Αναπολεί ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Η πολυπόθητη μέρα πλησίαζε. Το στομάχι μου είχε ήδη αρχίσει να δένεται κόμπος, στη σκέψη και μόνο ότι θα ανοιχτώ μόνος μου στο πέλαγος, για πρώτη φορά, με ένα τετράμετρο φουσκωτό της "Olympic Hellas" που το έσπρωχνε μια σαραντάρα "Evinrude". Δεν χρειάζεται βεβαίως να χαρακτηρίσω εκείνο το φουσκωτό "συμβατικό", για τον απλούστατο λόγο ότι το 1982 δεν υπήρχαν πολυεστερικές γάστρες! Εκείνο πάντως το σφίξιμο στο στομάχι ήταν παρόμοιο με το σφίξιμο των μαθητικών χρόνων στις εξετάσεις! Ταχυκαρδία, λίγο πριν δοθούν τα θέματα, και τάση για εμετό! Λίγο μετά, όλα έμπαιναν στη θέση τους... Το ίδιο και στη θάλασσα, εν όψει ενός μεγάλου ταξιδιού με προορισμό τον ορίζοντα. Όλα συμβαίνουν μέχρι να λυθούν οι κάβοι. Μόλις λυθούν, βγεις από τη μαρίνα στο πέλαγος και φας το πρώτο μπουγέλο, όλα ξεχνιούνται!
Η προετοιμασία του ταξιδιού, στα διαλείματα της δουλειάς, ήταν καθημερινή και πυρετώδης. Βαλβολίνες στο πόδι της μηχανής, αλλαγή μπουζί, τακτοποίηση και δέσιμο των πραγμάτων στο ξύλινο ντεκ, κάτω από το ξύλινο σπαστό καπάκι της πλώρης (τα ταμπούκια δεν είχαν ανακαλυφτεί ακόμη), χάραξη και υπολογισμός της πορείας στον χάρτη με το κουμπάσο και τον διπαράλληλο (ούτε το gps είχε ανακαλυφτεί), και σε μια τσάντα όλα τα σωστικά (ευτυχώς πλευστική συσκευή δεν είχαν ζητήσει τότε οι... εισαγωγείς του Υ.Ε.Ν.) συν νερό, λάδια, εργαλεία, γυαλιά ηλίου, καπέλλο, μαγιώ, δυο-τρία σάντουϊτς, νιτσεράδα, κυάλια και... βατραχοπέδιλα. Το κράνος, δυστυχώς, δεν το είχα "ανακαλύψει" ακόμη.
Η γυναίκα μου με κοιτούσε αμίλητη, καθώς ετοιμαζόμουν. Δεν κατάλαβα ποτέ αν με κοιτούσε από θαυμασμό ή από οίκτο όποτε επιχειρούσα τέτοια ταξίδια! "Κάτσε να φύγουμε μαζί αύριο, με το καράβι", τόλμησε μόνο να ψελλίσει. "Πού θα πας μόνος σου τόσο ταξίδι και χωρίς παρέα"; "Ποιος να έρθει μαζί μου ρε γυναίκα, πλάκα μου κάνεις"; της απάντησα. "Πώς να συνοδεύσει κάποιος ένα τρελλό που θέλει να διασχίσει το Αιγαίο διαγωνίως πάνω σε μια σαμπρέλλα"; Καθώς μιλούσαμε, σκεφτόμουν ότι εκείνη θα ερχόταν ευχαρίστως μαζί μου. Υπήρχε όμως ένα... μικρό "πρόβλημα". Είχαμε ήδη δύο παιδιά! Η κόρη μας ήταν τότε τριών ετών και ο γιος μας μόλις 18 μηνών! Εντάξει, τους είχαμε δώσει το βάπτισμα του... "υγρού πυρός" στο φουσκωτό, προτού ακόμη σαραντίσουν, αλλά αυτό το ταξίδι ήταν κάτι άλλο...
Εκείνο το βράδυ δεν είχα ύπνο. Ο Αίολος είχε μάθει ότι θα' βγαινα στο πέλαγος και άρχισε τα δικά του. Άκουγα τις "στριγγλιές" του στα παραθυρόφυλλα. Το σφίξιμο στο στομάχι έγινε πιο έντονο. Η χολή όμως έπρεπε να σπάσει! Έπρεπε να φύγω και, συγχρόνως, να μην κάνω τη γυναίκα μου να νοιώσει το δέος και την ανασφάλεια που ένοιωθα εγώ. Καθώς σκέφτηκα μάλιστα ότι έπρεπε να "πιάσω" μέχρι την επομένη το απόγευμα στην Κάσο, όταν η υπόλοιπη οικογένεια θα είχε ήδη φτάσει εκεί με το καράβι της άγονης γραμμής, εξανεμίστηκαν και οι τελευταίοι ενδοιασμοί μου...
Τους φίλησα και τους τρεις, από βραδύς, τους ευχήθηκα καλό ταξίδι, και έφυγα σαν τον κλέφτη χαράματα το άλλο πρωί. Έριξα το Ολύμπικ στη γλίστρα της μαρίνας του Αλίμου - δεν την είχε κλείσει ακόμη με μπάρα ο Ν.Ο.Κ., μια και τα φουσκωτά, που ανέκαθεν τους "ενοχλούν", τότε ήταν μετρημένα - ενώ τα ξάρτια των ιστιοπλοϊκών "τραγουδούσαν" απελπισμένα. Βγήκα ανυπόμονα από τη μαρίνα στο πέλαγος, την ώρα που άρχιζαν να φέγγουν οι κορφές του "Τρελλού" (Υμηττός) ενώ κάποιοι γλάροι σηκώνονταν τρομαγμένοι στο πέρασμά μου...
