Γράφει ο Μπάμπης Κωνσταντάτος.
Το χωριό Νυμφαίο (παλαιότερη ονομασία Νιβέστα) βρίσκεται σε μια κορυφή του όρους Βέρνον σε υψόμετρο 1350 μέτρων και έχει χαρακτηρισθεί «διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός».
Είναι ένα από τα παλιότερα ορεινά χωριά της Μακεδονίας, (οικίστηκε περί το 1385 από Βλάχους Οδίτες, δηλαδή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες Μακεδόνες), που επί 1.400 χρόνια φύλαγαν τη γειτονική Εγνατία Οδό και οι οποίοι κατέφυγαν τότε στα απρόσιτα βουνά ύστερα από σκληρές μάχες με τους Οθωμανούς. Αυτοί οι πολεμιστές οικιστές του Νυμφαίου συνθηκολόγησαν αργότερα υπό όρους, και έτσι παρέμειναν ένοπλοι και αυτοδιοικούμενοι, υπαγόμενοι απ' ευθείας στη Βαλιντέ Σουλτάνα, δηλαδή τη μητέρα του Σουλτάνου, στην οποία πλήρωναν πολύ μειωμένους φόρους. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα ζούσαν κυρίως με ληστρικές επιδρομές στα τσιφλίκια του κάμπου. Περί το 1630 άρχισαν να επιδίδονται στην ασημουργία και ανέδειξαν το χωριό τους σε περιώνυμο κέντρο αργυροχρυσοχοΐας όλης της Μακεδονίας για τους υπόλοιπους τρεις αιώνες.
Κατά τις σαρωτικές επιδρομές των Αλβανών, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα μετά τα Ορλωφικά, το Νυμφαίο δέχτηκε πολλούς Βλάχους πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη, τη Νικολίτσα, το Λινοτόπι και άλλα βλάχικα μέρη που καταστράφηκαν από τους επιδρομείς. Παράλληλα, ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων του χωριού μετακινήθηκε προς την ανατολική Μακεδονία, στα χωριά Άνω Πορόϊα, Κάτω Τζουμαγιά, Αλιστράτη, Νιγρίτα, στις Σέρρες και αλλού (Wikipedia).
Ωστόσο, όλοι αυτοί οι μετανάστες διέπρεψαν και φρόντισαν το χωριό τους, το οποίο σήμερα είναι ένα από τα ομορφότερα και γνησιότερα από οικιστικής άποψης. Πρώτη φορά το είχα επισκεφτεί το 1992 και τότε ήταν σκεπασμένο από πολύ χιόνι. Θυμάμαι ότι με δυσκολία είχα σκαρφαλώσει τη μεγάλη ανηφόρα, με αλυσίδες φυσικά, και αυτό που μου είχε κάνει τότε εντύπωση ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι παράταιρο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Φέτος το καλοκαίρι, λοιπόν, στη διαδρομή από Έδεσσα για Καστοριά αποφάσισα να “σκαρφαλώσω” πάλι με το camper μέχρι εκεί πάνω, για μια επίσκεψη μετά από 20 χρόνια σε εποχή που θα το έλουζε ο ήλιος, αλλά για να δω και το καταφύγιο της αρκούδας που έχει στήσει εκεί ο «Αρκτούρος».
Η άνοδος ήταν αρκετά δύσκολη για ένα βαρύ όχημα, όπως το camper, και από την αρχή της ανηφόρας οι σχέσεις στο κιβώτιο περιορίστηκαν στην πρώτη και δευτέρα. Όταν έφτασα στην κορυφή ανάσανα με ανακούφιση, περισσότερο κουρασμένος, ίσως, από τον κινητήρα του αυτοκινήτου μου, που τον άκουγα επί μισή ώρα να βογκάει στις συνεχείς φουρκέτες.
Λίγο πριν την είσοδο του χωριού υπήρχε ένας μεγάλος χώρος πάρκινγκ και πινακίδα που πληροφορούσε ότι στο χωριό μπορούσαν να εισέλθουν μόνον οι μόνιμοι κάτοικοί του ενώ οι επισκέπτες θα έπρεπε να αφήσουν εκεί τα οχήματά τους και να συνεχίσουν με τα πόδια. Σαφώς το σεβάστηκα, αφού και η απόσταση μέχρι το χωριό δεν ήταν πάνω από 500 μέτρα, αλλά εκνευρίστηκα κάπως όταν διαπίστωσα ότι μετά την είσοδο του χωριού υπήρχε άλλο ένα μεγάλο πάρκινγκ για τους θαμώνες των ταβερνών, αλλά και στην άλλη άκρη, όπου βρισκόταν και η είσοδος του πάρκου του Αρκτούρου, υπήρχε και εκεί χώρος για παρκάρισμα όπου είδα και ένα camper. Αν και είχα περπατήσει αρκετά και έπρεπε να περπατήσω ακόμα κάπου ένα χιλιόμετρο μέχρι την υποδοχή του Αρκτούρου, είπα να μην εκνευριστώ, αφού είχα χαζέψει και τα όμορφα σπίτια στην πορεία από την μια άκρη του χωριού μέχρι την άλλη.
