πιο ακραίου συνωμοσιολογικού παραλογισμού αισθάνονται, ότι βρήκαν τρόπο να διαφοροποιηθούν και να ξεχωρίσουν από τους πολλούς. Στην πραγματικότητα για να ξεφύγουν από το τεράστιο άγχος που τους δημιουργεί το προσωπικό τους αδιέξοδο, τουλάχιστον όπως οι ίδιοι εκλαμβάνουν την κατάστασή τους. Φτάνοντας μάλιστα ορισμένοι στο σημείο να θεωρούν (αφού έτσι θα τον ήθελαν) τον εαυτό τους απολύτως ανώτερο από τους άλλους, η ύπαρξη των οποίων -κατ’ αυτούς- τους εμποδίζει να «μεγαλουργήσουν». Δεν το παραδέχονται, όμως. Αυτοί είναι που πάντα έχουν δίκιο και που τα ξέρουν όλα.
Όσο κι αν φαντάζουν τα παραπάνω αντιφατικά, απηχούν την πραγματικότητα. Εξ άλλου, οι διαταραχές προσωπικότητας εκεί οδηγούν. Στις πιο κραυγαλέες αντιφατικές συμπεριφορές. Να λοιπόν πώς εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού και μάλιστα, πολλές φορές, στο όνομα των πιο «αγαθών» προταγμάτων, όπως του αντι-φασισμού, του αντί-ρατσισμού και της «άμεσης» δημοκρατίας, όπου βλέποντας, ηθελημένα παρότι ασυνείδητα, το κλαράκι και μάλιστα αντεστραμμένα, χάνεται πίσω ολόκληρο το δάσος. Τα άτομα αδυνατούν να αυτοπροσδιοριστούν θετικά και ετεροπροσδιορίζονται αρνητικά.
Ο κοινωνικός αυτοματισμός.
Έτσι, σε μια κοινωνία που αποδεικνύεται καθημερινά ότι οι περισσότεροι θα μπορούν να εκλαμβάνουν τον εαυτό τους ως αποτυχημένο, ή θύμα εξωγενών παραγόντων, που στρουθοκαμηλίζοντας, θέλουν να αγνοούν, μπορεί μεν τα άτομα να οδηγούνται στη συλλήβδην ενοχοποίηση των άλλων, άλλα όχι μέσα από λογικές διεργασίες διερεύνησης των πραγματικών αιτιών της κατάστασής τους. Αλλά, ως προσπάθεια διαφυγής, απόδρασης από τα όποια αδιέξοδα και κυρίως αποενοχοποίησης του εαυτού τους -τον οποίο οι ίδιοι έχουν ήδη ασυνείδητα ενοχοποιήσει- και ο λεγόμενος κοινωνικός αυτοματισμός, επιτηδείως μεθοδευμένος από τα κέντρα της επίσημης προπαγάνδας, αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. Όλοι εναντίον όλων. Πλήρης κοινωνικός κατακερματισμός και ρευστοποίηση των πάντων, με τον φανατισμό να διαπρέπει και μάλιστα στα απολύτως δευτερεύοντα κι ασήμαντα. Φταίει ο συνταξιούχος διότι ζει με τα λεφτά του εργαζόμενου…. Φταίει ο δημόσιος υπάλληλος γιατί είναι βολεμένος… Φταίει ο ελευθεροεπαγγελματίας γιατί είναι φοροφυγάς… Τελικά φταίμε όλοι, αφού…. «μαζί τα φάγαμε»!
Μισούμε τους άλλους γιατί τους θεωρούμε επιτυχημένους, βολεμένους κτλ, αλλά στη πραγματικότητα μισούμε τον εαυτό μας, γιατί εμείς πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να είμαστε -ενώ θα το θέλαμε πολύ-, μολονότι επ’ ουδενί δεν παραδεχόμαστε συνειδητά το τελευταίο. Εμείς οφείλουμε και πάντα θα πρέπει να είμαστε οι καλύτεροι…. Ωστόσο, και ταυτόχρονα με αυτό, ή εξ αιτίας του, αναπτύσσεται -στον αντίποδα- ένας υπερφίαλος εγωκεντρισμός, ως άμυνα απέναντι στις προσωπικές μας αδυναμίες, αναγνωρίζοντας τον εαυτό μας ως το «κέντρο του κόσμου», που όλοι οι άλλοι μας οφείλουν και όσο δεν «αναγνωρίζεται» αυτή η «οφειλή», τόσο βυθιζόμαστε στη προσωπική δυστυχία και σε παράλογες συμπεριφορές απόκρυψής της.
