Αυτή τη φορά ήμουν πιο τυχερός καθώς ο Μανώλης Κουφόπουλος βρισκόταν στον Λυώνα. Δέχθηκε λοιπόν με προθυμία και ευχαρίστηση να με ξεναγήσει στους χώρους της επί μισό αιώνα ενασχόλησής του με την εξόρυξη της σμύριδας, και σ' αυτήν ακριβώς την ξενάγηση αναφέρεται το βίντεο που ακολουθεί.
Αν και οι περιγραφές του Μανώλη Κουφόπουλου ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς όσων διαδραματίσθηκαν στις στοές που τρυπούν τον ορεινό όγκο που δεσπόζει πάνω απ' τους οικισμούς του Λυώνα και της Κορώνου, παραθέτω το ιστορικό της Ναξιακής σμύριδας και της εξόρυξής της όπως περιγράφεται στη wikipedia.
Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Στους νεώτερους χρόνους, οι παλαιότερες αναφορές για το εμπόριο ναξιακής σμύριδας είναι για την περίοδο 1625 έως 1700. Το δικαίωμα εκμετάλλευσής της το είχαν οι φεουδάρχες, οι οποίοι ήταν οι απόλυτοι κύριοι και των ορυκτών που εξορύσσονταν και των νερών που πήγαζαν από τα βουνά της επικράτειάς τους. Με την κατάργηση των φεουδαρχικών δικαιωμάτων το 1721, το δικαίωμα εκμετάλλευσης της σμύριδας παραχωρήθηκε στις κοινότητες, που νοίκιαζαν σε εμπόρους το δικαίωμα συλλογής και πώλησής της.
Το έτος 1824 η Προσωρινή της Ελλάδος Διοίκησις, έχοντας ανάγκη χρηματικών πόρων και θεωρώντας τα έσοδα από την σμύριδα σημαντικά, πήρε υπό την κατοχή της τα κοιτάσματα σμύριδας και έτσι ενοικίαζε πλέον εκείνη το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους. Το 1826 ο Δωρόθεος Τζιώτης,ηγούμενος της μονής Φανερωμένης, προτείνει να διατεθούν τα έσοδα από το σμυρίγλι για τη δημιουργία και τη λειτουργία σχολείου στην ορεινή Νάξο. Η πρότασή του δεν υιοθετείται. Μετά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους η ναξία σμύρις φθάνει βαθμιαία να θεωρείται ως ένα από τα κυριότερα εξαγωγικά προϊόντα. Με νόμους που ξεκινούν από το 1852 ορίζεται ότι η σμύρις εξορύσσεται και διατίθεται αποκλειστικά για λογαριασμό του δημοσίου μέσω του Ελληνικού Μονοπωλίου. Στους κατοίκους των σμυριδοχωριών δίδεται το αποκλειστικό δικαίωμα να μαζεύουν ή να εξορύσσουν για λογαριασμό του δημοσίου τη σμύριδα αντί χρηματικού ποσού που θα τους καταβάλλεται και θα προσδιορίζεται από την ποσότητα της σμύριδας που θα παραδίδουν.
Όταν τα επιφανειακά κοιτάσματα εξαντλήθηκαν, οι σμυριδεργάτες άρχισαν να ανοίγουν στοές ψάχνοντας να βρουν «φλέα» (φλέβα) με σμυρίγλι. Οι στοές που άνοιγαν έφθαναν σε βάθος 50 έως 250 μέτρα. Στις στοές έστρωναν «σιδηρόδρομο» για τη μετακίνηση των βαγονέτων με τα οποία μετέφεραν το ορυκτό έξω από τα ορυχεία. Με τον κανονισμό της σμύριδας, (1877), δίδονται πληροφορίες για τον τρόπο εξόρυξης του ορυκτού και για τους κινδύνους που ενέχουν οι σχετικές εργασίες.