Έβλεπα τη θάλασσα να «τρέχει» μπροστά στην πλώρη του «Αρμάθια», καθώς είχα περάσει τον Λαιμό της Βουλιαγμένης και πλησίαζα τον κόλπο της Βάρκιζας. Αν και ξημέρωμα, ο Μαίστρος ερχόταν φρέσκος και ορεξάτος, κατρακυλώντας και σφυρίζοντας πάνω απ' τις βουνοκορφές της Αττικής. Η θάλασσα είχε τάσεις ανάτασης και ανάστασης! Οι κορυφές των κυμάτων, υπακούοντας στις προσταγές του Μαίστρου, σχημάτιζαν "λοξές πυραμίδες», λες και κάποιο χέρι αόρατο τις τραβούσε προς τον ουρανό. Σκέφτηκα. Αν εδώ μέσα είναι έτσι, τι θα γίνει στο Καρπάθιο;
Τώρα που αναπολώ εκείνο το ταξίδι, ανακαλώ στη μνήμη μου το σουλούπι και τον εξοπλισμό εκείνης της βάρκας, και αναρωτιέμαι. Πού πήγαινα; Πώς πήγαινα; Τότε όμως δεν υπήρχαν τέτοιες μίζερες σκέψεις. Άλλωστε, αυτά υπήρχαν εκείνη την εποχή, μ' αυτά ταξιδεύαμε. Στο κάτω κάτω, τι να πουν και οι παλαιότεροι που ταξίδευαν με το λατίνι και τα κουπιά! Μπροστά ήταν μόνο ο ορίζοντας και ο στόχος. Τα δελφίνια κι’ Εκείνη. Ο αέρας κι’ ο ήλιος. Τα χελιδονόψαρα, που τρελλαμένα από την παρουσία του φουσκωτού, πετούσαν και αυτοκτονούσαν στα πόδια μου. Τα νησιά που προσέγγιζα στη ρότα μου. Το παγωμένο ποτήρι μπύρας που μονορούφι κατέβαζα καθώς καθόμουν σε κάποιο κοντινό ταβερνάκι και αγνάντευα το πέλαγος και το Ολύμπικ, που ξεκουραζόταν κι’ αυτό δεμένο στο ντόκο.
Τι είχα τότε; Μια σαραντάρα Evinrude «σκυλλί», χωρίς μίζα βεβαίως και trim, δύο 25άρια δοχεία καυσίμου και άλλο ένα εξηντάρι με ειδικό καπάκι απ' ευθείας παροχής, που είχε τότε επινοήσει ο Μπάμπης Μπουζάκης και τα χρησιμοποιήσαμε το 1986 στο αξέχαστο εκείνο ταξίδι στο Γιβραλτάρ. Ακόμη έχω δύο από εκείνα τα καταπληκτικά καπάκια! Οι αεροθάλαμοι του Olympic είχαν μεγάλη διάμετρο και αντοχή, και ήταν κατασκευασμένοι από εκείνο το αθάνατο 1.870 dtex "στρατιωτικό" ύφασμα hypalon neoprene της "Kleber", που χρησιμοποιούσε τότε η πρωτοπόρος εκείνη ελληνική εταιρεία και που ο αέρας τους ήθελε συχνά ανανέωση, καθώς το χοντρό ύφασμα δεν εφάρμοζε απόλυτα το ένα πάνω στο άλλο στις γωνιές και στις κούρμπες. Την εικόνα του σκάφους συμπλήρωνε ένα ξύλινο συναρμολογούμενο ντεκ, που έμενε στην θέση του χάρις σε δύο αλουμινένιες ράγες, μια ξύλινη σπαστή καρίνα κάτω από αυτό, και ένα επίσης σπαστό καπάκι στην πλώρη από κόντρα πλακέ θαλάσσης, για να προφυλάσσει από το νερό τις αποσκευές και τα σωστικά, που έμπαιναν μέσα σε μια μεγάλη πλαστική τσάντα με φερμουάρ η οποία είχε το σχήμα της πλώρης. Αυτό ήταν! Α, ξέχασα τα κυριώτερα! Τα «καθίσματα» και το χειριστήριο!
Είχα φέρει τότε, από κάποιο ταξίδι μου στην Αυστραλία, δύο bean bags. Έτσι έλεγαν οι Αυστραλοί εκείνα τα αχλαδοειδή καθίσματα από ύφασμα πολυαιθυλενίου, που τα γέμιζαν με μπαλλάκια διογκωμένης πολυστερίνης και έπαιρναν το σχήμα του σώματος καθώς καθόσουν επάνω τους. Είχα στο μυαλό μου το συμβατικό, όταν τα αγόραζα. Τέτοια αντικραδασμική συμπεριφορά και άνεση, κανένα άλλο κάθισμα δεν θα μπορούσε να μου εξασφαλίσει σ’ εκείνα τα μακρινά ταξίδια στο Αιγαίο με το «Αρμάθια». Για να σχηματίσετε μια ιδέα περί τίνος πρόκειται, κοιτάξτε την ένθετη φωτογραφία. Την τράβηξε ένας ψαροντουφεκάς από τον Βόλο, ο Βαγγέλης Ντόβας. Μας είχε συναντήσει στις Σποράδες, εμένα και την καπετάνισα, «παιδιά» είμασταν τότε, και μας φωτογράφισε γιατί του κάναμε μεγάλη εντύπωση, όπως είπε. Καλή σου ώρα Βαγγέλη, όπου κι’ αν είσαι...
