Του Ιωσήφ Παπαδόπουλου.
Ο τίτλος αυτού του σύντομου ταξιδιωτικού άρθρου θα έπρεπε κανονικά να είναι "μονοήμερη χειμωνιάτικη απόδραση στα Χανιά", αφού τα εισιτήριά μας προέβλεπαν αναχώρηση απ' τον Πειραιά την Δευτέρα το βράδυ και επιστροφή την Τετάρτη το πρωί. Όμως, ως γνωστόν, "άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει", αφού ο Ποσειδώνας κι' ο Αίολος βγήκαν παγανιά, άρχισαν τις τρέλες τους στον ρυθμό των 9 και 10 μπωφόρ και ανάγκασαν το Λιμεναρχείο να δώσει απαγόρευση απόπλου μέχρι το βράδυ της Τετάρτης. Ουδέν κακόν αμμιγές καλού, όμως, αφού τα Χανιά μας γοητεύουν ανέκαθεν και μια επιπλέον ημέρα δεν θα μας χάλαγε καθόλου, δεδομένου ότι είχαμε εξασφαλισμένη τη διανυκτέρευση στη φιλόξενη καμπίνα του "Έλυρος". Χώρια που μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε και το άλλο πρόσωπο του ενετικού λιμανιού με τα κύματα να πολιορκούν τους προβλήτες και τα κλειστά μαγαζιά της παραλίας.
Περίσσευε ένα ακόμη δωρεάν ταξίδι με την ΑΝΕΚ, γι' αυτή τη χρονιά, και έτσι αποφασίσαμε να πεταχτούμε μέχρι τα Χανιά, με άλλοθι τη μεταφορά του ιπτάμενου φουσκωτού που είχε παραμείνει στο ναυπηγείο των Σταυρουλάκηδων για κάποιες βελτιώσεις. Επιβιβαστήκαμε λοιπόν στο πανέμορφο "Έλυρος" και τα ξημερώματα της Τρίτης αποβιβαστήκαμε στη Σούδα. Πού να πάει κανείς αυτή τη βάρβαρη ώρα που φθάνει το πλοίο στα Χανιά; Πού αλλού; Στου Ιορδάνη για τυρομπουγάτσα! Έχει γίνει πια θεσμός για πολλούς ταξιδιώτες η εμπειρία αυτής της γευστικής πανδαισίας με την ξινομυζήθρα, πασπαλισμένη με αρκετή ζάχαρη, να αχνίζει ζεστή κάτω απ' το τραγανιστό φύλλο κρούστας.
Σύμφωνα με όσα λέει ο κ. Ιορδάνης Ακασιάδης, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, η μπουγάτσα προέρχεται από την οθωμανική λέξη "πογάτσα" που σημαίνει πίτα γεμιστή. Η Χανιώτικη μπουγάτσα έχει τις ρίζες της στους μουσουλμάνους που ζούσαν στα Χανιά μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα. Από ένα Χανιώτη μουσουλμάνο, λοιπόν, έμαθε την τέχνη ο προπάππους του κ. Ακασιάδη ο οποίος ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ήρθε στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή.
Στη συνέχεια ανέλαβε τα ηνία ο γιος του, ο παππούς του σημερινού ιδιοκτήτη, Ιορδάνης Ακασιάδης, ο οποίος έδωσε το όνομά του στην επιχείρηση. Από το 1987 συνεχίζει η τέταρτη γενιά Ακασιάδη που διατηρεί την παράδοση για πάνω από 80 χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια τα Χανιά έγιναν γνωστά για τον φάρο του ενετικού λιμανιού, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και φυσικά την μπουγάτσα του Ιορδάνη!
Αφού παρηγορήσαμε το γουργουρίζον στομάχι μας με το εξαιρετικό έδεσμα και απέσπασα την υπόσχεση του ιδιοκτήτη για την μετέπειτα συζήτηση, παρκάραμε στη σκιά των τειχών του Ενετικού κάστρου και περιπλανηθήκαμε στο παλιό λιμάνι που εκείνη την ώρα άρχισε να φωτίζεται απ' τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Το λατρεύω αυτό το μέρος. Περισσότερο, ίσως, από κάθε άλλο στην Ελλάδα. Είναι βέβαιο ότι αν ζούσα στα Χανιά, θα έκανα σαν καθημερινό τάμα μια βόλτα σ' αυτό το πανέμορφο παλιό λιμάνι.
Η εικόνα όμως αυτή τη φορά ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη του καλοκαιριού, όταν ο παραλιακός δρόμος σφύζει από ζωή. Τώρα, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, όλα σχεδόν τα μαγαζιά ήταν ερμητικώς κλειστά, με ελάχιστες μόνο καφετέριες να παραμένουν ανοικτές για την τιμή των όπλων. Οι ειδικές κατασκευές-πατέντες, με τα ξύλινα και γυάλινα "αναχώματα"στις εισόδους των καταστημάτων, μας εξέπληξαν στην αρχή. Γρήγορα όμως αντιληφθήκαμε πού αποσκοπούν, αφού είχαμε την ευκαιρία να δούμε ιδίοις όμμασι τον κακό χαμό της άλλης ημέρας με τα κύματα να εισχωρούν "ζωντανά" στην αγκαλιά του μικρού ενετικού λιμανιού και να θέλουν θαρρείς να καταπιούν τις ταβέρνες και τα άλλα παραλιακά καταστήματα!
