Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
Μία εβδομάδα αποχή των δικηγόρων για τη δολοφονία του συναδέλφου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου. Προς τί; Όταν εξαγριωμένος πελάτης τραυμάτισε σοβαρά τον συνάδελφο Κιουλούφα στη Θεσσαλονίκη; Όταν μαφιόζοι τραυμάτισαν σοβαρά τον συνάδελφο Αντωνόπουλο στην Αθήνα; Όταν άλλοι έριξαν βιτριόλι κατά πρόσωπο σε συναδέλφους στην Αθήνα; Γιατί τότε δεν κηρύχθηκε κάποια αποχή;
Ας θυμηθούμε την άλλη δολοφονία. Μέσα σε δικαστική αίθουσα και δη στρατοδικείου στη διάρκεια δίκης. Εκείνη του φερέλπιδος συναδέλφου Μπάκα το 1993 και του συναδέλφου Αβράμη. Ας παρακολουθήσουμε τα δεινά της οικογένειας που άφησε πίσω του. Κηρύξαμε μήπως κάποια αποχή; Μήπως συμπαρασταθήκαμε σ’ αυτούς που άφησε πίσω; Μήπως πήγε κάποιος εκ των κατά καιρούς Προέδρων του ΔΣΑ, ή καλλίτερα σύσσωμο το ΔΣ του ΔΣΑ, να κάνει παράσταση διαμαρτυρίας στους προϊσταμένους των δικαστηρίων, προκειμένου να επιταχύνουν τις διαδικασίες;
Αντιγράφω από το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
«Το ΣτΕ κατόπιν 15 αναβολών εξέδωσε απόφαση μετά από 10 χρόνια.
Δολοφονία δικηγόρου Μπάκα: Στα δικαστήρια η κόρη του για 150 ευρώ - Παναγιώτης Τσιμπούκης 13.11.2016
Η Ελένη Μπάκα διεκδικεί αποζημίωση 15.000 ευρώ για την 23χρονη αδικαιολόγητη καθυστέρηση έκδοσης της απόφασης.
Όταν ο 43χρονος Χρήστος Μπάκας την Πρωταπριλιά του 1993 δολοφονήθηκε μέσα στην αίθουσα του Στρατοδικείου στο Ρουφ, η ανήλικη τότε κόρη του Ελένη ήταν 9 ετών. Σήμερα είναι ενήλικη 32 ετών, άνεργη μητέρα ενός παιδιού και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει από τότε 23 χρόνια εξακολουθεί να σέρνεται στα Ελληνικά δικαστήρια, ενώ αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της καθώς η προσφυγή της έμπλεξε στα αργόσυρτα γρανάζια της Δικαιοσύνης.
Η Δικαιοσύνη χρειάστηκε 23 ολόκληρα χρόνια για να εκδώσει οριστική απόφαση. Η δικογραφία της μόνο στο Συμβούλιο της Επικρατείας επί 10 χρόνια άλλαζε συνεχώς χέρια και πήγαινε από δικαστή σε δικαστή, ενώ η εκδίκασή της αναβλήθηκε από τους ίδιους τους συμβούλους Επικρατείας 15 φορές. Τί ζητούσε από τους δικαστές; Να καθορίσουν το ύψος της μηνιαίας αποζημίωσης που θα ελάμβανε προκειμένου να μπορέσει να σπουδάσει. Δηλαδή αν θα ήταν 150 ευρώ ή 184 ευρώ.
Το νήμα της αφόρητης ταλαιπωρίας ξεκίνησε τη μοιραία 1η Απριλίου 1993 όταν στην αίθουσα του Στρατοδικείου Αθηνών στο Ρουφ δικαζόταν ο υποσμηναγός Δημήτρης Κουρούπης ο οποίος μεθυσμένος τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου 1991 με το αυτοκίνητο του στη Χαλκίδα και με συνοδηγό τον κουνιάδο του Φώτη Σακελλαράκη, αφαίρεσε τη ζωή πέντε νέων ανθρώπων ηλικίας από 15 έως 18 ετών που γύριζαν με τα πόδια σπίτι τους μετά από διασκέδαση σε κλαμπ.
Τη νεανική παρέα αποτελούσαν ο 18χρονος Βίκτωρ Μαΐσης, ο 17χρονος Μιχάλης Μπαξεβανίδης και ο 15χρονος αδελφός του Παναγιώτης, ο εξάδελφός τους Παναγιώτης Κατράκης, ο 16χρονος Κώστας Ντρούζος, ο 19χρονος Αλέξης Σαμψών και ο 18χρονος Βάγιας Κατσός. Ακαριαία σκοτώθηκαν ο Μαΐσης και οι αδελφοί Μπαξεβάνη. Αργότερα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών άφησαν την τελευταία τους πνοή ακόμα δύο, οι Κατράκης και Ντρούζος. Σοβαρά τραυματίστηκε ο Σακελλαράκης, ενώ σώθηκαν μόνο οι Σαμψών και Κατσός, οι οποίοι περπατούσαν 10 μέτρα πιο μπροστά από την υπόλοιπη παρέα.
