Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Στρατιωτικές αναμνήσεις. Καημένο Πολυκέρασο!

Θυμάται και αφηγείται ο Μανώλης Χριστουλάκης.

Αυγουστιάτικη βραδιά, ασέληνη, έτος 1948. Το σκοτάδι είχε τυλίξει μέσα στο μαύρο του χιτώνα όλη τη γύρω φύση. Μπροστά-πίσω, δεξιά-ζερβά, όσο πιάνει ανθρώπινο μάτι, ούτε για δείγμα ένα φωτάκι.    Μόνο κάπου-κάπου κάποια κωλοφωτιά (πυγολαμπίδα) και πάνω ψηλά, στη σκοτεινή οροφή του ουρανού κρέμονται σαν φαναράκια τρεμουλιαστά τα άστρα. Κάτω, μπροστά μας η λίμνη, ήρεμη, ατσαλάκωτη, ακύμαντη λες και κοιμάται χωρίς να αναπνέει. Γύρω-τριγύρω απλωμένη νεκρική σιγή. Ούτε αγρίμι ακούγεται μηδέ και αυτός ο γρύλος. Μονάχα η ανάσα μας. Του Λάκη και η δική μου ακούγεται, που φυλάμε διπλοσκοπιά σ’ ένα ύψωμα πάνω από την Καστοριά. Η πολιτεία φαντάζει νεκρή. Όλοι έχουν κλειδαμπαρωθεί μόλις έπεσε ο ήλιος. Το φως είναι απαγορευμένο. Η Καστοριά είναι στο μάτι του κυκλώνα! Σκοτάδι και σιγή που σου πλακώνουν σαν ταφόπλακα την ψυχή. Το μόνο που αντιφεγγίζει στο βάθος του ορίζοντα, πέρα μακριά είναι η κορφή του Βίτσι.

Μέσα στο χαράκωμα, κολλημένοι πλάτη με πλάτη για να έχουμε προφυλαγμένα τα «νώτα» μας, με ορθάνοιχτα μάτια και τεντωμένα τ’ αυτιά ελέγχουμε την περιοχή μας. Ο παραμικρός θόρυβος, ένα σούρσιμο, σήμαινε πάντοτε απρόσμενο κίνδυνο. Βρισκόμαστε σε διαρκή υπερένταση. Γύρω-γύρω από τη σκοπιά υπάρχει αγκαθωτό συρματόπλεγμα  κι απ' έξω από αυτό είναι «σπαρμένες» νάρκες «κατά προσωπικού». Η «έφοδος» του αξιωματικού φυλακής είναι το μόνο δείγμα ζωής, εκτός από τη δική μας, του Λάκη κι εμένα.

Ένα στριγγλό, ξέφωνο «Άλτ! Τις ει!» σκίζει τη σιωπή της νύχτας κι αντιλαλεί στα γύρω υψώματα, ενώ το δάκτυλό μας στη σκανδάλη είναι έτοιμο να ξυπνήσει τη φονική «βολίδα» που κοιμάται μέσα στη «θαλάμη» του όπλου. Η αναγνώριση γίνεται (σύνθημα, παρασύνθημα) και η σιωπή απλώνεται και πάλι εφιαλτική. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και όταν κάθε δύο ώρες γίνεται «αλλαγή φρουράς». Δεν υπάρχει πιο εξουθενωτικό ψυχικά από το να είσαι «μονοσκοπιά» σε τέτοιες άγριες εποχές. Σε πλησιάζει ο «άλλος» αθόρυβα και ξαφνικά, πριν αντιληφθείς τι συμβαίνει, μια παγωμένη ξιφολόγχη χώνεται στην πλάτη σου, μόλις που προλαβαίνεις να βγάλεις ένα παραπονεμένο «Άχ!» και σωριάζεσαι στο χώμα.

Αυτό μου θύμιζε μια σκηνή σφαγής μοσχαριών που αντίκρισα για πρώτη φορά στη ζωή μου, στη Σιάτιστα, τότε. Ο μακελάρης άρπαξε το μοσχάρι από το κέρατο και με μια απίστευτη γρηγοράδα  κάρφωσε μια δίκοπη, κοντή πάλα, πίσω στο σβέρκο του ζωντανού, εκεί που υπάρχει ένα άνοιγμα στη ραχοκοκαλιά. Το μοσχάρι σωριαζότανε με ένα ξέψυχο βογγητό στο χώμα, σαν κεραυνόπληχτο.

