Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης.
Συζητούσα προ ημερών με φίλους, οι οποίοι παρεπονούντο επειδή το Σύνταγμα κάνει λόγο για λαϊκή εξουσία, αλλά η εξουσία δεν φαίνεται να ανήκει στον λαό, από τον οποίο και να ασκείται πραγματικά. Τους απάντησα με τα κάτωθι: (Φωτο 1).
Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με έμβλημα το πουλί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επαναφέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις περί του πολιτεύματος, έχοντας διαπιστώσει «την καθολικήν και ομόφωνον συμπαράστασιν του Ελληνικού Λαού». Ποίος ο διαπιστώσας την συμπαράστασιν αυτήν; Ο ορκισθείς ΠτΔ κατόπιν προτάσεως των Ενόπλων Δυνάμεων. Ιδού το πρωτόκολλον ορκωμοσίας με έμβλημα το πουλί (φωτο 2).
Εν συνεχεία ο αυτός ΠτΔ προκηρύσσει εκλογές και ορίζει ότι η Βουλή που θα προκύψει από αυτές θα έχει εξουσία συντακτική, αφού διαπίστωσε και πάλι την «σταθεράν αξίωσιν» του Ελληνικού Λαού να εκλέξει κυβέρνηση με αδιάβλητες εκλογές και να αποκτήσει νέο Σύνταγμα. Ιδού η σχετική πράξη χωρίς πουλί (φωτο 3 - δύο σελίδες).
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι: πόθεν άντλησε ο ΠτΔ που ορίσθηκε από τις Ένοπλες Δυνάμεις την εξουσία να προκηρύξει εκλογές και να χαρακτηρίσει Συντακτική την αναδειχθησόμενη Βουλή;
«1. Η πρωτογενής συντακτική εξουσία και η δημοκρατική νομιμοποίηση της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος».
Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», δεδομένου ότι δεν ήταν κοινοβουλευτική, δεν αναδείχθηκε, δηλαδή, με βουλευτικές εκλογές, ούτε διορίστηκε ή ασκούσε εξουσία με βάση δημοκρατικά νομιμοποιημένο σύνταγμα, ήταν μια defacto κυβέρνηση, η οποία δεν ήταν μόνο φορέας κοινής νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Η νομική θέση του αρχηγού του κράτους ήταν εντελώς τυπική. Περιοριζόταν στην άσκηση, σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη βούληση της κυβέρνησης, των απολύτως αναγκαίων τυπικών αρμοδιοτήτων, τις οποίες προέβλεπε το προσωρινό συνταγματικό καθεστώς που έθεσε η ίδια κυβέρνηση σε ισχύ με συντακτικές πράξεις. Οι ένοπλες δυνάμεις, που είχαν την πραγματική εξουσία στα χέρια τους, φαίνονταν να πειθαρχούν στα πολιτικά γεγονότα, κρύβοντας, όμως, πάντοτε τις πραγματικές προθέσεις τους.
Με αυτά τα δεδομένα, η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», ως defacto κυβέρνηση, με το ευρύτατο φάσμα εξουσιών που είχε στα χέρια της, για να μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή της και να οδηγήσει το κράτος από το δικτατορικό καθεστώς σε πολίτευμα πλήρους δημοκρατίας, είχε ανάγκη την ευρύτατη πολιτική αποδοχή και πραγματική δημοκρατική νομιμοποίηση. Αυτό γινόταν ακόμη πιο αναγκαίο λόγω του γεγονότος ότι το «Εθνικόν Συμβούλιον της ηγεσίας του Πολιτικού Κόσμου και των Ενόπλων Δυνάμεων», όπως αυτό αποκλήθηκε στο διάταγμα διορισμού του πρωθυπουργού, ήταν μεν ένας αποτελεσματικός μηχανισμός παράδοσης της εξουσίας, δεν είχε, όμως, καμιά πολιτική αντιπροσωπευτικότητα η ανομοιογενής, ετερόκλιτη και χωρίς εκπροσώπους πολιτικών παρατάξεων ή αντιστασιακών οργανώσεων σύνθεσή του. Η επιλογή του χαρακτηρισμού της κυβέρνησης ως «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος» απέβλεπε στο να εκφράσει ακριβώς την εθνική διάσταση και αναγνώριση. Ωστόσο, το όνομα δεν αρκούσε. Έπρεπε να έχει ουσιαστική και αδιαμφισβήτητη δημοκρατική νομιμοποίηση –την οποία και είχε.