Και φτάσαμε στο χειριστήριο. Μια μεταλλική μπάρα δηλαδή, βιδωμένη με τέσσερις πεταλούδες στον σχοινοφόρο της πλώρης, πάνω στην οποία ήταν στερεωμένα το βολάν και το χειριστήριο. Αυτό ήταν όλο! Εκείνο το χειριστήριο έμελλε πάντως να μου δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο πρώτο, κατ' ουσίαν, μεγάλο και περιπετειώδες ταξίδι μου στο Αιγαίο...
Άφησα πίσω μου τις καβοκολώνες και πήρα τον "κατήφορο" με πορεία προς Σίφνο. Η πυξίδα ανταποκρινόταν με αξιοπρέπεια και συνέπεια στην αποστολή της. Καθώς την είχα καλιμπράρει και δεν υπήρχε κανένα από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά "μπιχλιμπίδια" (ραδιόφωνα, gps, μεγάφωνα κλπ.) να την επηρεάζει, έδειχνε αυτό που έπρεπε, και όχι αυτό που ήθελαν οι "γείτονες".
Η θάλασσα είχε αρχίσει να με πολιορκεί άγρια και να με σπρώχνει, πότε δευτερόπρυμα και πότε πρύμα, θέλοντας θαρρείς να καβαλλήσει την σαραντάρα και να καταλάβει το σκάφος! Προσπαθούσα να είμαι συγκεντρωμένος γιατί εκείνα τα υπέροχα σκάφη, μπορεί μεν να μην διέτρεχαν κίνδυνο ανατροπής και βύθισης, διέτρεχε όμως η καρίνα τον θανάσιμο κίνδυνο να τινάξει τα πέταλα, αν ξεχνιόσουν ταξιδεύοντας πρύμα, έπεφτες σε κάποια βαθειά "κοιλάδα" και καρφωνόσουνα στο επόμενο μεγάλο κύμα! Είχαν συμβεί πολλά τέτοια και μάλλωναν οι ιδιοκτήτες των σκαφών με τους κατασκευαστές, λες και ήταν κι' αυτοί μαζί τους, όταν ταξίδευαν, και έπρεπε να μοιραστούν την ευθύνη της στραβωμάρας και τις συνέπειες της στραβοτιμονιάς των πελατών τους. Αυτές όμως οι ζημιές ανάγκασαν τους ελάχιστους Έλληνες κατασκευαστές εκείνης της εποχής να ενισχύσουν τις καρίνες δημιουργώντας "σάντουϊτς" από χοντρά, και γι' αυτό ασήκωτα, κόντρα πλακέ θαλάσσης...
Η ώρα είχε προχωρήσει, όταν φάνηκε στην πλώρη μου η φιγούρα της Σίφνου. Στα περάσματα Τζιάς-Κύθνου και Κύθνου-Σερίφου υπήρξαν πολλά "θέματα" για συζήτηση μαζί Της. Είχα αρχίσει να τα "βλέπω" όλα! Δέος από τον όγκο των κυμάτων ναι, σφίξιμο όμως στο στομάχι δεν υπήρχε πια. Η χολή είχε αρχίσει να σπάει. Μου παρέδιδε μαθήματα η μεγάλη ερωμένη και, καθώς με έβλεπε προσηλωμένο και υπάκουο στην αγκαλιά Της, με φρόντιζε και με προστάτευε αναλόγως...
Καθώς τρύπωνα στον βαθύ κόλπο του λιμανιού της Σίφνου, πήρα μια βαθειά ανάσα και ξεκούμπωσα τη νιτσεράδα. Ημουνα μούσκεμα! Όχι όμως από την θάλασσα. Από τον ιδρώτα! Πλησίασα, βρήκα ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα σε δύο ιστιοπλοϊκά, και έδεσα στο ντόκο. Μόνο τότε ένοιωσα έκπληκτα βλέμματα να με περιεργάζονται. Κουρνιασμένες θαλαμηγοί, ψαροκάϊκα, ιστιοπλοϊκά, ήταν όλα εκεί, δεμένα, περιμένοντας τον καιρό να "πέσει". "Από πού έρχεσαι παλληκάρι μ' αυτό το "πράμα"; με ρώτησε κάποιος. Ντόπιος φαινόταν, ψαράς μάλλον. Όταν του είπα ότι ερχόμουν από το Καλαμάκι, αντέδρασε, σαν να τον έβρισα χυδαία! "Έλα τώρα" συνέχισε, "που ήρθες μ' αυτόν τον καιρό από την Αθήνα και μ' αυτό το "πράμα"! Και συνέχισε να κοιτάζει σκεφτικός, μια εμένα και μια το "Αρμάθια", χωρίς να πει άλλη κουβέντα...
Πήρα ένα ταξί και το εξηντάλιτρο δοχείο και τράβηξα για το πρατήριο. Είχα, ανέκαθεν, ψύχωση με το καύσιμο. Ήθελα να είμαι πάντοτε φουλαρισμένος. Με κορόϊδευαν κάποιοι φίλοι τότε, θυμάμαι. "Τάνκερ το έκανες το ρημάδι ρε Ιωσήφ. Πού θα πας; Στην Αμερική"; Δεν ασχολιόμουν πολύ με τις παρατηρήσεις και τις ειρωνίες τους. "Τη δουλειά σας εσείς. Αν χρειαστείτε κάποτε βενζίνη στο πέλαγος και είμαι δίπλα σας, δεν θα σας δώσω", απαντούσα χαμογελώντας με νόημα...