Αυτά κι άλλα ερχότανε στο μυαλό μου κι ένιωθα ανακούφιση και σιγουριά που άγγιζε στην πλάτη μου η πλάτη του συναδέλφου μου. Είμαι, λέει, «φρουρός της πατρίδας» εδώ επάνω και το μυαλό μου έτρεχε πέρα μακριά, στους δικούς μου, στο Πανεπιστήμιο, στις μικροχαρές της ζωής, στα 22 χρόνια της ζωή μου που μπορεί να μην γινόντανε 23!

Ήρθε η ώρα της «αλλαγής». Οι αντικαταστάτες μας αγουροξυπνημένοι, νυσταγμένοι, μουρμούριζαν για τον χαμένο ύπνο. Εμείς ξάγρυπνοι, με υπερένταση, λαχταρούσαμε να γείρουμε πάνω στο στρωματσόπανο που ήταν απλωμένο χάμω στη γη μέσα στο «ατομικό» αντίσκηνό μας.

Η μονάδα μου βρισκότανε στα περίχωρα της Καστοριάς. Ένα πρωϊνό του Αυγούστου του 1948, μετά το προσκλητήριο, ο «υπασπιστής» με κάλεσε και μου χορήγησε «φύλλο πορείας» για μια άλλη μονάδα που βρισκότανε πάνω στα υψώματα στην αντίπερα όχθη της λίμνης. Μαζί μου θα ερχότανε κι ο Δημήτρης, άγνωστός μου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αμίλητοι, «φορτωμένοι» με «όπλα, μπαλάσκες, γυλιό κλπ», ανεβήκαμε στην καρότσα ενός φορτηγού DODGE τόνου (έτσι τα λέγαμε). Μαζί μας και ένας λοχίας που μας συνόδευε.

Μετά από μιάμιση ώρα διαδρομή, φτάσαμε σε ένα απέραντο χορτολίβαδο εκεί πια που σημάδια από ροδιές αυτοκινήτων σταματούσαν. Μπροστά μας υψωνόντουσαν οι πλαγιές ενός βουνού, ενός προβόλου του φοβερού Βίτσι. Ο λοχίας μας έδειξε να ακολουθήσουμε ένα «ξεθωριασμένο» μονοπάτι που με πολλές στροφές και αναγυρίσματα χανότανε πάνω στο βουνό. Έτσι βρεθήκαμε, εγώ και ο Δημήτρης, σαν «την καλαμιά στον κάμπο» ενώ το φορτηγό ξεμάκραινε, ώσπου χάθηκε. Κάθε βήμα μας στο μονοπάτι και μια λαχτάρα γιατί αυτά ακριβώς τα «παγιδεύανε» οι «άλλοι» με νάρκες. Ψάχναμε με τα μάτια μας το χώμα μη τυχόν ανακαλύψουμε κάποιο ύποπτο σημάδι.

Εν τω μεταξύ ο ήλιος είχε ανεβεί αρκετά. Χίλια δύο ζουζούνια πετούσαν τριγύρω μας. Αυτά και εμείς οι δύο ήμασταν τα μόνα ζωντανά πλάσματα σ’ αυτόν τον έρημο τόπο! Όπως μας είχε πει ο λοχίας θα χρειαζόμαστε μια με μιάμιση ώρα να φτάσουμε στον προορισμό μας σε μια προωθημένη μονάδα πεζικού. Φορτωμένοι στην πλάτη μας όλο το στρατιωτικό «βιός» μας και με το όπλο «ανά χείρας» με το δάχτυλο στη σκανδάλη, για κάθε απρόσμενο, ανεβαίναμε το μονοπάτι ενώ ο ήλιος άρχιζε να μας ταλαιπωρεί.

Πρώτα άρχισαν να μουσκεύουν οι μασχάλες μας και μετά χοντρές σταγόνες ιδρώτα έσταζαν από το μέτωπό μας. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι ο Δημήτρης έχει μείνει πίσω. Ανησύχησα και κοντοστάθηκα να δω τι συμβαίνει. Του έγνεψα και εκείνος, με τον ίδιο τρόπο, μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν του συμβαίνει τίποτε το ιδιαίτερο, του' ναντίον μάλιστα, με τη χειρονομία του, ήταν σαν να έλεγε μην βιάζεσαι, σιγά-σιγά.

