Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φέρνει νομοσχέδιο που έχει έναν σκοπό: την πλήρη άλωση του φημισμένου Ινστιτούτου της Βενετίας και τη μετατροπή του, από κρυφό καμάρι του πνευματικού Ελληνισμού, σε κομματοκρατούμενο κέντρο εξυπηρέτησης συμφερόντων. Αλλωστε κάποιοι λιμπίζονται τα ακίνητά του.
Γράφει ο Απόστολος Δοξιάδης.
Την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017 κατατίθεται από την κυβέρνηση στη Βουλή προς τελική συζήτηση και ψήφιση νομοσχέδιο που έχει ως σκοπό του την άλωση από το κράτος, και άρα ουσιαστικά τη διάλυση, του «Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών» της Βενετίας, δηλαδή του μοναδικού εκτός Ελλάδος καθαρά ελληνικού ερευνητικού κέντρου, το οποίο εκπόνησε υπό τον εν ισχύι ως σήμερα νόμο, παρά τις μύριες δυσκολίες, την αποστολή του με το καλύτερο τρόπο. Βέβαια, αν ο νέος νόμος ψηφιστεί, θα αποτελεί τη διάπραξη ενός από χρόνια προαναγγελθέντος εγκλήματος, που απλώς ελπίζαμε, όσοι γνωρίζουμε τα πράγματα αλλά και είμαστε εκ φύσεως αισιόδοξοι, ότι τελικά δεν θα συντελεσθεί.
Η προηγούμενη διευθύντριά του Ινστιτούτου Βενετίας, η διαπρεπής ιστορικός, τέως καθηγήτρια του πανεπιστημίου Κρήτης και νυν ακαδημαϊκός, Χρύσα Μαλτέζου, γράφει στην εισαγωγή του συναρπαστικού της βιβλίου, «Η δική μου Βενετία, ή το Χρονικό της Δίωξης του Ινστιτούτου Βενετίας», τα ακόλουθα λόγια: «Η Βενετία είναι η πόλη του έρωτα και του θανάτου, πόλη της χαράς και μαζί της μελαγχολίας». Παραλλάσσοντας τα λόγια της, θα έλεγα ότι η ιστορία του Ινστιτούτου Βενετίας δείχνει το μεγαλείο και την αθλιότητα του νέου ελληνισμού, τη δόξα και την κατάντια του.
Την ιστορία αυτή, από την αρχή της ως σήμερα, μπορεί κανείς να τη δει ως μια συνεχή διαπάλη ανάμεσα σε ευπατρίδες και μίζερους Ελληνες, σε αξιοθαύμαστους και ελεεινούς ανθρώπους, στο απαράμιλλο πατριωτισμό κάποιων παλαιών κοινοτήτων μας του εξωτερικού και στην αθλιότητα των ημεδαπών κυκλωμάτων των κομματικών και κρατικών συμφερόντων.
Το Ινστιτούτο Βενετίας δημιουργήθηκε χάρη στο επίμονο όραμα ενός μεγάλου έλληνα πατριώτη, του επτανήσιου διπλωμάτη και ποιητή Μαρίνου Σίγουρου, που από το 1922 και επί είκοσι επτά χρόνια αγωνίστηκε έως ότου γίνει το όραμά του πραγματικότητα. Σε αυτό συνετέλεσε αποφασιστικά η απαράμιλλη γενναιοδωρία της Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας, που επί της προεδρίας του Γεράσιμου Μεσσήνη, άμισθου πρόξενου της χώρας μας στη Γαληνότατη (Serenissima), όπως επί αιώνες ονομαζόταν η παραμυθένια πολιτεία, δώρησε το σύνολο της περιουσίας της στο Ιδρυμα, με σκοπό να το καταστήσει οικονομικά αυτόνομο. Με αυτές τις εξαίσιες πράξεις ανιδιοτελούς πατριωτισμού ξεκίνησε το Ινστιτούτο. Από σπουδαίους ανθρώπους και οράματα άρχισε, και από σπουδαίους ανθρώπους μεγαλούργησε. Όλα τα επιτεύγματα του Ινστιτούτου, από την ίδρυσή του, οφείλονται στην αξία, τις γνώσεις, το ταλέντο, το μεράκι, αλλά πάνω από όλα την αυταπάρνηση και των επιμονή των εξαίρετων επιστημόνων διευθυντών του, καθώς και την προσφορά κάποιων λιγοστών, διαλεκτών υπαλλήλων του.
