Γράφει η Μαρία Νεγρεπόντη Δελιβάνη*
Τούτες τις μαύρες εθνικές ώρες, που η πατρίδα βρίσκεται κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού, στο εσωτερικό, καθώς και στο βαλκανικό, τον ευρωπαϊκό και το διεθνή περίγυρό της, επιβάλλεται μια αντικειμενική καταγραφή όσων μας έσυραν μέχρις εδώ. Και μια πρόταση για το πώς θα βγούμε από το βούρκο που μας καταπίνει.
Δεν θα συμφωνήσω ούτε με τους ηττοπαθείς, που υποστηρίζουν ότι μια μικρή και καταχρεωμένη οικονομία, όπως η ελληνική, εξαρτάται πλήρως από τις εκάστοτε επιταγές των ισχυρών, αλλά ούτε και με όσους αντιμετωπίζουν, ως εύκολη λύση, έναν πόλεμο με την Τουρκία. Θα υποστηρίξω, αντιθέτως, ενδιάμεση πορεία της οποίας, το βασικό χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη στρατηγικής, και συνεπώς αποκλείει εξάρσεις, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Εισαγωγικά, να υπογραμμίσω ότι όπως η εσωτερική αξία ενός νομίσματος προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και την εξωτερική του αξία, το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί και για τη σχέση ανάμεσα στην οικονομία και στη θέση μιας χώρας στο διεθνές προσκήνιο. Υπάρχει, δηλαδή σχέση αιτίου προς αιτιατό μεταξύ των όσων διαδραματίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας, στο διάστημα της τελευταίας τραγικής οκταετίας και της συγχορδίας των έξωθεν πρόσφατων απειλών. Μια χώρα που δέχεται να εφαρμόσει εξαθλιωτικά, προγράμματα για το λαό της, και που παραιτείται από την εθνική της κυριαρχία, επειδή της τα επιβάλλουν οι «εταίροι» της, έχει αναπότρεπτα, περιέλθει σε πλήρη ανυποληψία, στη συνείδηση φίλων και εχθρών.
Θα σκιαγραφήσω, συνοπτικά, στη συνέχεια (παρότι, γενικώς, γνωστά), όσα δεν έπρεπε ποτέ να γίνουν δεκτά στο οικονομικό πεδίο, και όχι μόνο, της πατρίδας μας.
Ι. Οι ατυχέστατες επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων.
Πιστεύω ότι είναι ανώφελη, κακόγουστη και απαράδεκτα αφελής η προσπάθεια, που πρόσφατα επιχειρείται, για να διαχωριστούν οι ευθύνες καθεμιάς από τις κυβερνήσεις της τελευταίας οκταετίας. Και τούτο, διότι όλες αυτές οι κυβερνήσεις, χωρίς καμιά δυστυχώς αξιόλογη εξαίρεση, επέλεξαν την πλήρη ισοπέδωσή τους με τις επιταγές των «εταίρων», ακόμη και με τις πιο παράλογες, ακόμη και με αυτές που στην πορεία τους αποκτούσαν εμφανές εγκληματικό περιεχόμενο.
Πανικόβλητες, υποχωρητικές σε όλα τα επίπεδα, ουδέποτε διεκδικητικές ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων υπέρ της Ελλάδας, ήταν δυστυχώς η σφραγίδα όλων των κυβερνήσεων της οκταετίας. Χωρίς την ύπαρξη ενός σοβαρά επεξεργασμένου προγράμματος, που θα μπορούσε να προτείνει διαφορετικά μέτρα από τα εκάστοτε επιβαλλόμενα από τους θεσμούς. Χωρίς επαρκείς γνώσεις των εκάστοτε αρμοδίων – διαπραγματευτών, ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν το ύψος των αρνητικών συνεπειών του κάθε νέου ανειλημμένου μέτρου. Με την εκ των προτέρων παραδοχή ως πραγματικών, εντελώς αβάσιμων υποθέσεων.