Η σμύριδα Νάξου (στην αρχαία ελληνική "σμύρις", στην τοπική διάλεκτο "σμυρίγλι" και "ασμυρίγλι"), είναι πέτρωμα που απαντάται στη νήσο Νάξο των Κυκλάδων στην περιοχή Αργοκοίλι. Η σμύριδα, γνωστή ήδη από την αρχαιότητα, είναι ένα ορυκτό που χρησιμοποιείται ως αποξεστικό και λειαντικό, για μέταλλα, γυαλί, ξύλα ή πετρώματα, αλλά και ως αντιολισθητικό σε δάπεδα και δρόμους. Η ναξιακή σμύριδα υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ορυκτά για μεγάλη περίοδο, καθώς η Νάξος αποτελεί τη μοναδική σμυριδοπαραγωγική περιοχή της Ευρώπης και μια από τις ελάχιστες της Γης. Τα σμυριδοφόρα κοιτάσματα συγκεντρώνονται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, ανάμεσα στα χωριά Απείρανθος και Κόρωνος.
Το μοναδικό μέρος της Ελλάδας, στο οποίο απαντάται το συγκεκριμένο πέτρωμα, η σμύριδα, σε εκμεταλλεύσιμη ποσότητα, είναι το νησί της Νάξου και θεωρείται υψηλής ποιότητας. Κοιτάσματα σμύριδας υπάρχουν και στην Τουρκία, με σύσταση όμως υποδεέστερη από της Νάξου. Η σμύριδα Νάξου εκτοπίστηκε από τη διεθνή αγορά, κυρίως από την τεχνητή σμύριδα (ηλεκτροκορούνδιο), που παρασκευάζεται με την μέθοδο Βερνέιγ (Verneuil process). Η σμύριδα της Νάξου βρίσκεται στα σπλάχνα του βουνού Αμμόμαξη που βρίσκεται στη βόρεια Νάξο και ανάμεσα στα χωριά Απείρανθος και Κόρωνος.
Το σμυρίγλι εξορύσσεται ακόμα και σήμερα, χωρίς, όμως, να υπάρχει πλέον μεγάλη ζήτηση στην αγορά, καθώς έχει σχεδόν εξ ολοκλήρου αντικατασταθεί από το τεχνητό κορούνδιο. Οι εφαρμογές του συγκεκριμένου ορυκτού είναι πάρα πολλές μετά από βιομηχανική επεξεργασία. Κατασκευάζονται από αυτήν σμυριδόπανα και σμυριδοτροχοί λείανσης, ενώ υπό μορφή κόκκων χρησιμοποιείται στα αντιολισθηρά οδοστρώματα κ.λπ. Η εξόρυξη και διάθεση στο εμπόριο της σμύριδας από την εποχή της τουρκοκρατίας ήταν αποκλειστικό προνόμιο των κατοίκων έξι χωριών της ορεινής Νάξου. Το προνόμιο της εξόρυξης ισχύει και σήμερα. Οι σμυριδεργάτες παραδίδουν το σμυρίγλι που εξορύσσουν στο κράτος και εκείνο το διαθέτει στο εμπόριο. Οι σμυριδεργάτες είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ με βάση την ποσότητα της σμύριδας που παραδίδουν. Τα ασφάλιστρα πληρώνονται απο το κράτος. Το Ι.Κ.Α. διατηρεί ειδική κατηγορία ασφαλισμένων μέχρι και σήμερα (Σμυριδεργάτες - Σμυριδοένσημα).
Η αρχαιότερη χρήση της Ναξιακής σμύριδας έχει βρεθεί στην περιοχή της Στελίδας στη Νάξο.
Το 1898 τα καθαρά έσοδα από την εμπορία της σμύριδας καθορίσθηκαν ως πρόσοδος υπέγγυος του δημοσίου χρέους. Εγγύηση δηλαδή για τους δανειστές της χώρας τα έσοδα από τις εξαγωγές σμυριγλιού, σύμφωνα με τους όρους του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, το σμυρίγλι θεωρήθηκε απαραίτητο για τις πολεμικές βιομηχανίες των συμμάχων και όσοι δούλευαν στα σμυριδωρυχεία απαλλάχτηκαν από τη στράτευση. Τα έσοδα από το σμυρίγλι αυξήθηκαν πολύ. Επιπλέον, τα πλοία που έρχονταν να πάρουν το ορυκτό έφερναν και τρόφιμα για τους σμυριδεργάτες.