Στα περίπου εξήντα χρόνια της λειτουργίας του μέχρι σήμερα, το Ινστιτούτο έχει εκπονήσει ένα θαυμαστό έργο, έχοντας κατορθώσει όχι απλώς να ανασύρει από το περιθώριο των διεθνών ιστορικών σπουδών τη μελέτη της ενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο, αναδεικνύοντάς τη σε ενεργό και αξιοσέβαστο ερευνητικό τομέα, αλλά να γίνει το ίδιο ο πρωτοπόρος πυρήνας αυτής της έρευνας. Επιπλέον, το Ινστιτούτο είναι το κατ᾽ εξοχήν κέντρο μελέτης της ιστορίας και των επιτευγμάτων του ελληνισμού της Βενετίας, από τα βυζαντινά χρόνια ως σήμερα, αλλά και έχει συμβάλλει σημαντικά στη μελέτη της ίδιας της ιστορίας της Γαληνότατης, άλλοτε το κέντρο κραταιάς αυτοκρατορίας.
Στη διάρκεια της ζωής του Ινστιτούτου, πάνω από χίλιοι μελετητές από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου έχουν δουλέψει στα πολύτιμα αρχεία του, και χιλιάδες ακόμη έχουν ωφεληθεί από τη γνώση που δημιουργεί και προσφέρει απλόχερα, με το περιοδικό του, τις εκδόσεις και τα συνέδρια που οργανώνει, καθώς και μέσω του έργου των επιστημόνων που παιδαγωγούνται από αυτά. Αλλά και δεκάδες άξιοι νέοι έλληνες ιστορικοί έχουν διαπλαστεί επιστημονικά ως υπότροφοι στο πανέμορφο μικρό του κτίριο, υπό την επιστημονική καθοδήγηση των διευθυντών του. Έργο σπουδαίο, έργο που όχι μόνο τιμά διεθνώς την Ελλάδα, αλλά αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την πνευματική μας παράδοση.
Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα καλά νέα. Η Βενετία παύει να γίνεται η πόλη του έρωτα και γίνεται η πόλη του θανάτου. Και η ιστορία του Ινστιτούτου παύει να είναι ιστορία δόξας και γίνεται ιστορία κατάντιας του «Υπαρκτού Ελληνισμού», κατά την πικρά εύστοχη διατύπωση του Στέφανου Κασιμάτη.
Γιατί κατά τη δεκαετία του 1980 και μετά, με μία σχετική ύφεση περίπου δυο δεκαετιών, το Ινστιτούτο έγινε αντικείμενο ανηλεούς διωγμού. Από ποιον άραγε; Τους κακούς ξένους; Κάποια σκοτεινή κακόβουλη δύναμη; Μήπως παπικούς, προτεστάντες, ή μισέλληνες πράκτορες; Οχι βέβαια! Ο διωγμός του Ινστιτούτου ξεκινά από τα μύχια του ελληνικού κράτους, είτε του επίσημου, ανοιχτά δια των υπουργών ή των διπλωματών του, είτε με πλάγιους τρόπους, από ανάξιους λειτουργούς του. Αλλά επειδή η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι μόνο ιστορία θεσμών αλλά και ατόμων, δυστυχώς στην επίθεση κατά του Ινστιτούτου πήραν μέρος και κάποιοι από τους πρόσφατους ηγήτορες της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, που διατηρεί εποπτικό ρόλο στο Ίδρυμα, επονείδιστες εξαιρέσεις σε μια αταλάντευτη παράδοση στήριξης.