Μετά το τέλος κάθε «αξιολόγησης»[1], που και με τη συνδρομή του Τύπου, εισχωρούσε στη συνείδηση του μέσου Έλληνα, ως υψίστης σημασίας πρόβλημα, από την έκβαση του οποίου εξαρτιόταν δήθεν η επιβίωσή του[2], ήταν η σειρά της θριαμβολογίας των Ελλήνων διαπραγματευτών, που δήθεν «κατάφεραν να επιβάλουν την άποψή τους στο Α ή στο Β πρόβλημα». Και στη συνέχεια αυτής της θλιβερά επαναλαμβανόμενης «θριαμβολογίας»[3], η χώρα ήταν πια δικαιωματικά στις επάλξεις αναμένοντας χαζοχαρούμενα τη δήθεν ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που δεν επρόκειτο ποτέ να έρθει, γιατί η ελληνική οικονομία δεν συγκέντρωνε, δεν συγκεντρώνει και ceteris paribus δεν θα συγκεντρώνει καμία μα καμία προϋπόθεση, που να δικαιολογεί την έλευσή της.
Καθώς έχω εκθέσει τις απόψεις μου, πολυάριθμες ήδη φορές και σε πολλές γλώσσες, για το πώς δημιουργήθηκε το ελληνικό χρέος, πόσο νόμιμο και πόσο επαχθές ή απεχθές είναι, πως θα έπρεπε να απαιτήσουμε τις γερμανικές αποζημιώσεις, αλλά και πως θα βγαίναμε από την κρίση, δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω εδώ .
Στο άρθρο αυτό θα αποδεχθώ, αναγκαστικά, (παρότι από την αρχή δεν συμφωνούσα) ως βάση συζήτησης την αναμφισβήτητη επιλογή όλων των κυβερνήσεων της τελευταίας οκταετίας, να παραμείνουν πιστά μέλη της ΕΕ-Ευρωζώνης, και να επιχειρήσουν να λύσουν τα προβλήματα της χώρας εντός αυτού του συστήματος.[4]
Και έτσι, οι θεσμοί, που κλήθηκαν να μας «διασώσουν» με τη συνδρομή και του ΔΝΤ[5], θεώρησαν αναφαίρετο δικαίωμά τους να μας εξαθλιώσουν, σταδιακά, και τελικά να μας οδηγήσουν σε αναπότρεπτη εθνική καταστροφή.
Α. Οι ισοπεδωμένες ελληνικές κυβερνήσεις.
Από την αρχή της κρίσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις εμφανίστηκαν χωρίς σχέδιο εξόδου από την κρίση, δίνοντας στους δανειστές την εντύπωση της πλήρους εξάρτησης από αυτούς, και από τα όποιας μορφής μέτρα θα αποφάσιζαν να επιβάλουν στη χώρα μας. Ταυτόχρονα, στη θέση των εκάστοτε επικεφαλής αρμοδίων, για την οικονομία, τοποθετήθηκαν συχνά άτομα καθ’ όλα ίσως αξιόλογα, αλλά με ομιχλώδεις οικονομικές γνώσεις. Προσπάθησαν, ασφαλώς, για το καλύτερο, αλλά ωστόσο σε πολλές σημαντικές και περίπλοκες περιπτώσεις, κατέληξαν μοιραία σε ζοφερό φιάσκο. Όπως π.χ. η επιχείρηση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Για όλες λοιπόν τις υποθέσεις, από τις οποίες εξαρτιόταν η επιβίωση της Ελλάδας, οι έλληνες κυβερνητικοί «έβλεπαν τα τρένα να περνούν», και το χειρότερο, αντιμετώπιζαν τα εφιαλτικά μέτρα που συνεχώς έριχναν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι δανειστές, ως δήθεν αναπόφευκτα για την ελληνική περίπτωση. Παρότι, ήταν ηλίου φαεινότερο, ακόμη και για πρωτοετείς φοιτητές Οικονομικών, ότι τα μέτρα έμπνευσης των δανειστών, όχι μόνο δεν έλυναν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που βάδιζαν σταθερά προς επιδείνωση, αλλά και ήταν αντίθετα των ενδεδειγμένων, οι δικοί μας αρμόδιοι αγωνιούσαν για το πώς θα τα εφαρμόσουν με τον πιστότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο. Και, ακόμη, συχνά, υπήρξαν ανταγωνισμοί και αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε κυβερνητικούς και αντιπολίτευση, για το αν και κατά πόσο εφαρμόστηκαν ορθά, ή για το πως έπρεπε να εφαρμοστούν καλύτερα αυτά τα μέτρα της συμφοράς .
