Σύνδεση με το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1354-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-apo-las-palmas-mexri-vrazilia
Βραζιλία.
Βρισκόμαστε 6.000 ν.μ. από την Ελλάδα, στο σίγουρο λιμάνι της παλιάς πρωτεύουσας Σαλβαδόρ. Φυσικά, ύστερα από 22 ημέρες στο πέλαγος αρχίσαμε το γνωστό «δρόμο αντοχής μετ’ εμποδίων» για την επίσημη είσοδο στη χώρα. Στην αστυνομία διαβατηρίων δε μας επετράπη η είσοδος στο κτίριο, γιατί δε φορούσαμε μακριά παντελόνια, ενώ στο τελωνείο μας παρακάλεσαν να ξαναπάμε την άλλη εβδομάδα λόγω... απεργίας! Τελικά, βρήκαμε ένα γραφείο με λιγότερες ενδυματικές απαιτήσεις για τη σφράγιση των διαβατηρίων. Έτσι, νόμιμοι πλέον, πήγαμε να συναντήσουμε έναν Έλληνα φίλο, τροφοδότη πλοίων στο επάγγελμα, που μας περίμενε για να μας φιλοξενήσει τουριστικά και γαστρονομικά στην καινούρια του πατρίδα.
Κυριολεκτικά αφρικανική σφραγίδα έχει το Σαλβαδόρ. Μολονότι πριν από μερικά χρόνια ακόμα απαγορεύονταν τα ήθη και τα έθιμα της «Μαύρης Ηπείρου», στο σημερινό ομόσπονδο κρατίδιο της Μπαΐας η μουσική, οι χοροί, τα φαγητά, η ανέμελη ζωή στους δρόμους μέχρι και η θρησκεία φανερώνουν παντού την Αφρική κάτω από το «εξευρωπαϊσμένο» βερνίκι.
Οι πελώριες αντιφάσεις που μαστίζουν τη βραζιλιάνικη κοινωνία αποτέλεσαν το πρώτο θέμα της συζήτησής μας. Η τεράστια αυτή χώρα, παρ’ όλες τις απεριόριστες δυνατότητες, έχει το μισό της πληθυσμό στο περιθώριο. 70 εκατομμύρια, κατά πλειονότητα αναλφάβητοι και χωρίς σταθερή εργασία, πάσχουν από υποσιτισμό και πληθώρα λοιμών. Οι έννοιες κοινωνικής δικαιοσύνης και πρόνοιας, όπως παιδεία και υγεία για όλους, είναι απλώς ανύπαρκτες. Σαν γάγγραινα γύρω από τις πόλεις πληθαίνουν οι μαχαλάδες (favellas), οι κάτοικοι μαστίζονται από χολέρα και AIDS και είναι παγιδευμένοι στο φαύλο κύκλο της φτώχειας, ανίκανοι να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.
Αυτή η τραγική κατάσταση έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα μια εκρηκτική εγκληματικότητα. Έτσι ελάχιστοι τολμούν πλέον να γλεντήσουν στους δρόμους των πόλεων, καθώς πιστολέρος, όπως στις σκηνές γουέστερν, δε διστάζουν να ληστέψουν μέχρι και λεωφορεία!
Η αστυνομία μας συνέστησε να αποφεύγουμε τις φτωχές αλλά γραφικές γειτονιές, τα έρημα στενά και γενικά να μη φοράμε διάφορα τιμαλφή όταν κυκλοφορούμε στους δρόμους!
