Σχόλια, επιμέλεια : Γιώργος Σμυρνιούδης.
Οι παλιές φωτογραφίες, και ειδικότερα της Αθήνας, πάντα με συγκινούσαν από μικρό παιδί. Με έκαναν να αναλογιστώ την διαδρομή της στο πέρασμα της ιστορίας και να κατανοήσω πόσο τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ακόμα και σήμερα, στον τακτικό μου Σαββατιάτικο περίπατο στο Μοναστηράκι, κάθομαι στα παλιατζίδικα και χαζεύω ό,τι το πιο παλιό από φωτογραφίες, εφημερίδες της εποχής, παλιές καρτ ποστάλ και αντικείμενα. Νοερά ζω στην παλιά Αθήνα.
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές φωτογραφίες που βρήκα από διάφορες φωτογραφικές πηγές και που πραγματικά μερικές είναι σπάνιες. Επίσης να σας μεταφέρω μερικά λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία για την παλιά Αθήνα και για τις συνήθειες των παλιών Αθηναίων. Κάποια ίσως τα ξέρετε, κάποια τα έχετε ακούσει και κάποια ίσως σας διαφεύγουν.Μέσω τoυ μικρού άλμπουμ μου, που με αρκετό κόπο και μεράκι κατόρθωσα επιτέλους να φτιάξω, θα κάνουμε μαζί μια βόλτα στην Αθήνα του παρελθόντος. Θα δούμε ότι όλα έχουν αλλάξει. Τα περισσότερα τα καταστρέψαμε άδικα. Μόνος σταθερός έχει παραμείνει ο βράχος της Ακρόπολης, αιώνιος παρατηρητής της Αθήνας, που με θλίψη θυμάται την παλιά απλότητα και ομορφιά της.
Οι πρώτοι ξένοι περιηγητές συνοδευόμενοι από φωτογράφους, στα μέσα του 19ου αιώνα, "παθιασμένοι" οπαδοί των ταξιδιών και συνάμα σταλμένοι από τα μεγάλα έντυπα του εξωτερικού, έφταναν στην Αθήνα με τις ογκώδεις μηχανές τους και τον βαρύ εξοπλισμό τους, ύστερα από ένα μακρύ, κουραστικό ταξίδι, συχνά επικίνδυνο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν, κατά την διαμονή τους, τη ζέστη, την έλλειψη νερού, τη σκόνη, τα έντομα, τις μεταδοτικές ασθένειες και τα προβλήματα συνεννόησης με τους ντόπιους αχθοφόρους και δραγουμάνους (μεταφραστές της εποχής).
Την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα, η φωτογραφία ετοιμάζεται να εισέλθει δυναμικά στον επόμενο αιώνα. Χάρη στην τεχνική της εξέλιξη, ιδιαίτερα με την καθιέρωση του εύκαμπτου φιλμ (1880), αποκτά τη δυνατότητα να αποτυπώνει την κίνηση, ώστε ο φακός να γίνεται μάρτυρας των γεγονότων. Εξ' άλλου, η κυκλοφορία των πρώτων φορητών φωτογραφικών μηχανών (1889) ενθαρρύνει πολλούς ερασιτέχνες να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους.
Η φωτογραφία αυτή είναι από τις πρώτες της Ακρόπολης και χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα. Είναι τραβηγμένη από τον λόφο του Φιλοπάππου. Το ζευγάρι που ατενίζει την Ακρόπολη είναι ξένοι περιηγητές, αν κρίνουμε από την ενδυμασία τους, όπως την αποκαλούσαν οι φουστανελλοφόροι Αθηναίοι της εποχής. (Από το αρχείο του Μουσείου Μπενάκη).
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1852, μια φοβερή θύελλα ξέσπασε ξαφνικά στον ουρανό της Αθήνας. Ήταν μια θύελλα που -όπως καταγράφηκε από τους κατοίκους της εποχής- κυριολεκτικά σάρωσε οτιδήποτε συνάντησε στο πέρασμα της. Δέντρα ξεριζώθηκαν, σπίτια γκρεμίστηκαν, αλλά, το κυριότερο, η μια από τις τρεις κολώνες που έστεκαν χωριστά από τις υπόλοιπες στο ναό του Ολυμπίου Διός, στο κέντρο της πόλης, κατέπεσε. Το συμβάν αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαδιακό από τους Αθηναίους, ώστε επί πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν ήθελαν να προσδιορίσουν την εποχή εκείνη, έλεγαν χαρακτηριστικά: «τον καιρό της κολώνας».
Σπάνια φωτογραφία εφημερίδας τραβηγμένη από τις παρυφές της Ακρόπολης. Η χρονολογία άγνωστη, εικάζεται γύρω στο 1860. Διακρίνεται η πύλη του Αδριανού και οι στήλες του Ολυμπίου Διός. Διακρίνεται η πεσμένη κολώνα. Παρατηρείστε ότι το Ζάππειο, που αποπερατώθηκε το 1874, δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί και βέβαια το μεταγενέστερο Παναθηναϊκό στάδιο. (Φωτογραφικό αρχείο Mουσείου Mπενάκη).
Η λεγόμενη Πύλη του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού που υπάρχει από το 125 μ.Χ., δεσπόζει ακόμη και σήμερα στην Αθήνα. Παρατηρούμε στην φωτογραφία ότι στα μέσα του 19ου αιώνα η νοτιανατολική περιοχή κάτω από την Ακρόπολη ήταν εντελώς χέρσα. (Φωτογραφικό αρχείο Mουσείου Mπενάκη).
Δημήτριος Kωνσταντίνου. Άποψη της Ακρόπολης και του θεάτρου του Ηρώδου του Αττικού γύρω στα 1865. O Kωνσταντίνου, δεύτερος επαγγελματίας φωτογράφος στην Αθήνα μετά τον Φ. Mαργαρίτη, είναι ο πρώτος Έλληνας που ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την φωτογράφηση αρχαίων μνημείων. Οι φωτογραφίες του, ποιοτικά και αισθητικά άρτιες, στέκονται σήμερα αντάξια δίπλα σε εκείνες των επιφανών ξένων φωτογράφων της ίδιας εποχής. (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ).
Φωτογραφία της Ακρόπολης τραβηγμένη από το ύψος της σημερινής πλατείας του Θησείου, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1880 κατεδαφίστηκαν τα μπροστινά κτίρια που βλέπουμε και χαράχθηκε η οδός Αποστόλου Παύλου που συνέδεε το Μοναστηράκι με την συνοικία του Μακρυγιάννη (σημερινός πεζόδρομος). Η Πλατεία του Θησείου έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα. (Φωτογραφική πηγή άγνωστη).
Το Ελληνικόν Πιλοποιείον, από τις πιο επιτυχημένες Ελληνικές επιχειρήσεις, ιδρύθηκε το 1886 από τον Ηλία Πουλόπουλο, έναν υφασματέμπορο από την Καλαμάτα που ήρθε στην Αθήνα αποφασισμένος να γίνει βιομήχανος. Το εργοστάσιο που έκτισε στο Θησείο ήταν πλήρως εξοπλισμένο ήδη το 1900 και τα καπέλλα που κατασκεύαζε αποσπούσαν διεθνή βραβεία. Η επιχείρηση λειτούργησε ως τα μέσα του 20ού αιώνα στο λιθόκτιστο κτίριο στην οδό Ηρακλειδών. Από το κτίριο έχει απομείνει μόνο ένα μικρό μέρος το οποίο έχει αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή και ανήκει στο Πνευματικό Κέντρο "Μελίνα Μαρκούρη" του Δήμου Αθηναίων. (Γκραβούρα της εποχής).
Φωτογραφία τραβηγμένη από τον λόφο του Φιλοπάππου. Ο αρχαίος ναός που διακρίνεται είναι ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς που σώζεται ανέπαφος μέχρι σήμερα. Οι πρώτοι αρχαιολόγοι και ειδικοί πίστευαν ότι ο ναός ανήκε στον Θησέα επειδή στην ζωοφόρο του υπάρχουν παραστάσεις από την ζωή του, γι' αυτό και την περιοχή γύρω από τον ναό την ονόμασαν Θησείο. (Φωτο : Ελληνικό, λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Η λεγόμενη γραμμή 1 ή πράσινη γραμμή τού μετρό της Αθήνας, εγκαινιάστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1869. Στην γραμμή λειτουργούσαν ατμοκίνητα τραίνα, τα οποία συνέδεεαν το Θησείο με τον Πειραιά και για την λειτουργία της ήταν υπεύθυνη η εταιρεία Σιδηρόδρομοι Αθηνών-Περαιώς (Σ.Α.Π.). Η γραμμή επεκτάθηκε προς Ομόνοια και ηλεκτροδοτήθηκε το 1904 με την επωνυμία "Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι" (Ε.Η.Σ.) ενώ η εταιρεία λειτουργίας μετονομάστηκε σε "Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών-Πειραιώς (Η.Σ.Α.Π.) το 1976. (Φωτο : ΕΛΙΑ από το Μουσείο του Η.Σ.Α.Π.).