Μια κουβέντα παρηγοριάς από την καπετάνισσα και ένα χάδι σε ένα χαριτωμένο αδέσποτο σκυλλάκι ήταν αρκετά για να το κάνει ορκισμένο συνοδό μας! Το αδέσποτο γκριφόν κόλλησε στα πόδια μας, καθ' όλη την διάρκεια εκείνης της βόλτας, ακόμη και όταν τρυπώσαμε σε μιά από τις λιγοστές καφετέριες που ήταν ανοικτές για ένα ζεστό ρόφημα. Και ενώ καθόταν αμίλητο στα πόδια μας, όση ώρα εμείς απολαμβάναμε τη ζεστή σοκολάτα, ξεθεωνόταν στο γάβγισμα στη θέα κάποιου αυτοκινήτου ή περιπατητή που περνούσε απ' έξω! Νοιώθουν τα απίστευτα αυτά ζώα την θετική ενέργεια και την αγάπη των ανθρώπων και πιστεύουν ότι μ' αυτόν τον τρόπο τους την ανταποδίδουν.
Ξημέρωσε για τα καλά κι' εμείς ανηφορίσαμε σιγά σιγά για το ναυπηγείο των Σταυρουλάκηδων. Η τροϊκανή πραγματικότητα, ωστόσο, και η αναδουλειά δεν έφερε τους ιδιοκτήτες στο ναυπηγείο τους πριν από τις δέκα. Βρήκαμε έτσι την ευκαιρία να περπατήσουμε στα μικρά επαρχιακά δρομάκια ανάμεσα σε απέραντους πορτοκαλεώνες και ελαιόδενδρα. Απορούσαμε πέρυσι βλέποντας τα πορτοκάλια να πέφτουν στο χώμα και κανείς να μην ενδιαφέρεται να τα μαζέψει. Γρήγορα όμως πήραμε την απάντηση. Τα πορτοκάλια δεν "πιάνουν" τιμή, με αποτέλεσμα το κόστος συλλογής τους να υπερβαίνει το όποιο κέρδος από την πώλησή τους στους εμπόρους οι οποίοι τα αγοράζουν με είκοσι λεπτά το κιλό για να τα πουλήσουν τρεις και τέσσερις φορές περισσότερο!
Δεν καταφέραμε πάντως να αντισταθούμε στον πειρασμό και μαζέψαμε όσα πορτοκάλια και λεμόνια έβγαιναν έξω από τις περιφράξεις. "Μαζέψτε όσα θέλετε", μας είπε ένας καλλιεργητής, "αφού έτσι κι' αλλοιώς θα πέσουν στο έδαφος και θα σαπίσουν". Αλλά δεν ήταν μόνο τα ξινά η λεία εκείνης της ημέρας. Σε ένα παραπλήσιο χαντάκι ήταν πεταμένες αρκετές ευμεγέθεις και γερές ντομάτες, τις οποίες βεβαίως δεν σνομπάραμε καθόλου! Προφανώς τις πέταξε εκεί κάποιος παραγωγός που δεν κατάφερε να τις διαθέσει στη λαϊκή, σκέφτηκα. "Θα κάνουν ένα φυσικό πελτέ για τον χειμώνα αυτές, μούρλια", σχολίασε με νόημα η καπετάνισσα...
Η επιπλέον ημέρα της παραμονής μας στα Χανιά ήταν η ευκαιρία να επισκεφτούμε τον Μανώλη και την Ευτυχία Ευγενιτάκη, στον Πλατανιά, τον Άγη Ανδρεαδάκη, στο καταφύγιό του στο χωριό Ψαθογιάννος, την Άννα Νικολακάκη στα γραφεία της ΑΝΕΚ και τον Ανδρέα Φουράκη και την Αντωνία σε ένα φιλόξενο ταβερνάκι της παραλίας των Χανίων, με ψαρόσουπα, κρητικά χόρτα, μυζήθρα, καλαμαράκια και καλό λευκό κρασί. Ο Μανώλης και η Ευτυχία, πάντως, φαίνεται πως εντάχθηκαν γρήγορα στο κρητικό περιβάλλον, αφού άφησαν πίσω τους τα άγχη της Αθήνας, με τον Μανώλη να ασχολείται πια ελεύθερα με το αγαπημένο του ψάρεμα, την καλλιέργεια της γης και την περιποίηση των "κοριτσιών", όπως αποκαλεί τις κότες του...
Η βόλτα μας ολοκληρώθηκε με μια επίσκεψη στο... "καπαλί τσαρσί" των Χανίων, την σκεπαστή δημοτική αγορά που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και συμπληρώνει φέτος 100 χρόνια ζωής. Κι' εκεί όμως η κίνηση ήταν υποτονική, ενώ πολλά μαγαζιά ήταν κλειστά. Σημεία των καιρών...