Φουλάρισα το εξηντάλιτρο, μπήκα στο τετράμετρο (καλά, εντάξει, 4.40!) και έλυσα κάβους. Καθώς έκανα ανάποδα, ένοιωσα τα έκπληκτα βλέμματα όλων να με περιεργάζονται. Κάποιος δεν άντεξε και ρώτησε. "Για πού το έβαλες καπετάνιο"; "Λέω να πάω στην Κάσο", του απάντησα. Μόνο που δεν έπαθε έμφραγμα ο άνθρωπος, και μαζί μ' αυτόν και όλοι όσοι ήταν τριγύρω και άκουσαν τον προορισμό μου...
Ο ορεινός όγκος της Σίφνου με έκρυψε για λίγο από τον δυνατό Μαίστρο, μέχρι να καβατζάρω τον Κάβο Κοντό και να τραβήξω ρότα για τις "πύλες του Αιγαίου", όπως έχω βαφτίσει τα ξερονήσια "Καρδιώτισσα" και "Δύο Αδέλφια", μεταξύ Φολεγάνδρου και Σικίνου. Ο αέρας είχε πια φρεσκάρει για τα καλά, κόντευε να μεσημεριάσει κι' εγώ δεν είχα φτάσει ακόμη στη Σαντορίνη, όπου σκόπευα να κάνω την δεύτερη στάση μου...
Φτάνοντας στην Καρδιώτισσα, πήρα λίγο ανατολικά το τιμόνι, καβατζάρισα τη βραχονησίδα "Καλόγερος" και ξαπόστασα για λίγα λεπτά στη σκιά των βράχων της Σικίνου, σε ένα φιλόξενο ορμίσκο, δίπλα ακριβώς στον νοτιοανατολικό κάβο της. Ήταν η ώρα για νερό, πρόχειρη μάσα και αποστολή... "τηλεγραφήματος".
Το πέρασμα από τη Σίκινο στη Σαντορίνη ήταν ένα μεθυστικό θαλασσινό παιγνίδι. Είχα πάρει πια το "κολλάει" των κυμάτων και είχα απορροφηθεί εντελώς με τα πρωτόγνωρα αισθήματα που μου προκαλούσε η μοναχική μου περιπλάνηση στο Αιγαίο. Με τον "κίνδυνο" να θεωρηθώ αθεράπευτα ρομαντικός που το εξομολογούμαι τώρα, θυμάμαι ότι υπήρξαν στιγμές που τραγούδησα... "Θάλασσα πλατειά, σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις..." Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά και να χαίρεται σαν μικρό παιδί, παίζοντας με τις κορυφές των κυμάτων που περνούσαν και έφευγαν κάτω από την υφασμάτινη γάστρα του "Αρμάθια" και με έριχναν στον επόμενο "λάκκο", σηκώνοντας ένα τεράστιο υγρό "μανιτάρι" στην πλώρη...
Έφτασα γρήγορα, σχετικώς, στον Αθηνιό της Σαντορίνης, αφού πέρασα για πρώτη φορά με φουσκωτό σκάφος κάτω από τους "κρεμασμένους" οικισμούς της Οίας και των Φυρών. Το αντιμάμαλο, στο κατ' ευφημισμό λιμάνι του νησιού, ήταν ανυπόφορο. Έδεσα με δυσκολία κοντά στον νότιο λιμενοβραχίονα και, κατά την συνήθη τακτική μου, βγήκα προς αναζήτησιν καυσίμου. Τα αποθέματά μου έφταναν μέχρι την Σητεία, όπου σχεδίαζα να διανυκτερεύσω, αλλά εγώ ήθελα να είμαι on the safe side...
Τέλη Ιουλίου και η μέρα ήταν μεγάλη. Θα νύχτωνε γύρω στις 8.30, ίσως και αργότερα. Έκανα τους πρόχειρους υπολογισμούς μου. Είχα ξεμυτίσει χαράματα από τη μαρίνα Καλαμακίου και είχα καλύψει το μισό περίπου ταξίδι μέχρι τη Σαντορίνη σε 8 περίπου ώρες, μαζί με τις σύντομες στάσεις στις Καμάρες και την Σίκινο. Υπολόγιζα ότι αν κατάφερνα να συμπληρώσω καύσιμα και να φύγω μέχρι τις 3 το αργότερο από τον Αθηνιό, θα μπορούσα να καλύψω την απόσταση των 80 περίπου ν. μιλίων μέχρι την Σητεία προτού βραδυάσει... Τώρα που το σκέφτομαι, ομολογώ ότι δεν θα επιχειρούσα σήμερα το πέρασμα αυτό, ακόμη και με μεγαλύτερο φουσκωτό, έχοντας περιορισμένο χρόνο μπροστά μέχρι να πέσει η νύχτα...
Κατάφερα πάντως να φύγω από τον Αθηνιό, προτού οι δείκτες του ρολογιού δείξουν 3! Το σφίξιμο στο στομάχι έκανε και πάλι αισθητή την παρουσία του, αλλά εξαφανίστηκε μόλις καβατζάρισα το Ακρωτήρι. Αυτό που ακολούθησε δεν είχε προηγούμενο. Η χολή μου έσπασε εντελώς! Το κύμα ήταν πλέον ξεκάθαρο, "αντρίκιο", πελαγίσιο! Εκείνη την ημέρα κατάλαβα τι σημαίνει να ταξιδεύεις με προορισμό τον ορίζοντα! Τι σημαίνει να μην βλέπεις τίποτε γύρω, κάτω και πάνω, παρά μόνο θάλασσα και ουρανό! Μάταια προσπαθούσα να διακρίνω πράγματα, γη, άλλα σκάφη στο πέλαγος, για να πάρω κουράγιο. Θαρρείς και όλα είχαν συνωμοτήσει εναντίον μου! Ήμουνα μόνος, εντελώς μόνος στο απέραντο γαλάζιο, αλλά ένοιωθα, μαζί με το δέος και την ασημαντότητά μου, τόσο χαρούμενος και ευτυχισμένος...