Από τις πρώτες στρατιωτικές αεροφωτογραφίες από αερόστατο (1890). Πάνω από τον λόφο του Φιλοπάππου (διακρίνεται και το ομώνυμο μνημείο) όπου φαίνεται το νότιο άκρο της Αθήνας. Η φωτογραφία μιλά από μόνη της….
Αεροφωτογραφία από αερόστατο της Ακρόπολης και της Πλάκας (1890) τότε που, μαζί με το Ψειρρή, το Θησείο και το Μεταξουργείο, ήταν οι μοναδικές της συνοικίες. Επίσης διακρίνονται και τα ανάκτορα.(σημερινή Βουλή). Σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων από την Ακρόπολη βλέπουμε ότι η Αθήνα περιστοιχιζόταν από ελαιώνες αμπελώνες και περιβόλια. (Φωτογραφικό αρχείο : Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Για έναν περίπου αιώνα η ύδρευση ταλάνιζε την Αθήνα . Το παλαιό υδραγωγείο τού Αδριανού είχε πάθει ανεπανόρθωτες ζημιές από τους πολέμους του '21. Η Αθήνα υδρευόταν από τις 55 δημοτικές βρύσες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία, οι οποίες συνεισέφεραν ελάχιστα έως και καθόλου στις καθημερινές ανάγκες της κατανάλωσης νερού. Ατελείωτες οι ουρές των Αθηναίων καθημερινά σε αυτές, με τους τενεκέδες και τις στάμνες, καυγάδες για την σειρά και φασαρίες. Χρυσές δουλειές έκαναν ωστόσο οι νερουλάδες που μετέφεραν με τα κάρα τους και πουλούσαν νερό στην Αθήνα, στα σπίτια που διέθεταν δεξαμενές από τις πηγές των γύρω χωριών, όπως της Κηφισιάς και του Αμαρουσίου. Μέχρι το 1924 η Αθήνα υδρευόταν κυρίως από τα νερά των πηγών της Πάρνηθας και από τον υπόγειο υδροφορέα.
Το 1925 άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα σύγχρονα έργα ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας.
Φωτογραφία από την εφημερίδα Εστία το 1894. Παρουσιάζει την δυτική πλευρά των τότε Ανακτόρων (σημερινή Βουλή). Παρατηρούμε ότι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είχε γίνει ακόμη κι' όλος ο χώρος είχε τη μορφή ενός πλούσιου άλσους. Η γύρω περιοχή δεν ήταν οικοδομημένη. Περιγράφει αξιωματικός των τότε Ανακτόρων ότι : "Από την κεντρική είσοδο του κτιρίου των Ανακτόρων βλέπεις τον κάμπο του Ρούφ - Ρέντη - Μοσχάτου, με τα αγροτόσπιτα, την θάλασσα, την Σαλαμίνα, την Αίγινα κι' όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τα γαλανά ακρογιάλια του Μοριά".
Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου των Ανακτόρων, στο σημερινό Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη γύρω στο 1900. Αργότερα, το 1930, ξεκίνησαν οι εργασίες μετατροπής τού κτιρίου σε Κοινοβούλιο από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Τρία χρόνια μετά, στις 2 Αυγούστου του 1934 επί πρωθυπουργίας Παναγή Τσαλδάρη, εγκαινιάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο η αίθουσα της Γερουσίας και τον επόμενο χρόνο, την 1η Ιουλίου 1935, επί του ιδίου πρωθυπουργού, πραγματοποιούνται πανηγυρικά σ' αυτό οι εργασίες της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης, στη νέα αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής.
O βασιλικός κήπος, που το 1974 με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας μετονομάστηκε σε Εθνικό κήπο, έγινε για τον περιβάλλοντα καλλωπισμό των βασιλικών ανακτόρων. Τις πρώτες φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Βαυαρός γεωπόνος Σμάρατ (Smarat) το 1839, όπου φυτεύτηκαν 15.000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μετέφερε από το Σούνιο και την Εύβοια ο Πρώσος γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt), βοηθός τού Σμάρατ. Ο κήπος συνέχισε να επεκτείνεται, και για τον σκοπό αυτόν προσκλήθηκε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (Francois Louis Bareaud), ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854. Τον Μπαρώ διαδέχθηκε ο Φρειδερίκος Σμιτ, ο οποίος διηύθυνε τον κήπο επί 30 χρόνια, φέρνοντας από το εξωτερικό πολλά φυτά, κατάλληλα για το κλίμα της Αττικής, συμπληρώνοντας έτσι τη φύτευση του κήπου στα σημερινά του όρια. Ο κήπος ήταν για την αποκλειστική τέρψη της βασιλικής οικογένειας και δεν ήταν ελεύθερος για τον Αθηναϊκό λαό. (Φωτο : Ελληνικό, λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι υπήρχε ένα θέατρο-κόσμημα στην πρωτεύουσα, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών στη θέση του παλαιού Δημαρχείου; (πλατεία Κοτζιά). Σε διαδοχικά σχέδια των Μπουλανζέ (1857) και Τσίλερ (1873) λειτούργησε από το 1888 έως το 1939 και πέρασε διάφορες φάσεις ταλαιπωρίας στον μισό αιώνα ζωής του. Το θέατρο αυτό είχε χωρητικότητα 1500 θεατών και ήταν από τα καλύτερα και πολυτελέστερα της Ευρώπης, πραγματικά ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα.
Όταν έφθασαν οι μικρασιάτες πρόσφυγες, μην ξέροντας πού να τους στεγάσει (το ως γνωστό ανοργάνωτο) κράτος, σταμάτησε την λειτουργία του. Για 5 περίπου χρόνια οι πρόσφυγες ( οι "τουρκόσποροι", όπως τους αποκαλούσαν οι ανάλγητοι Αθηναίοι αστοί της εποχής), στοιβάζονταν κατά εκατοντάδες στο θέατρο αυτό. Εγκαταλειμμένοι από το κράτος τις παγερές νύχτες του χειμώνα έκαιγαν τα καθίσματα και τα έπιπλα. Τις κουρτίνες τις έκαναν σκεπάσματα. Το θέατρο μαγαρίστηκε. Από το 1927, που μετακόμισαν και οι τελευταίοι πρόσφυγες, το θέατρο έμεινε ανενεργό και εγκαταλειμμένο. Τελικά το 1939 την κατεδάφισή του πρότεινε ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης επί δικτατορίας Μεταξά, με σύμφωνη απόφαση του δημάρχου Αμβρόσιου Πλυτά λέγοντας στο Δημοτικό συμβούλιο ότι "η απαλλαγή της Αθήνας από το θέατρο θα ήταν ευεργέτημα".
Η τελευταία περίοδος της πρωθυπουργίας του Χαρίλαου Τρικούπη (1893-1895) έληξε άδοξα. Έμεινε στην ιστορία ως ο πρωθυπουργός της "πτωχεύσεως" και του αποδίδεται η φράση "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" ενώπιον της Βουλής, την οποίαν όμως ουδέποτε διετύπωσε, όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωση των πρακτικών της Βουλής.
