Κατά την χθεσινή κλήση των φορέων στη Βουλή για το πολυνομοσχέδιο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκπροσωπούμενη από τον Γ.Γ. κ. Νικόλαο Σαλάτα και τον Εκπρόσωπο Τύπου κ. Χαράλαμπο Σεβαστίδη ανέπτυξε όλα τα παρακάτω θέματα, που αφορούν τόσο τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους όσο και ειδικότερα το Δικαστικό Σώμα.
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 4387/2016, ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ, ΜΕΤΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ, ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2018-2021 ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
Άρθρο 1
Με το άρθρο 1 του Νομοσχεδίου επέρχεται για το μετά την 1.1.2019 χρονικό διάστημα περικοπή σε ποσοστό που φτάνει και το 18% των καταβαλλόμενων συντάξεων, κατά το ποσό που υπερβαίνουν εκείνο που προκύπτει βάσει του θεσπιζόμενου στο Ν. 4387/2016 τρόπου αναπροσαρμογής και διατηρείται η προσωπική διαφορά μόνο σε περίπτωση που το εναπομένον μετά την εφαρμογή της νέας περικοπής ποσό εξακολουθεί να υπερβαίνει το προκύπτον βάσει του ως άνω τρόπου αναπροσαρμογής. Πρόκειται για διάταξη που ήδη κρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στη σχετική Γνωμοδότησή του ως αντίθετη στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη, αλλά παράλληλα προσβάλλει και την προστατευόμενη από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιουσία στο μέτρο που θίγονται θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Εκείνο που αξίζει μόνο να τονιστεί είναι ότι κατά την Αιτιολογική Έκθεση η κατά ποσοστό 18% μείωση των συντάξεων σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν διαταράσσει σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων. Θεωρείται, δηλαδή, κατά τους συντάκτες του νομοσχεδίου ανεκτή η βίαιη περικοπή του ενός πέμπτου των αποδοχών της πιο ευάλωτης κοινωνικής ομάδας.
Άρθρο 17
Καταργείται η εγκριτική Υπουργική Απόφαση και αντικαθίσταται από έλεγχο του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, το οποίο απλά ελέγχει την τήρηση από την πλευρά της επιχείρησης της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους. Η διάταξη αυτή είναι προβληματική, διότι με τον τρόπο αυτό οι ομαδικές απολύσεις είναι πλέον ελεύθερες, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης του Υπουργού Εργασίας.
Το ΔΕΕ δεν δέχθηκε αντίθεση προς την Κοινοτική Οδηγία της νομοθετικής πρόβλεψης για έγκριση των ομαδικών απολύσεων με υπουργική απόφαση, αλλά απαίτησε το αιτιολογημένο της υπουργικής απόφασης. Η προτεινόμενη ρύθμιση εναρμονίζεται με τη σχετική Πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα και όχι με την απόφαση του ΔΕΕ.
Χρέος της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας είναι η συγκράτηση των ομαδικών απολύσεων και όχι η διευκόλυνσή τους.
Άρθρο 20
Με το άρθρο αυτό θεσπίζεται η άμεση εκδίκαση (με τη διαδικασία του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 1264/1982) των διαφορών που απορρέουν από το άρθρο 656 ΑΚ σε περίπτωση κήρυξης απεργίας σε επιχείρηση. Η ένταξη στη σύντομη αυτή διαδικασία των διαφορών που αφορούν στην άρνηση του εργοδότη να καταβάλει μισθούς σε εργαζόμενους που δεν απεργούν γίνεται με προφανή σκοπό να νομιμοποιήσει την έμμεση καθιέρωση του δικαιώματος του εργοδότη για ανταπεργία (lock out). Η έμμεση αυτή καθιέρωση της ανταπεργίας (lock out) είναι αντίθετη με τη ρητή απαγόρευσή της στο Ν. 1264/1982. Καταρχήν τι εξυπηρετεί αυτή η διάταξη αφού οι περιπτώσεις της ανταπεργίας δικάζονται ήδη με την διαδικασία του άρθρου 22 παρ. 4; Αν πράγματι σκοπός του νομοθέτη είναι η προστασία των εργαζομένων από την καθυστέρηση καταβολής του μισθού τους, όπως λέει η Αιτιολογική Έκθεση και επειδή γνωρίζετε ότι η κρατούσα άποψη στη νομολογία απαλλάσσει τον εργοδότη από τον κίνδυνο μισθού σε περίπτωση απεργίας, να εισάγεται και μια διάταξη ουσιαστικού δικαίου που να ορίζει ότι «σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας απασχόλησης των μη απεργών μισθωτών λόγω απεργίας τον κίνδυνου μισθού φέρει ο εργοδότης». Διαφορετικά η διάταξη λειτουργεί σε βάρος των εργαζομένων.