Να συνοψίσω τη σκέψη μου: Οι δανειστές, που επέβαλαν τα τυραννικά και ταυτόχρονα αναποτελεσματικά μέτρα εναντίον του ελληνικού λαού, ήταν παράλογο να εκλαμβάνονται ως «φίλοι μας». Αντιθέτως, η συμπεριφορά τους, και λυπάμαι που το διαπιστώνω, ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, περίπου αυτή στρατευμάτων κατοχής. Ωστόσο, στα οκτώ χρόνια του ελληνικού μαρτυρίου, οι κυβερνήσεις μας είχαν εγκάρδιες σχέσεις με τους δανειστές, γέλια και χαρούλες. Εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι, έτσι, λειτουργούσαν εναντίον του δεινά δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού. Κατανοητή, συνεπώς, η δυσαρέσκεια, και μάλιστα συχνά στα όρια της οργής των Ελλήνων, κάθε φορά που υπήρχαν πληροφορίες για «συγχαρητήρια», για «επίδοση βραβείων», και για «εύφημο μνεία» στους δικούς μας, από τους δανειστές.
Δυστυχώς, η δουλοπρεπής αυτή στάση των κυβερνήσεων της τελευταίας οκταετίας (που δεν είχε, άλλωστε, και καμία απολύτως δικαιολογία) δεν παρέμεινε εντός των ελληνικών συνόρων. Αντιθέτως, όπως ήταν αναπότρεπτο «άνοιξε την όρεξη στους γείτονες, για την υλοποίηση των μακροχρόνιων ονείρων τους». Γιατί όχι, σκέφθηκαν όλοι αυτοί οι γείτονες, αφού η Ελλάδα διοικείται από τόσο «βολικούς» κυβερνήτες; Τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία. Τώρα ή ποτέ.
Β. Τα θανάσιμα λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων.
Αμέτρητα, ακατανόητα, πολύπλευρα και δραματικών συνεπειών είναι τα λάθη που καταγράφονται στο ενεργητικό των ελληνικών κυβερνήσεων, αυτήν τη δραματική οκταετία. Να υπενθυμίσω μερικά, μόνο, από αυτά:
Το εσφαλμένο πρόγραμμα "διάσωσης".
α) Η αρχή.
Το περιεχόμενο του προγράμματος, που μας επέβαλαν οι δανειστές, και το οποίο κατασκευάστηκε από το ΔΝΤ, ήταν σοβαρά λανθασμένο και παντελώς ακατάλληλο για την Ελλάδα. Ο πρώτος που το ομολόγησε, ήταν ο εμπνευστής του, ο τότε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Olivier Blanchard. Πολυάριθμα διεθνή έντυπα των αρχών του 2013 και μετά αναφέρθηκαν σε αυτό το γεγονός, εκλαμβάνοντας ως σίγουρη την ελληνική αντίδραση, καθώς και την εύλογη απαίτηση της Ελλάδας για άμεση αναθεώρησή του.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, δεν υπήρξε επίσημη αντίδραση. Αντιθέτως, υπήρξε εμφανής προσπάθεια αποσιώπησης του γεγονότος και απόρριψής του, ως «ενοχλητικού» συμβάντος.
Πώς να χαρακτηρίσει κανείς αυτή την πραγματικότητα; Τι λόγια και χαρακτηρισμούς να χρησιμοποιήσει, για όσους ήταν τότε στην εξουσία, και όταν ρωτήθηκαν από δημοσιογράφους, σχετικά με το λανθασμένο ελληνικό πρόγραμμα, απάντησαν ότι «δεν άκουσαν τίποτε, δεν γνώριζαν κάτι σχετικό»;
β) Η συνέχεια του προγράμματος «διάσωσης».