Φωτογραφία μέρους της Ομόνοιας περί τα 1870. Διακρίνουμε τις κλειστές επιβατηγούς άμαξες τις "Βικτώριες" όπως τις αποκαλούσαν. Οι ράγες των πρώτων ιππήλατων τραμ που κατασκευάστηκαν το 1882 δεν υπάρχουν ακόμη. (Φωτο : Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Ο χώρος διαμορφώθηκε σε πλατεία το 1846 και αρχικά πήρε το όνομα Πλατεία Ανακτόρων και στη συνέχεια Πλατεία Όθωνος, προς τιμήν του βασιλιά. Αποτελούσε το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής. Το 1862 μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ομονοίας, όταν στο χώρο αυτό συγκεντρώθηκαν και έδωσαν όρκο "ομονοίας" οι αρχηγοί των αντιπάλων πολιτικών μερίδων, οι οποίες είχαν προκαλέσει, λόγω του δυναστικού, αιματηρές ταραχές στη χώρα. (Φωτογραφία : Ελληνικό, λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Η Πλατεία Συντάγματος διαμορφώθηκε το 1843 και ονομαζόταν αρχικά και αυτή Πλατεία Ανακτόρων. Η πλατεία πήρε το σημερινό όνομά της από το Σύνταγμα, που αναγκάστηκε να εκδώσει ο βασιλιάς Όθωνας, μετά από την στρατιωτική περισσότερο εξέγερση και όχι λαϊκή, την λεγόμενη Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που αποδεδειγμένα είχε παρακινηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις όταν, τότε, μόνο μία εξ αυτών, η Γαλλία, είχε θεσπίσει Σύνταγμα. Διακρίνεται (αριστερό κτίριο) το κοσμικό καφενείο του Ζαχαράτου, όπως λεγόταν τότε, γιατί σ' αυτό πολλές φορές παίχθηκε η τύχη πολιτικών καταστάσεων. Στο εσωτερικό του είχε δύο αίθουσες. Στην μια κάθονταν οι απόστρατοι και εν ενεργεία στρατιωτικοί και στην άλλη οι πολιτικοί και οι λόγιοι της εποχής. Μπορούσε κανείς να διακρίνει τον Γιάννη Γρυπάρη, τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Γιώργο Σουρή, τον Πέτρο Κανελλίδη, τον Καλαποθάκη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον Κονδυλάκη, τον Εμ. Ροΐδη και άλλους. (Φωτογραφία : Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Η πλατεία Συντάγματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Από αυτήν την φωτογραφία μπορούμε να κατανοήσουμε και τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής. Διακρίνουμε τα πρώτα ιππήλατα τραμ που εκινούντο πάνω σε σταθερές ράγες για να μην μεταφέρονται οι κραδασμοί στην καμπίνα, να μειώνεται η τριβή των τροχών και να αυξάνεται η έλξη των ίππων. Μπορεί η Αθήνα να μην είχε νέφος τότε, αλλά πνιγόταν στη σκόνη που σήκωναν οι άμαξες και τα κάρα! Διακρίνουμε και ένα μόνιππο (λαντώ). Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Πολλοί ευκατάστατοι Αθηναίοι είχαν δικά τους λαντώ σαν τα σημερινά... ι.χ. αυτοκίνητα. (Φωτογραφία του συλλόγου "Παλιά γραφική Πλάκα).
Στην Αθήνα αναπτύχθηκε δίκτυο ιππήλατων τροχιοδρόμων μετρικού εύρους, το 1882 για την ακρίβεια, από τη Βελγικών συμφερόντων Εταιρεία Τροχιοδρόμων Αθηνών - Πειραιώς - Περιχώρων (Ε.Τ.Α.Π.Π.). Το δίκτυο αυτό ηλεκτροδοτήθηκε, αναβαθμίσθηκε και επεκτάθηκε μεταξύ 1906 και 1908, ενώ υπέστη τροποποιήσεις και προσθήκες και μεταγενέστερα. Οι Αγγλικού τύπου άμαξες "Βικτώρια" (μεγάλες άμαξες με δύο ή και τέσσερα άλογα) ήταν τα λεωφορεία της εποχής. Το εισιτήριο ήταν αρχικά μια δεκάρα. Όταν όμως άρχισε ο συναγωνισμός με το τραμ, το εισιτήριο κόστιζε μια πεντάρα. Επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν και τον ιπποκίνητο ακόμη "τροχιόδρομο" της οδού Σταδίου, εγκατέλειψαν τη γραμμή αυτή κι' εγκαταστάθηκαν στον Σταθμό Λαρίσης κάνοντας τη διαδρομή μέχρι τον Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στην Ομόνοια. Τελικά όμως υπέκυψαν στα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας. (Φωτογραφία : Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο )
Στην φωτογραφία (4 Φεβρουαρίου 1904) βλέπουμε την στάθμευση του ιππήλατου τραμ στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου. Πάντως, πολλοί Αθηναίοι, επειδή οι αποστάσεις στην Αθήνα ήταν μικρές, "το έκοβαν με τα πόδια", όπως συνήθιζαν να λένε. Και επειδή όταν έβρεχε κόλλαγε στα παπούτσια τους λάσπη έλεγαν "έκοψα λάσπη". Από τον καιρό αυτό καθιερώθηκε η έκφραση που την λέμε μέχρι σήμερα όταν θέλουμε να πούμε ότι απομακρυνόμαστε γρήγορα από κάτι. (Φωτογραφία : Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Στην φωτογραφία βλέπουμε τις ράγες του ιππήλατου τραμ και ένα μόνιππο (λαντώ) να ανηφορίζει την οδό Φιλελλήνων. O κάθε επαγγελματίας είχε και το δικό του μεταφορικό μέσο. Ο μανάβης της γειτονιάς ξεκινούσε για το παζάρι τα ξημερώματα με τη σούστα του. Ο γαλατάς μοίραζε το γάλα και τα γιαούρτια με το κομψό αμαξάκι του. Ο εμποράκος είχε φορτωμένη κι' αυτός όλη την πραμάτεια του πάνω σε μια κλειστή άμαξα και γυρόφερνε τις γειτονιές. Ο νερουλάς, επίσης, πουλούσε το πόσιμο νερό στα χρόνια που οι Αθηναίοι κόντευαν "να κορακιάσουν", γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά με το δικό του κάρο, που είχε μετατρέψει σε βυτιοφόρο. Τα σκουπιδιάρικα ήταν κι' αυτά ειδικά κατασκευασμένα κάρα με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Επίσης στην υπηρεσία του Δήμου μπήκανε κάποτε και τα κάρα - καταβρεχτήρια. Μ' αυτά βρεχόντουσαν οι χωμάτινοι δρόμοι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να σηκώνεται όσο γίνεται λιγότερη σκόνη από το φύσημα του αέρα και από τις άμαξες. (Φωτογραφική πηγή : από card postal της εποχής).
"Αραμπατζής", όπως απεκαλείτο τότε ο μεταφορέας καροτσιέρης. Η φωτογραφία στο Μοναστηράκι στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα κάρα για μεταφορές, τα φορτηγά της εποχής, στάθμευαν στη συμβολή των οδών Ερμού και Αθηνάς, γι' αυτό και το μέρος εκείνο επί πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσε να λέγεται "στις καρότσες". (Φωτογραφική πηγή : Ε.Λ.Ι.Α).
Σπάνια φωτογραφία που δείχνει την Ιερά Οδό τότε που ήταν καρόδρομος. Η φωτογραφία είναι σπάνια γιατί ελάχιστες φωτογραφίες υπάρχουν για τα περίχωρα των Αθηνών, καθώς το επίκεντρο της θεματολογίας των φωτογράφων της εποχής ήταν το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας (Φωτογραφική πηγή : ΕΛΙΑ).
Στην κορυφή του λόφου του Κολωνού βρίσκονται δύο μνημεία φιλελλήνων αρχαιολόγων. Το ένα είναι πάνω στον τάφο του Γερμανού αρχαιολόγου Καρόλου Μύλλερ (1797-1840), που εργάστηκε και πέθανε στην Αθήνα. Είναι έργο του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν (1803-1883). Πρόκειται για μια επιτύμβια στήλη, που καταλήγει σε ανθεμωτή διακόσμηση. Δίπλα στο μνημείο του Μύλλερ υπάρχει και το μνημείο του Γάλλου αρχαιολόγου Σαρλ Λενορμάν (1802-1859), που επίσης πέθανε στην Αθήνα. Πρόκειται για μια μαρμάρινη λουτροφόρο υδρία, στο εσωτερικό της οποίας έχει ταφεί η καρδιά του.
Ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που επισκέφτηκε τον Κολωνό σ' ένα ταξίδι του στην Ελλάδα το 1841, περιγράφει τις εντυπώσεις του από το φυσικό περιβάλλον του Κολωνού : "Ήμουν στον Κολωνό... Εδώ είναι θαμμένος ο Γερμανός Κ. Ο. Μύλλερ, που πέθανε πριν λίγο καιρό και που τόσα χρωστά σ' αυτόν η επιστήμη... Ακούμπησα στον υγρό τάφο...Ο βουνίσιος αέρας κατέβαινε κρύος και τσουχτερός... Σ' ολόκληρη τη φύση υπήρχε ένα μεγαλείο, που ούτε η Ελβετία μπορεί να σου προσφέρει". (Φωτογραφική πηγή : ΕΛΙΑ).