Θορυβημένοι, αποφύγαμε να επισκεφτούμε τις παλιές συνοικίες του Σαλβαδόρ με τα στενά σοκάκια, τα καλντερίμια, τα γραφικά σπίτια και τα μέγαρα του 17ου αιώνα, όπως και τις λαμπρές μπαρόκ εκκλησίες, αναμφισβήτητα σύμβολα ενός πολιτιστικά και ιστορικά πλούσιου παρελθόντος. Για αποζημίωσή μας αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε με την «Καλλίπυγο» τον κόλπο των Αγίων Πάντων με τα δεκάδες τροπικά νησιά, τα βαθιά ποτάμια και τα παραδείσια αγκυροβόλια. Αφού εφοδιαστήκαμε με φτηνά ντόπια προϊόντα, σαλπάραμε για τον πρώτο μας σταθμό, την παραπλήσια νήσο Ιταπαρίκα. Εκεί φτάσαμε τρεις ώρες αργότερα χάρη στο ελαφρό αλλά ούριο αεράκι. Την εποχή που Ολλανδοί και Γάλλοι αμφισβητούσαν την πορτογέζικη κυριαρχία στη Βόρεια Βραζιλία, το νησάκι με το σίγουρο αγκυροβόλιο στο κέντρο του κόλπου είχε αποκτήσει στρατηγική σημασία. Αυτό μαρτυρούν ακόμη οι μουχλιασμένοι τοίχοι των φρουρίων και τα ερείπια της μεγάλης εκκλησίας. Σήμερα αποτελεί θέρετρο των Σαλβαδοριανών, που με τα φεριμπότ πηγαίνουν τα Σαββατοκύριακα να χαρούν τις αμμουδερές παραλίες, τους δασώδεις λόφους και την πληθώρα των πηγών.
Τα ζεστά τροπικά νερά είχαν πρασινίσει με φύκια την ίσαλο γραμμή της «Καλλίπυγου», έτσι η πρώτη μας δουλειά ήταν να βρούμε μια «απαλή» ξέρα για να «κάτσουμε» το σκάφος με την άμπωτη. Τις δύο επόμενες μέρες βάψαμε τρία χέρια αντιρρυπαντικό χρώμα τα «βρεχάμενα» του υπερωκεανίου μας. Όταν τελειώσαμε τις εργασίες συντήρησης, βιράραμε τις άγκυρες και σηκώσαμε τα πανιά, βάζοντας πλώρη για τη βόρεια πλευρά του νησιού, πλέοντας μέσα σ’ ένα στενό κανάλι περιστοιχισμένο από ζούγκλα και πολλά αμμώδη νησόπουλα. Γύρω μας ψαράδες με μονόξυλα έριχναν δίχτυα, ενώ απίστευτα γρήγορες ιστιοφόρες μαούνες πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας εμπορεύματα. Έτσι ξαφνικά βρεθήκαμε εκτός 20ου αιώνα, λες και τίποτε δεν είχε αλλάξει σ’ αυτό τον τόπο. Ψάχνοντας ένα αγκυροβόλιο για τη νύχτα, μας συνέστησε ένας ψαράς μια τοποθεσία κοντά σε μια πηγή. Την άλλη μέρα, αφού είδαμε κυράδες - από ένα παραπλήσιο χωριό - να έρχονται με μονόξυλα για μπουγάδα στην πηγή, αποφασίσαμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Στη σκιά των ψηλών δέντρων, σε μια φυσική πέτρινη λεκάνη όπου έπεφταν τα παγωμένα, κρυστάλλινα νερά της πηγής, πλύναμε και ξεβγάλαμε ρούχα και σεντόνια.
Όταν στέγνωσε η μπουγάδα μας, βάλαμε πλώρη για την εκβολή του Παραγουασού, αποφεύγοντας τις πολλές ξέρες που ήταν σπαρμένες στην πορεία μας. Ενώ έως εδώ αντικρίζαμε πυκνά δασωμένους, χαμηλούς λόφους, ξαφνικά εμφανίστηκε το ποτάμι σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Οι σκαμμένες πλαγιές αποκάλυπταν το γυμνό κόκκινο βράχο, ενώ οι όχθες του ήταν στολισμένες με στενές λωρίδες φοινικοδάσους και άσπρες αμμουδιές. Το ρεύμα της στενής μπούκας ήταν ισχυρό. Έτσι αποφασίσαμε να περιμένουμε την πλήμμη το επόμενο πρωινό, «ακουμπώντας» το σκάφος στην άμμο, δίπλα σ’ ένα ρυάκι. Η γάτα ήταν η πρώτη που βγήκε στη στεριά, πηδώντας από την πλώρη και αρχίζοντας την εξερεύνηση του φοινικοδάσους. Λίγο αργότερα ακολουθήσαμε κι εμείς, απολαμβάνοντας το ειδυλλιακό τοπίο στη σκιά της πυκνής βλάστησης.
