Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
Προχθές, που λέτε, βρισκόμουν για μία ακόμη φορά στην ουρά 25 μέτρων έξω από το Εφετείο Αθηνών, για να εισέλθω στο κτήριο, αφού περάσω τον αστυνομικό έλεγχο. Αριστερά μου η παλαιά είσοδος που κατεστράφη προ 4 μηνών από βομβιστική ενέργεια κάποιων υπερδημοκρατών που δεν αντέχουν τη βαρβαρότητα της δημοκρατίας που έχουμε και θέλουν ακόμη περισσότερη δημοκρατία. 4 μήνες και δεν έχει αποκατασταθεί η ισοπεδωμένη είσοδος. Οι εργασίες αποκατάστασης έχουν αρχίσει, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί. Έγινε, άραγε, απ’ ευθείας ανάθεση και ο εργολάβος είπε ότι «δεν βγαίνει», εξ ου και πρέπει να γίνει αναθεώρηση τιμών; Μήπως έγινε διαγωνισμός και ο μειοδότης έπεσε έξω, οπότε θα περάσουν μερικά τέρμινα, μέχρι να κηρυχθεί έκπτωτος, ώστε να μπορέσει να αναλάβει άλλος; Μήπως τα χάλασαν στη μίζα; Μικρό το έργο, αλλά ζητούσαν μεγάλη μίζα;
Τα ίδια με βασανίζουν κάθε φορά που περιμένω στην ουρά για να μπω στο κτήριο του Εφετείου, το οποίο, παρεμπιπτόντως, έχει ανεγείρει ο εργολάβος Καλογρίτσας. Και δεν είναι μόνον αυτά που με βασανίζουν. Με βασανίζει πάντοτε και κάτι άλλο: οι έξυπνοι που δεν παίρνουν θέση στο τέλος της ουράς, αλλά μπαίνουν από το πλάι, ώστε να προηγηθούν. Και οι υπόλοιποι είμαστε τόσο μαλάκες, συγγνώμη ευγενείς ήθελα να γράψω, που δεν διαμαρτυρόμαστε. Μέχρι που εγώ διαμαρτυρήθηκα προχθές, αλλά ο τύπος στον οποίον έκανα παρατήρηση πέταξε ένα «άντε τώρα» και προχώρησε απτόητος. Τον παρακολούθησα μέχρι που δεν πέρασε από το μηχάνημα ανίχνευσης σιδερικών και έδειξε σε μία αστυνομικό την ταυτότητά του, η οποία τον άφησε να περάσει. Η εξουσία γαρ.
Όλη την ώρα που περίμενα υπομονετικά να εισέλθω στο κτήριο σκεφτόμουν ότι την επομένη είναι η επέτειος της αποφράδος 21ης Απριλίου 1967. Της εποχής του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», της οδού Μπουμπουλίνας, του Θεοφιλογιαννάκου, του ΕΑΤ/ΕΣΑ, του «Πολυτεχνείου» και της απώλειας της μισής Κύπρου. Ευτυχώς που η δικτατορία έπεσε, αναλογίσθηκα για πολλοστή φορά. Κι’ έχουμε την πολυπόθητη Δημοκρατία, όπου
-η παραπαιδεία θάλλει όπως και επί χούντας
-το πανεπιστημιακό κατεστημένο είναι αντιχουντικό, αλλά πάντοτε νεποτικό
-όπου η υγεία δεν έχει βελτιωθεί ούτε στο τόσο δα και τα φακελάκια δίνουν και παίρνουν παρέα με τα ράντζα
-όπου το ΑΣΕΠ αποτελεί τη φενάκη της αξιοκρατίας
-όπου η Δικαιοσύνη είναι ανοιχτομάτα και απλώς στερείται Βασιλικών Επιτρόπων
-όπου το Αιγαίο παίρνει ένα χρώμα γκρι χάρη στη γενναιότητα και φιλοπατρία των δημοκρατικά εκλεγμένων πωλητικών μας και όχι των στρατοκρατών επιόρκων
-όπου ο νόμος εφαρμόζεται με αυστηρότητα στους αδύναμους και δεν εφαρμόζεται στους ισχυρούς
-όπου η γυναίκα του πρωθυπουργού δεν είναι αναγκαίο ούτε να φαίνεται τίμια
-όπου το άνθος του λαού μεταναστεύει κατά δεκάδες χιλιάδων, για να επιβιώσει, ελλείψει πρόσβασης στα κώματα που διορίζουν όλους τους τενεκέδες
-η λαμογιά, οι απ’ ευθείας αναθέσεις, οι μίζες πάνε κι΄ έρχονται, όπως ακριβώς και επί χούντας
-το βύσμα για μετάθεση στον στρατό ζη και βασιλεύει.
Ευτυχώς που έπεσε η χούντα το 1974 και απολαμβάνουμε τα αγαθά της Δημοκρατίας. Δεν λέω, βέβαια, πως νοσταλγώ τη δικτατορία. Αλλά αναρωτιέμαι, αν είναι προτιμότερο να με δουλεύει ο Φλαμπουράρης, επειδή του έχω δώσει την ψήφο μου [ένας Θεός ξέρει πώς], ή ο Ταγματαρχίδης, επειδή του έχω δώσει το πιστόλι μου.
Δεν παραγνωρίζω, βέβαια, το γεγονός ότι η Δημοκρατία μού επιτρέπει να γράφω, όπως κάνω τούτη την ώρα. Χωρίς λογοκρισία. Συμπληρώνω, όμως, ότι λογοκρισία υπάρχει και σήμερα με τη μορφή των τρολ που ζουν και βασιλεύουν συνδυαζόμενα με τη διάδοση fake news, άλλως εύπεπτου σανού, και με τη δουλική συνεργασία στρατευμένων δημοσιοκάφρων.
Ηθικόν δίδαγμα: όσον οι έσχατοι γίνονται πρώτοι αναξίως και παρεξηγείται το «Εγίγνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή», η ονομασία του πολιτεύματός μας είναι αδιάφορη.