Η οδός Συγγρού, προς τιμήν του πάμπλουτου Κωνσταντινουπολίτη τραπεζίτη και πολιτικού Ανδρέα Συγγρού ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως μέγας εθνικός ευεργέτης .Θεωρήθηκε ότι υπήρξε ο ισχυρότερος άντρας της εποχής του πιο πάνω και από τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄. Στον αντίποδα αμφισβητήθηκε έντονα λόγω των Λαυρεωτικών. Ο κόσμος δε τον αποκάλεσε "Λαυριοφάγο", γιατί αγόρασε τα ορυχεία Λαυρίου και έντεχνα διέρρευσε μέσω του τύπου ότι βρεθήκαν σ' αυτά κοιτάσματα χρυσού. Ο Συγγρός μετοχοποίησε τα ορυχεία και χιλιάδες Αθηναίοι έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές. Η συνέχεια γνωστή αφού αποδείχτηκε "άνθρακας ο χρυσός" (από τότε βγήκε η παροιμία), και χιλιάδες Αθηναίοι έχασαν τις περιουσίες τους. Ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον Ανδρέα Συγγρό μηχανορράφο και επιδέξιο πολιτικάντη, άλλοι ως λωποδύτη φιλάνθρωπο, ενώ ο τύπος της εποχής χρυσοκάνθαρο. Κατηγορήθηκε ότι παρίστανε μετά τον Εθνικό Ευεργέτη για να εξαγνίσει τις αμαρτίες του.
Το ξενοδοχείο της "Μεγάλης Βρετάνιας" χτίστηκε το Ι842, στον ίδιο χώρο, από τον Αντώνιο Δημητρίου, σε σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Ένα κτίριο με δύο κατοικίες (Δημητρίου-Λημνού), γραφεία στο ισόγειο και κοινόχρηστους χώρους. Για αρκετά χρόνια (1856-1873) χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Τελικά το 1874 έγινε ξενοδοχείο. Παρατηρούμε ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν τότε όπως το βλέπουμε σήμερα.(Φωτογραφική πηγή : ταχυδρομική κάρτα της εποχής).
Η επονομαζόμενη "villa Μarguerite" (ο πύργος της Μαργαρίτας) όπως την ονόμαζαν οι παλιοί Αθηναίοι. Παραμυθένιο κτίσμα στη συμβολή Βασιλίσσης Σοφίας και Μεσογείων, ήταν μία αρχιτεκτονική φαντασία σε ένα βαγκνερικό ύφος με κόκκινη πελεκητή πέτρα, κωνικό τρούλο και στέγες καλυμμένες από μολυβδόφυλλα. Κατάφυτος ο κήπος, δημιουργούσε εξάψεις της φαντασίας. Την είχε σχεδιάσει Άγγλος αρχιτέκτονας κατά παραγγελία ενός ελληνοαμερικάνου επιχειρηματία. Το σπίτι όμως το αγόρασε ο Ευστάθιος Λάμψας, πλούσιος επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του κεντρικού ξενοδοχείου "Μεγάλη Βρετάνια". Παντρεμένος με τη Γαλλίδα Παλμύρας Παλφρουά, το ζευγάρι είχε μία θετή κόρη, τη Μαργαρίτα. Εξ ου και το όνομα της βίλλας, που κατεδαφίστηκε λίγο πριν από το 1970. Βοήθησε σ' αυτό και ο νόμος της χούντας (ΑΝ 395/68) "περί του ύψους των οικοδομών και ελευθέρας δομήσεως" που αύξησε τον συντελεστή δόμησης στο κέντρο της Πόλης.
Στα Αθηναϊκά καφενεία της εποχής, εκτός από τα πολιτικά, κυριαρχούσαν και τα καμώματα των ληστών. Τον καιρό εκείνο οι ληστείες στα περίχωρα των Αθηνών ήταν ένα καθημερινό γεγονός. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες ήταν δύσκολο να βρεθούν τα λημέρια των ληστών που ήταν στις παρυφές της πόλης των Αθηνών. Η Αττική ήταν ακόμη γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση. Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν αμπελώνες και τα Μεσόγεια είχαν πυκνά δάση με βελανιδιές και πεύκα όπου οι ντόπιοι κυνηγούσαν μέχρι και αγριογούρουνα! Οι ληστές Νταβέλης, Κακαράπης, Γιαγκούλας, Αρβανιτάκηδες και άλλοι, όλοι τους παιδιά τής φτώχειας, της αδικίας αλλά και της αναρχικής νοοτροπίας τους, έχουν εισχωρήσει στην περιοχή του μύθου και παραμένουν ακόμη γοητευτικά. Για τον μύθο αυτόν, γίνονται ληστές για να εκδικηθούν την κοινωνία που λόγω χαμηλής καταγωγής τους είχε καταφρονέψει. Καταφεύγουν στην παρανομία και λεηλατούν τα περίχωρα των Αθηνών. Οι Αθηναίοι τους καταβάλλουν αντίτιμο για να μπορέσουν να περάσουν τα περάσματα που ελέγχουν.
Κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως, η προφανής αφορμή είναι η εκδίκηση για ένα φόνο. Κάποιες άλλες, η "άτιμη η κοινωνία" που τους αρνείται το δικαίωμα να στεφανωθούν το ταίρι που αγαπούν. Έτσι η εκδίκηση, στην περίπτωση αυτή, είναι τρομερή και προϋποθέτει έως τον φόνο του αντεραστή - γαμπρού, των γονιών της νύφης ή και της ίδιας της άπιστης. Οι λήσταρχοι απασχόλησαν την Αττική σχεδόν επί έναν αιώνα, μέχρι το 1925. Όλοι τους τελικά έβαλαν τα κεφάλια τους στον τορβά.
Ο Μπαϊρακτάρης υπήρξε το αντίπαλο δέος των λήσταρχων. Το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, (με τον νόμο ΒΡΠΗ΄) στις 20 Μαρτίου 1893 διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των ληστάρχων αλλά κυρίως των τότε μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας. Ο "μάγκας" ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος, κοινωνικός, οξυδερκής, αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο, "είχε μπέσα".
Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στην γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους, πηγαίνανε στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολό του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές τού μάγκα ασυζητητί. Διαφορετικά ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για "να καθαρίσουν" . Τα "κουτσαβάκια" ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Συνηθισμένη εμφάνισή τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόϊ. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα, μαχαίρια και πιστόλια που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν - από κει και το "κουτσαβάκης", φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ' το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού. Όλα αυτά υπό την ανοχή της αστυνομίας που "λαδωνόταν" από τους μάγκες.
Όλα αυτά μέχρι το 1893 που ο Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896, πάντως, κατά τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες. Αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα αναβίωσε, αυτή τη φορά συνδεδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.
Άποψη Αθηνών περί το 1900. Η φωτογραφία ρετουσαρίστηκε σε έγχρωμη και έτσι μπορούμε να δούμε αριστερά απ' το Παναθηναϊκό Στάδιο το καταπράσινο Παγκράτι. (Φωτογραφία από ταχυδρομική κάρτα).
Το 1903, ο τραπεζίτης Ι. Πεσμαζόγλου εγκαινίασε το θαυμάσιο ξενοδοχείο "ΑΚΤΑΙΟΝ", στο Π. Φάληρο. Το "ΑΚΤΑΙΟΝ" χτίστηκε με σχέδιο των αρχιτεκτόνων Ερνέστου Τσίλερ και Καραθανασόπουλου κατά τα πρότυπα των "Πάλας" των ευρωπαϊκών λουτροπόλεων. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίσματα της εποχής με 160 δωμάτια ύπνου και μεγάλες και πολυτελέστατες αίθουσες υποδοχής και δεξιώσεων. Για την ανέγερση, την εσωτερική διακόσμηση και τον εξοπλισμό του δαπανήθηκε το τεράστιο για την εποχή ποσόν των 2.000.000 δραχμών! Το "Ακταίον" υπήρξε για αρκετά χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά. Εκεί δίνονταν επίσημοι χοροί, καλοκαίρι και χειμώνα. Στη διάρκεια του πολέμου εγκαταλείφθηκε, για να ακολουθήσει η κατεδάφισή του, η οποία ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την εξαφάνιση και του μικρού τμήματος του κτιρίου που είχε διασωθεί και άξιζε να διατηρηθεί σαν "τεκμήριο" μιας εποχής που χάθηκε οριστικά.