Η ιστορία της επίθεσης κατά του Ινστιτούτου είναι μακριά και σύνθετη, και για να έχει κανείς την πλήρη εικόνα της πρέπει να διαβάσει το βιβλίο της Μαλτέζου. Θα συνοψίσω εδώ το κύριο μέρος της, όσο πιο σύντομα μπορώ.
Πέρα από τις επιθέσεις ανθρώπων που ορμώνται από προσωπικές μικρότητες και ιδιοτέλειες, στο επίκεντρο των επιθέσεων κατά του Ινστιτούτου από πλευράς ελληνικού κράτους, είτε συνολικά είτε συγκεκριμμένων λειτουργών του, βρίσκεται το όνειρο κάποιων να το αρπάξουν από το νόμιμο ιδιοκτήτη του, δηλαδή την επιστημονική και ερευνητική κοινότητα, και να αλλάξουν τον σκοπό του, που είναι από την ίδρυσή του και σύμφωνα με το όραμα των δημιουργών και των χορηγών του, επιστημονικός και ερευνητικός. Όσοι επιβουλεύονται το Ινστιτούτο θέλουν, λέει, να το μετατρέψουν σε «πολιτιστικό κέντρο» καθώς και σε εργαλείο άσκησης «διπλωματικής πολιτικής», αμφότερες έννοιες ασαφώς ή και καθόλου οριζόμενες, που όπως βέβαια γνωρίζουμε όσοι ζούμε σε αυτό τον τόπο σημαίνει ότι θα προσδιορίζονται κάθε φορά κατά τα γούστα και τις παρέες του κομματικά αλωμένου κράτους μας.
Η επίθεση στο Ινστιτούτο ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980, και είχε όλα τα χαρακτηριστικά της βρωμερότερης όψης του Υπαρκτού Ελληνισμού. Επειδή οι πολέμιοι δεν μπορούσαν φυσικά ούτε το έργο του Ινστιτούτου να ψέξουν, ούτε με νόμιμο τρόπο να αλλάξουν τους σκοπούς ή το έργο του, κατέφυγαν στην εκστρατεία της λάσπης και της βρωμιάς κατά του τότε διευθυντή του, του αείμνηστου φιλόλογου, καθηγητή και μετέπειτα ακαδημαϊκού, Μανούσου Μανούσακα. Ο Μανούσος, άξιος επιστήμων, χαλκέντερος ερευνητής, και άνθρωπος αδαμάντινου χαρακτήρα, κατηγορήθηκε με συκοφαντίες ενορχηστρωμένες από υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών ως καταχραστής, κοινός απατεών, μέχρι και κλέφτης! Η υπόθεση έφθασε στα δικαστήρια, όπου βέβαια η αλήθεια θριάμβευσε. Κι όμως, ο Μανούσακας τέλειωσε τις μέρες του με τον καημό της άδικης επίθεσης, και βέβαια την αίσθηση της ματαιότητας του χρόνου που πήρε από τη διδασκαλία και την έρευνά του η υπεράσπισή του έργου του Ινστιτούτου και της προσωπικής του τιμής.
Η πρώτη επίθεση κατά του Ινστιτούτου κόπασε, αλλά το κράτος δεν έβαλε μυαλό. Αντί να ρίχνει οβίδες στον κυρίως στόχο, άρχισε μετά, σαν ποντικός, να ροκανίζει τα θεμέλιά του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κατά τη θητεία του επόμενου διευθυντή, του πρόωρα χαμένου εκλεκτού φιλολόγου Νίκου Παναγιωτάκη, το Ινστιτούτο, που ως τότε λειτουργούσε με μόνο δυο δικούς του υπαλλήλους, υποχρεώθηκε να φορτώνεται υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών, κατά κανόνα εντελώς ακαταλλήλων για τις θέσεις τους.