Ενώ η δίκη στο Στρατοδικείο είχε ξεκινήσει την ημέρα εκείνη και ο αναπληρωτής καθηγητής Ποινικού Δικαίου και εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου Χρήστος Μπάκας ετοιμαζόταν να αγορεύσει, ξαφνικά ο Θανάσης Ντρούζος, πατέρας του Κωνσταντίνου, ενός από τα θύματα του τροχαίου, έβγαλε ένα πιστόλι. Κρατώντας το πιστόλι στο χέρι έπιασε από το λαιμό τον μάρτυρα υπεράσπισης Φώτιο Σακελλαράκη και τον κράτησε όμηρο.
Με την απειλή όπλων (είχε πάρει στο μεταξύ και τα όπλα των αστυνομικών), υποχρέωσε τον Κουτουλάκη να δέσει πλάτη με πλάτη από τη μια τον υποσμηναγό και μάρτυρα υπεράσπισης Φώτιο Σακελλαράκη και από την άλλη τους δύο δικηγόρους, τον Χρήστο Μπάκα και τον Δημοσθένη Αβράμη.
Όμως ο Ντρούζος, όταν αντιλαμβάνεται ότι έχει καταφθάσει αστυνομική δύναμη, αμέσως άρχισε να πυροβολεί τους δεμένους ομήρους. Οι δικηγόροι Μπάκας και Αβράμης έπεσαν νεκροί, ο Φώτιος Σακελλαράκης τραυματίστηκε, όπως και τρεις στρατοδίκες, ενώ Ντρούζος, έστρεψε το όπλο στον εαυτό του και αυτοπυροβολήθηκε θανάσιμα.
Μετά από το τραγικό αυτό περιστατικό, η ανήλικη τότε Ελένη Μπάκα προσέφυγε στα δικαστήρια, τα οποία αναγνώρισαν ότι για τη δολοφονία του πατέρα της είχαν ευθύνη τόσο η Ελληνική Αστυνομία όσο και ο Επίτροπος του Στρατοδικείου που δεν είχαν λάβει τα αναγκαία μέτρα.
Στην Ελένη Μπάκα, πλέον της συντάξεως των 32 ευρώ μηνιαίως που της χορηγήθηκε, επιπρόσθετα της επιδικάστηκε και διατροφή μέχρι την ενηλικίωσή της.
Το 2002 η Ελένη Μπάκα άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επικαλούμενη ότι αποφοίτησε από το Αρσάκειο και πέτυχε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για το λόγο αυτό το Δημόσιο πρέπει να εξακολουθήσει να της παρέχει διατροφή 296,40 ευρώ μηνιαίως μέχρι τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας της, αλλά και μετέπειτα, εφόσον συνεχίσει με μεταπτυχιακές σπουδές. Το Διοικητικό Εφετείο, σε συνδυασμό με την σύνταξη που ελάμβανε από το Δημόσιο, της επιδίκασε το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως.
Το 2006 φοιτήτρια πλέον της Φιλοσοφικής Σχολής προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας μετά από 10 χρόνια κατέληξαν ότι στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι σαφές το ύψος της διατροφής που επιδικάστηκε. Δηλαδή, εάν θα είναι 150 ευρώ ή 184 ευρώ και ανέπεμψαν την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο για να απαντήσει.
Όμως, η Ελένη Μπάκα μετά τη διαδρομή των 23 ετών μέσα στις δικαστικές αίθουσες, που ουσιαστικά είχε αποκτήσει την επαγγελματική ιδιότητα της διαδίκου, επανήλθε με νέα προσφυγή της στο ΣτΕ. Αυτή τη φορά διεκδικεί αποζημίωση 15.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από την μεγάλη αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης της, αφού μόνο το ΣτΕ χρειάστηκε 10 χρόνια παρά 9 ημέρες για να εκδώσει απόφαση.
Μάλιστα, το Ελληνικό Δημόσιο δείχνοντας για ακόμη μια φορά το σκληρό πρόσωπό του, εκμεταλλευόμενο την δικαστική εκκρεμότητα, αρνιόταν επί μια δεκαετία να καταβάλει τα ποσά της διατροφής.
Όπως ενδεικτικά αναφέρει η Ελένη Μπάκα, μητέρα σήμερα ενός παιδιού μόλις ενός έτους και άνεργη, το 2010 υλοποίησε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και ενώ επρόκειτο να συνεχίζει για διδακτορικό δίπλωμα, ανεκόπη βιαίως η ακαδημαϊκή της πορεία, καθώς δεν είχε τους απαιτούμενους πόρους.»
Γι’ αυτό το χάλι πότε θα απόσχουμε;