Πως μπορούμε να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνει, αυτό που μονάχα εμείς έχουμε «ανακαλύψει»; Έτσι μας φταίνε όλοι οι άλλοι, ο διπλανός μας, ο γείτονάς μας που έχει ακόμα εργασία κ.ο.κ.. Ο πρόσφυγας, ή ο μετανάστης, νόμιμος, ή παράνομος, που θα μας πάρει τις δουλειές και θα αλλοιώσει την κοινωνική μας σύνθεση, λες και δεν έχουμε χάσει τις δουλειές μας ήδη, ή δεν έχουμε μόνοι μας διαλύσει κάθε τι που θα προσέθετε στην κοινωνική συνοχή.
Εμείς είμαστε «ικανότεροι», αλλά η δική μας κατσίκα ψόφησε κι όχι του γείτονα. Να ψοφήσει κι η δική του λοιπόν για να αποκατασταθεί η «αδικία»! Κυρίως αυτό! Εμείς -καταφερτζήδες καθώς είμαστε θα βρούμε τον τρόπο, να ξεφύγουμε, έστω κι αν χρειαστεί να γλύψουμε την πιο κατουρημένη ποδιά….
Ούτε καν περνάει από το μυαλό, να προσπαθήσουμε μαζί να ανακάμψουμε. Στο όνομα του «εμείς», θριαμβεύει το «Εγώ»! Η καχυποψία και ο φθόνος κυριαρχούν. «Δαγκώνουμε» ακόμη και το χέρι που απλώνεται να μας βοηθήσει. Και στην τελική -έστω κι αν δεν ομολογείται- προσβλέπουμε στο έλεος του πραγματικού θύτη, διότι μόνο αυτός από λύπηση μπορεί και να μας…. σώσει! Ή μήπως τα… δισεκατομμύρια που φέρνει ο Σώρρας από το υπερπέραν;
Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος που αρκετά άτομα οδηγούνται σε εσωστρέφεια, «άρρωστες» συμπεριφορές. Η διαπίστωση κάποια στιγμή, ότι το κυνηγητό της «ευτυχίας» μέσω της κατάκτησης όλο και περισσοτέρων υλικών αγαθών, αποξενώνει τον άνθρωπο από τον ίδιο του τον εαυτό και όλο το πλέγμα των ηθικών αρχών και αξιών που καθιστούν τη Ζωή να αξίζει τον κόπο. Αλλά κάτω από τη δυσκολία πλέον απόκτησης υλικών αγαθών, η ανακάλυψη εκ νέου αυτών των ηθικών αρχών και αξιών, περισσότερο προσχηματική και εντελώς επιφανειακή μοιάζει.
Ας φανταστούμε τη θέση κάποιου, που γαλουχήθηκε με την «ιδεολογία» της προσωπικής επιτυχίας και αισθάνονταν εξαιρετικά άβολα σε κάθε τυχαία αναποδιά, ή από την άλλη πλευρά, ένιωθε απέραντη αγαλλίαση και υπεροχή κάθε φορά που «πετύχαινε» κάτι τι, αυτός ο «έξυπνος» ακόμα και σε βάρος άλλων, των «αφελών». Πως θα αισθάνεται σήμερα παρασυρόμενος από το «τσουνάμι» της οικονομικής καταστροφής που βιώνουμε και πως μπορεί να αντιδρά;
Ή θα καταφέρει τελικά, να ξεπεράσει την κατάθλιψη, που ο ίδιος ο άκρατος ατομικισμός του τον έχει φέρει, κατανοώντας το ψεύτικο κόσμο που είχε δημιουργήσει και θα ψάξει εναγωνίως να βρει τους γύρω του, ή θα κλειστεί περισσότερο στον εαυτό του, μηδενίζοντας κάθε συλλογική προσπάθεια. Οδηγείται έτσι στην πλήρη παθητικοποίηση και ενδεχομένως στην αυτοκαταστροφή, στο όνομα μάλιστα ηθικών αρχών και αξιών που ουδέποτε μέχρι τώρα είχε ακολουθήσει και πολύ όψιμα ανακαλύπτει. Τις υποστηρίζει στα φανερά με φανατισμό, αλλά στην πράξη ούτε κατά διάνοια δεν γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Αλλά κι αν καταφέρει να επικοινωνήσει και να βρεθεί μαζί με άλλους -υποτίθεται όμοιούς του-, σύντομα θα προσπαθήσει να επιβληθεί και αν δεν τα καταφέρει, θα βρει τον τρόπο να ρίξει το φταίξιμο στους άλλους.