Έτσι περνούσαν τα μίλια και οι ώρες, καθώς "κατηφόριζα" το Κρητικό πέλαγος. Με το μυαλό απαλλαγμένο από ψυχοφθόρες σκέψεις, σκοτούρες της καθημερινής επαγγελματικής ρουτίνας και ανθρώπινες κακίες. Η Θάλασσα τα διαλύει άλλωστε όλα. Οι αφαιρετικές και αγχολυτικές της δυνατότητες είναι εκπληκτικές. Καθώς οι δείκτες "καβατζάρισαν" το 5 του ρολογιού, ο Μαίστρος άρχισε να δείχνει σημάδια "κόπωσης". Ήταν φανερό πως το μελτέμι θα με θυμόταν και πάλι την επομένη, στο δύσκολο πέρασμα από τη Σητεία στην Κάσο. Είχα επίτηδες επιλέξει να παρακάμψω την ευθεία από Σαντορίνη μέχρι Κάσο, και να φτάσω στο νησί μέσω Σητείας, αυξάνοντας εν γνώσει μου τον συνολικό χρόνο του ταξιδιού και την κατανάλωση καυσίμου. Ήταν όμως η πρώτη φορά που επιχειρούσα αυτό το ταξίδι και εκείνα τα παραπάνω μίλια σε ανοικτό πέλαγος, με τον χρόνο να πιέζει, έκλινε την ζυγαριά προς την πλευρά της Σητείας...
Μπήκα τελικώς θριαμβευτικά στο λιμάνι της Σητείας γύρω στις 7.30 το απόγευμα. Είχα κρατήσει τον μέσο όρο ταχύτητας, από τη Σαντορίνη, στους 17 περίπου κόμβους. Καθόλου άσχημα. Πρώτη μου σκέψη, μόλις έδεσα, να συμπληρώσω το μεγάλο δοχείο καυσίμου που έπνεε τα λοίσθια, και στη συνέχεια να στρώσω το... "κρεββάτι" μου για τον βραδυνό ύπνο. Τα bean bags, άλλωστε, έπαιζαν άριστα και αυτόν τον ρόλο! Βγήκα και περπάτησα για λίγο στην όμορφη παραλιακή πόλη, αναζητώντας, συγχρόνως, κάποια λιχουδιά για να απαλύνω το γουργουρητό της κοιλιάς μου... Εν τω μεταξύ, από ένα τηλεφώνημα που έκανα στη γυναίκα μου, είχα μάθει ότι το καράβι της άγονης (το "Ελλη" ήταν νομίζω) είχε φύγει από τον Πειραιά στην ώρα του και προβλεπόταν να φτάσει στην Κάσο την άλλη μέρα το απόγευμα, μετά από 32 περίπου ώρες ταξίδι!!!
Κοιμήθηκα, δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Μια κοιτούσα το ρολόϊ μου, μια τα άστρα που κρεμόντουσαν πάνω απ' το κεφάλι μου, μια σκεφτόμουνα το πέρασμα από τον Κάβο Σίδερο στην Κάσο. Οι ήχοι από τα σχοινιά των διπλανών σκαφών μού κράτησαν συντροφιά όλη σχεδόν τη νύκτα, μέχρι την ώρα που ένοιωσα τον αέρα να χαϊδεύει με νόημα τα μαλλιά μου... Ίσα που είχε αρχίσει να μπλεδίζει ο ορίζοντας ανατολικά. Κάποιος ψαράς έβαλε μπρος τη "γκαζιέρα" του και ο ήχος της με έκανε να ανασηκωθώ στο, από διογκωμένη πολυστερίνη, "κρεββάτι" μου. Ήταν δεν ήταν 5.30 τα χαράματα. Συμπλήρωσα γρήγορα τον ήχο της ντηζελοκίνητης "γκαζιέρας" με τον ήχο της σαραντάρας μου, και βγήκα και πάλι στο πέλαγος. Δεν είχα διανύσει πάνω από 2 μίλια, με κατεύθυνση βορειοανατολικά, όταν άρχισα να νοιώθω πως εκείνη η μέρα θα ήταν πολύ μεγάλη. Ευτυχώς το "παιγνίδι" παιζόταν στην αριστερή πλευρά μου, διαφορετικά ίσως είχα επιστρέψει στο λιμάνι της Σητείας περιμένοντας, ούτε εγώ ξέρω τι...