Τον περίμενα μέχρι να ξεκινήσει. Όταν έφτασε κοντά μου, μου απαντά με ένα ύφος σαν να μην συνέβαινε τίποτε, έτσι που εγώ έμεινα άφωνος. «Άκου να δεις φίλε. Εγώ θ’ ανέβω με το μαλακό. Αν εσύ βιάζεσαι ξεκίνα να φτάσεις πρώτος να πάρεις και το χρυσό μετάλλιο. Εγώ θα ανέβω με το... σαλελέ  μου και θα φτάσω όταν θα γίνεται η διανομή συσσιτίου. Μπήκες;». «Ρε Δημήτρη, του λέω, έτσι που πάμε θα βραδιαστούμε, ο ήλιος θα μας ψήσει και στη μονάδα θ΄ ανησυχούνε. Μέσα σε αυτόν τον ξερότοπο ολομόναχοι δεν ξέρεις τι μπορεί να μας συμβεί από στιγμή σε στιγμή». «Φίλε, μου λέει, εγώ έχω το ρυθμό μου και δεν τον αλλάζω με τίποτα. Ασ΄ τους άλλους να ανησυχήσουνε εκεί απάνω, μπας και στείλουνε κανά μουλάρι να ανέβουμε καβάλα. Μπήκες;».

Προβληματισμένος από τη συμπεριφορά και τα λόγια του Δημήτρη ξεκίνησα πάλι ν’ ανεβαίνω στο μονοπάτι.

Εν τω μεταξύ βαθιά, πέρα κατά την κορφή του Βίτσι, ακουγόντουσαν «βολές πυροβολικού». Θέλοντας και μη ακολούθησα τον ρυθμό του Δημήτρη κατά το «θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, φόρεσε ο Χριστός τσαρούχια».

Κάποια στιγμή βλέπω τον Δημήτρη να’ χει γυρίσει μπροστά το γυλιό, να έχει ακουμπήσει ανάποδα την καραβάνα του πάνω σ’ αυτόν, να κρατά μολύβι και χαρτί και με στήριγμα τον πάτο της αναποδογυρισμένης καραβάνας να γράφει. Έμεινα έκπληκτος με το καινούργιο κάμωμα του συναδέλφου. «Τι διάολο άνθρωπος είναι αυτός ο Δημήτρης;».

Κάθε λίγο και λιγάκι ο Δημήτρης φώναζε «Ανάπαυση» κι αναγκαστικά σταματούσα κι εγώ. Άρχισα να κουράζομαι περισσότερο με το σταμάτα-ξεκίνα παρά από τον ανήφορο.

Η ώρα ήταν πια 11. Περπατούσαμε (τρόπος του λέγειν) πάνω από τρεισήμισι ώρες και τελειωμό δεν είχε ο ανήφορος. Ο ήλιος είχε πια μεσουρανήσει. Ψηνότανε η φύση. Γύρω οι πέτρες αντανακλούσαν τη ζέστη πυρωμένες από τον ήλιο και αυτό το σταμάτα-ξεκίνα, μου την έδινε. Το παγούρι μου σε λίγο θα με εγκατέλειπε. Κάθε λίγο και λιγάκι έπινα  μια γουλιά νερό για να δροσιστεί το στεγνωμένο λαρύγγι μου, το νερό μέσα στο παγούρι είχε γίνει πια χλιαρό. Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν ο Δημήτρης εξακολουθούσε να περπατά και να γράφει λες και βρισκόταν στο γραφείο του.

Σε μια στροφή του μονοπατιού, σύριζα σχεδόν με το «φρύδι» του βουνού, τα μάτια μου έκθαμβα αντικρίσανε ένα ασύλληπτης ομορφιάς θέαμα. Η λίμνη της Καστοριάς! Στα νερά της καθρεπτίζονταν η πόλη της Καστοριάς, στολισμένη σαν μακεδονοπούλα αρχόντισσα, νωχελικά ξαπλωμένη  στο ανάκλιντρό της, ενώ γύρω-τριγύρω όλη η όχθη της λίμνης ήταν πλουμισμένη με κάθε λογής λουλούδια και πράσινο. Τώρα ήταν η σειρά μου ν’ αναφωνήσω «Ανάπαυση!»

Κάθισα σ’ ένα βράχο, άφησα το βλέμμα μου να πλανιέται σε αυτή τη μοναδική ομορφιά και απολάμβανα αχόρταγα  το ανεπανάληπτο θέαμα. Κοίταζα και σκεπτόμουνα «Τι κρίμα ο κόσμος να’ χει τόσες ομορφιές κι αντί εμείς να τις χαιρόμαστε, οδηγημένοι από μια άδηλη μοίρα, ετοιμαζόμαστε να χάσουμε τη ζωή μας. Χιλιάδες άνθρωποι πριν  από εμάς την έχουν χάσει ήδη».

