Γράφει, λίγο πριν κόψει τις φλέβες του, ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Εδώ και ένα περίπου χρόνο ματακομίσαμε στο Κορωπί. Αναγκαστήκαμε, κάτι ο ΕΝΦΙΑ, κάτι το τεκμήριο, κάτι οι θεσμοί, να ξεκάνουμε όσο-όσο το διώροφο διαμέρισμά μας στην Ηλιούπολη και να αγοράσουμε ένα, πολύ μικρότερο, στους πρόποδες του ανατολικού Υμηττού.
Όλα καλά ως εδώ. Καλύτερες συνθήκες ζωής, καθαρός αέρας, χωράφι μπροστά στο διαμέρισμα αντί για τη μπουγάδα της απέναντι στα τέσσερα μέτρα, κοτσύφια να τιτιβίζουν ολόγυρα αντί δίτροχα με σπασμένες εξατμίσεις να ουρλιάζουν στον ανήφορο, κιόσκια με ζαρζαβατικά και αυγά από αλανιάρες κότες σε απόσταση αναπνοής απ' το σπίτι, ελεύθερο Δημοτικό Στάδιο για περπάτημα και αθλοπαιδειές, άνεση στη στάθμευση του αυτοκινήτου, περίπατοι σε μονοπάτια πνιγμένα στα αμπέλια, στις αμυγδαλιές, στις συκιές και στα φυστίκια Αιγίνης, στάνη και τυροκομείο όπου παράγεται πρόβειο γιαούρτι και φέτα, οινοποιεία και, γενικώς, εξοχή σε μια ακτίνα γύρω απ' το καινούργιο διαμέρισμα με το κέντρο του Κορωπίου να απέχει λιγότερο από πεντακόσια μέτρα.
Μοναδικό μειονέκτημα η κάπως μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει πλέον απ' την Αθήνα και, κυρίως, τον Πειραιά. Προσωπικώς δεν θα με ενοχλούσε καθόλου αυτό αν είχα εγκαταλείψει κάθε δραστηριότητα και είχα περιοριστεί στην ημιθανή κατάσταση ενός χαμηλοσυνταξιούχου που εξαντλεί τον χρόνο που του έμεινε να ζήσει καθισμένος μπροστά στη συσκευή πλύσης εγκεφάλου. Έλα όμως που εγώ δεν έχω ακόμη μπει σε διαδικασία απόσυρσης και πρέπει να πηγαίνω πού και πού στο κέντρο του βρωμερού άστεος για χίλιους δυο λόγους.
Έτσι, τα χιλιόμετρα στο κοντέρ της πάπιας άρχισαν να ανεβαίνουν ανησυχητικά, ενώ ανάλογα άρχισε να μεγαλώνει και η ανάγκη για αλλαγή λαδιών και γενική συντήρηση. Γρήγορα ωστόσο ανακαλύψαμε ότι σε απόσταση δύο περίπου χιλομέτρων απ' το νέο διαμέρισμα υπάρχει ο σταθμός του μετρό Κορωπίου. Οποία ευτυχία! Σε συνδυασμό μάλιστα με το μισό εισιτήριο που πληρώνω εγώ, λόγω της σύνταξης, και στο καθόλου της συζύγου, λόγω της μακροχρόνιας ανεργίας της, το πράγμα έμοιαζε να είναι ιδανικό. Αμ δε!
Έχετε ταξιδεύσει με το μετρό τελευταία; Εγώ δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ μέχρι πριν από λίγους μήνες. Εδώ και λίγο καιρό όμως το χρησιμοποιώ, κατ' ανάγκην. Χθες πάντως η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και αποφάσισα να μην επιβιβαστώ ποτέ πια σε συρμό του μετρό. Έχουν εξαντληθεί βλέπετε και τα όρια της υπομονής μου.
Δεν πρόλαβα λοιπόν να επιβιβαστώ και τσουπ να η πρώτη οικογένεια Ρομά που επιβιβάστηκε κι' αυτή. Χωρίς εισιτήρια, βεβαίως βεβαίως. Ένα πλαστικό ποτήρι για τα ψιλά ο ξυπόλητος μικρός, ένα ακορντεόν (ο Θεός να το κάνει) ο πατέρας, και από κοντά η μητέρα με ένα ανήσυχο μικρό κορίτσι ξυπόλητο και με μύξες να κάνει μονόζυγο σε ό,τι εξείχε! Και κάπου εκεί άρχισε η παράφωνη συναυλία με το ακορντεόν να παίζει κάτι ανάμεσα σε Μπετόβεν και Ζαμπέτα και τον ξυπόλητο πιτσιρικά να σε κοιτάζει επίμονα στα μάτια και να περιμένει τον οβολό...