Κατέβαλα μεγάλες προσπάθειες για να αποφύγω τα μεγάλα κύματα που είχαν αρχίσει να "κτίζονται" αποβραδύς και πολιορκούσαν την αριστερή μπάντα του "Αρμάθια", και να κρατήσω υπό έλεγχο την πλώρη και την ένδειξη της πυξίδας. Δεν απέφυγα αρκετές οδυνηρές αποθαλασσώσεις και τα κτυπήματα που συνεπάγοντο, με αποτέλεσμα, λίγο πριν έρθω σε παράλλαξη με τον φάρο του Κάβο Σίδερου, να ξεβιδωθεί η μία από τις δύο βίδες-πεταλούδες που κρατούσε το χειριστήριο και να πέσει στη θάλασσα! Από το στόμα μου βγήκαν όλα εκείνα τα ακαθόριστα καλλικαντζαράκια και σχήματα που εμφανίζονται στα κόμικς όταν κάποιος πρωταγωνιστής βωμολοχεί. Δεν είχα πια παρά να κρατώ με τα δάχτυλά μου το μισοκρεμασμένο χειριστήριο στην θέση του και να αλλάξω τη ρότα μου, για να δω με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσω το πρόβλημα. Κάποια στιγμή, σε μια ακόμη αποθαλάσσωση, τα δάκτυλα του δεξιού μου χεριού μαγκώθηκαν μεταξύ της μεταλλικής πλάκας, πάνω στην οποίαν ήταν στερεωμένο το χειριστήριο, και του σχοινοφόρου, και μάτωσαν. Το νύχι του μικρού δάκτυλου είχε ήδη πει αντίο! Βούτηξα το χέρι μου στη θάλασσα για να σταματήσει η αιμορραγία (πού διάθεση για αναζήτηση του φαρμακείου τέτοιες ώρες) και κατέφυγα με τα πολλά στο φιλόξενο και απάνεμο κολπάκι που βρίσκεται πίσω από τον φάρο του Κάβο Σίδερου. Τράβηξα το φουσκωτό όσο μπορούσα πιο ψηλά πάνω στην αμμουδιά, και έδεσα το πλωριό σχοινί στο μοναδικό δέντρο της μικρής παραλίας. Η ώρα πλησίαζε ήδη 7 το πρωί και ο Μαίστρος έξω λυσσομανούσε...
Με ένα από τα πολλά σχοινιά που είχα μαζί μου, πατρονάρισα το χειριστήριο, προσπαθώντας να αντικαταστήσω τη χαμένη βίδα-πεταλούδα, και να το στερεώσω όσο καλύτερα γινόταν. Κοίταξα εν τω μεταξύ προς την πλευρά του φάρου. Διέκρινα κάποιους να με κοιτάζουν. Ανέβηκα μέχρι εκεί και χαιρέτησα. Ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που εκτελούσε χρέη φαροφύλακα. Βλέπετε, υπήρχαν ακόμη φαροφύλακες εκείνη την εποχή. Η αυτοματοποίηση των φάρων και ο "πολιτισμός" ήρθαν πολύ αργότερα. "Από πού έρχεσαι γιε μου"; ρώτησε η γιαγιά. "Από την Αθήνα γιαγιά", της απάντησα. "Από την Αθήνα"; έκανε εκείνη και άρχισε να σταυροκοπιέται! "Άκου από την Αθήνα! Μ' αυτόν τον καιρό και μ' αυτή τη βάρκα ήρθες από την Αθήνα; Και πού πας"; "Λέω να πάω στην Κάσο", απάντησα. "Στην Κάσο; Όχι γιε μου, μη φύγεις σήμερα. Κάτσε εδώ, έχει κρεββάτια δίπλα, να πέσει ο καιρός και φεύγεις αύριο". Τους εξήγησα ότι έπρεπε να φύγω γιατί θα έφταναν οι δικοί μου στο νησί και θα ανησυχούσαν, καθώς δεν υπήρχε τρόπος να τους ειδοποιήσω. Πού κινητά τηλέφωνα τότε. Έριξα μια ματιά στο διπλανό κτίριο και το έβαλα στα υπ' όψιν, καθώς υπήρχαν μέσα κρεββάτια και στρώματα για τις βάρδειες των ανδρών της Ναυτικής Βάσης. Χαιρέτησα τους δύο ηλικιωμένους φαροφύλακες, με την γιαγιά να με σταυρώνει, και μπήκα στο φουσκωτό. Το σφίξιμο στο στομάχι ήταν και πάλι έντονο, καθώς τους είδα να με χαιρετούν κουνώντας τα χέρια τους κι' εγώ να βγαίνω και πάλι στο πέλαγος...
Έβαλα στην πρύμη μου τον Κάβο Σίδερο, αφού κρατήθηκα μακριά από τις θανατηφόρες ξέρες του, και κράτησα, όσο μπορούσα δηλαδή, πορεία στις 76 μοίρες βορειοανατολικά, για τον κάβο του λιμανιού της Κάσου. Η μάχη με τα κύματα είχε ήδη αρχίσει. Πόλεμος ανελέητος! Ο τρελλόκαβος του Κάβο Σίδερου κατέβαζε "φίδια" από τ' αριστερά μου! Έπρεπε να κουμαντάρω το πανάλαφρο φουσκωτό ανάμεσα στα "βουνά" που το πολιορκούσαν. Κάθε τυχόν αφηρημάδα ή ρομαντική διάθεση είχε σαν αντίτιμο ένα οδυνηρό κοπάνημα ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα δροσιστικό μπάνιο! Έχοντας τον καιρό στο πλάϊ προσπαθούσα να διατηρήσω σταθερή πορεία στις 76 μοίρες. Αυτό ήταν και το "λάθος" μου, όπως απεδείχθη!
