Ύστατο χαίρε σε έναν καλό Κασιώτη και φίλο.
Έφυγε απ' τη ζωή ο κυρ Γιώργης ο Λιόντας και οι ραχούλες της Κάσου έχασαν το χρώμα τους, θαρρείς, έχασαν την ζωντάνια τους. Απλός άνθρωπος ο κυρ Γιώργης, τραγουδούσε τη ζωή, τη δουλειά και το νησί του σκαρώνοντας μαντινάδες. Μου προσέλκυσε πολλές φορές το ενδιαφέρον και θέλησα να του μιλήσω. Πότε την ώρα που έπηζε τη σιτάκα στο μιτάτο, καθισμένος με τις ώρες πάνω απ΄ τη φωτιά, πότε στην επίσκεψη του ορθοπεδκού Ανδρέα Παπαδόπουλου στο σπίτι του, κατά την διάρκεια της αποστολής αγάπης του "Ναυτίλου" στην Κάσο τον Νοέμβριο του 2015, και πότε σε μια εξομολόγηση εκ βάθους καρδίας όταν με δυσκολία έσερνε τα κουρασμένα πόδια του μέχρι το εκκλησάκι του Άγιου Παντελεήμονα.
Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι, καθημερινοί, που εκπέμπουν μια δυνατή αύρα που σε καθηλώνει, σε μαγεύει, σε κάνει να μη θέλεις να φύγεις ποτέ από κοντά τους, να ακούς επί ώρες τις αφηγήσεις τους. Ο κυρ Γιώργης Νικολάκης ή Λιόντας, όπως έλεγε ο ίδιος, 96 ετών μέχρι που είπε την τελευταία μαντινάδα του στη ζωή, ήταν ένας από αυτούς. Κασιώτης κτηνοτρόφος, χωρίς ακαδημαϊκές περγαμηνές και τίτλους, σε καθήλωνε με τις αφηγήσεις, τις μαντινάδες και τον τρόπο της σκέψης του. Μια ζωή στο βουνό και στο μιτάτο άρμεγε αιγοπρόβατα και τυροκομούσε με την συντροφιά της συζύγου του Μαρούκλας. Σιτάκα το καλοκαίρι, αλμυροτύρι, γραβιέρα, δρίλα και φέτα τον χειμώνα. Τελευταία, ένα πρόβλημα με τις αρθρώσεις των ποδιών του είχε περιορίσει τις δραστηριότητες και τις κινήσεις του. Δεν παρέλειπε όμως να κρατάει ζωντανό το καντήλι του αγαπημένου του αγίου και να πηγαίνει ως εκεί στηριζόμενος στο μπαστούνι του.
Θα ήθελα να ήταν πατέρας μου! Ο κυρ Γιώργης είχε ένα έμφυτο χάρισμα που ήταν, θα έλεγε κανείς, και ιδιαίτερο χάρισμα πολλών ακόμη συμπατριωτών του. Σκαρφιζόταν μαντινάδες. Το σημαντικό όμως δεν ήταν αυτό. Το σημαντικό ήταν ότι δεν χρειαζόταν να τις γράφει γιατί τις απήγγειλε όλες από μνήμης! Τον άκουσα να απαγγέλει ολόκληρο το ποίημα για το γεφύρι της Άρτας, που έμαθε στην τρίτη δημοτικού, 88 χρόνια πριν, και δεν πίστευα στ' αυτιά μου! Ξόρκιζε τον χάρο με μαντινάδες και χαμογελούσε όταν μου έλεγε πως ο χάρος δεν παίρνει αυτούς που γλεντούν. "Θα σου πω μια μαντινάδα, που μου ήρθε ξαφνικά μια μέρα στο μυαλό και δεν την ξεχνώ. Εξιστορεί τον πατημό της Κάσου", μου είπε κάποια στιγμή, και συνέχισε : "Πρέπει να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νέοι τι έγινε στο νησί εκείνη την ημέρα που πάτησαν εδώ οι τούρκοι".
Χάρηκα τη συντροφιά και την απροσποίητη ζωντάνια του κυρ Γιώργη, κατέγραψα τις μαντινάδες και τις σκέψεις του και τον αποχαιρέτησα με την υπόσχεση πως τον Αύγουστο θα πάμε μαζί στο μιτάτο να πήξουμε σιτάκα. Δεν ξαναπήγα στο νησί από τότε και αυτό, ομολογώ, θα το φέρω βαρέως στη συνείδησή μου γιατί ο κυρ Γιώργης ο Λιόντας δεν ήταν απλώς άλλος ένας Κασιώτης...