Μόλις έκαναν την περατζάδα τους οι Ρομά, εισέβαλλε ένας άλλος, αγνώστου προέλευσης και εθνικότητας επαίτης, ο οποίος άρχισε, στεντορεία τη φωνή, να απαγγέλλει το γενεαλογικό του δένδρο και τη δυστυχία του, με ένα άρρωστο παιδί να περιμένει στο σπίτι για λίγο ψωμί, και τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να απαιτεί τα καθυστερημένα ενοίκια. Μέχρι το Μοναστηράκι, όπου και εγκατέλειψα αλλόφρων το τραίνο της συμφοράς, παρέλασαν πάνω από είκοσι επαίτες οι οποίοι πρωταγωνιστούσαν σε διάφορα σενάρια επαιτείας! Αναρωτήθηκα, βεβαίως, πώς καταφέρνουν όλοι αυτοί να περνούν από τα αυτόματα μηχανήματα χωρίς πρόβλημα; Αν εγώ επιχειρήσω να περάσω χωρίς να πληρώσω είναι βέβαιο πως θα με μπαγλαρώσουν αμέσως.
Άλλαξα συρμό για Πειραιά, ελπίζοντας ότι το κακό θα μετριαστεί αλλά, φευ, έπεσα έξω! Αποβιβάστηκα απελπισμένος στο λιμάνι και βγήκα στον δρόμο. Θέλετε να σας πω τι αντίκρυσα; Μικροπωλητές από κάθε γωνιά του πλανήτη είχαν καταλάβει όλο το πεζοδρόμιο έξω από τον σταθμό και εξέθεταν πάνω σε αυτοσχέδιους πάγκους την πραμάτεια τους. Γυαλιά ηλίου, μικρές ηλεκτρικές συσκευές, παπούτσια, τσάντες, διάφορα μπιχλιμπίδια αγνώστου προέλευσης και χρήσης! Άνετοι όλοι, χωρίς να φοβούνται την επέλαση της αστυνομίας. Ποιας αστυνομίας δηλαδή; Πώς μπορείτε να τα πουλάτε αυτά με τόση άνεση; Γιατί δεν σας διώχνει η αστυνομία; ρώτησα έναν από αυτούς. "Ντεν ντιώχνει αστυνόμος γιατί παίρνει μπαξίς", ήταν η απάντηση που, άγνωστο γιατί, δεν με εξέπληξε...
Πιο κάτω, καθισμένος στον δρόμο ένας εξαθλιωμένος συνάνθρωπος, με κομμένα και τα δύο του πόδια στο ύψος του γόνατου. Ένας άλλος έδειχνε τα γυμνά του πόδια, που ήταν σε κατάσταση αποσύνθεσης με ανοικτές πληγές. Δίπλα μια ευτραφής Ρομά που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μισόγυμνο μωρό και το ξεψείριζε. Δεν ξέρω αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω στη θέα ενός "κράτους" που επιτρέπει (αν όχι υποθάλπει) καταστάσεις τριτοκοσμικών χωρών σε απόσταση αναπνοής απ' την κοιτίδα του πολιτισμού. Την Ακρόπολη των Αθηνών και το λιμάνι του Πειραιά!
Επιστρέφοντας στο Κορωπί η αφίσσα της Δούρου με το ψεύτικο χαμόγελο φιγουράριζε στους τοίχους των σταθμών μαζί με το σλόγκαν "Την πιστεύουμε! Την εμπιστευόμαστε!". Και δίπλα η άλλη φάτσα, ο Πατούλης, να ικετεύει κι' αυτός για την ψήφο των Αθηναίων. Βρε άει σιχτίρι!
Καθώς αποβιβαζόμουν στο Κορωπί, έφερα στο μυαλό μου τον Λιαντίνη, που δεν έζησε για να δει αυτή την κατάντια, αυτόν τον ξεπεσμό...
Δεν το ξανακάνω λοιπόν στο μετρό, παραφράζοντας το τραγούδι του Τουρνά "δεν το ξανακάνω σ' Autobianchi". Προτιμώ να πηγαίνω με το παπί και ας με κτυπάει ο αέρας, το κρύο, η ζέστη κι' η βροχή. Και ας καίω ένα μέρος της πενιχρής μου σύνταξης σε βενζίνη και επισκευές...