Γράφει η Χρυσούλα Κουτσουρή.
4 χρόνια πριν. Πέμπτη πρωί. Εισέρχομαι στο αεροσκάφος της Lufthansa με ανάμεικτα συναισθήματα. Χαίρομαι που θα τον δω, μου έχει λείψει. Και είμαι σίγουρη ότι το ίδιο ακριβώς χαίρεται η μικρή ψυχούλα που σέρνω μαζί μου. «Μπα-μπα», μου λέει, έχει καταλάβει. Μα ταυτόχρονα λυπάμαι. Πόσο περίεργη είσαι ζωή που μπορείς να φέρνεις αυτά τα δύο αντίθετα συναισθήματα την ίδια στιγμή; Λυπάμαι, γιατί ξέρω πια ότι αυτή είναι η αρχή του τέλους. Μπορεί τώρα να πηγαίνω για λίγες μέρες, μα σε λίγο καιρό θα έρθει το μεγάλο ταξίδι, με ή χωρίς επιστροφή. Και ενώ το θέλω και το έχω αποφασίσει, δεν παύει να μην πονάει. Απογειωνόμαστε. Εις το επαινιδείν Ελλαδίτσα!
Μπροστά μου κάθεται ένα ζευγάρι, γύρω στα 50. Μιλάνε για τη Νέα Υόρκη με τρομερό ενθουσιασμό. Είναι ο τελικός τους προορισμός. Πιάνουμε κουβέντα, δεν θέλω άλλωστε και πολύ, τους δίνω συμβουλές, αρχίζουμε να γελάμε. Με ρωτούν πού πάω. «Στο Μόναχο», τους απαντώ. «Πριν ένα μήνα έφυγε ο άντρας μου για δουλειά και πάμε να τον δούμε για λίγες μέρες. Σε δυο μήνες θα μετακομίσουμε και εμείς κανονικά». Με κοιτούν με μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο και δεν ξέρω πώς ακριβώς να την εκλάβω. «Εμείς μεγαλώσαμε στο Μόναχο», μου λένε αμέσως. Έλληνας εκείνος, Γερμανίδα εκείνη, γνωρίστηκαν μικρά παιδιά, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, μα πολύ γρήγορα αποφάσισαν πως η Γερμανία δεν τους ταιριάζει. Μετακόμισαν σε ένα ελληνικό νησί και έκτοτε ζουν εκεί ευτυχισμένοι. «Όλα είναι υποκειμενικά», μου λέει εκείνος. «Εγώ στο Μόναχο πήγαινα σε σχολείο με εσωτερική πισίνα, ο γιος μου πήγε σε γυμνάσιο που στεγαζόταν σε container. Ε, και; Για μενα δεν έχουν σημασία μόνο οι εγκαταστάσεις, σημασία έχει η ψυχή των ανθρώπων. Και ο ήλιος. Η θάλασσα…»
Έχω μείνει να τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια, δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να γελάσω. «Τέλεια», του απαντώ. «Μου δίνετε μεγάλο κουράγιο, μάλλον έχουμε πάρει τη λάθος απόφαση…». «Όχι», με διακόπτει πριν προλάβω να συνεχίσω. «Κάνεις λάθος, έχετε πάρει την πιο σωστή απόφαση. Αποφασίσατε να δοκιμάσετε κάτι άλλο. Και ήθελε πολύ θάρρος, σας το αναγνωρίζω. Θα πάτε στο Μόναχο, θα αρχίσετε ξανά τη ζωή σας εκεί, θα πάρετε διαφορετικές εμπειρίες και μετά από 2, 3, 4, 10 χρόνια θα έχετε πια καταλάβει που σας αρέσει να ζείτε περισσότερο. Και τότε θα πάρετε την οριστική σας απόφαση. Κυρίως όμως δεν θα έχετε μείνει με το ΑΝ. ΑΝ είχα φύγει, ΑΝ είχα κυνηγήσει την τύχη μου, ΑΝ στο εξωτερικό είναι καλύτερα…Δεν θα αναρωτιέστε, θα έχετε απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις». Προσγειωνόμαστε. Παίρνω τον μικρό στην αγκαλιά μου και πριν φύγω σήκωνονται να με αγκαλιάσουν. «Μπράβο σας! Θέλει πολύ θάρρος αυτό που κάνετε και μάλιστα με ένα μικρό παιδί. Καλή τύχη να έχετε!». Βγαίνω έξω. Το Μόναχο με υποδέχεται με κρύο. Χειμώνας γαρ. Όμως η καρδιά μου είναι ζεστή. Τα λόγια τους μου έδωσαν δύναμη. Είμαι έτοιμη για τη νέα μας περιπέτεια. Και όπου βγει!
4 χρόνια μετά και δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει. 2 μεσοσταθμοί πόλεων έχουν προκύψει στο μεταξύ. 1 μέλος ακόμα έχει προστεθεί στην οικογένειά μας. Η ζωή κυλάει σαν το νερό. Με τις ευκολίες της και που και που με τα εμπόδια της. Όποτε πηγαίνουμε στην Ελλάδα, όλοι μας λένε : «Τέλεια, πρέπει να είναι φανταστικά στη Βιέννη, στο Μόναχο, στο…». «Δεν είναι έτσι», τους απαντώ και η σκέψη μου πάντα γυρίζει στο ζευγάρι που γνώρισα στο πρώτο μου εκείνο ταξίδι. «Πουθενά δεν είναι τέλεια. Παράδεισος δεν υπάρχει. Όλα έχουν τα καλά τους και τα άσχημα τους. Παντού κάτι θα χάσεις και κάτι θα κερδίσεις. Το θέμα είναι πώς τα βλέπεις εσύ, τι μετράει για σένα περισσότερο». «Θα επιστρέφατε;», μας ρωτούν. Κοιταζόμαστε μειδιάζοντας. Ίσως. Έχουμε λίγο καιρό μπροστά μας ακόμα να αποφασίσουμε…