Η αποθέωση του ραγιαδισμού και της αναξιοπρέπειας.
Σε αυτή τη μεταβατική φάση βρίσκεται η ελληνική κοινωνία σήμερα. Η επίπλαστη ευμάρεια του χθες, ο παρασιτισμός ως μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής επιτυχίας, η «κουτοπονηριά» ως μέθοδος επιβολής της προσωπικής άποψης και του μικροσυμφέροντος, μαζί με την υποβάθμιση της Παιδείας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και την επιβολή -έτσι- ενός μαζικού, χωρίς προηγούμενο, λειτουργικού αναλφαβητισμού, έφτιαξε τους ανθρώπους μαλθακούς, υποκριτές, ημιμαθείς, ευέξαπτους, έτοιμους να υποταχθούν στον ισχυρότερο, αλλά ταυτόχρονα να «κατασπαράξουν» αυτόν που θεωρούν τον πιο αδύναμο. Διότι μέχρι εκεί φτάνει η μωροφιλοδοξία τους. Κι αν ο τελευταίος αποδειχθεί όχι και τόσο αδύναμος, τότε βάλλονται να τον υπονομεύσουν, να τον διαβάλουν, να του ακυρώσουν κάθε θετικό του στοιχείο. Μια αδυσώπητη -και αδιέξοδη συνάμα- μάχη επιβολής του «Εγώ» επί των πάντων. Αυτό είναι στην πράξη η αποθέωση του ραγιαδισμού και της αναξιοπρέπειας.
Πολλοί παρακολουθούν αμήχανα τις εξελίξεις και πιστεύουν ότι τελικά όλα θα επανέλθουν με κάποιο μαγικό τρόπο στην προηγούμενοι κατάσταση. Μερικοί «επαναστατούν», μπαίνουν μπροστά, ή παριστάνουν τους μπροστάρηδες, στην πράξη όμως ψάχνουν γι’ άλλους να αγωνιστούν δι’ αναθέσεως. Την οποία βέβαια την καταγγέλλουν, αλλά στην πρώτη δυσκολία τα παρατάνε κατηγορώντας εχθρούς και φίλους. Κυρίως τους τελευταίους, αφού - στη δική τους πάσχουσα αντίληψη - δεν ανταποκρίνονται όπως οι ίδιοι θα ‘θελαν στην «ανάθεση» που εξορκίζουν. Θα μπορέσουν;
Άλλοι, αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και προσπαθούν να αμυνθούν μέσα από την αλληλεγγύη, τη συλλογική δράση και την οργάνωση του κοινού αγώνα με όσα αποθέματα ηρεμίας και αποφασιστικότητας ακόμα διαθέτουν.
Ένα μεγάλο όμως κομμάτι του πληθυσμού έχει ήδη εισέλθει στην περιοχή του άκρατου ατομικισμού, της αποχής και της αυτοκαταστροφικής απομόνωσης. Η πολιτική του σοκ και του δέους που επιβλήθηκε στο λαό και τη χώρα μέσω της ξένης κατοχής, δείχνει να θριαμβεύει, αφού η προετοιμασία γι’ αυτόν το θρίαμβο ξεπερνάει τη διάρκεια μιας ολόκληρης γενιάς.
Θα μπορέσουν τελικά οι λίγοι, ή οι πολλοί, να ξεχωρίσουν και ξεπερνώντας τον εαυτό τους, με την αλληλεγγύη και εμμένοντας στη συλλογική τους δράση και τον αγώνα, να αποτελέσουν ανάχωμα στη καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όλων και διαμορφώνοντας μια κρίσιμη μάζα μέσα στην ίδια την άρρωστη κοινωνία να καταφέρουν να αντιστρέψουν τα πράγματα;
Πηγή : http://hereticalideas-gr.blogspot.gr/2016/08/blog-post_21.html