Παρά τις απαιτήσεις του Ινστιτούτου, οι περισσότεροι από αυτούς δεν γνώριζαν λέξη ιταλικά –δηλαδή τη γλώσσα στην οποία γίνεται όλη σχεδόν η διαχειριστική δουλειά–, ενώ άνθρωποι προοριζόμενοι για θέσεις οικονομικής διαχείρισης δεν γνώριζαν… οικονομικά, και συχνά δεν είχαν καν πανεπιστημιακό πτυχίο. Και βέβαια, οι περισσότεροι από τη νέα φουρνιά των εγκάθετων φέρονταν στον διευθυντή, και κατόπιν στη διευθύντρια του Ινστιτούτου απαξιωτικά, συχνά αρνούμενοι να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους προτάσσοντας ότι οι διευθυντές «δεν ήταν προϊστάμενοί τους», δημιουργώντας ένα σωρό προβλήματα, ενώ κάποιοι αρνήθηκαν ακόμη και να εργασθούν σε σημαντικά συνέδρια επειδή γίνονταν, ως είθισται, Σαββατοκύριακα, πράγμα που δεν βόλευε τα ταξιδάκια αναψυχής τους στην Ελλάδα.
Βέβαια, κανείς που ξέρει τον Υπαρκτό Ελληνισμό, και κυρίως τη αλαζονεία του κράτους και πολλών υπαλλήλων του, δεν εκπλήσσεται. Το μόνο που εκπλήσσει είναι πως, παρ᾽ όλα αυτά, αρχικά ο Παναγιωτάκης και μετά η Μαλτέζου, αλλά και κάποιοι ελάχιστοι υπάλληλοι με συναίσθηση καθήκοντος, μπόρεσαν να συνεχίσουν το μεγάλο έργο του Ινστιτούτου. Αλλά και αυτό ίσως δεν είναι τόσο πρωτόγνωρο: το μόνο που κρατάει τον Υπαρκτό Ελληνισμό ζωντανό, και αφήνει πού και πού να φαίνονται, σαν του κρυμμένου διαμαντιού, οι λάμψεις του μεγαλείου της Ελλάδας που ονειρευόμαστε, είναι οι λίγοι άριστοι, οι λαμπρές εξαιρέσεις, οι άνθρωποι που μας τιμά να τους λέμε συμπατριώτες μας, χωρίς πάντα να το αξίζουμε.
Παρά τις δυσκολίες που έφεραν οι εγκάθετοι του υπουργείου Εξωτερικών, υπήρξε στο Ινστιτούτο μια περίοδος σχετικής ηρεμίας, κυρίως στα πρώτα χρόνια της θητεία της νέας διευθύντριας, που ανέλαβε το 1998. Ας σημειωθεί ότι στη δεκατετράχρονη διάρκεια της, η Μαλτέζου όχι μόνο διπλασίασε την επιστημονική και εκδοτική παραγωγή του Ινστιτούτου φτάνοντάς το στην τωρινή αξιοθαύμαστη θέση του, αλλά — και εκείνη εις βάρος της προσωπικής της επιστημονικής παραγωγής — επιδόθηκε σε ένα τιτάνιο έργο πρακτικής εργασίας, οργανώνοντας, τακτοποιώντας, ταξινομώντας, χτίζοντας, μεταφορικά και κυριολεκτικά, συντηρώντας και ανακαινίζοντας την ακίνητη περιουσία του Ινστιτούτου, όπως και τον ναό του Αγίου Γεωργίου και την πανέμορφη πλατεία δίπλα του, που και τα δυο επονομάζονται «dei Greci» — «των Ελλήνων», δηλαδή, καταμεσής της Βενετιάς.
Επίσης, η Μαλτέζου κατάφερε να προσελκύσει μεγάλες δωρεές από κορυφαίους ευαγείς οργανισμούς, και ιδιαίτερα τα ιδρύματα Κωστοπούλου, Λεβέντη, Νιάρχου και Ωνάση. Με αυτή την κίνηση, αλλά και αξιοποιώντας την περιουσία του Ιδρύματος με τον καλύτερο τρόπο, το κατέστησε για πρώτη φορά στην ιστορία του εντελώς ανεξάρτητο οικονομικά από το ελληνικό κράτος. Στα χρόνια της διεύθυνσής της Μαλτέζου, οι πόροι που έπαιρνε το Ινστιτούτο από το κράτος, που ούτως ή άλλως αποτελούσαν μικρό ποσοστό των εσόδων του, μειώθηκαν σταδιακά, ώσπου στα τελευταία χρόνια της θητείας της να μηδενιστούν.