«Άντε σήκω, ξεκίνα», άκουσα τη φωνή του Δημήτρη, ενώ ήμουν απορροφημένος από την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου και η ώρα πέρναγε χωρίς να το καταλάβω.

Μετά από καμιά ώρα ανάβασης συναντήσαμε την πρώτη σκοπιά! Ο σκοπός ξαφνιασμένος βροντοφώναξε περισσότερο για να τονώσει τον εαυτό του παρά να τρομάξει εμάς το «Άλτ! Τις εί;» προτείνοντας το αυτόματό του. «Ψηλά τα χέρια και προχωρήστε αργά».

Συμμορφωθήκαμε και πλησιάσαμε προς τη σκοπιά, ενώ ο σκοπός με μια κραυγή σαν το παγιδευμένο αγρίμι ξεφώνησε. Ακίνητοι! Εμείς σταματήσαμε. Εν τω μεταξύ από τις φωνές του σκοπού τρέξανε προς το μέρος του για να δουν τι συμβαίνει ένας λοχίας και μερικοί στρατιώτες.

Ο Δημήτρης, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, ξεστόμισε το αμίμητο «Ελάτε ρε παιδιά, τελειώνετε με τον έλεγχο γιατί είμαστε ξελιγωμένοι από την πείνα». «Σκασμός», ξεφωνίζει ο λοχίας. Εμείς σταματημένοι με τα χέρια ψηλά κρατώντας το όπλο μας δίνουμε αναφορά «Στρατιώτης υγειονομικού Χριστουλάκης του 211 Στρατιωτικού Χειρουργείου Εκστρατείας λαμβάνω την τιμή να παρουσιαστώ...».

Ο λοχίας με έκοψε στη μέση ενώ έδινε το παράγγελμα «Τα χέρια και το όπλο πίσω από το κεφάλι». «Πουν' τα χαρτιά σου;» με ρωτά, και εγώ με μια κίνηση του κεφαλιού του δείχνω την αριστερή τσέπη του χιτωνίου μου. Κι ενώ η κάνη του αυτόματου ακουμπούσε το στήθος μου, άπλωσε το χέρι του, ξεκούμπωσε την τσέπη και τράβηξε το «μαγικό» χαρτί από μέσα. Σε κοινή ακρόαση των υπολοίπων, διάβασε φωναχτά το κείμενο του «φύλλου πορείας». «Εις τον οπλίτην υγειονομικού Χριστουλάκη Εμμανουήλ χορηγούμεν φύλλον πορείας όπως παρουσιασθεί στη μονάδα.... κλπ».

Ο λοχίας, καταφανώς ικανοποιημένος, παραγγέλνει «ανάπαυση», μας δίνει το χέρι του, μας καλωσορίζει και μας πληροφορεί προς ολοφάνερη χαρά του Δημήτρη, ότι μόλις προλαβαίνουμε το μεσημεριανό συσσίτιο, προσθέτοντας ότι μετά το φαγητό να παρουσιαστούμε πάλι σ’ αυτόν για να μας ορίσει το σημείο που θα στήσουμε το ατομικό μας αντίσκηνο.

Την πρώτη ημέρα όλα κύλισαν κατά το πώς τα είπε ο λοχίας. Την επομένη παρουσιασθήκαμε στον υπολοχαγό υπηρεσίας της μονάδας. Μετά τα τυπικά, ανέθεσε στον καθένα μας τ’ ανάλογα καθήκοντα και μας «παρέδωσε» στον επιλοχία «δια τα περαιτέρω». Η «αρμοδιότητά» μου ήταν να φροντίζω έναν ουλαμό ημιονηγών, λόγω ειδικών γνώσεων («2ετής φοιτητής ιατρικής!») να περιποιούμαι τα τραύματά τους και να γνωματεύω (!) για τη βαρύτητα ή όχι του περιστατικού και διακομιδή του στα μετόπισθεν. Μια τόσο σοβαρή ευθύνη είχε ανατεθεί σ’ έναν άμοιρο ιατρικής, δευτεροετή φοιτητή!