Φωτογραφία από card postal του 1905. Τότε που, σύμφωνα με τα πρώτα δημογραφικά στοιχεία, η Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούσε 123.000 χιλιάδες κατοίκους. (Φωτογραφία : Ελληνικό, λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Οδός Αθηνάς, 1905. Διακρίνουμε σταθμευμένες στην οδό Αθηνάς τις κλειστού τύπου άμαξες αγγλικού τύπου τις "Βικτώριες". Μερικά από τα κτίρια που διακρίνουμε κατά μήκος της οδού προς μοναστηράκι σώζονται μέχρι σήμερα. (Φωτογραφική πηγή : Ε.Λ.Ι.Α).
Ο Ιλισσός ποταμός το 1895. Η κοίτη τού άλλοτε ιερού ποταμού ξεκίνησε να καλύπτεται επί Μεταξά ("Θάπτομεν τον Ιλισσόν") στα τέλη της δεκαετίας του '30, από το ύψος της παλαιάς Σχολής Χωροφυλακής μέχρι την άλλοτε γέφυρα του Σταδίου, για να δημιουργηθεί η σημερινή λεωφόρος Μιχαλακοπούλου. Αργότερα, το 1960, οι εργασίες επικάλυψης συνεχίστηκαν για να δημιουργηθεί η οδός Καλλιρρόης. Είμαστε ο μοναδικός λαός που αφού κατέστρεψε πρώτα τα ιστορικά - φυσικά ποτάμια της πρωτεύουσας (Κηφισός – Ιλυσσός) στην συνέχεια τα έκανε λεωφόρους.
Ο ποταμός Κηφισός το 1905 από ταχυδρομική κάρτα της εποχής, τότε που στις όχθες του η περιοχή τού Ρέντη (Κολοκυνθού) ήταν γεωργικό προάστειο των Αθηνών. Είχε και αυτός την τύχη του Ιλυσσού. Οι ιθύνοντες, αφού έστρωσαν κακόγουστα με πέτρα και σκυρόδεμα τις κοίτες του, στην συνέχεια, στην δεκαετία του 1990-2000, επικαλύφτηκε πλήρως για να διαπλατυνθεί η Εθνική οδός.
Το 1869 η Ελληνική κυβέρνηση οριοθέτησε 80 στρέμματα δημόσιας γης για το κτίριο στο χώρο μεταξύ των κήπων του Παλατιού και του αρχαίου Ναού του Ολυμπίου Διός. Η Βουλή των Ελλήνων πέρασε επίσης νόμο, στις 30 Νοεμβρίου του 1869, ειδικά για τις κατασκευές των κτιρίων των Ολυμπιακών αγώνων του 1896 αφού το Ζάππειο ήταν το πρώτο κτίριο παγκοσμίως που κτίστηκε αποκλειστικά για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το πρώτο σχέδιο του κτιρίου εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Φ. Μπουλανζέ, το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τον Αναστάσιο Θεοφιλά και τελικά εγκαταλείφθηκε. Ο Κωνσταντίνος Ζάππας αναθέτει τελικά τον σχεδιασμό τού κτιρίου στον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν. Μετά από πολλές καθυστερήσεις το κτίριο θεμελιώθηκε την 20ή Νοεμβρίου του 1874. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν με πανηγυρικό τρόπο την 20ή Οκτωβρίου του 1888. Η αρχιτεκτονική τού κτιρίου ακολουθεί τον νεοκλασσικό ρυθμό, με πρόπυλο Κορινθιακού ρυθμού. Το κτίριο, σε συνδυασμό με την τριτοξωτή λίθινη γέφυρα του Ιλισσού, η οποία είχε κατασκευασθεί, επίσης, με χορηγία τού Ευάγγελου Ζάππα, και τους γύρω κήπους, απετέλεσαν την εικόνα τής Αθήνας στις αρχές του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, ο Ευάγγελος Ζάππας δεν έζησε αρκετά για να δει το κτίριο στην τελική του μορφή.
Το Ολυμπιακό ποδηλατοδρόμιο στο Π. Φάληρο. Κατασκευάστηκε το 1895 για τις ανάγκες των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας . Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη κατά την διάρκεια των αγώνων. Στο βάθος διακρίνονται στον κάμπο τα πρώτα καπνεργοστάσια. Κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και έπειτα χρησιμοποιείτο ως γήπεδο ποδοσφαίρου. Το 1964 στη θέση του κατασκευάστηκε το στάδιο Γ. Καραισκάκης.
Στη θέση του κεντρικού κτιρίου της Εθνικής Τραπέζης, επί της οδού Αιόλου, υπήρχαν κατά τον 19ο αιώνα δύο χωριστά διώροφα κτίρια, οικοδομημένα κατά την δεκαετία του 1840. Αριστερά βρισκόταν η οικία Δομνάνδου, η οποία αγοράστηκε το 1845 από τον τραπεζίτη Γεώργιο Σταύρου και στέγασε το πρώτο τραπεζικό κατάστημα της απελευθερωμένης Ελλάδας. Δεξιά βρισκόταν το ξενοδοχείο "Αγγλία", του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, το οποίο αγοράστηκε με τη σειρά του μια δεκαετία αργότερα, με την επέκταση των εργασιών τής τράπεζας. Τα δύο κτίρια διέθεταν τον ίδιο αριθμό ορόφων και το ίδιο ύψος, ώστε το 1899-1900 ενοποιήθηκαν με σχετική ευκολία, προκειμένου να αποτελέσουν, πλήρως ανακαινισμένα και με νέα εξωτερική διαμόρφωση σε νεοκλασσικό ύφος, το ενιαίο μέγαρο που γνωρίζουμε σήμερα και που ευτυχώς το έσωσαν (Φωτογραφία : Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Στην περιοχή του Φαλήρου το 1900 άνοιξε ο πρώτος ζωολογικός κήπος της Ελλάδας. Λειτούργησε μέχρι το 1916 και έκλεισε λόγω των οικονομικών προβλημάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (Φωτογραφική πηγή : ταχυδρομική κάρτα της εποχής).
Ο αρχικός πυρήνας του κτιριακού συγκροτήματος του Θεραπευτηρίου "Ευαγγελισμός" οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1881-1884, βάσει σχεδίων του στρατιωτικού μηχανικού Αναστάσιου Θεοφιλά. Το 1888 προστέθηκε το Α΄ Χειρουργείο, ενώ το 1897-1898 κτίστηκε ο οίκος των αδελφών νοσοκόμων. Το θεραπευτήριο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας, ενώ στην ανέγερση και κατόπιν στη συμπλήρωση των διαφόρων πτερύγων, συνεισέφεραν οικονομικά ο τσάρος Αλέξανδρος Β', η Μονή Ασωμάτων (Πετράκη) και γνωστοί Έλληνες επιχειρηματίες όπως ο Ανδρέας Συγγρός, ο Γεώργιος Δρομοκαΐτης, ο Μ. Κοργιαλένιος, ο Δ. Θεοδωρίδης, κ.ά. Για πάνω από μισό αιώνα, παρέμεινε το μεγαλύτερο νοσοκομείο της πρωτεύουσας, δυναμικότητας 425 κλινών. (Φωτογραφική πηγή : Ε.Λ.Ι.Α).
Η οδός Ερμού το 1904. Διακρίνουμε τα καινούργια ηλεκτρικά φανάρια στον δρόμο. Η Αθήνα άρχισε να ηλεκτροδοτείται σιγά-σιγά από το 1889. Προηγουμένως, αντί για ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε το φωταέριο. Οι πρώτες εγκαταστάσεις τού εργοστασίου παραγωγής φωταερίου στην οδό Πειραιώς, το οποίο υπάρχει αναπαλαιωμένο σήμερα , οικοδομήθηκε περί το έτος 1860, βάσει γαλλικής μελέτης, για λογαριασμό του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που το 1857 είχε αποκτήσει το σχετικό αποκλειστικό προνόμιο εκμετάλλευσης για πενήντα χρόνια, το οποίο στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στην "Εταιρεία Αεριόφωτος" και ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι το 1938, οπότε και περιήλθε στον Δήμο Αθηναίων. (Φωτογραφική πηγή : Ελληνικό ιστορικό και λαογραφικό αρχείο).
