Του Γιάννη Μανωλούδη - (Ιστορικός-MA Modern History).
Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να αφαιρέσει από την εξεταστέα ύλη του μαθήματος της Ιστορίας της Α’ Γυμνασίου συγκεκριμένα κεφάλαια δεν είναι καθόλου τυχαία. Εντάσσεται μέσα στα πλαίσια μιας πολιτικής, η οποία έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις και μεθοδεύσεις.
Κατ' αρχήν εκφράζει μια παγιωμένη αντίληψη στον χώρο που εκπροσωπεί ο Σύριζα, η οποία αντιμετωπίζει με εχθρότητα και σκεπτικισμό οποιαδήποτε αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα και τα επιτεύγματα της. Η εχθρότητα αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως η κλασσική Αρχαιότητα αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του ελληνικού εθνικισμού, τον οποίο το κυβερνών κόμμα έχει αναγάγει σε αντίπαλο του εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αυτές δε οι αντιλήψεις είναι διάχυτες όχι μόνο μέσα στο Σύριζα, αλλά και γενικότερα στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς. Συνδέονται επίσης με την άρνηση της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους και με την υιοθέτηση νεωτεριστικών αντιλήψεων περί εθνοτήτων, όπως αυτές έχουν εκφραστεί από θεωρητικούς σαν τον Μπένεντικτ Άντερσον. Οι αποφάσεις λοιπόν της κυβέρνησης, που δεν αφορούν μόνο το μάθημα της Ιστορίας αλλά και εκείνο των Αρχαίων, έχουν ως στόχο την υποβάθμιση της εθνικής ταυτότητας και την διάρρηξη εκείνων των δεσμών που κρατούν ενιαίο το ελληνικό έθνος. Η προσπάθεια αυτή βέβαια δεν πηγάζει μόνο από τις ιδεοληψίες μερίδας της Αριστεράς, αλλά έχει και βαθύτερα αίτια.
Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα συμφέροντα της οποίας υπηρετεί πιστά το κυβερνών κόμμα, υπάρχει μια προσπάθεια εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα να δημιουργηθεί μια καινούρια υπερεθνική ταυτότητα, η οποία θα υπερβεί τελικά τους επιμέρους εθνικισμούς.
Μέσω της δημιουργίας αυτού του νέου «Ευρωπαίου» πολίτη θα μπορέσουν τελικά οι Βρυξέλλες να επιβάλλουν την πλήρη κυριαρχία τους στην ήπειρο. Η δημιουργία ωστόσο μιας νέας υπερεθνικής ταυτότητας προϋποθέτει και την επινόηση μιας παράδοσης, η οποία αναγκαστικά θα πρέπει να στηρίζεται και στην ιστορία. Μέσα στα πλαίσια αυτά έχει ξεκινήσει εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα η προσπάθεια συγγραφής μιας Ευρωπαϊκής ιστορίας, η οποία ξεκινάει από το Μεσαίωνα, αφήνοντας έξω από τους κόλπους της τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Αυτό δεν οφείλεται βέβαια στο ότι η ιδέα της Ευρώπης γεννήθηκε το Μεσαίωνα, πράγμα εσφαλμένο, αλλά στο γεγονός πως η Αρχαία Ιστορία της Ευρώπης εκτυλίσσεται σε μεγάλο βαθμό στις γεωπολιτικά ασήμαντες σήμερα χερσονήσους της Βαλκανικής και της Ιταλίας. Ακόμα και μετά την εξάπλωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Νοτιοανατολική Ευρώπη παραμένει η βάση του πολιτισμού, ενώ η κυρίαρχη σήμερα Δυτική Ευρώπη βρίσκεται στο περιθώριο. Αυτού του είδους η ιστορική αφήγηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την σημερινή ισορροπία δυνάμεων στην ήπειρο, εξού και ο αναγκαίος εξοβελισμός της Αρχαιότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα γερμανικά φύλα, τα οποία ζουν στο περιθώριο του αρχαίου κόσμου, κάτι το οποίο εμφανώς δεν συνάδει με την σημερινή ηγεμονική θέση της Γερμανίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέραν όμως από αυτές τις γενικότερες στοχεύσεις, οι αλλαγές εξυπηρετούν και άλλους επιμέρους σκοπούς. Η αφαίρεση για παράδειγμα κεφαλαίων που αφορούν την ιστορία της Μακεδονίας έχει ως στόχο την σταδιακή υποβάθμιση της τοπικής «Μακεδονικής» ταυτότητας στην Βόρεια Ελλάδα, αποβλέποντας σε ένα μελλοντικό διακανονισμό με τα Σκόπια, ο οποίος αναπόφευκτα θα είναι επώδυνος για τη χώρα μας. Οι σχέσεις εξάλλου του Σύριζα με τους Σκοπιανούς εθνικιστές δεν είναι καινούριες. Αρκεί να θυμηθούμε την επίσκεψη του Αλέκου Αλαβάνου στα Σκόπια το 2008 και την στήριξη που είχε προσφέρει τότε στον εθνικιστή Γκρουέφσκι, κατηγορώντας ανοιχτά την Ελλάδα για επιθετική πολιτική εις βάρος της γείτονας. Δεν λείπουν εξάλλου οι εκατοντάδες αναφορές στελεχών του Σύριζα στη γειτονική χώρα με το όνομα «Μακεδονία». Επιπλέον η επίλυση των διαφορών με τα Σκόπια είναι απαραίτητη τόσο για την ΕΕ όσο και για τις ΗΠΑ, προκειμένου να ολοκληρωθεί η ένταξη της συγκεκριμένης χώρας στον Δυτικό κόσμο. Σε μια εποχή δε που οι εντάσεις με τη Ρωσία αυξάνονται συνεχώς, η ανάγκη αυτή γίνεται επιτακτική.
Οι αλλαγές λοιπόν που προωθεί η κυβέρνηση δεν είναι συνέπεια ούτε επιστημονικής αναγκαιότητας ούτε κάποιου δήθεν εκπαιδευτικού εκσυγχρονισμού. Η εκπαίδευση ήταν και παραμένει όχημα εξυπηρέτησης συγκεκριμένων πολιτικών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων. Τα τελευταία επιβάλλουν πλέον την υποβάθμιση της εθνικής ταυτότητας, η οποία υποσκάπτει τα θεμέλια της ενότητας της ΕΕ, που αποτελεί έναν από τους τρεις βασικούς πυλώνες του Δυτικού κόσμου.