Για όσους δεν γνωρίζουν, ας σημειωθεί εδώ ότι τα δύο πρώτα χρόνια της ιατρικής, οι φοιτητές κάθε άλλο παρά ιατρική διδάσκονται. Τα μαθήματα των δύο πρώτων ετών είναι διδασκαλία των βασικών στοιχείων  των Φυσικών Επιστημών πχ. Φυσική, Χημεία, Βοτανική, Ζωολογία, Φαρμακολογία, Ανατομική κτλ. Επίσης έπρεπε κάθε πρωί, προτού πάνε τα μουλάρια για πότισμα, να εξετάζω την ποιότητα του νερού με την ειδική συσκευή HOROX. Σε μια μικρή πράσινη κασετίνα υπήρχαν έξι κυπελάκια και τρία μπουκαλάκια με ειδικά «αντιδραστήρια». Στα κύπελλα έβαζα το νερό που έπρεπε να εξετάσω και μετά απ’ το μπουκαλάκι με τον αριθμό 1 έσταζα προοδευτικά μια σταγόνα στο πρώτο, δύο σταγόνες στο δεύτερο και στη συνέχεια τόσες σταγόνες στα υπόλοιπα, ανάλογα με τη σειρά τους. Κατόπιν πρόσθετα από μια σταγόνα σ’ όλα, από το αντιδραστήριο 2 και παρατηρούσα το χρώμα που έπαιρνε το νερό. Αν το νερό έμενε άχρωμο μέχρι και το τέταρτο κύπελλο τότε έσταζα μια σταγόνα από το αντιδραστήριο 3. Στην περίπτωση αυτή αν το νερό έμενε όπως πριν (άχρωμο) κρινότανε «κατάλληλο»  προς πόση, γι΄ ανθρώπους και ζώα.

Θυμάμαι τα μουλάρια, τους ημιόνους, κάτι ζωντανά, θεόρατα καναδέζικα, με σκούρο χρώμα με γυαλιστερό τρίχωμα, με τεράστιους μυς και καλοσυνάτη συμπεριφορά. Ήταν τυπικοί εκπρόσωποι της δύναμης και της αντοχής. Εκεί έμαθα ότι τα ζώα έπρεπε πρώτα να ποτίζονται και μετά να ταΐζονται αλλιώς φούσκωνε το κριθάρι μες στο στομάχι τους με σοβαρές συνέπειες για το ζώο. Όταν μετά έγινα γιατρός έμαθα τη σημασία αυτής της τακτικής. Είναι κάτι που κι εμείς οι άνθρωποι πρέπει να τηρούμε. Πριν από το φαγητό μας να πίνουμε το νερό το οποίο δεν μένει μέσα στο στομάχι αλλά προχωρεί στο έντερο απ’ όπου απορροφάται και ενυδατώνεται ο οργανισμός. Έτσι το στομάχι, ανάλογα με την ποιότητα και ποσότητα της τροφής, «εκκρίνει» τα πεπτικά υγρά με την αντίστοιχη σύσταση και πυκνότητα και πραγματοποιείται η πέψη της τροφής. Κάθε γουλιά νερού στη διάρκεια της πέψεως διαταράσσει αυτή την ισορροπία και αναγκάζει το στομάχι διαρκώς να αναπροσαρμόζει τη λειτουργία του με υπερέκκριση πεπτικών υγρών που προκαλούν συχνά ενοχλήματα (καούρες κλπ).

Εκείνο το πρώτο πρωϊνό, και για να γυρίσουμε για λίγο στον φίλο μας το Δημήτρη, διεπίστωσα ότι ήταν η προσωποποίηση της τεμπελιάς. Ένας τεμπελχανάς και μισός! Ακούστε τι έκανε: Αντί να σηκωθεί και να πάει να πάρει το πρωϊνό ρόφημα, έβγαζε την καραβάνα του έξω από το αντίσκηνό του και παρακαλούσε όποιο συνάδελφο περνούσε από κει να του ρίξει δύο γουλιές γάλα και μια μπουκιά κουραμάνα! Όλοι νομίζανε ότι ήταν άρρωστος και έτσι σε λίγο ο αρχιτεμπέλαρος απολάμβανε την τεμπελιά και το πρωινό του!