Είχε περάσει μια ώρα σχεδόν από την ώρα που έφυγα απ’ τον Κάβο Σίδερο, όταν γύρισα ενστικτωδώς το κεφάλι μου πίσω. Αυτό που είδα με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Κάβο Σίδερος, αντί να "κατεβαίνει", σε σχέση με την πορεία μου, "ανέβαινε"! Σκέφτηκα πως, ή η πορεία μου ήταν λάθος, ή συνέβαινε κάτι άλλο, το οποίο εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να εντοπίσω. Η Κάσος δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα, αν και την είχα, με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς μου, πλησιάσει στα 14 ν. μίλια, υπολογίζοντας πως η συνολική απόσταση μεταξύ κάβων δεν ξεπερνάει τα 26 ν. μίλια και η μέση ταχύτητα ταξιδίου μου, επί μια ώρα, δεν υπερέβη τους 12 κόμβους. Το γεγονός ότι η Κάσος έχει ψηλό βουνό, τον Πρίωνα (ύψος 600 μ. περίπου), αλλά και το γεγονός ότι η παλιά ονομασία του νησιού ήταν "Αλός Άχνη" (δυσδιάκριτη δηλαδή εξ αιτίας της ζέστης και της εξάτμισης του νερού της θάλασσας κατά την διάρκεια του καλοκαιριού) άρχισε να με κάνει να πιστεύω ότι πλαγιολίσθαινα, σε σχέση με την πορεία μου, προς νότον! Άλλη εξήγηση δεν υπήρχε. Ο δυνατός Μαίστρος με έσπρωχνε, αλλοιώνοντας την πορεία μου! Μπορεί μεν να πήγαινα στις 76 μοίρες, αλλά, συγχρόνως, πήγαινα σαν τον κάβουρα και πλάγια, προς νότον! Φοβούμενος πως κινδύνευα να περάσω κάτω από την Κάσο και μη βλέποντάς την να βολοδέρνω επί ώρες στο πέλαγος, με κίνδυνο να μείνω από καύσιμα και να παρασυρθώ προς Αίγυπτο ή Λιβύη, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Γύρισα την πλώρη του "Αρμάθια" βάζοντας τον καιρό στην αριστερή μάσκα και άρχισα να "ανεβαίνω". Όπου και να βγω θα είναι τουλάχιστον Ελλάδα, σκέφτηκα....
Οι ώρες περνούσαν κι' εγώ είχα αρχίσει να κουράζομαι. Ο μέσος όρος της ταχύτητάς μου είχε μειωθεί δραματικά, καθώς ορτσάριζα σχεδόν στην τραμουντάνα. Πού σκέψη για πλανάρισμα! Η μανέτα λίγο πάνω απ’ το ρελαντί, εγώ «κουδούνι» απ' τον καυτό ήλιο και την αλμύρα, και οι ώρες να περνάνε βασανιστικά χωρίς να φαίνεται τίποτε στον ορίζοντα! Η ώρα είχε φθάσει 1 μετά το μεσημέρι και ταξίδευα ήδη από τις 7 το πρωί που αποχαιρέτησα τους φαροφύλακες του Κάβο Σίδερου. Πέντε ώρες ήμουνα στο πέλαγος, χωρίς στην ουσία να γνωρίζω πού πηγαίνω! Σε κάποιο διάλειμμα του... ύπνου μου, που είχε αρχίσει να με πολιορκεί σαν αναπόφευκτη συνέπεια της κόπωσης και της ζέστης, νόμισα πως είδα κάτι στον ορίζοντα! Λίγο ακόμη και θα φώναζα "στεριάααα", όπως οι θαλασσοπόροι του Μεσαίωνα! Έκλεισα τα μάτια μου και τα ξανάνοιξα, νομίζοντας πως επρόκειτο για παραίσθηση, σαν αυτή που έχουν αυτοί που χάνονται στη Σαχάρα και νομίζουν πως βλέπουν παντού οάσεις και λίμνες! Αυτό που νόμισα πως είδα όμως, συνέχισε να είναι ακόμη εκεί! Δύο μικρές βραχονησίδες σε σχήμα... γυναικείου στήθους! Αχ κακομοίρη μου, σε πήρε χαμπάρι ακόμη και η Θάλασσα, είπα μέσα μου. Κατάλαβε την ιδιαίτερη αδυναμία που τρέφεις γι' αυτό το μέρος του γυναικείου σώματος και σου παίζει άσχημα παιγνίδια! Έκλεισα και πάλι τα μάτια μου, δύο και τρεις φορές, και τα ξανάνοιξα. Τα..."βυζιά" συνέχισαν να "επιπλέουν" στον ορίζοντα! Βέβαιος πια ότι επρόκειτο για κάποιες βραχονησίδες του Καρπάθιου, άρχισα να τις πλησιάζω. Ποιες ήταν όμως;
Το τοπίο που αντίκρυσα, πλησιάζοντας τα δύο ερημονήσια σε απόσταση αναπνοής, ήταν αποκαρδιωτικό. Πουθενά παραλία, πουθενά απάγγειο. Βράχοι μυτεροί και μόνο βράχοι! Όχι ανθρώπινη παρουσία δεν υπήρχε, αλλά ούτε κατσίκι δεν περπατούσε πάνω τους! Ένας φάρος μόνο στο ένα από αυτά και that's all! Είχα πιάσει τουλάχιστον στεριά! Να είχε και καμμιά μπύρα, σκέφτηκα...
Καθώς άρχισα να ψάχνω πού και πώς θα δέσω, για να βγω στο ένα από τα δύο νησιά, διαπίστωσα ότι τα νερά ήταν «κρεμαστά», με αμφίβολο βυθό, άρα δεν έπρεπε να ρισκάρω να φουντάρω το σίδερο (είχα μια άγκυρα τύπου "σπαστό κάβουρα" τότε) γιατί υπήρχε περίπτωση να σκαλώσει στον βυθό και μετά άντε βγάλτο! Αποφάσισα λοιπόν να πλησιάσω σταβέντο (σοφράνο δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσω ακόμη και αν εκεί υπήρχε η παραλία των Αρμαθιών!), να φορέσω τα βατραχοπέδιλα και να πάρω τις πλαστικές παντόφλες στο ένα χέρι και το σχοινί της πλώρης στο άλλο. Έπεσα έτσι φορτωμένος στο νερό και άρχισα να κολυμπώ προς το νησί....