Οι ετήσιες εξαγωγές της ναξιακής σμύριδας κατά την δεκαετία του 1920 κυμάνθηκαν μεταξύ των 10.000 και των 22.000 τόνων. Οι πωλήσεις ήταν σχετικά ικανοποιητικές και κατά τη δεκαετία του 1930. Το 1930 η τιμή της ήταν όμως μόνο το 60% της τιμής που είχε το 1923. Η ζήτηση της σμύριδας εξακολούθησε να μειώνεται μέχρι το 1940. Το 1940 η παραγωγή μηδενίζεται, γεγονός με βαρειές συνέπειες που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Μετά τον πόλεμο η παραγωγή και η τιμή συνεχίζουν την πτωτική πορεία που είχε ξεκινήσει προπολεμικά. Το 1983 οι εξαγωγές ήταν 3000 τόνοι και κατά το 1987 1100 τόνοι. Η τιμή της σήμερα είναι πια πολύ χαμηλή και η εκμετάλλευση των σμυριδωρυχείων ουσιαστικά έχει σταματήσει. Λίγοι άνθρωποι πουλούν μικρές ποσότητες. Στις περισσότερες περιπτώσεις το κάνουν για να διατηρούν την ασφάλισή τους στο ΙΚΑ. Τα αποθέματα σμύριδας που έχουν απομείνει είναι πολύ μεγάλα. Εκτιμώνται στους 1.000.000 τόνους.
Το έτος 1925 κατασκευάστηκε ο "εναέριος σιδηρόδρομος", είδος τελεφερίκ για τη μεταφορά της σμύριδας στο λιμάνι της Μουτσούνας, επινείου της Απειράνθου. Μεγάλο έργο βιομηχανικής υποδομής που έγινε με σκοπό τη μείωση του κόστους μεταφοράς του σμυριγλιού στα πλοία. Περιελάμβάνε 5 σταθμούς φόρτωσης, 72 χαλύβδινους πυλώνες ύψους έως και 50 μέτρων, κεκλιμένα επίπεδα και μηχανοστάσια. Ξεκινούσε από τη θέση Πηγή στην περιοχή της Κορώνου, είχε δύο σταθμούς στις Πεζούλες και στη Στραβολαγγάδα, δρασκέλιζε στη συνέχεια το βουνό Αμμόμαξη στη θέση Αλωνίστρες, περνούσε από δύο ακόμη σταθμούς, και κατέληγε στον όρμο της Μουτσούνας έχοντας καλύψει μια διαδρομή 15 χιλιομέτρων. Είχε τη δυνατότητα μεταφοράς 15 τόνων σμύριδας την ώρα και μετακινούσε 220 κουβάδες–βαγονέτα. Η μεγαλύτερη υψομετρική διαφορά μεταξύ σημείων της γραμμής είναι 740 μέτρα. Από το έτος 1982 βρίσκεται εκτός λειτουργίας και η μεταφορά του σμυριγλιού γίνεται με φορτηγά αυτοκίνητα, μετά από διάνοιξη δρόμων από τα ορυχεία στη Μουτσούνα. Το 1989 το εναέριο σύστημα μεταφοράς κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο, αν και λόγω της αδιαφορίας της πολιτείας ένα μεγάλο τμήμα του έργου έχει ήδη καταστραφεί.
Το έτος 2000 εγκρίθηκε πρόγραμμα περιηγητικής αξιοποίησης των ορυχείων βασισμένο σε μελέτη του Ε.Μ.Π. Στις Πεζούλες και στη Σαραντάρα γίνεται ξενάγηση στα ορυχεία. Στην περιοχή της Στραβολαγκάδας δημιουργείται υπαίθριο μουσείο. Στο Ληώνα ξανακατασκευάζονται τα γραφεία καθώς και τα δωμάτια στα οποία ντύνονταν οι σμυριδεργάτες. Στη Μουτσούνα συντηρούνται τα μηχανοστάσια και οι αποθήκες. Για λόγους επίδειξής του, ο εναέριος λειτουργεί και πάλι.