Αυτό επαναλήφθηκε και το μεσημέρι και το βράδυ, για μερικές ημέρες, οπότε ο επιλοχίας πήρε μυρουδιά τη μηχανή που είχε στήσει ο κυρ Δημητράκης και το πανηγύρι τελείωσε. Ο φίλος μας ήταν ηλεκτρολόγος από τον Πειραιά (τον είχα μάλιστα συναντήσει κανά δυό φορές στο Πασαλιμάνι, μετά την αποστράτευσή μας) και αποστολή του ήταν στη μονάδα που είχαμε έρθει να φροντίζει τα ηλεκτρολογικά.

Το βράδυ ο λοχαγός κάλεσε μια ομάδα υπαξιωματικών και στρατιωτών και μας ανακοίνωσε ότι το πρωί στις 5 η ώρα να είμαστε έτοιμοι για μια ειδική αποστολή. Η νύχτα πέρασε άσχημα με ένα ανήσυχο ύπνο.

Στις 5 ακριβώς 25 άτομα ξεκινούσαμε προς εκτέλεση της αποστολής μας. Μπροστά οδηγός ένας υπολοχαγός και ο επιλοχίας και πίσω εμείς «εις φάλαγγα κατ’ άνδρα» ακολουθούσαμε. Εγώ, εκτός των προσωπικών μου αντικειμένων (όπλο, σακίδιο ,παλάσκες κλπ.), είχα κι ένα  σακίδιο με επιδεσμικό υλικό και διάφορα φάρμακα για πρώτες βοήθειες. Ένας άλλος κουβαλούσε στην πλάτη του ένα ογκώδη ασύρματο (της τότε εποχής) με μια ασήκωτη μπαταρία και μια πανύψηλη κεραία. Δύο άλλοι στρατιώτες σήκωναν ένα  φορείο. Μπροστά, με επικεφαλής τον υπολοχαγό, προπορευόντανε τρεις ανιχνευτές ναρκών με τις μακριές  χάλκινες «ράβδους ανίχνευσης.

Μετά από μισή ώρα πορεία, περνώντας μέσα από ρόμπολα και άλλα δέντρα, «ξεμυτίσαμε» στο φρύδι του υψώματος που στην απυρόβλητη πλαγιά του ήταν στρατοπεδευμένη η μονάδα μας. Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν συγκλονιστικό. Ανάμεσα στα άγρια βουνά απλωνότανε ένας καταπράσινος κάμπος μες στην καρδιά του καλοκαιριού. Ένα πράσινο οροπέδιο! Στη μέση του κάμπου κυλούσε ένα μικρό ποταμάκι που δεξιά και αριστερά στις όχθες του ήταν χτισμένο ένα χωριουδάκι το Πολυκέρασο. Δέντρα και διάφοροι θάμνοι πλαισίωναν τις όχθες του ρυακιού και όλη η εικόνα ανέδυε την όμορφη τοπιογραφία της εποχής του Ρομαντισμού, όπως τη βλέπουμε στους ζωγραφικούς πίνακες των ζωγράφων της Δύσης.

Η στάση διάρκεσε λίγα λεπτά και η πορεία μας μέσα από χωράφια και λιβάδια συνεχίστηκε προς το χωριό με ιδιαίτερη προσοχή. Βρισκόμαστε μέσα στη νεκρή ζώνη! Ασφαλώς από τα γύρω βουνά οι άλλοι θα παρακολουθούσαν ένα προς ένα τα βήματά μας. Θα μπορούσαν με λίγες βολές πυροβολικού να μας εξοντώσουν. Προσωπικά φανταζόμουνα ότι δεν ήθελαν με τις βολές ν’ αποκαλύψουν τις θέσεις των πυροβόλων τους και αφ’ ετέρου υπολόγιζαν ότι οι παγιδευμένες νάρκες μέσα στο χωριό θα μας υποδέχονταν καταλλήλως.

Μπροστά από την ομάδα προχωρούσαν 4 ανιχνευτές ναρκών, που με τις ειδικές «ράβδους» τους ερευνούσαν βήμα προς βήμα το έδαφος, όταν αναγκαστήκαμε απ’ τα χωράφια ν’ ακολουθήσουμε ένα μονοπάτι.

Πλησιάσαμε το χωριό. Εγκατάλειψη και ερημιά, πόρτες, παράθυρα ανοιχτά, σπίτια άδεια, ούτε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Στους μισογκρεμισμένους τοίχους των σπιτιών, υπήρχαν γραμμένα με «κυριλλική» γραφή και κόκκινο χρώμα δεκάδες συνθήματα!     

