Θυμάται ο Μανώλης Χριστουλάκης.
Παλιά στην Κίμωλο τηρούντο πολλά αναστάσιμα έθιμα. Μερικά έχουν καταγραφεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Στην Κίμωλο δεν ήταν γνωστός ο οβελίας, το σουβλιστό αρνί. Δε υπήρχε ούτε για δείγμα η σούβλα. Όλα αυτά ήτανε, όπως τα λέγαμε, στερεοελλαδίτικα.
Οι νοικοκυρές έβαζαν στο τσουκάλι από το απόγευμα του μεγάλου Σαββάτου το αρνί για να είναι έτοιμο το πασχαλινό φαγητό, όταν τα μεσάνυχτα, μετά από την Ανάσταση επέστρεφαν στο σπίτι για να απολαύσουν τη σούπα, που την αυγόκοβαν. Όλο το Χωριό μύριζε, τότε, βραστό κρέας. Τρώγανε τη σούπα για να προετοιμαστεί το στομάχι στο αναστάσιμο φαγητό μετά την αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής. Η μητέρα μας, μάλιστα, φρυγάνιζε με φρέσκο βούτυρο στο τηγάνι, μπουκιές ψωμί που τις βάζαμε μέσα στο ζουμί και γινότανε πεντανόστιμες. Στο τραπέζι ήτανε στρωμένο το άσπρο υφαντό τραπεζομάντηλο, που το είχε υφάνει η μητέρα στην κρεβαταριά (υπάρχει στο Λαογραφικό).
Μετά το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» και τη λειτουργία μεταλαβαίναμε και ανάβοντας τα λαδοφάναρά μας, φέρναμε το φως στο σπίτι. Η μητέρα, πριν ο πατέρας ανοίξει την πόρτα, έκανε με τη φλόγα της λαμπάδας της ένα σταυρό στο ντρέτο (υπέρθυρο). Μετά άναβε το κρεμαστό καντήλι μπροστά από το εικονοστάσι και την στεφανοθήκη. Τότε τιμούσανε τα στέφανα τους!
Το σπίτι μοσχομύριζε βραστό αρνάκι, που αποτελούσε το κύριο δείπνο του Μεγάλου Σαββάτου, το πασχαλινό. Το τραπέζι ήτανε στρωμένο με το υφαντό στην κρεβαταριά από την μητέρα, το κάτασπρο τραπεζομάντηλο. Πιάτα, μαχαιροπήρουνα, κουτάλια και υφαντές πετσέτες ήταν τακτοποιημένα πάνω στο τραπέζι. Στη μέση του η λαμπροκουλούρα με τα διάφορα σχέδια κι ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο της και δίπλα της μια στρογγυλή πιατέλα με φανταχτερά κατακόκκινα αυγά.
Καθίζαμε στις θέσεις μας, αφού πλύναμε τα χέρια μας στο βρυσάκι, και η μητέρα μας σερβίρισε τη σούπα. Είπαμε το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και απολαύσαμε την αυγοκομμένη σούπα, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Μετά ακολούθησε το βραστό αρνάκι και τέλος τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά μας. Ακολούθησε το γλυκό, τα μελετίνια.
Χορτασμένοι και ικανοποιημένοι ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε. Η μητέρα κι ο πατέρας στην «καριόλα». Η Άννα κι εγώ στο ταβλωτό και το μωρό, η Χρυσούλα, στην κούνια. Ένας ανακουφιστικός ύπνος μας έφερε στον κόσμο των ονείρων. Η ώρα ήτανε αρκετά προχωρημένη. Αύριο θα ξημέρωνε η μεγάλη γιορτή της Ανάστασης.
Το απόγευμα της Κυριακής γινότανε το κάψιμο του Ιούδα και η Αγάπη. Οι τέσσερεις παπάδες της Κιμώλου διαβάζανε, λέει, το Ευαγγέλιο και σε ξένες γλώσσες. Εμείς τα πιτσιρίκια δεν καταλαβαίναμε ούτε τα ελληνικά. Την άλλη μέρα, που την λέγανε, όπως άκουγα, Δευτέρα τω ΣΣκολώ. Τα παλληκαράκια στεκόντουσαν στην αυλή του Βαφεία (εκεί που είναι το Αρχαιολογικό) και «μετρούσανε» (διαλέγανε) τις κοπέλες των.
Όμορφα χρόνια κι ανεπανάληπτα!