Από την πρώτη εκείνη δήλωση του κατεξοχήν αρμοδίου για το ελληνικό πρόγραμμα, του Olivier Blanchard, περί ακαταλληλότητάς του, έχουν περάσει περισσότερα από πέντε χρόνια. Και στο διάστημα αυτό έχουν γραφεί σωρεία επιστημονικών άρθρων, και έχουν γίνει πολυάριθμα συνέδρια με το θέμα αυτό, και στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Έλαβαν, δηλαδή, χώρα εμπεριστατωμένες αναλύσεις, σχετικά με τους λόγους που το εφαρμοζόμενο στην Ελλάδα, πρόγραμμα των δανειστών, κατάστρεφε με σιγουριά την οικονομία της, και μάλιστα σε μακροχρόνια βάση, αντί να τη σώζει. Αλλά ουδείς των Ελλήνων «αρμοδίων» για τα προβλήματα της οικονομίας, καταδέχθηκε να ασχοληθεί με τις αναλύσεις αυτές.
Αντιθέτως, όσοι προσπάθησαν να τις προβάλλουν και να τις αξιοποιήσουν, κατακεραυνώθηκαν κατά καιρούς ως «εθνικιστές», ως «σεναριογράφοι» ή και ως «ετερόκλητοι». Ακόμη, δεν κινήθηκε φύλλο, ούτε όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, που μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την πληροφορία ότι ο ίδιος, ως υπουργός τότε Οικονομικών, πήγε στην κυρία Christine Lagarde και της είπε : «τι θα γίνει με το πρόγραμμα στην Ελλάδα, που την καταστρέφει αντί να την εξυγιαίνει»; Και εκείνη απάντησε: «Αυτό το γνωρίζουμε, αλλά έχουμε πάει τόσο μακριά, ώστε να μην είναι πια δυνατή η επιστροφή».
Επί οκτώ, λοιπόν, χρόνια, από τα οποία τα τέσσερα σε πλήρη γνώση τους, οι ελληνικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα ακατάλληλο, εσφαλμένο και καταστρεπτικό για την Ελλάδα, που την σέρνει σταθερά προς την άβυσσο. Αλλά, όμως, κυβερνήσεις και αντιπολίτευση, κόπτονταν και αγωνιούσαν για την όσο γίνεται αρτιότερη εφαρμογή του. Και ειλικρινά απορεί κανείς για το πώς οι αρμόδιοι μας αντέχουν να συζητούν για ώρες, ημέρες, εβδομάδες και κάποτε μήνες, περί «όνου σκιάς»;
γ) Η αποδοχή προγράμματος που αποκλείει την ανάπτυξη.
Πρωτοφανές, ασφαλώς, στοιχείο του ελληνικού αυτού προγράμματος «διάσωσης», είναι ότι απαιτεί την κανονική εξυπηρέτηση του χρέους, και αργότερα της αποπληρωμής του, με βάση οικονομία της οποίας το ΑΕΠ φθίνει κάθε χρόνο, έχοντας ήδη χάσει γύρω στο 26%, σε σύγκριση με το μέγεθός του πριν από την κρίση. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι το πρόγραμμα αυτό μπόρεσε στα έξη περίπου χρόνια της εφαρμογής του να τιθασεύσει το έλλειμμα και να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα. Το «επίτευγμα» αυτό οφείλεται στην επιβολή μέτρων με απαγορευτικό κόστος: κόστος σε όρους εξαθλίωσης του μεγαλύτερου ποσοστού του ελληνικού πληθυσμού, αλλά και κόστος σε όρους καταστροφής των μακροχρόνιων αναπτυξιακών προοπτικών της Ελλάδας.