Ο Καθεδρικός Ναός της Αθήνας, που είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, βρίσκεται στην Πλατεία Μητροπόλεως επί της ομώνυμης οδού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1842 και ολοκληρώθηκε το 1862. Ο τύπος του ναού είναι σταυροειδής τρίκλιτη βασιλική με τρούλλο. Το κόστος κατασκευής υπερέβη τον προϋπολογισμό. Η διαφορά καλύφθηκε μερικώς από την πώληση εκκλησιαστικής περιουσίας και από δωρεές, της πλούσιας οικογένειας του εθνικού ευεργέτη Σίνα που ζούσε στη Βιέννη. Ο ναός χτίστηκε σε τέσσερις φάσεις. Ο αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν ετοίμασε τα πρώτα σχέδια, στα οποία βασίστηκε το μέρος του κτιρίου έως το ύψος της πρώτης σειράς των παραθύρων. Έπειτα, το 1843, οι εργασίες διακόπηκαν λόγω οικονομικών προβλημάτων. Τρία χρόνια αργότερα ανέλαβε ο Δημήτριος Ζέζος, εισάγοντας το Ελληνοβυζαντινό στοιχείο. Μετά το θάνατό του, το 1857, ο Δήμος Αθηναίων ζήτησε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Francois Boulanger να συνεχίσει την κατασκευή. Ο Francois Boulanger εργάστηκε μαζί με τον Παναγιώτη Κάλκο, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής. Υλικό από ερειπωμένες Βυζαντινές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο του καθεδρικού ναού. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό, που είναι έργα του Σπυρίδωνα Γιαλλινά και του Alexander Seitz, ακολουθούν τη Βυζαντινή παράδοση, ενώ η διακόσμηση ανήκει στον ζωγράφο Κωνσταντίνο Φανέλλη, από τη Σμύρνη. Τα γλυπτικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα κιονόκρανα και ο άμβωνας σχεδιάστηκαν από τον γλύπτη Γεώργιο Φιτάλη. Οι πολυάριθμες αρχιτεκτονικές διαφοροποιήσεις κατά την κατασκευή οδήγησαν σε έναν απροσδιόριστο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και ρυθμό, που είναι ιδιαίτερα ορατός .
Στα τέλη του 19ου αιώνα, και μετέπειτα, γίνονταν οι τακτικές συνεδριάσεις στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος, της περίφημης, που παρακολουθούσε από τα γύρω τραπεζάκια αρκετός κόσμος προσπαθώντας ν' ακούσει μερικά από τα διασταυρούμενα σπαρταριστά χαριτολογήματα των πολυαρίθμων λογίων και ποιητών του κύκλου του Σουρή. Και τα χαριτολογήματα αυτά ήταν άφθονα, έξυπνα πραγματικά, κι' έκαναν πάντα το γύρο όλης της παλιάς Αθήνας. Ήταν η εποχή του αθώου πνεύματος, που πείραζε τους πάντες και τα πάντα με το πραγματικόν... αττικόν άλας χωρίς να παρεξηγείται κανείς. Και η παρέα του Σουρή ήταν αληθινά περιζήτητη παντού γιατί ήταν η πιο ανεπανάληπτη και χιουμουριστική στην παλιά Αθήνα.
Η οδός Πατησίων ήταν από τους ωραιότερους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Η οδός αυτή συνέδεε το κέντρο της πόλης με το κοσμοπολίτικο προάστειο των Πατησίων. Κατά μήκος του δρόμου αυτού είχαν τις επαύλεις τους, για αρκετές δεκαετίες, οι οικονομικοί παράγοντες της εποχής. Σήμερα από τις παλιές επαύλεις σώζεται μόνο η παλιά κατοικία με τον κήπο της του βιομήχανου Ιωάννη Σοφιανόπουλου (απέναντι από το σταθμό του Ηλεκτρικού). Τα Πατήσια ήταν πάντως από τα ωραιότερα και πιο κοσμοπολίτικα προάστεια της παλιάς Αθήνας.(Φωτογραφική πηγή: Ελληνικό, ιστορικό και λαογραφικό αρχείο).
Η οδός Ερμού, ήδη από το 1835, ως κύρια οδός της νέας πρωτεύουσας, σταδιακά διαπλατύνεται, αποκτά αρχοντικές οικίες που στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία, καλλωπίζεται, πλημμυρίζει με άμαξες κάθε είδους και αναδεικνύεται σε εμπορικό δρόμο με καταστήματα τροφίμων, σιδεράδικα, ραφτάδικα και τσαρουχάδικα. Έκτοτε, και έως σήμερα ανελλιπώς, η οδός Ερμού παραμένει η καρδιά της εμπορικής κίνησης της Αθήνας,
Οι γραφικοί τύποι δεν έλειπαν από την παλιά Αθήνα. Περιφέρονταν στους δρόμους και σύχναζαν στα παλιά καφενεία, τα οποία είχαν μεταβληθεί σαν την "Αγορά των αρχαίων Αθηνών" και "προθάλαμοι των λαϊκών Κοινοβουλίων και στραταρχεία εν ανακωχή". Ο ιδιόρρυθμος βίος τους, "η πρωτοτυπία των σκέψεών των, αι ευφυολογίαι των, τα ανέκδοτά των, τους περιέβαλον με μεγάλην δημοτικότητα, τους κατέστησαν πασίγνωστους και αναπόσπαστα στοιχεία της κοινωνικής ζωής των Αθηνών. (...) Πολλών εκ των φυσιογνωμιών τούτων τα ονόματα εγένοντο προσωνυμίαι και φράσεις των διατηρούνται εις τα στόματα των ανθρώπων ακόμη ως παροιμίαι, άλλων δε λαϊκωτέρων τύπων τα ονόματα αποδίδονται, και σήμερον ακόμη, ως ιδιαιτέρα διάκρισις ή χλευασμός", έγραφε το 1926 ο Θ. Βελλιανίτης στην Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη.
Επαίτες, επαγγελματίες, «επιστήμονες»….Μεταξύ των επαιτών ήταν και ο επονομαζόμενος "Σακκουλές", λόγω της σακούλας που κρέμαγε στον ώμο του. Ένας Αμοργιανός, τεμπέλης που ζητούσε: "Ρε συ, δώσε μου μια δεκάρα!". Έγινε διάσημος και επέζησε χάρη στην αγανακτισμένη φράση του όταν δεν του έδιναν χρήματα: "Φτου! Διακόσιες χιλιάδες Αθηναίοι δεν μπορούν να θρέψουν ένα τεμπέλη;".
Άλλοι γνωστοί επαίτες ήταν ο "Μπουρδούσης", ο "Γιαγιάς", ο "Γαμβέτας", ο "Αναρχικός", ο "Αρθρούρος", ο "Γιάννης ο Ρε". Μεταξύ των γραφικών "επαγγελματιών"- πλανόδιων πραματευτάδων ήταν: Ο Θόδωρος, λαθρέμπορος καφέ, ζάχαρης, πούρων, σπίρτων, τσιγάρων. Ο "Κρύος Μπούζι", από το Καράκιοϊ του Γαλατά στην Πόλη, με ανατολίτικη φορεσιά και φέσι, που με το σαμοβάρι του πουλούσε τα καλοκαίρια ένα παράξενο, ακαθόριστης γεύσης ζουμί, φωνάζοντας "Κρύο είναι, μπούζι! Γλυκό σαν το καρπούζι! Κρύο και παγωμένο απ' το βουνό φερμένο!". Ο Κλεάνθης ο "Αγαλματίδης", όπως μετέτρεψε το επώνυμό του, επειδή σπούδασε γλυπτική στο Παρίσι, κουρελής, αγαθός, καρτερικός κλωσάρ και ψευδός "ποιητής του σιδήρου", που απάγγελλε και ποιήματά του. Ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης, υπαίθριος ρήτορας, "αρχηγός" του ανύπαρκτου "Α' Αναμορφωτικού Κόμματος των Κυανολεύκων", που στο "πρόγραμμά" του περιελάμβανε και ίδρυση Υπουργείου Ερωτος! Ο διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων, ρακένδυτος Ιορδάνης, ο επονομαζόμενος "Διογένης ο νεώτερος".
