Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Όσες φορές και αν συζητήσει κανείς με τον 85χρονο σήμερα, αλλά αιωνίως έφηβο Νίκο Θεολογίτη, λίγες θα του φανούν! Γελάει συνεχώς, αστειεύεται, λέει ανέκδοτα για να διασκεδάζει τους πελάτες της ταβέρνας του στα Θολάρια της Αμοργού, πειράζει τις νεαρές τουρίστριες που έρχονται μόνες τους για να φάνε στο "Πανόραμα", και είναι ο πρωτεργάτης του εθίμου του "καπετάνιου", που πραγματοποιείται στο νησί την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Αλλά ο Νίκος Θεολογίτης δεν σταματά εδώ. Γράφει ποιήματα, είναι γεωργός, κτηνοτρόφος, παραγωγός ψημένης ρακής, ελαιόλαδου, κρασιού και ξυλοκάρβουνων για το μαγκάλι του σπιτιού του. Δεν υπάρχει γενικώς κάτι με το οποίο να καταπιάνεται και να μην το καταφέρνει! Δύσκολο να σηκώσεις μια πέτρα έστω και να μην τον βρεις από κάτω!
Τον συνάντησα στο στέκι του, στο κτήμα που έχει στην κορυφή του οικισμού, δίπλα στην υδατοδεξαμενή. Εκεί που πηγαίνει κάθε πρωί με τα πόδια για να φροντίσει το μποστάνι του, να ταίσει τα πρόβατα και τις κότες του, να μαζέψει τα αυγά, να φτιάξει ξυλοκάρβουνα για το μαγκάλι, να ελέγξει αν οι αυτοσχέδιες ποντικοπαγίδες του συνέλαβαν κάποιον από τους εισβολείς που καταβροχθίζουν τα ζαρζαβατικά του.
Μιλούσαμε μισή ώρα σχεδόν, όταν κατάλαβα ότι δεν με είχε γνωρίσει! Είχαν άλλωστε περάσει κάμποσα χρόνια από την τελευταία φορά που είχα πάει στην Αμοργό. "Ποιος είμαι, με γνωρίζεις;", τον ρώτησα κάποια στιγμή. "Όχι!", απάντησε εκείνος με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ξεσπώντας συγχρόνως σε γέλια. Και να φανταστεί κανείς ότι μου μιλούσε τόση ώρα σαν να ήμουν παλιός γνώριμος! "Ο Ιωσήφ είμαι Νικόλα". Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και με έσφιξε στην αγκαλιά του γελώντας, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να δικαιολογηθεί. "Πώς να σε γνωρίσω με τη λευκή γενειάδα, τον σκούφο και τα μαύρα γυαλιά;". Δεν είχε άδικο ο άνθρωπος.
Την επομένη, που πήγαμε στο σπίτι του για να τον αποχαιρετήσουμε, μας έδωσε δυο μπουκάλια ρακή ψημένη, ένα μπουκάλι γλυκό κρασί δικής του παραγωγής και μερικά φύλλα χαρτιού με ένα δικό του αυτοσχέδιο ποίημα. Παραθέτω μόνο το τμήμα που με αφορά, καθώς το ποίημα, στο σύνολό του, ήταν Ομηρικό έπος!
"Άναψα να κάνω κάρβουνα και βλέπω έναν τύπο
κράταγε μία κάμερα και ανέβαινε τον κήπο.
Μου λέει, γεια σου, τι κάνεις εκεί;
Του λέω κάνω κάρβουνα να βάλω στο μαγκάλι
που όλοι το εγκαταλείψανε εδώ στην Αιγιάλη.
Λέει, καλά εκάνανε γιατί είναι βλαβερά κι' έχουν πολλοί τεζάρει!
Βλάπτει το μονοξείδιο και στ' άψε σβήσε αποκινάς και δεν παίρνεις χαμπάρι.
Του λέω, το ξύλο είναι υγιεινό και μην τα λες εμένα.
Βλάπτουν τα ξύλα σαν καούν ετούτα τα βαμένα.
Με αρώταγε συνέχεια κι' εγώ του απαντούσα
κι' όλο με περιέργεια συνέχεια τον κοιτούσα.
Μου λέει, δεν με γνώρισες κατάλαβα Νικόλα.
Ο Ιωσήφ είμαι και φαίνεται πως μ' άλλαξαν τα χρόνια.
Ντράπηκα και προσπάθησα να δικαιολογήσω
τον πιο καλό τον φίλο μου να μην τονε γνωρίσω.
Με μαύρο σκούφο ως τ' αυτιά, μαύρα γυαλιά μελένια
με πρόσωπο που χάνονταν μεσ' τα παχειά του γένεια!
Τέτοιοι ανθρώποι σήμερα στον κόσμο αυτό σπανίζουν
να έχουν μπέσα και καρδιά και να σε υπολογίζουν.
Πολλές φορές σε σκέφτομαι με το μυαλό που έχεις
σου' πρεπε νά' σαι στα ψηλά μια θέση να κατέχεις.
Νά' σουνα ένας πρύτανης των πανεπιστημίων
ή μεγαλοεισαγγελεύς των δικαστηρίων..."
Καθώς κατηφορίζαμε απ' τα Θολάρια προς την Αιγιάλη, σκεφτόμουν πόσο λίγο προβάλλονται στη σημερινή παραπαίουσα ελληνική κοινωνία, από τα μέσα μαζικής εξαπάτησης, άτομα σαν τον Νίκο Θεολογίτη, τον αείμνηστο Καλύμνιο δύτη Σταύρο Βαλσαμίδη, τον Μιχάλη Φωκά, τον εφευρετικό Μιχάλη Καλογεράκη, τον Γιάννη Πουλόπουλο, σε σχέση με τα λογής λογής κοινωνικά απόβλητα και σκουπίδια που πλημμυρίζουν με την ανυπαρξία τους τις τηλεοπτικές οθόνες και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Αυτά θέλουν δυστυχώς οι μιντιάρχες και τα παπαγαλάκια τους να μας επιβάλλουν σαν πρότυπα.