Ωστόσο, αυτό το πρωτογενές, αλλά αιματηρό πλεόνασμα, αν οι «εταίροι» μας, όντως, μας θεωρούσαν και εταίρους τους, και αν πράγματι η ΕΕ βασίζονταν, όπως αρέσκεται να εξαγγέλλει, στην αλληλεγγύη και στη συνοχή των μελών της, θα όφειλε να διατεθεί ολοκληρωτικά για ανάπτυξη. Και μέσα από την ανάπτυξη, να συνέχιζε η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους. Όχι, όπως συμβαίνει τώρα, μέσα από την εξόντωση ανθρώπων και εξανδραποδισμού των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας. Μετά από περίπου δέκα χρόνια στραγγαλιστικής ύφεσης, η ελληνική οικονομία θα είχε, λογικά, να επιδείξει εντυπωσιακούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, ικανούς να πληρώνουν την εξυπηρέτηση του χρέους, χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε ακατάπαυτα δάνεια, και με τη δυνατότητα σταδιακού περιορισμού της γενικευμένης εξαθλίωσης. Και, ακόμη, δεν θα ήταν απαραίτητη η περαιτέρω καταλήστευση των συντάξεων, αλλά ούτε και η συνέχιση επιβολής φόρων, που αγγίζουν τον παραλογισμό. Η αναπτυξιακή, όμως, αυτή εκδοχή ήταν παντελώς ασύμβατη με στραγγαλιστική λιτότητα, και το δανειζόμενο με σταγονόμετρο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Δεν υιοθετήθηκε, λοιπόν, η ορθολογική αυτή επιλογή, γιατί οι δανειστές αρνούνται, ουσιαστικά, στην Ελλάδα το δικαίωμα να συνεχίσει να υπάρχει. Γιατί οι δανειστές ενδιαφέρονται για την αρπαγή όλων όσων διαθέτει, ακόμη, η Ελλάδα: επίγεια, υπόγεια, υποθαλάσσια. Όλα! Και ουδόλως ενδιαφέρονται για το μετά.
Βέβαια, οι ηττοπαθείς θα πουν: «μα αφού χρωστάμε»! Ουδείς υποστήριξε ότι δεν χρωστάμε[6]. Ωστόσο από τη μακρινή εποχή, που έζησε ο Σόλων (640-500 Π.Χ), είχε καταργηθεί η δουλεία για χρέη. Και αυτή επανήλθε, τον 21ο αιώνα, στη χώρα που την είχε καταργήσει, με πρωτοβουλία της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Επιτέλους, έστω και με τόση ασύγγνωστη αργοπορία, ας συνειδητοποιήσουν αυτοί που μας κυβερνούν ότι η ΕΕ, το ΔΝΤ και πρόσφατα και το ΝΑΤΟ, ουδόλως νοιάζονται για την Ελλάδα, και για το αν θα υπάρξει ή αν θα εξαφανιστεί. Το αποδεικνύουν σε καθημερινή βάση και με πολλούς τρόπους. Η μεγάλη και εύλογη απορία, στο σημείο αυτό, είναι αν εμείς οι ίδιοι νοιαζόμαστε για την πατρίδα μας. Φοβάμαι πως οι ενδείξεις καταλήγουν πως ούτε και εμείς, καθώς έχουμε για χρόνια υπνωτιστεί με ψευδείς ειδήσεις[7].
δ) Eφαρμογή προγράμματος που βρίθει από απάνθρωπα και γι’ αυτό αποκρουστικά, και γι’ αυτό μη σύννομα μέτρα με τη σύμφωνη γνώμη και της αντιπολίτευσης.
