Του Γιώργου Σαρρή. *
Πώς θα σας φαινόταν εάν ερχόταν κάποιος και χάριζε στο ελληνικό κράτος ένα σεντούκι με πολύτιμους θησαυρούς, χρυσά δαχτυλίδια, αρχαίες ασπίδες, πολύτιμα αγγεία και σπάνια σκουλαρίκια, αλλά ο πρωθυπουργός του απάνταγε «ευχαριστούμε, αλλά δεν θα πάρουμε» και μάλιστα αντίστοιχη άποψη να είχε και η Βουλή - έστω και με οριακή πλειοψηφία; Κι όμως κάτι τέτοιο συνέβη πριν από 147 χρόνια στον τόπο μας.
Ας δούμε όμως πως φθάσαμε μέχρι εκεί.
Η ανασκαφή.
Στις 31 Μαΐου 1873 ο γνωστός Γερμανός ερασιτέχνης αρχαιολόγος, Ερρίκος Σλήμαν, πραγματοποιεί με το επιτελείο του ανασκαφές στο ύψωμα Χισαρλίκ της σημερινής Τουρκίας (τότε τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Εκτιμά ότι εκεί βρισκόταν η πόλη της Τροίας βάσει των ομηρικών αναφορών που έχει διαβάσει από μικρός και του ενστίκτου του. Ψάχνει εναγωνίως για τον θησαυρό του μυθικού βασιλιά Πρίαμου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν εκπληρωθεί οι προσδοκίες του και όπου να 'ναι ετοιμάζεται να σταματήσει τις εργασίες.
Για καλή του τύχη όμως, η σκαπάνη χτυπάει πάνω σε ένα κουτί. Το ανοίγει και μένει έκπληκτος. Μέσα υπήρχαν 8.833 μικρά αντικείμενα, εκ των οποίων τα 8.750 είναι χρυσά δαχτυλίδια και κουμπιά. Υπήρχαν επίσης 56 χρυσά σκουλαρίκια και διαδήματα που άστραφταν στον ήλιο. Παράλληλα ανακαλύπτει μια ορειχάλκινη ασπίδα, δύο χρυσά κύπελλα και ένα μικρότερο από ήλεκτρο, χύτρες, αργυρά αγγεία
αλλά και όπλα άλλων εποχών.
«Φαίνεται ότι κάποιο μέλος της οικογένειας του Πριάμου έκλεισε βιαστικά τον θησαυρό μέσα σ' αυτό το κιβώτιο και το πήρε μαζί του χωρίς να προφθάσει να βγάλει το κλειδί από την κλειδαριά. Καθώς όμως έφθανε στο κυκλικό τείχος, τον πρόλαβε ο εχθρός ή η φωτιά και αναγκάστηκε να αφήσει το κιβώτιο, που αμέσως σκεπάστηκε από ένα στρώμα πέντε - έξι πόντους παχύ, κόκκινη στάχτη και τα ερείπια του διπλανού βασιλικού παλατιού...», έγραψε ο αρχαιοδίφης στο ημερολόγιό του.
Συμφωνία 50-50 με τους Τούρκους.
Ο 51χρονος τότε Σλήμαν είχε συνάψει συμφωνία με τις τουρκικές Αρχές βάσει τις οποίας ό,τι έβρισκε θα το μοιραζόταν 50-50. Εκτός από αρχαιολόγος όμως, ήταν και τυχοδιώκτης. Δεν ήθελε να δώσει τον μισό θησαυρό στο κράτος. Κρύβει το ευχάριστο νέο και φροντίζει να διασκορπίσει τα κομμάτια σε έμπιστους φίλους του (κυρίως στον Φρεντ Καλβέρτ, πρόξενο των Ηνωμένων Πολιτειών στα Δαρδανέλλια - άλλωστε και ο ίδιος ο ανασκαφέας ήταν επισήμως Αμερικανός πολίτης). Ακολούθως τον βοηθούν να τα φυγαδεύσει στην κοντινότερη χώρα που είναι βέβαια η Ελλάδα. Ο θησαυρός καταχωνιάστηκε μέσα σε κοφίνια και με καΐκι τα πέρασε στην Ερμούπολη της Σύρου.
Η φυγάδευση.
Αμέσως μετά, τα πηγαίνει στην Αθήνα. Οι Οθωμανοί που έχουν καταλάβει τι συνέβη, απολύουν τον αξιωματούχο Αμίν Εφέντη που είχε την επίβλεψη της ανασκαφής και κυνηγάνε τον Σλήμαν δικαστικά.
Απευθύνονται μάλιστα στα ελληνικά δικαστήρια τα οποία αποφασίζουν λίγους μήνες αργότερα ότι ο αρχαιολόγος θα πρέπει να καταβάλλει στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης αποζημίωση 10.000 χρυσών γαλλικών φράγκων, τα οποία στο πλαίσιο του τελικού συμβιβασμού θα πενταπλασιαστούν καθώς θα ανέλθουν τελικά στα 50.000 χρυσά γαλλικά φράγκα.