Άρθρο 56 παρ. 9
Η διάταξη αυτή προβλέπει συμμετοχή 3 δικαστών σε Επιτροπή που κρίνει τη νομιμότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ιδιωτικού εκπαιδευτικού και ιδιωτικού σχολείου. Διαφωνούμε με την διάταξη. Μετατρέπει την Επιτροπή σε Δικαστήριο, αφού το νομότυπο της καταγγελίας και η καταχρηστικότητα αυτής είναι αντικείμενο της δικαστικής κρίσης και πρέπει να λύνεται από τα Δικαστήρια. Απαρτίζεται από Δικαστές που συμμετέχουν στο ίδιο τμήμα (Τμήμα Εργατικών Διαφορών) που εκδίδει τις δικαστικές αποφάσεις. Η κρίση της Επιτροπής στην οποία συμμετέχουν 3 δικαστές του Εργατικού Τμήματος μπορεί να επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο είναι μονομελές. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης πριν από μερικούς μήνες είχε αφαιρέσει από τους Δικαστές αρμοδιότητες πέραν των αμιγώς δικαστικών τους καθηκόντων (αρχαιρεσίες σε συνδικαλιστικά όργανα) με την αιτιολογία ότι πρέπει να μείνουν απερίσπαστοι στα καθήκοντά τους. Τώρα εισάγεται διάταξη με την οποία αυξάνονται τα μη δικαστικά καθήκοντα τη στιγμή που οι υποθέσεις στα Δικαστήρια έχουν αυξηθεί υπέρμετρα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για εισαγωγή της διάταξης. Οι υποθέσεις αυτές προσδιορίζονται ταχύτατα και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στα Δικαστήρια.
Άρθρο 65
Η νομοθετική ασυλία προσώπων είναι ζήτημα που έχει απασχολήσει έντονα τον νομικό κόσμο τα τελευταία έτη. Κατά το μέρος που οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των πιστωτικών ιδρυμάτων δρουν σύννομα, η έλλειψη οποιασδήποτε ευθύνης τους είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται να επιβεβαιώνεται νομοθετικά. Μόνη, όμως, η τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών δεν αποκλείει τη διάπραξη εγκλημάτων από τα πρόσωπα αυτά, ιδίως σε εξειδικευμένα ζητήματα για τα οποία ο νόμος δεν έχει σαφή διατύπωση των διαδικασιών που πρέπει να τηρούνται. Η νομιμοφάνεια στη δράση των πιο πάνω οργάνων δεν μπορεί να αποκλείσει τη διάπραξη αστικών ή ποινικών αδικημάτων. Τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν εκ των προτέρων από το νομοθέτη, αλλά θα πρέπει σε κάθε ειδικότερη περίπτωση να κρίνεται από τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές η ευθύνη των προσώπων αυτών. Η διάταξη του άρθρου 65 δείχνει δυσπιστία της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας προς τη δικαστική εξουσία. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την Αιτιολογική Έκθεση που δέχεται ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι η αποφυγή του κινδύνου αυθαίρετων διώξεων των προσώπων αυτών. Παράλληλα, κατά το μέρος που εξαιρεί χωρίς λόγο ορισμένη κατηγορία πολιτών από την εφαρμογή των νόμων του Κράτους, η διάταξη αυτή είναι άκρως προβληματική και εγείρονται εύλογα ζητήματα συνταγματικότητάς της.