Η διαδρομή μέχρι την παράγκα της υποδοχής του φυσιολατρικού οργανισμού ήταν λιθοστρωμένη και πολύ όμορφη και, για να πω την αλήθεια, ήμουν ενθουσιασμένος που θα έβλεπα αρκούδες σε ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον. Όταν φτάσαμε μετά από ποδαρόδρομο γύρω στα 20 λεπτά της ώρας, εκεί βρήκαμε κι άλλους να περιμένουν, αφού οι περιηγήσεις στο πάρκο με τις αρκούδες ξεκινούν ομαδικά κάθε δύο ώρες περίπου (καθημερινά 10 πμ-4 μμ, εκτός από Δευτέρες).
Αφού πληρώσαμε εισιτήριο περιήγησης 6 ευρώ το άτομο και από τις αφίσες πληροφορηθήκαμε ότι με ένα έξτρα χρηματικό αντίτιμο θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε και μια αρκούδα (δεν το πολυκατάλαβα αυτό), ο συνοδός μας πέρασε από μια ξύλινη πόρτα σε ένα μικρό φαράγγι με χαραγμένους διαδρόμους. Καθίσαμε σε κάτι πάγκους και εκεί μας είπε τα διάφορα για τις αρκούδες: ότι είναι είδος υπό εξαφάνιση και ότι ο Αρκτούρος φροντίζει για τη διάσωσή τους κλπ, κλπ...
Τότε κάποιος είπε: «καλά είναι όλα αυτά, αλλά τι γίνεται με τις ζημιές που προξενούν οι αρκούδες στους κτηνοτρόφους αλλά και στους κατοίκους των ορεινών χωριών;». Ο συνοδός απάντησε τότε με κάτι παπαριές, για παράδειγμα ότι έχει εκπονηθεί πρόγραμμα οι κτηνοτρόφοι να περιφράξουν με ηλεκτροφόρα σύρματα τα μαντριά τους και άλλα τέτοια χαζά. Είπα να του απαντήσω ότι με τα μάτια μου είχα δει στο Λειβαδίτη της Ροδόπης δύο αγελάδες ξεσκισμένες από αρκούδες και ο κτηνοτρόφος να τις κοιτάζει και να οδύρεται και αν ο Αρκτούρος με τα χρήματα που εισπράττει αποζημιώνει τέτοιες ζημιές, και ακόμα ότι σε ξενοδοχειακό συγκρότημα σε πλαγιά του Βίτσι πάνω από την Καστοριά ο επιχειρηματίας δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τις κάθε βράδυ επιθέσεις της αρκούδας στους κάδους των σκουπιδιών και τον φόβο των πελατών του, αλλά δεν μίλησα γιατί δεν είχα καμιά όρεξη να τσακωθώ με τις βλακείες που θα άκουγα.
Περίμενα λοιπόν να δω τις αρκούδες. Και τις είδα. Είδα 4-5 ταλαιπωρημένες αρκούδες, τις οποίες είχαν μεταφέρει εκεί μετά από κατασχέσεις από «αρκουδιάρηδες» και τις οποίες είχαν ευνουχίσει. Μερικές ευνουχισμένες αρκούδες, λοιπόν, που περιφέρονταν νωχελικά πίσω από ψηλά συρματοπλέγματα και για να είμαι ειλικρινής αυτό δεν με ευχαρίστησε καθόλου.
Με ψυχικό πόνο τις σημάδεψα με τη μικρή μου βιντεοκάμερα, έτσι, για να σας μεταφέρω ένα δείγμα από αυτό που είδα, και έφυγα χωρίς να πω ούτε αντίο. Σίγουρα δεν μου άρεσε αυτό που είδα αλλά και διατηρώ πολλές αμφιβολίες για το αν αυτός ο οργανισμός κάνει καλό και σε ποιον. Προσωπικά, πιστεύω ότι η επέμβαση στη φύση θα πρέπει να συμβαδίζει με την εξέλιξη. Δηλαδή, όταν αποφασίστηκε η διάνοιξη της Εγνατίας οδού, η οποία έκοψε στη μέση περιοχές που ζουν οι αρκούδες, οι άνθρωποι θα έπρεπε να αποφασίσουν αν θέλουν και τις αρκούδες. Και αποφάσισαν ότι η Εγνατία είναι πιο χρήσιμη.
Αυτές είναι απώλειες που επιβάλλει η εξέλιξη και, είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε υποχρεωμένοι να τις δεχτούμε (στην εξελικτική πορεία του πλανήτη πολλά είδη έχουν εξαφανιστεί και εξαφανίζονται χάριν της ανθρώπινης επιβίωσης). Το ίδιο πιστεύω ότι θα συμβεί και με την αρκούδα. Όσο κι αν λένε τα διάφορα οι εκάστοτε Αρκτούροι, οι άνθρωποι θα σκοτώνουν τις αρκούδες που τους επιτίθενται ή καταστρέφουν το βιος τους. Και αυτό, είμαι σίγουρος, ότι το γνωρίζουν οι «Αρκτούροι». (Και ο μεγάλος και τρανός David Rothschild του παγκόσμιου οικολογικού κινήματος του οποίου ηγείται).
Οπότε γιατί ζητάνε τον οβολό μου για να δω τα αποχαυνωμένα αρκουδάκια ή και να τα υιοθετήσω ακόμα; Ρε μπας και εδώ για τα φράγκα γίνονται όλα αυτά; Άποψή μου, βέβαια, και εσείς πηγαίνετε εκεί ψηλά στα 1400 μέτρα υψόμετρο για να δείτε και να αποφασίσετε αν θέλετε να γίνετε θετός γονιός μιας ταλαίπωρης αρκούδας (και στο τσίρκο το ίδιο πράγμα είναι).