Ο Σλήμαν αναγκάζεται να τα πληρώσει, αλλά πλέον όλος ο θησαυρός θα είναι επισήμως δικός του. Φθινόπωρο του 1873 κυκλοφορούν στο Παρίσι και στη Λειψία οι δύο τόμοι του με τίτλο αντίστοιχα «Τρωικές Αρχαιότητες» (στα γαλλικά) και «Άτλας Τρωικών Αρχαιοτήτων» (στα γερμανικά) όπου αναφέρει αναλυτικά ό,τι έχει βρει.
Εκείνος 47 ετών, εκείνη 17.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Σλήμαν ήταν παντρεμένος με την Ελληνίδα Σοφία Εγκαστρωμένου, που τον συνόδευε και στις ανασκαφές. Έχοντας πάρει διαζύγιο από την πρώτη γυναίκα του, ζητούσε επιμόνως να νυμφευθεί Ελληνίδα. Επέλεξε τη Σοφία με τη βοήθεια του φίλου του πανεπιστημιακού καθηγητή Θεόκλητου Βίμπου, από τον οποίο είχε ζητήσει να του βρει μια υποψήφια που θα έπρεπε «να έχει μαύρα μαλλιά και ει δυνατόν, να είναι όμορφη». Δεν τον ενδιέφερε αν ήταν φτωχή, αρκεί να ήταν υπάκουη, να είχε καλή καρδιά, να αγαπούσε τη μόρφωση και να ήταν λάτρις του Ομήρου.
Ο φίλος του έστειλε μια σειρά από φωτογραφίες και κάπως έτσι διάλεξε τη Σοφία με την οποία παντρεύτηκαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1869. Εκείνη ήταν 17 ετών και εκείνος 47. Έχει μείνει στην ιστορία η φωτογραφία της Σοφίας που φοράει «τα κοσμήματα της Ωραίας Ελένης»; όπως έλεγε τότε ο σύζυγός της, από τον «θησαυρό του Πρίαμου». Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, στα οποία θα δώσουν αρχαιοελληνικά ονόματα: Ανδρομάχη και Αγαμέμνονας.
Η δελεαστική πρόταση.
Η σύζυγός του τον πιέζει να παραμείνει ο πολύτιμος θησαυρός στην Ελλάδα. Ο Σλήμαν το σκέφτεται και πριν τα τέλη του 1873 απευθύνεται στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Επαμεινώνδα Δεληγιώργη καταθέτοντας μια άκρως δελεαστική πρόταση. Προτείνει να χτίσει ο ίδιος ένα μουσείο που θα στέγαζε τον πολύτιμο θησαυρό, υπό την προϋπόθεση ότι θα έφερε το όνομά του και θα ήταν ισόβιος διευθυντής.
Μάλιστα, θα κατέβαλλε για το συγκεκριμένο εγχείρημα 200.000 χρυσά φράγκα. Μετά θάνατον το «Σλημάνειο Μουσείο» με όλα τα εκθέματα θα περνούσε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους. Παράλληλα, ζητούσε να του παραχωρηθεί η πολυπόθητη άδεια να πραγματοποιήσει ανασκαφή στις Μυκήνες.
Η Βουλή αρνείται.
Ο πρωθυπουργός θα του δώσει την άδεια που ζητούσε, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρακολουθείται από τις αρμόδιες αρχές (στο πλαίσιο αυτό ανακάλυψε το 1876 τον πρώτο περίβολο και τους λακκοειδείς τάφους πίσω από την Πύλη των Λεόντων που αποτελούσε την κύρια είσοδο της ακρόπολης των Μυκηνών). Συναινεί φυσικά και για την παραχώρηση του θησαυρού, ωστόσο εξηγεί πως η οριστική απόφαση θα πρέπει να παρθεί από τη Βουλή. Τα περισσότερα από τα μέλη του Κοινοβουλίου δεν έχουν τις γνώσεις προκειμένου να αντιληφθούν την αξία του δώρου που τους έκανε ο Σλήμαν και οι άλλοι μισοί φοβούνται τυχόν επιδείνωση των διπλωματικών σχέσεων με την Τουρκία. Η πρόταση απορρίπτεται πανηγυρικά.
Παροιμιώδης έχει μείνει η φράση του υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ιωάννη Βαλασόπουλου: «Ας πάρει τα τσουκαλάκια του ο κ. Σλήμαν κι ας μας αφήσει επιτέλους ήσυχους»! Τρία χρόνια αργότερα, το 1876, ο υπουργός καταδικάστηκε ως ένοχος χρηματισμού για την εκλογή τριών μητροπολιτών βάζοντας τέλος στην πολιτική του καριέρα.
Η περιπέτεια του θησαυρού.
Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο Σλήμαν μετέφερε το 1877 τον θησαυρό στο μουσείο του Σάουθ Κένσινγκτον του Λονδίνου όπου μέχρι το 1880 πέρασαν να τον θαυμάσουν εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, ενώ τον ευχαρίστησε για την κίνησή του αυτή η βρετανική κυβέρνηση. Ακολούθως, ο Γερμανός ανθρωπολόγος και αρχαιολόγος, καθηγητής Ρούντολφ Φίρχω, πείθει τον Σλήμαν να δωρήσει τον θησαυρό στη Γερμανία, τόπο καταγωγής του, έναντι ενός παρασήμου δευτέρας τάξεως και αναγορεύσεώς του σε επίτιμο δημότη του Βερολίνου. Όντως, έτσι γίνεται και τα εκθέματα παρουσιάζονται στο μουσείο Περγάμου του Βερολίνου. Το 1937 ο θησαυρός τοποθετείται στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο του μουσείου για να προφυλαχθεί από πιθανή αεροπορική επιδρομή, καθώς ανήκε στα ανεκτίμητα αντικείμενα. Στη συνέχεια θα μεταφερθεί το ίδιο έτος σε αντιαεροπορικό καταφύγιο που αναγέρθηκε στον ζωολογικό κήπο της γερμανικής πρωτεύουσας όπου και παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1945 που μπήκε στην πόλη ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης.
Με την πτώση του χιλτερικού καθεστώτος οι Σοβιετικοί μετέφεραν αεροπορικώς τον θησαυρό στη Μόσχα όπου και παρέμεινε κρυμμένος επί δεκαετίες.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις αρνούνταν οποιαδήποτε γνώση για την τύχη του θησαυρού. Εμφανίστηκε όμως ξαφνικά το 1993 στις αποθήκες του μουσείου Πούσκιν, του μεγαλύτερου μουσείου ευρωπαϊκής τέχνης όχι μονάχα της ρωσικής πρωτεύουσας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο Ρώσος πρόεδρος, Μπόρις Γιέλτσιν, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα ανακοινώνει ότι ο θησαυρός θα σταλεί στην ελληνική πρωτεύουσα προκειμένου να εκτεθεί για εύλογο χρονικό διάστημα στο Ιλίου Μέλαθρον, το νεοκλασικό κτήριο της οδού Πανεπιστημίου που σχεδίασε το 1878 ως κατοικία του ο Ερρίκος Σλήμαν και σήμερα στεγάζει το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών. Το ρωσικό κοινοβούλιο όμως δεν αποδέχεται την πρόταση Γιέλτσιν.
Τα ζητάνε πίσω οι Γερμανοί.
Στις μέρες μας τα πολύτιμα αντικείμενα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη έχουν τοποθετηθεί κανονικά σε προθήκες του μοσχοβίτικου μουσείου αν και η Γερμανία ζητάει επανειλημμένως να τις επιστραφούν, όπως εμείς ζητάμε τα μάρμαρα του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Ωστόσο, η απάντηση και στις δύο περιπτώσεις είναι αρνητική.
Ένα μικρό τμήμα πάντως των χρυσών δαχτυλιδιών και των κουμπιών είχε πέσει τις προηγούμενες δεκαετίες στα χέρια αρχαιοκαπήλων και εκτίθενται πλέον στο μουσείο της Πενσυλβάνιας των Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει θετικά το 1874, όλα αυτά τα χρυσά αντικείμενα θα βρίσκονταν σήμερα στη χώρα μας. Μας έχουν μείνει μονάχα λίγα ευρήματα που είχε κρατήσει η Σοφία Σλήμαν για τον εαυτό της, τα οποία προνόησε μετά το θάνατό της να περάσουν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Πρόκειται για πήλινα αγγεία, εργαλεία, μαρμάρινα ειδώλια και κάποια άλλα μικροαντικείμενα που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο κοινό το 2017.
Δεν ήταν του Πρίαμου.
Και μια σημαντική λεπτομέρεια για το τέλος. Ο Σλήμαν πίστευε ότι είχε ανακαλύψει την ομηρική Τροία όταν πραγματοποίησε τις ανασκαφές, αλλά είχε κάνει λάθος. Είχε βρει μια από τις συνολικά εννέα πόλεις που είχαν ακμάσει σε διάφορες χρονικές περιόδους στην εποχή. Κατά συνέπεια και τα όσα βρήκε δεν ήταν ο «θησαυρός του Πρίαμου», αφού τα ευρήματα χρονολογούνται 1.000 χρόνια νωρίτερα από την εικαζόμενη εποχή του Τρωϊκού Πολέμου που τοποθετείται τον 12ο αιώνα προ Χριστού. Μπορεί από άποψη συμβολισμών να φαντάζουν σε κάποιους υποδεέστερα αλλά από αρχαιολογικής σημασίας είναι εξίσου σημαντικά ενώ από καθαρά θέμα κόστους προφανώς και αξίζουν ακόμη περισσότερο μιας και είναι τελικά πολύ παλαιότερα.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.