Το πρόβλημα έχει, προ πολλού πάψει να αναφέρεται στη διάκριση των ελληνικών κυβερνήσεων σε «αριστερές» και «δεξιές», εφόσον τα μνημονιακά μέτρα, που έγιναν αποδεκτά από όλες τις κυβερνήσεις, και σχεδόν από όλα τα πολιτικά κόμματα, δεν έχουν κομματική πολιτική απόχρωση. Πρόκειται, απλώς, για μέτρα εγκληματικά, για μέτρα απαράδεκτα, για την όποιας μορφής εφαρμογή τους σε χώρα-μέλος της ΕΕ-Ευρωζώνης. Τα μέτρα αυτά, με την πάροδο του χρόνου γίνονται όλο και πιο απροκάλυπτα, και καταβαραθρώνουν τη στοιχειώδη εθνική αξιοπρέπεια καθώς και το σύνολο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, για τα οποία υπερηφανεύεται τόσο η Δύση, Εξασθενούν, φυσικά, και τη Δημοκρατία. Στη συνέχεια παραθέτω μερικά από αυτά με μορφή ερωτημάτων:
*Πως επιτρέπουν οι πολιτικοί μας, και στο όνομα ποιας μορφής διεθνούς έννομης τάξης, να αρπάζονται τα σπίτια εκατομμυρίων Ελλήνων, με συνοπτικές και υψηλών τεχνολογικών προδιαγραφών μεθόδους;
*Πως συναινούν οι πολιτικοί μας στην εξαθλίωση εκατομμυρίων Ελλήνων συνταξιούχων, πολλοί από τους οποίους δεν είναι πια σε θέση να εξασφαλίσουν τη διατροφή τους, την ιατρική τους περίθαλψη και τα φάρμακά τους;
*Πως το δέχονται οι πολιτικοί μας να μετατρέπουν την αγορά εργασίας σε ζούγκλα, με το γελοίο πρόσχημα των δήθεν μεταρρυθμίσεων, που καταλήγουν σε μισθούς εξευτελιστικούς, που παραπέμπουν σε πείνα;
*Πως ανέχονται οι δικοί μας αρμόδιοι να εκχωρούν τον ελληνικό δημόσιο πλούτο στον πρώτο τυχόντα, που εμφανίζεται δήθεν ως «επενδυτής», απογυμνώνοντας την Ελλάδα από το σύνολο των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της για γενιές και γενιές, από σήμερα;
Φοβούνται; Απειλούνται; Τι ακριβώς συμβαίνει και δέχονται τα άθλια αυτά μέτρα;
Οι συνέπειες των ατυχέστατων μέτρων στις σχέσεις μας με το εξωτερικό.
Τώρα, η Ελλάδα απειλείται από παντού. Δεν μπορεί, βέβαια, να αποκλειστεί η πιθανότητα, η κρίση αυτή να έχει ενθαρρυνθεί ή και προκληθεί από κέντρα εκτός των άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών (και παραπέμπω γι’ αυτό στο άρθρο του δημοσιογράφου Αλέξανδρου Στεφανόπουλου)[8]. Αλλά, και αν είναι έτσι, εύλογα ωστόσο μπορεί να υποστηριχθεί ότι συνομωσίες και επιθετικά σενάρια βρήκαν στην Ελλάδα, μια ορθάνοιχτη πόρτα που τα προσκαλούσε, εξαιτίας της κατάστασης στην οποία την οδήγησαν τα μνημόνια, και εξαιτίας της παθητικής αποδοχής εξευτελισμών και μέτρων εξαθλίωσης από τις κυβερνήσεις της, αλλά και από την αντιπολίτευση.
Όταν μια χώρα, για οκτώ χρόνια, εμφανίζεται διατεθειμένη, και χωρίς την ελάχιστη αντίδραση, να δέχεται να εφαρμόζει, παρανοϊκά προγράμματα που τη συρρικνώνουν, υποσχέσεις που δεν υλοποιούνται και εύφημες μνείες που αναφέρονται στην καταστροφή της, όλοι εκείνοι που από χρόνια εποφθαλμιούν δικές της θέσεις, σπεύδουν να επωφεληθούν των ευκαιριών.