Αλλά βέβαια στον Υπαρκτό Ελληνισμό τέτοιες επιτυχίες δεν μπορούν να μείνουν ατιμώρητες.
Από την αρχή της θητείας της Μαλτέζου, το κράτος τής δημιουργούσε μόνο προβλήματα, που κλιμακώθηκαν σε πλήρη επίθεση. Οι αυτουργοί της νέας επίθεσης ήταν είτε υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών, δυστυχώς μεταξύ αυτών και μέλη του διπλωματικού σώματος, είτε και κάποια ανάξιοι εκπρόσωποι της Ελληνικής Κοινότητας, που ντροπιάζοντας το μεγαλείο και τη γενναιοδωρία των προκατόχων τους, έφθασαν μέχρι να θελήσουν να πάρουν πίσω τα δώρα που εκείνοι απλόχερα χάρισαν.
Η Χρύσα Μαλτέζου όμως, εκτός από εξαίρετη επιστήμων και άριστη ηγέτιδα, είναι άνθρωπος με ατσάλινη θέληση και πυγμή, σκληρό καρύδι, μια γυναίκα που σίγουρα πρέπει να διαθέτει γενετικό ελληνικό από κάποια μισοχαμένη λεβέντικη ελληνική δρακογενιά. Μόνο εύκολος στόχος δεν ήταν. Αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις, χωρίς να το βάζει κάτω, επιμένοντας, σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο και θυσιάζοντας ψυχική γαλήνη για να πολεμά μικρές και μεγάλες παλιανθρωπιές. Ομως η πορεία κάποτε έφτασε στο τέλος και το 2012, όταν η Μαλτέζου εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ως αναγνώριση του μεγάλου έργου και της προσφοράς της, αναγκάστηκε να αφήσει τη θέση της, καθώς οι δυο αρμοδιότητες ήταν ασύμβατες.
Η Μαλτέζου άφησε πίσω της το Ινστιτούτο καμάρι της επιστημονικής κοινότητας, οικονομικά εύρωστο και αυτόνομο. Και, βέβαια, ως ανταμοιβή για το έργο της από το κράτος, ο νυν υπουργός Εξωτερικών, που έχει στο επιτελείο του και παλιούς πολέμιους του Ινστιτούτου από το έδαφος της Βενετίας, έστειλε επιστολή προς την Εισαγγελία, ζητώντας να διερευνηθεί η θητεία της Μαλτέζου για κακοδιαχείριση και σκάνδαλα. Αντί του μάννα χολή δηλαδή, αντί στεφάνου δάφνης το σπρώξιμο στη λάσπη. Η Μαλτέζου φυσικά δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Ας ελπίσουμε ότι και η Δικαιοσύνη θα δει νωρίς ότι οι κατηγορίες είναι ανυπόστατες, και δε θα σπαταλήσει πολύτιμο εθνικό χρόνο.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης στην αμίμητη ρήση του ότι η Ελλάδα χρειάζεται κυρίως ένα νόμο «περί τηρήσεως των κειμένων νόμων», όρισε ένα μεγάλο μέρος της παθογένειας του Υπαρκτού Ελληνισμού: συχνότατα, ενώ γκρινιάζουμε για την απουσία νόμων και κανόνων, το πρόβλημα είναι ότι απλώς δεν τους τηρούμε, με κύρια ευθύνη του κράτους, του οποίου η τήρηση των νόμων είναι κεντρική αποστολή. Και πράγματι, μέχρι κάποια στιγμή, ο πόλεμος κατά του Ινστιτούτου, ατομικός ή ομαδικός, γινόταν μέσα από τα κενά που έχει καταφέρει να δημιουργήσει μέσα στα χρόνια ο κρατικός μηχανισμός για να καταστρατηγεί το πνεύμα των κειμένων νόμων, με την αδιάσπαστη παράδοση της κουτοπονηριάς, της ασυνειδησίας, της ανευθυνότητας, της ιδιοτέλειας και των αφανών και αδιαφανών δικτύων αλληοϋποστήριξης των ξεδιάντροπων. Αλλά ενίοτε το κράτος χτυπάει τοίχο, φτάνει στο σύνορο που όρισε ο Ροΐδης: όταν δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του παραβαίνοντας τους νόμους, τότε πρέπει να τους αλλάξει.