Φτάνοντας, πέταξα τις παντόφλες στα βράχια και προσπάθησα να σκαρφαλώσω κι' εγώ. Δύσκολη δουλειά. Καταγδάρθηκα, σκίστηκα, τα πόδια και τα ήδη τραυματισμένα χέρια μου γέμισαν αίματα, αλλά δεν μπορούσα και δεν είχα δικαίωμα να διαμαρτυρηθώ! Πατούσα τουλάχιστον σε στεριά! Κατάφερα με τα πολλά να κυκλώσω ένα μικρό βράχο με το σχοινί, και να πάρω μια βαθειά ανάσα. Η βάρκα, υπακούοντας στις προσταγές του Μαίστρου, ταξίδευε προς το πέλαγος, με το σχοινί της πλώρης της να την κρατάει σαν ομφάλιος λώρος με την στεριά. Και τώρα, καπετάν φουρτούνα, πού είμαστε; Πήρα την ανηφόρα προς τον φάρο που αγνάντευε το πέλαγος από την κορυφή του νησιού. Ψυχή ζώσα, πουθενά! Νησί άλλο δεν φαινόταν στον ορίζοντα! Ακρίδες μόνο, εκατομμύρια μικρές γκρίζες ακρίδες που πέταγαν κατά δεκάδες σε κάθε μου βήμα! Ξύλα υπήρχαν πάντως παντού. Η θάλασσα είχε φροντίσει να τα ξεβράσει εδώ. Άρα, δεν θα πεινάσω, σκέφτηκα, αν χρειαστεί να μείνω εδώ μερικές μέρες. Πετονιά είχα, θα έβαζα καμμιά πεταλίδα για δόλωμα, θα έβγαζα κάποιο ψάρι! Δεν παρηγορήθηκα όμως και πολύ στην ιδέα. Σκέφτηκα τους δικούς μου, οι οποίοι από ώρα σε ώρα θα έφταναν στην Κάσο και θα ανησυχούσαν που δεν θα με έβλεπαν εκεί...
Έπεσα και πάλι στο νερό και ανέβηκα στη βάρκα. Άνοιξα τη μεγάλη τσάντα της πλώρης και ξετρύπωσα τα κυάλια. Επέστρεψα στο νησί κολυμπώντας και κρατώντας τα κυάλια έξω απ' το νερό. Περπάτησα μέχρι τον φάρο και άρχισα να διερευνώ τον ορίζοντα. Στην πρώτη περιφορά γύρω από τον εαυτό μου δεν κατάφερα να διακρίνω τίποτε. Στη δεύτερη όμως μου φάνηκε πως είδα κάτι! Στερέωσα τα κυάλια σε ένα βράχο, για να μη κουνιούνται, και ενέτεινα την προσοχή μου στον στόχο. Πράγματι! Σε απόσταση πέντε περίπου ν. μιλίων υπήρχε ένας βράχος! Βράχος κυριολεκτικώς! Αναθάρρησα και επέστρεψα στη βάρκα. Άνοιξα φαρδύ πλατύ τον ναυτικό χάρτη της περιοχής, και άρχισα να κάνω υπολογισμούς. Εφυγα στις 7 με πορεία 76 Β.Α. και μέση ωριαία ταχύτητα πες 12 κόμβους, άλλαξα πορεία στις 8.30 περίπου, στοχεύοντας την τραμουντάνα, με ταχύτητα όχι μεγαλίτερη από 6 κόμβους, άρα έπρεπε να βρίσκομαι στο σύμπλεγμα των νησιών Ιούνια, γιατί μόνο αυτό αποτελείται από δύο νησιά και ανταποκρίνεται στην ταχύτητα και στην πορεία που είχα κρατήσει τις τελευταίες πέντε περίπου ώρες, και το μόνο που έχει ένα βράχο "κουτσουλιά" σε απόσταση λίγων μιλίων Β.Α., το Αυγό! Τα επιβεβαίωσα όλα αυτά πάνω στον χάρτη και έβγαλα την καινούργια πορεία. Δεν είχα να κάνω τίποτε άλλο, παρά να ξεμπλοκάρω το σχοινί από τον βράχο, να ευχηθώ πως δεν έκανα λάθος υπολογισμό, και να ανοιχτώ και πάλι στο πέλαγος. Ήταν ήδη πέντε σχεδόν το απόγευμα και απείχα από την Κάσο περί τα 33 ν. μίλια με πορεία πλέον 137 μοίρες Ν.Α. Κατάπρυμα δηλαδή... Μετά από μιάμισυ περίπου ώρα πλεύσης αντίκρυσα τ' Αρμάθια και πίσω τα μόνιμα σύννεφα του Πρίωνα να τον φλερτάρουν...
Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 12 ώρες για να καλύψω μια απόσταση 42 ν. μιλίων από την Σητεία μέχρι το λιμάνι της Κάσου! Μπήκα πανευτυχής, γύρω στις 7 το απόγευμα, στο μικρό γραφικό λιμανάκι της Μπούκας, ενώ γύρω γνώριμες φάτσες με χαιρετούσαν φωνάζοντας. "Καλώς τον καπτα Σήφη, καλώς τον..."
Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός μέχρι να εξιστορήσω εκείνη την περιπέτειά μου στη γυναίκα μου... Η χολή μου όμως είχε πια σπάσει για τα καλά και ήμουν προετοιμασμένος γι' αυτά που θα ακολουθούσαν. Από τότε, και κατά την διάρκεια των 28 τελευταίων ετών, έχω πάει στην Κάσο πάνω από 40 φορές, με διάφορα φουσκωτά σκάφη.
Αυτά μένουν μόνο, πιστέψτε με, μόνο αυτά...