Да Живее makeдonija

Да живеена Црвената армија

СлободенМакедонци

Αυτά τα τρία ξεχώριζαν ανάμεσα στο πλήθος των άλλων, σε μέγεθος και έντονο χρώμα. Τι σήμαιναν άραγε αυτά και από ποιους γραφτήκανε; Ούτε ο υπολοχαγός γνώριζε! Θέλησα να τα αντιγράψω κι αργότερα να εύρισκα κάποιον να μου εξηγήσει τι σημαίνουν. Αλλά πού χαρτί και μολύβι τέτοια ώρα και σε τέτοιο τόπο! Μου ήρθε μια σκέψη. Τα τυφέκια, που κρατούσαμε, βρετανικής (;) κατασκευής, (ENFIELD τα λέγανε), είχανε μια ξιφολόγχη λεπτή και αιχμηρή, με μήκος και πάχος σαν ένα κοινό μολύβι. Το τρύπημά της σκέτο δηλητήριο ! Α! σκέφτηκα, αυτό θα γίνει γραφίδα!

Τώρα μου έλειπε μια επιφάνεια. Όταν κάποια στιγμή θέλησα να πιω μια γουλιά νερό από το παγούρι μου, μου ήρθε η... έμπνευση! Θα χάραζα με την αποτρόπαιη, μισητή ξιφολόγχη, πάνω στην επίπεδη επιφάνεια του παγουριού τα παράξενα συνθήματα. Όπερ και εγένετο! Αυτό αποτελεί μοναδικό και ανεπανάληπτο περιστατικό που μια ξιφολόγχη χρησιμοποιήθηκε για κάτι άλλο άσχετο με την κύρια αποστολή της, ως οργάνου θανάτου! 

Αργότερα, όταν  μετατέθηκα στη Φλώρινα, ένας συνάδελφος, που καταγόταν από τη Σαμαρίνα του Σμόλικα, μου έλυσε το γρίφο! ΖΗΤΩ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΖΗΤΩ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ
Αυτή η... μετάφραση με μπέρδεψε περισσότερο. Τι δουλειά είχαν σ’ ένα ελληνικό χωριό  σλαβόφωνα συνθήματα; Έμεινα με τις απορίες μου μέχρις ότου απολύθηκα και διάβασα την Ιστορία της Μακεδονίας.
Δυστυχώς ,όταν απολύθηκα από το στρατό (μετά 999 ημέρες) μαζί με τον οπλισμό μου κρατήσανε και το παγούρι μου.

Τα μόνα ζωντανά πλάσματα που κυκλοφορούσαν ανέμελα και που στο αντίκρισμά μας πήραν δρόμο και χάθηκαν μεσ' στα έρημα σπίτια, ήταν αρκετές κότες και κοκόρια, που κακαρίζοντας τρομοκρατημένα σκόρπισαν εδώ.

Περπατώντας πάνω σ’ ένα γεφυράκι από δύο κορμούς δέντρων, περάσαμε το ρυάκι στην άλλη την όχθη, στην άλλη μεριά του χωριού. Και εδώ η ίδια εικόνα. Εγκατάλειψη και ερήμωση.

Αφού ερευνήθηκε όλο το χωριό, δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο, καθίσαμε να ξεκουραστούμε ενώ προηγουμένως ο υπολοχαγός έβαλε σκοπιές καλού – κακού σε επίκαιρα σημεία. Το κολατσιό μας ήτανε ένα κομμάτι κουραμάνα κι ένα κομμάτι κεφαλοτύρι, αλμυρό, λύσσα. Καθισμένοι χάμω με την πλάτη σ’ ένα τοίχο, που, μας προφύλασσε από τον ήλιο και τα αδιάκριτα βλέμματα των «άλλων. Ο υπολοχαγός είχε δώσει  εντολή να έχουμε αγκαλιά την «όμορφη πατρόνα».

Απολαύσαμε το τυρόψωμο σαν να τρώγαμε... παντεσπάνι! Μετά από χρόνια, όταν έγινα γιατρός, έμαθα γιατί στις πορείες μας δίνανε αλμυρά. Για να αναπληρώνεται το αλάτι, που χάναμε με τον ιδρώτα. Δεν κατάλαβα όμως ποτέ ποιο σκοπό είχε η... επίσκεψή μας στο Πολυκέρασο και μάλιστα  μιας μικρής ομάδας με επικεφαλής ένα υπολοχαγό!