Υπήρχαν και οι "ποιητές", που έσπερναν τη θυμηδία. "Κορυφαίος των ποιητών" ήταν ο Εξαρχόπουλος, διάσημος με τις καθαρευουσιανο-γαλλικές ασυναρτησίες του, όπως αυτή "Λελαλεύ ήτο άνδρας Μιλτιάδων, ήρως των Μυριάδων/ Ξιφίλ μαλέρ, ο πολύτιμος Αναπολέω δεν απέθανε σας λέω". Ο καλογεροδιδάσκαλος Θεόκριτος που δηλωνόταν "Γόνος ων Ανθούσης/ Θεόκριτος Μυριανθούσης".
Υπήρχαν και "γλωσσαμύντορες" - πολέμιοι των δημοτικιστών με "αρχηγό" τον Γ. Μιστριώτη, "εραστές", "αλβανολόγοι", "μάγκες", "παλικαράδες", "αθυρόστομοι", αλλά και γυναίκες που κάθε μια είχε τη λόξα και τη δόξα της... Ακόμα και ένας τράγος που περιφερόταν στο Σύνταγμα και τον ανακήρυξαν "επιλοχία"!
Φωτογραφία τραβηγμένη από το ύψος του Αγ. Σώστη. Η λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον δεντροφυτευτεί κατά μήκος της. Βλέπουμε τα πρώτα σπίτια των συνοικιών του Κουκακίου και του Μακρυγιάννη. Η Αθήνα στις αρχές του 20ού αιώνα έχει πλέον αρχίσει να οικοδομείται… (Φωτογραφική πηγή : Ε.Λ.Ι.Α).
Η οδός Αθηνάς στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν εμπορικός δρόμος από τότε. Διακρίνονται τα μαγαζιά κιόσκια της εποχής και οι μικροπωλητές κατά μήκος του δρόμου. Για τους παλιούς Αθηναίους ο δυτικός τρόπος ενδυμασίας έχει πλέον καθιερωθεί. Ο φουστανελλοφόρος πωλητής της φωτογραφίας είναι πιθανότατα από τα γύρω χωριά, από όπου κατέβαινε καθημερινά με το γαϊδουράκι στην Αθήνα για το μεροκάματο. Στα πέριξ των Αθηνών "χωριά", σημερινά προάστεια, η φουστανέλλα κράτησε για αρκετά χρόνια ακόμη.
Φωτογραφία της Ακρόπολης του Fred Boissonnas στις αρχές του 20ού αιώνα. τότε που στις παρυφές του ιερού βράχου υπήρχαν ακόμη στάνες και πρόβατα!
Τα Αναφιώτικα είναι ο οικισμός της Πλάκας που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την βόρεια πλευρά της Ακρόπόλης. Δημιουργήθηκε από τους ονομαστούς πετράδες που ήρθαν από το νησί της Ανάφης για να δουλέψουν στην οικοδόμηση των ανακτόρων και των μεγάλων επιβλητικών κτιρίων της Βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Ήταν περιζήτητοι μαστόροι και δούλεψαν αργότερα και στην οικοδόμηση των νεοκλασσικών. Τους παραχωρήθηκε ο χώρος κάτω από την Ακρόπολη και έκτισαν μόνοι τα σπιτικά τους ακολουθώντας την Κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Πέτυχαν να "δέσουν" τα σπίοτια τους αρχιτεκτονικά με τα υπόλοιπα της Πλάκας χωρίς να αφαιρούν μέρος του μεγαλείου των αρχαίων μνημείων. Σώζονται, ευτυχώς, μέχρι σήμερα.
Τα ανάκτορα των Αθηνών περιστοιχισμένα από τα νεοκλασσικά κτίρια. Για φαντασθείτε το κέντρο της Αθήνας να είχε διατηρηθεί έτσι όπως ήταν τότε! (Φωτογραφική πηγή : Ελληνικό, ιστορικό και λαογραφικό αρχείο).
Από τα πρώτα κοσμικά καφεζαχαροπλαστεία του Βάρσου στην γωνία Πανεπιστημίου και Σανταρόζα στις αρχές του 20ού αιώνα. (Φωτογραφική πηγή : Ελληνικό, ιστορικό και λαογραφικό αρχείο).
Ο λαϊκός καφενές "του Λυκούργου" στην πλατεία Μητροπόλεως το 1907. Παρατηρήστε το "στήσιμο" και τον θαυμασμό που νοιώθουν όλοι οι θαμώνες μπροστά στην ογκώδη φωτογραφική μηχανή. (Φωτογραφική πηγή : άγνωστη).
Φωτογραφία στους πρόποδες του Λυκαβηττού, περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Κολωνάκι. Παρατηρήστε τα υπέροχα επιβλητικά νεοκλασσικά κτίρια Βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Σήμερα στην περιοχή δεν σώζεται κανένα…(Φωτογραφικό αρχείο : Ελληνικ,ό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Η λεωφόρος Κηφισίας στο ύψος της Μεσογείων "πατημένος" χωματόδρομος το 1907. Μεταπολεμικά θα διαπλατυνθεί. Βλέπουμε τις ξύλινες κολώνες στήριξης των ηλεκτρικών καλωδίων και τους κεντρικούς μεταλλικούς πριτσινωτούς πυλώνες. Η ηλεκτροδότηση της Αθήνας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και είναι γεγονός. (Φωτογραφική πηγή : Ελληνικό, ιστορικό και λαογραφικό αρχείο).
Η βίλλα Θων ήταν μία από τις πολλές επαύλεις που υπήρχαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα και μεταγενέστερα στο καταπράσινο προάστειο των Αμπελοκήπων. Οι Αμπελόκηποι ως τα μέσα του 19ου αιώνα ήσαν αμπελώνες. Το όνομά τους μόνο συμπτωματικό δεν είναι. Οι παλαιότεροι γνώριζαν την βίλλα Θων. Τελικά και το κτίριο αυτό δεν είχε καλύτερη τύχη. Το Κράτος το άφησε στον βωμό των επιχειρηματικών συμφερόντων να κατεδαφιστεί και να γίνει το σημερινό τερατούργημα. Κάποιος κροίσος Σαουδάραβας αγόρασε τα μπάζα από την κατεδάφιση και με αυτά έφτιαξε στην πατρίδα του ακριβώς τον ίδιο Πύργο της Σταχτοπούτας όπως ονόμαζαν την βίλλα .Στην φωτογραφία έμπροσθεν του κτιρίου πιθανότατα "ποζάρουν" τα μέλη της οικογένειας. (Φωτογραφική πηγή : Αρχείο ΕΡΤ).
Η οικία Ράλλη-Σκαραμαγκά (κτίριο αριστερά) ήταν από τα τελευταία μέγαρα που χτίστηκαν στη Βασιλίσσης Σοφίας γύρω στο 1920 (κατεδαφίστηκε το 1955) . Στη θέση του σήμερα υπάρχει το Υπουργείο Εσωτερικών. Δεξιά, το σημερινό Μουσείο Μπενάκη. (Φωτογραφική πηγή : Μουσείο Μπενάκη).
Αθηναϊκός τυπικός καφενές από πρώην Αιγυπτιώτες. Έτσι απεκαλούντο οι ΄Ελληνες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παρατηρείστε την νεοεισερχόμενη μοντέρνα, για τον καιρό εκείνο, επιγραφή. (Φωτογραφία γύρω στα 1920 από άγνωστη φωτογραφική πηγή).
Τοπωνύμια της παλιάς Αθήνας.
Αγάμων = Η πλατεία Αμερικής. Αγελάδες = Ο κήπος του Ζαπείου. Αγχεσμός = Μέχρι το 1832 ο Λυκαβηττός, μετά τα Τουρκοβούνια. Αέρηδες = Τέρμα της Αιόλου. Αλώνια = Η Πλατεία Θησείου. Αμπατζήδικα = Τσαρουχάδικα/ραφτάδικα, ονομασία της οδού Πανδρόσου στο Μοναστηράκι. Βατραχονήσι = Η περιοχή μεταξύ Καλλιμάρμαρου και Παγκρατίου. Βοϊδοπνίχτης = Χείμαρρος που κατέβαινε από τον Λυκαβηττό. Δαρδανέλια = Τοπωνύμιο περιοχής του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου, Βουκουρεστίου και Κριεζώτου. Δεκοχτούρα = Ονομασία υψώματος απέναντι από το Γηροκομείο στη λεωφόρο Κηφισίας. Δράκος = Το λιμάνι του Πειραιά. Ελαιοτριβεία = Περιοχή στη συμβολή των λεωφόρων Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών και της οδού Σερρών. Θων = Ονομασία της περιοχής του τέρματος των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας, στους Αμπελοκήπους, όπου υπήρχε η ομώνυμη έπαυλη. Καράουσι = Τουρκική ονομασία της δυτικής πλευράς του Αρείου Πάγου. Κατσικάδικα = Tα κάτω Πετράλωνα. Κόκκινα χώματα = Αμπελόκηποι. Μπύθουλας = Ο Κολωνός. Χεζολίθαρο = Περιοχή Μεταξουργείου.