Η δημοκρατική νομιμοποίηση της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος», αφού δεν ήταν δυνατή η τυπική θεμελίωσή της σε δημοκρατικά νομιμοποιημένο σύνταγμα ή σε γενικές και ελεύθερες εκλογές, θεμελιωνόταν στα πραγματικά κριτήρια της λαϊκής προσχώρησης σ’ αυτή και της καθολικής λαϊκής αναγνώρισής της. Τα συνταγματικού χαρακτήρα αυτά κριτήρια είναι κριτήρια της πολιτικής πράξης επαναστατικών περιόδων και δημοκρατικών μεταπολιτεύσεων της νεότερης ιστορίας που στερούνταν γραπτό σύνταγμα, έχει δε αναγνωρισθεί και θεμελιωθεί επιστημονικά η νομιμοποιητική σημασία τους. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί ότι στην έλλειψη αυτών των κριτηρίων θεμελιώθηκε η ποινική δίωξη και η καταδίκη των «πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 από το βούλευμα 414/1975 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, από την απόφαση 477/1975 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταδίκασε τους «πρωταιτίους» επιβολής της δικτατορίας, και από την απόφαση 59 του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των «πρωταιτίων» κατά της καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου. Το βούλευμα του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου 683/1975 διαπίστωσε, εξάλλου, την ύπαρξη των στοιχείων που συνιστούσαν την καθολική λαϊκή αναγνώριση της άσκησης της πολιτικής και της συντακτικής εξουσίας της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος», προσθέτοντας, ως στοιχείο νομιμοποίησής της, και την ταχεία προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία.
2. Η άσκηση της συντακτικής εξουσίας από την «Κυβέρνησιν Εθνικής Ενότητος».
α. Η άσκηση της συντακτικής εξουσίας.
Η «Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος», άσκησε τη συντακτική της εξουσία προς δύο κατευθύνσεις: αφ' ενός μεν προέβη στις συνταγματικές εκείνες ρυθμίσεις που ήσαν απαραίτητες για τη λειτουργία του κράτους και την αποκατάσταση των ελευθεριών, ώστε ο Ελληνικός Λαός, δημοκρατικά και ελεύθερα, να επιλέξει τη μορφή του πολιτεύματος και να νομιμοποιήσει το νέο Σύνταγμα, αφ' ετέρου δε καθόρισε τις βασικές γραμμές της συντακτικής διαδικασίας, ώστε να διασφαλίζεται και διαδικαστικά η νομιμοποίηση του συντακτικού έργου.».
Αυτή την εξήγηση δίνει ο διαπρεπής καθηγητής τού Συνταγματικού Δικαίου κ. Γ. Κασιμάτης. Έτσι γράφεται η ιστορία, ερήμην πάντοτε του λαού. Κατά την εικαζομένη βούλησή του για δημοκρατία και τον εικαζόμενο διακαή πόθο του να ασκούνται όλες οι εξουσίες υπέρ αυτού. Το έδειξε, άλλωστε, η μεταπολιτευτική πρακτική με επιστέγασμα τα Μνημόνια.
Υ.Γ. Τί ωραία που περιγράφει ο Παναγιώτης Τραϊανού όλα αυτά τα κοράκια που ξεσκίζουν τον λαό στο όνομα κάποιου Συντάγματος : http://www.ribandsea.com/articles/2687-ta-korakia-pou-kseskizoun-ton-lao-sto-onoma-kapoiou-syntagmatos