Ήρθε η ώρα που ο υπολοχαγός έδωσε την διαταγή της αποχωρήσης. Συνταχθήκαμε "εις φάλαγγα κατ’ άνδρα" και ξαφνικά, προτου δοθεί το παράγγελμα "εμπρός μαρς", ακούγεται  αγωνιώδης η φωνή του επιλοχία  «Κύριε υπολοχαγέ, λείπουν τέσσερεις άνδρες! ? ομάδα ανταριάστηκε, αγωνία και ανησυχία μαζί με φόβο κυριάρχησε και ο υπολοχαγός, νεαρός αξιωματικός καριέρας με εύλογη την ταραχή και την αγωνία να αναρωτιέται τι να έγιναν οι τέσσερεις άνδρες.

Με τους ανιχνευτές ναρκών μπροστά μια ομάδα υπό τον υπολοχαγό και πέντε άνδρες ξεκινούν να βρουν τους απόντες. Εκρηξη από νάρκη δεν είχε ακουστεί, ούτε άλλος κρότος. Να τους αιφνιδίασαν και τους πυροβόλησαν με όπλο εφοδιασμένο  με σιγαστήρα, να τους μαχαίρωσαν; Τι άραγε συνέβη; Η ομάδα προχωρεί αργά και με προσοχή, όταν μέσα σ' ένα ερειπωμένο σπίτι βλέπουν τους δύο να έχουν στραγγαλίσει δύο κότες και να τις γδέρνουν! Χωριατόπουλα, γνωρίζοντας πώς να γδάρουν μια κότα, είχανε κάνει μια τομή στην κότα από το κεφάλι προς την πλάτη και την ουρά και με δεξιοτεχνία αφαιρούσαν το δέρμα μαζί με το φτέρωμα, χωρίς να χρειάζεται ξεπουπούλιασμα! Το τι ξεστόμισε ο υπολοχαγός δεν περιγράφεται.

Τώρα έπρεπε να βρεθούν και οι άλλοι δύο. Προχωρώντας η ομάδα κατά μήκος της όχθης του  ρυακιού, πίσω από μια πυκνή συστάδα από λυγαριές, οι φίλοι μας είχαν αποθέσει τα όπλα τους, τα σακίδια και  τις αρβύλες τους και κρατώντας μια μακριά κυλινδρική πήλινη κυψέλη την είχαν βουτ?ξει μέσα στο ρυάκι για να πνιγεί το μελίσσι και να πάρουν τις κερήθρες με το μέλι! Οργισμένος, και δικαιολογημένα, ο υπολοχαγός δίνει εντολή στους στρατιώτες της ομάδας να κόψουν βέργες από τις λυγαριές και δένει πισθάγκωνα τους... δράστες!

Όταν η συνοδεία έφθασε στο  σημείο που τους περιμέναμε, εμείς μείναμε άναυδοι. Δεν πιστεύαμε αυτό που είδαμε και ακούσαμε. Ο υπολοχαγός ασφαλώς θα σκεφτότανε τι θα του στοίχιζε υπηρεσιακώς, στην καριέρα του, αυτό το περιστατικό.

Κατηφείς, ντροπιασμένοι, αμίλητοι και κουρασμένοι, μια... πομπή ντροπής, με μια κυψέλη και δυο γδαρμένες κότες, τα «πειστήρια του εγκλήματος», γυρίσαμε στη μονάδα μας, που όταν μαθεύτηκαν τα συμβάντα πέσανε όλοι σε αμηχανία και προβληματισμό.

Μετά τις ανακρίσεις και η σχηματισθείσα αναφορά του Διοικητή κατέληγε, ότι παραπέμπονται οι εν λόγω στρατιώτες για «πράξεις και συμπεριφορά απάδουσα προς την αξιοπρέπεια και το ιπποτικό πνεύμα του Έλληνα στρατιώτη».  

Εν τω μεταξύ ο Διοικητής είχε επικοινωνήσει με την Μεραρχία και σε δύο ώρες περίπου έφθασε μια ομάδα της Στρατονομίας και παρέλαβε τους... δράστες! Από ό,τι μάθαμε αργότερα παραπέμφθηκαν στο Στρατοδικείο και τιμωρήθηκαν αυστηρά.

Υ.Γ. Το Πολυκέρασο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1220 μέτρα. Η παλαιά ονομασία του Πολυκέρασου ήταν Τσερέσνιτσα και μέχρι το 1926 κατοικείτο από σλαβόφωνους με βουλγαρική εθνική συνείδηση! Το 1934 μετανάστευσαν στην Βουλγαρία.