Τοπωνύμια των... "χωριών" πέριξ της παλιάς Αθήνας.
Γούβα = Η Βουλιαγμένη. Κουκουβάουνες = H Μεταμόρφωση. Μαγκουφάνα = Η Πεύκη. Βουρλοπόταμος = Η Αμφιθέα. Βαριές = η Κηφισιά. Αγιότρηση = τα Λιόσια. Βοϊδολίβαδο = Περιοχή της Φαληρικής παραλίας στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού. Ποδαράδες = Η Νέα Ιωνία. Μποστάνια = To Παλαιό Φάληρο. Νταμαράκια = Το Αιγάλεω
Επίλογος.
Εδώ κάπου τελειώνει ο περίπατός μας στην παλιά Αθήνα… Ξεκινήσαμε με άμαξα "Βικτώρια" από την Γ΄ Σεπτεμβρίου και μέσω της οδού Σταδίου με μια δεκάρα εισιτήριο φθάσαμε έξω από τα ανάκτορα στην πλατεία Συντάγματος. Μόλις κατεβήκαμε τινάξαμε τα σακάκια μας από την σκόνη, βάλαμε το rebubliko καπέλλο μας και κρατώντας το μπαστούνι μας κατηφορίσαμε προς το κοσμικό καφεζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου.
Συνωστισμός εκεί, στρατιωτικοί, πολιτικοί, λόγιοι, όλοι μίλαγαν πολιτικά φωναχτά, μέσα στο ντουμάνι από τις πίπες. Μετά δυσκολίας βρήκαμε ένα μικρό μαρμάρινο τραπέζι και στριμωχτήκαμε στον δερμάτινο καναπέ. Είχαμε την τύχη να ακούσουμε και μερικές ατάκες του Γιώργου Σουρή από πιο δίπλα. Απολαύσαμε τον ζεστό τούρκικο καφέ στα βαυαρικά φλιτζανάκια. Ρίξαμε και στα κλεφτά μια ματιά στην εφημερίδα "Εστία" που άφησε κάποιος θαμώνας φεύγοντας αγανακτισμένος και βρίζοντας για τις "ματσαράγκες του Τρικούπη".
Μετά τον καφέ, το κόψαμε με τα πόδια, κατηφορίσαμε την οδό Ερμού από την άκρη, για να μην φάμε την χωμάτινη σκόνη από τις πολυάριθμες άμαξες που ανεβοκατέβαιναν όλη την ώρα. Παντού στην μέση του δρόμου καβαλίνες και μια περιρρέουσα οσμή που, σε συνδυασμό με το χώμα και την υγρασία, ήταν όχι και τόσο ευχάριστη. Χαζέψαμε κατά μήκος του δρόμου τα "αμπατζήδικα" και τα "τσαρουχάδικα".
Πιο πέρα συνωστισμός κόσμου, γύρω από τον πιτσιρικά εφημεριδοπώλη, αλληλοσπρωξίματα για να προλάβουν να πάρουν όλοι πρώτοι την εφημερίδα . Βρεθήκαμε στις "καρότσες". Στη σειρά οι σούστες με τους αραμπατζήδες περίμεναν για να φορτώσουν ξεκουράζοντας για λίγο τα άλογά τους που είχαν πέσει με την μούρη στο τσουβαλάκι με τον σανό.
Ανεβήκαμε την οδό Αθηνάς. Πολυκοσμία, χαλασμός κόσμου από τις φωνές των εμπόρων από τα κιόσκια αλλά και από τους τους πλανόδιους. Ούφ... επιτέλους φτάσαμε …στην Ομόνοια. Ξεποδαριαστήκαμε να περπατάμε τόση ώρα στους χωμάτινους δρόμους. Καιρός για μια βόλτα στα κοσμικά Πατήσια. Σταματήσαμε ένα μόνιππο και ξεκινήσαμε κατά μήκος της Πατησίων, θαυμάσαμε τις επαύλεις με τους πανέμορφους κήπους, άλλος αέρας πραγματική εξοχή…
Ο καθαρός αέρας μας άνοιξε την όρεξη, συνέχεια για φαγητό στην "ταβέρνα του Σαράντου" στου Ψειρή, λαϊκή ταβέρνα και ονομαστή. Έξω από την ταβέρνα, στην πλατεία Ψειρρή, μαζεμένος κόσμος γύρω από ένα ρήτορα ανεβασμένο σε ξύλινο πάγκο. Πλησιάσαμε από περιέργεια και ρωτώντας ένα παρευρισκόμενο μας απάντησε, από έκπληξη ίσως και θυμό : "δεν γνωρίζετε τον Αρμάνδο Δελαπατρίδη";
Ηλιόλουστη μέρα, είπαμε να κάτσουμε σε ένα τραπέζι έξω από την ταβέρνα. Οι μεζέδες ήρθαν, ελιές, φάβα, παστή σαρδέλλα, ντολμάδες, χόρτα, ζυμωτό ψωμί και κεχριμπαρένια δροσερή ρετσίνα. Παγώσαμε, προς στιγμήν, όταν ήρθαν και έκατσαν στο διπλανό τραπέζι δυο κουτσαβάκια αγριοκοιτάζοντας μας…..
Ώρα για γλυκό. Σταματάμε τον αμαξά και του λέμε να μας πάει σε κάποιο καλό ζαχαροπλαστείο. Το άπονο καμουτσίκι χτυπά με δύναμη τα καπούλια τού αλόγου και αυτό φεύγει καλπάζοντας και σηκώνοντας σύννεφο την σκόνη για Πανεπιστημίου και Σανταρόζα γωνία, στο κοσμικό ζαχαροπλαστείο του Βάρσου. Περιττό να σας πούμε για τα θαυμάσια σιροπιαστά γλυκά του κουταλιού και του ταψιού.
Η ώρα πέρασε…. σκοτείνιασε….. τα φανάρια του φωταερίου άναψαν. Τραβήξαμε προς το ξενοδοχείο που μέναμε, το "Ερμής", στο Σύνταγμα. Η άμαξα διέσχισε γρήγορα ,την έρημη πλέον οδό Σταδίου. Το ξενοδοχείο καλό αλλά όχι του επιπέδου της "Μεγάλης Βρετάνιας" και του παρακείμενου "Grand Hotel Royal".
Ώρα να κοιμηθούμε, αύριο έχουμε πολύ μακρινό ταξίδι. Θα γυρίσουμε στην Αθήνα του 21ου αιώνα.
Κλείνοντας τα μάτια μας, σκεφτόμαστε πώς θα τα διηγηθούμε όλα αυτά που ζήσαμε, έστω και για λίγο στην παλιά Αθήνα, σε γνωστούς και φίλους…. Σίγουρα θα μας περάσουν για τρελούς…..
"Θεέ μου! Η Αθήνα δεν είναι για να την αγαπά κανείς και για να την ποθεί. Τουλάχιστον η Αθήνα του εξωτερικού κόσμου, η τωρινή, η επίγεια. Πόσο διαφέρει από την ιδέα της Αθήνας που έχουμε κλεισμένη μέσα μας, σοφοί και άσοφοι, και την λατρεύουμε. Πολυκοσμία, πανσπερμία, βαρβαροκοσμία, αυτοκινητοκρατορία, χαλασμός κόσμου, ακαθαρσία, βρώμα..".
Κωστής Παλαμάς, "Παρασκευή 26.7.1924"
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος πολιτισμού.
"Εκατό και... γραφικοί τύποι της Παλιάς Αθήνας" : Κώστας Αθάνατος.
Εγκυκλοπαίδεια "Πάπυρος Λαρούς Μπροτάνικα".
"Η απαγορευμένη ιστορία της Ελλάδας" : Εκδόσεις "Αρχέτυπο".
"Στα καφενεία, την υπαίθρια Βουλή των Ελλήνων" : Εφημ. Επενδυτής, 23-25 Μαρτίου 2001.
"Καθ' οδόν" : Εφημ. Ριζοσπάστης 9-5-2010.
Σύλλογος "Παλιά γραφική Πλάκα".
Αρχείο Μουσείου Μπενάκη και "αρχείο ΕΛΙΑ".