Μα, θα ψελλίσουν οι ηττοπαθείς, «τι να έκανε μια μικρή χώρα, καταχρεωμένη, που περιβάλλεται από επιθετικούς γείτονες»; «Τι θα μπορούσε να κάνει»;
Το πρόβλημα σχετίζεται με την όλη εμφάνιση, με την όλη συμπεριφορά, με το σύνολο των αντιδράσεων μιας χώρας, στους ερεθισμούς, στις προσβολές και στις επιθέσεις που δέχεται έξωθεν.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων οκτώ ετών έκαψαν όλα, μα όλα τα χαρτιά της Ελλάδας, προς τους έξωθεν εισβολείς όταν δεχόντουσαν, και μάλιστα με χαμόγελα, και μάλιστα εμφανίζοντας στους πολίτες τις πολύπλευρες καταστροφές της χώρας τους, ως δήθεν θριαμβευτικές νίκες, να υπηρετούν τις καθ’ όλα απαράδεκτες απαιτήσεις των «εταίρων τους». Η Ελλάδα εξουθενώθηκε σταδιακά, στο διάστημα αυτών των οκτώ ετών, όσο οι δικοί της αρμόδιοι για την τύχη της, έδιναν το πράσινο φως για τη λήψη πρωτοφανούς αγριότητας μέτρων, χωρίς καμία, μα καμία αντίδραση, από την πλευρά τους. Η Ελλάδα γελοιοποιήθηκε, εξάλλου, πρόσφατα, όταν χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, για να διαδηλώσουν υπέρ βωμών και εστιών, για το θέμα των Σκοπίων, και άκουσαν τους κυβερνήτες τους να τους χαρακτηρίζουν ως «ετερόκλητο όχλο» και ως «εθνικιστές και φασίστες».
Οι λόγοι, που έπεισαν τις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών να επιλέγουν συμπεριφορές αντίθετες από τα ελληνικά συμφέροντα είναι αρκετά περίπλοκοι και γι’ αυτό δύσκολο να εξιχνιαστούν. Θα επιλέξω τους πιο αφελείς και ταυτόχρονα τους πιο ανώδυνους. Ενδέχεται να μην είναι αυτοί οι πρωταρχικοί, ή και να μην είναι οι μόνοι. Αλλά, ωστόσο, κρίνω ότι είναι προς το παρόν αρκετά διαφωτιστικοί, της οικτρής κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει.
Πολλές, λοιπόν, από τις ενδείξεις των τελευταίων ετών συνηγορούν υπέρ μιας αδιανόητης αφέλειας, των ελληνικών κυβερνήσεων, σχετικά με την έκταση της προστατευτικής ομπρέλας, που θα μπορούσαν λογικά να αναμένουν από τους θεσμούς, σε ώρες κρίσης. Δε θέλησαν να συνειδητοποιήσουν ότι οι «μεγάλες δυνάμεις» στη μακραίωνη ελληνική ιστορία, ουδέποτε συμπεριφέρθηκαν «φιλελληνικά». Και ότι, συνεπώς, η βελτίωση της ελληνικής τύχης δεν περνά μέσα από τη δουλοπρέπεια και την ισοπέδωση σε κακόβουλες προτροπές «συμμάχων», «εταίρων» και «φιλελλήνων», αλλά μέσα από σθεναρή απαίτηση εφαρμογής του Δικαίου και των Διεθνών Συμβάσεων, μέσα από αξιοπρεπείς αντιρρήσεις σε παράλογες απαιτήσεις τους, μέσα από συνεχή και ενδελεχή μελέτη της ιεράρχησης των εκάστοτε ενδιαφερόντων – συμφερόντων τους, αλλά (και γιατί όχι;) και μέσα από εκβιασμούς, που μπορεί κάποτε να αποδειχθούν αποτελεσματικοί.
Η κατάσταση της Ελλάδας, αυτές τις ώρες δείχνει πως «είναι αργά για δάκρυα», και πως εξαιτίας ανεπίτρεπτης και μακράς σειράς λαθών, κινδυνεύουμε να χάσουμε πολλά.