To Ινστιτούτο, παρεμπιπτόντως, ουδέποτε αμφισβήτησε ότι οι νόμοι πρέπει να προσαρμόζονται στις ανάγκες των καιρών, και ότι παρά τον αξιοθαύμαστο μέχρι και σήμερα οργανισμό λειτουργίας του, αν και ηλικίας εξήντα ετών, δεν αρνήθηκε βελτιώσεις στο αρχικό νομοθετικό πλαίσιο. Αλλά οι πιστοί και αφοσιωμένοι λειτουργοί του δεν διανοήθηκαν ποτέ ότι οι αλλαγές αυτές θα ήταν προς την κατεύθυνση της εκτροπής του Ινστιτούτου από το σκοπό του, από ένα κράτος που απαξιώνει την επιστημονική έρευνα, που αδιαφορεί για την ουσία του πολιτισμού, που διαστρεβλώνει το πνεύμα της πολιτιστικής διπλωματίας —που θα έπρεπε να προάγεται κυρίως από τη μεγιστοποίηση του πνευματικού έργου— και πάνω από όλα, εν προκειμένω, που λιμπίζεται την άκρως ελκυστική ακίνητη περιουσία του Ιδρύματος, αποτέλεσμα αρχικά των κόπων, της φιλοπατρίας και της γενναιοδωρίας των Ελλήνων της Βενετίας, και σήμερα επαυξημένη σημαντικά από τη διοίκηση της Μαλτέζου.
Το πρώτο σχέδιο της αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου του Ινστιτούτου, που περιλάμβανε τη μετατροπή του από ερευνητικό ίδρυμα σε «πολιτιστικό κέντρο» άρχισε το 2008, με κύρια ευθύνη στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών. Εν μέρει γιατί η τότε υπουργός κατάλαβε το πρόβλημα, εν μέρει γιατί ήρθε η κρίση, ανατρέποντας προτεραιότητες, το αρχικό σχέδιο δεν προχώρησε. Εδώ και λίγο καιρό όμως ένα νέο σχέδιο έχει μπει σε πλήρη εφαρμογή, με την τελευταία πράξη του έργου, που αν δεν επέμβει κάποια αγαθή δύναμη θα εξελιχθεί σε τραγωδία, να εκτυλίσσεται αύριο, Τετάρτη 29 Νοεμβρίου, στη Βουλή των Ελλήνων.
Το νομοσχέδιο για το Ινστιτούτο Βενετίας που παρουσίασαν πρόσφατα τα δυο αρμόδια υπουργεία, Εξωτερικών και Παιδείας, με απόλυτο πρωταγωνιστή το πρώτο, βρωμάει από όπου και να το πιάσεις. Από την αρχή, δηλαδή την εκτροπή του Ινστιτούτου από τον κύριο σκοπό του, στην κατάργηση του σωτήριου ως τώρα ρόλου της Ακαδημίας Αθηνών στην επιλογή των διευθυντών και την εποπτεία της καλής του λειτουργίας, ως την ανάθεση πλέον της επιλογής του διευθυντή σε κυβερνητικά όργανα, το νομοσχέδιο έχει σκοπό την πλήρη άλωση του Ινστιτούτου και τη μετατροπή του, από κρυφό καμάρι του πνευματικού Ελληνισμού, σε κομματοκρατούμενο κέντρο εξυπηρέτησης συμφερόντων που δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την πρόθεση των ιδρυτών και των δωρητών του, ούτε βέβαια το σπουδαίο ως τώρα έργο του. Αν ψηφιστεί ο νέος νόμος, το Ινστιτούτο Βενετίας θα γίνει παιχνιδάκι πολυτελείας στα χέρια των κυβερνώντων. Θα μου πείτε αν στο μέλλον έχουμε μόνο φωτισμένους υπουργούς, και εξαίρετους διπλωμάτες, όσο κακός και να είναι ο νόμος μπορεί το Ινστιτούτο να συνεχίσει το έργο του. Αλλά η ύπαρξη φωτισμένων υπουργών και εξαίρετων διπλωμάτων, όχι μόνο εις το διηνεκές αλλά και στιγμιαία, είναι περίπου όσο απίθανη όσο η ανάσταση του Αγίου Μάρκου εκ του λειψάνου του, που φυλάσσεται στον γειτονικό στο Ινστιτούτο καθεδρικό ναό, ώστε να σώσει την κατάσταση.
Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η Νέα Δημοκρατία, είτε από άγνοια, είτε από κακή πληροφόρηση, είτε από αμέλεια, πρότεινε κάποιες τροποποιήσεις που κατά τη γνώμη μου, αλλά και πολλών ειδικότερών μου, ήταν ανεπαρκείς για να αποτρέψουν το κακό. Ακόμη και να είχαν υιοθετηθεί, δηλαδή, η άλωση από το κράτος, και κυρίως από το υπουργείο Εξωτερικών, θα ήταν πλέον στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης —βράσε όρυζα δηλαδή, ή ίσως, λόγω τοποθεσίας του Ινστιτούτου, ριζότο. Αλλά οι προταθείσες τροποποιήσεις απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση, οπότε προφανώς η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως και κάθε αντιπολιτευτικό κόμμα που καταλαβαίνει την ουσία του θέματος και δεν προσβλέπει σε μελλοντική ιδιοτέλεια, θα καταψηφίσει συνολικά το νομοσχέδιο.
Η κυβέρνηση βέβαια έχει την πλειοψηφία και μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή της. Για να αλλάξει αυτό την Τετάρτη, είτε πρέπει να γίνει κάποιο θαύμα (η συνηθέστερη μορφή που παίρνει η ελπίδα μας τα τελευταία χρόνια) είτε να συμβεί κάτι μάλλον απιθανότερο, δηλαδή να αρνηθούν να ψηφίσουν το νομοσχέδιο κάποιοι βουλευτές της συγκυβέρνησης, ιδιαίτερα όσοι προέρχονται από τον ακαδημαϊκό χώρο, και μπορούν να κατανοήσουν τι θα πει έρευνα. Θέλω να ελπίζω ότι κάποιων οι γνώσεις, οι μνήμες, ο σεβασμός στο όποιο ακαδημαϊκό τους παρελθόν, θα τους σταματήσει από το να συντελέσουν στο έγκλημα κατά του πολιτισμού, της έρευνας, της επιστήμης, και κυρίως της πατρίδας μας, που συνιστά το νομοσχέδιο.
Ο Αγιος Μάρκος ας βάλει το χέρι του, γιατί αλλιώς μόνο η επόμενη κυβέρνηση θα μπορέσει να σώσει το Ινστιτούτο, καταργώντας τον νόμο — εφ᾽ όσον ψηφιστεί. Αλλά αυτή δεν είναι μικρή ελπίδα, και σίγουρα είναι ρεαλιστική. Και κατά τούτο είναι σημαντικότατο οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που βρίσκονται σήμερα στη Βουλή να μη λερώσουν τα χέρια τους με τη συνέργεια στο έγκλημα στη Βενετία, που σχεδιάζεται να διαπραχθεί εν μέσω Αθηνών. Χίλιες φορές ένας άθλιος νόμος ψηφισμένος από μια καταρρέουσα, ηθικά απαξιωμένη οριακή πλειοψηφία, παρά ένας τάχα ισορροπημένος και συμβιβαστικός, ευρύτερης αποδοχής, που κινδυνεύει να γίνει μόνιμο καθεστώς.
Πηγή : http://www.protagon.gr/apopseis/editorial/elliniko-egklima-sti-venetia-44341522934