Η μάχη, ωστόσο, ιδίως όταν αφορά σε εθνικά θέματα, δεν πρέπει να εγκαταλείπεται ποτέ. Τώρα, πρέπει όλοι να αγωνιστούμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε, εναντίον «φίλων» που δεν είναι φίλοι και εχθρών, που δεν αναχαιτίζονται από τους πρώτους. Είμαστε μόνοι. Αλλά, όχι αδύναμοι, αν ενωθούμε. Αν όλοι μιλήσουμε την ίδια γλώσσα προς τα έξω. Αν ξεσκεπάσουμε το ρόλο των «φίλων». Αν παραιτηθούμε από ανούσιες έρευνες για το ποιοι ευθύνονται περισσότερο από άλλους μέσα στη χώρα μας, για το ποιοι είναι πιο διεφθαρμένοι, και για το ποιοι πρέπει να διοριστούν, επειδή πρόσκεινται στην κυβέρνηση, και να απολυθούν όσοι δεν πρόσκεινται κ.ο.κ. Ο κατάλογος μακρύς, με άπειρες σχισμές, μέσα από τις οποίες υπεισέρχονται οι «φίλοι» και οι μη φίλοι. Ας κλείσουμε, λοιπόν, τις σχισμές.
Τελικά, ωστόσο, μπορεί να δείχνουμε χαμένοι, αλλά δεν είμαστε, καθώς φαίνεται πως έχει παρέμβει ο Θεός της Ελλάδας. Ότι δεν τολμήσαμε να πράξουμε εμείς, δηλαδή να αγωνιστούμε για την εθνική μας αξιοπρέπεια και την οικονομική μας επιβίωση, υπόσχονται να το πράξουν οι εκλογές στην Ιταλία και το τέλος της παγκοσμιοποίησης, μετά την εισαγωγή προστατευτικών μέτρων από τον Αμερικανό πλανητάρχη. Ίδωμεν!
*Η Μαρία Νεγρεπόντη – Δελιβάνη είναι πρώην πρύτανης και καθηγήτρια Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
[1] Κατά τη διάρκεια της οποίας οι δικοί μας αρμόδιοι δεχόταν να κρίνονται και να εξευτελίζονται από νεαρούς τεχνοκράτες του ΔΝΤ
[2] Ενώ επρόκειτο για συνεχείς δόσεις δανείων, προκειμένου να πληρωθούν εμπρόθεσμα οι δανειστές, και των οποίων η προσθήκη στο αρχικό χρέος το διόγκωνε
[3] Θλιβερής, γιατί μετά από κάθε νέα αξιολόγηση, ο βρόγχος γύρω από το λαιμό των Ελλήνων έσφιγγε περισσότερο, με τη μορφή περαιτέρω μειώσεων μισθών και συντάξεων, επιτάχυνσης ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, εντατικοποίησης των μέτρων ζουγκλοποίησης της αγοράς εργασίας, γενίκευσης των κατασχέσεων κατοικιών, επιβολής νέων αβάσταχτων φόρων κ.ο.κ..
[4] Ανεξαρτήτως, βέβαια, από το εμφανές γεγονός ότι, ήδη, το έδαφος φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάτω από την παγκοσμιοποίηση, και τη μικρότερη εντός αυτής ΕΕ, ύστερα από την επιβολή προστατευτικών δασμών, από τον Donald Trump, που μοιραία θα γενικευτούν με τη μορφή «ντόμινου», καθώς και των εκλογών στην Ιταλία, την τρίτη σε μέγεθος ευρωπαϊκή οικονομία, που όποιες και αν είναι οι εξελίξεις, η νέα της κυβέρνηση θα είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης, εναντίον της Ευρώπης και, φυσικά, εναντίον του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
[5] Να παρατηρηθεί, στο σημείο αυτό ότι το ΔΝΤ δεν είχε θέση στην Ευρώπη, αφού η μέχρι τότε αποστολή του ήταν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η δικαιολογία της ΕΕ ότι ήθελε την παρουσία του για το know-how του σε περιπτώσεις χρέους δεν είναι σοβαρή, δεδομένου ότι η ΕΕ δεν στερείται αξιόλογων και καλά καταρτισμένων οικονομολόγων
[6] Παρότι, το ακριβές ποσό δεν είναι αυτό που επίσημα εμφανίζεται. Από αυτό, θα πρέπει να αφαιρεθούν πολλά και σημαντικά κονδύλια, εκτός των γερμανικών αποζημιώσεων, που ενδεχομένως θα αφήσουν υπόλοιπο χρέος από την Γερμανία προς την Ελλάδα, και όχι αντιστρόφως.