Ο στόχος της επόμενης μέρας ήταν η Κασοέϊρα, πάλαι ποτέ πλούσια πρωτεύουσα του Ρεκόνκαβο, 36 χιλιόμετρα προς τα ανάντη.
Όταν δρόσισε, προετοίμασα τη μηχανή για το αυριανό ταξίδι, καθαρίζοντας καρμπιρατέρ, φίλτρα και μπουζί, λόγω της κακής ποιότητας της βραζιλιάνικης βενζίνης. Η δύση του ήλιου μάς βρήκε να απολαμβάνουμε ένα ποτηράκι αλκοόλ ζαχαροκάλαμου - περισσότερο γνωστό ως ρούμι - με ψιλοκομμένα λεμονάκια.
Ύστερα από μια ήρεμη νύχτα, ξυπνάμε πριν φέξει και σαλπάρουμε αμέσως για να προλάβουμε το ευνοϊκό ρεύμα της παλίρροιας. Οι μαίανδροι του ποταμού μας αποκαλύπτουν συναρπαστικά τοπία. Στα μάτια μας εναλλάσσονται πότε στενά, βαθιά φαράγγια με απόκρημνους βράχους, πότε φαρδιές, ρηχές λεκάνες σαν λίμνες, διάσπαρτες με δασώδη νησόπουλα. Οι όχθες κοσμούνται με εγκαταλειμμένες εκκλησίες και ερειπωμένα αριστοκρατικά μέγαρα τσιφλικάδων, με πεσμένες οροφές και μουχλιασμένους τοίχους. Δυόμισι ώρες αργότερα, στη μεγαλύτερη λίμνη, συναντάμε την κωμόπολη Μαραγκουζίπε, την οποία θα επισκεφτούμε στην επιστροφή. Προς το παρόν, μας «καίει» το θέμα του ύψους της παλίρροιας, καθώς με σηκωμένη καρίνα ταξιδεύουμε σε μόλις 80 εκατοστά βάθους! Διανύοντας αργά τα τελευταία 20 χιλιόμετρα, το ποτάμι στένεψε. Έτσι ρωτάμε κάθε τόσο τους φιλικούς μαύρους ψαράδες ποια όχθη έχει τα μεγαλύτερα βάθη. Η άγρια πυκνή βλάστηση και τα πολύχρωμα μονόξυλα μας δίνουν περισσότερο μια εικόνα Αφρικής παρά Βραζιλίας. Κρατάμε σημειώσεις, χαρτογραφώντας το ποτάμι, για να μη δυσκολευτούμε στο γυρισμό. Περνάμε διάφορα χαλασμένα εργοστάσια με φοινικόφυλλα για οροφή και τους τοίχους σκεπασμένους από άγριους κισσούς. Πριν μεσημεριάσει, εμφανίζονται τα καμπαναριά της Κασοέϊρα, παλιό όνομα των καταρρακτών που έκλεισαν με το φράγμα, και η γέφυρα που τη συνδέει με τη δίδυμη πόλη Σάο Φελίζ.
Έπειτα από λίγο αγκυροβολούμε παράλληλα στην παλιά αποβάθρα, δίπλα σε μια δεντρόφυτη σκιερή πλατεία, περιστοιχισμένη με καφενεία και αρχαία κτίρια.
Θα μείνουμε τρεις μέρες, απολαμβάνοντας τα πλακόστρωτα σοκάκια και τα αναστηλωμένα μέγαρα. Ιδιαίτερα ξεχωρίζουν οι δροσερές εκκλησίες 16ου και 17ου αιώνα, στολισμένες με τετράμετρες αγιογραφίες σε γαλάζια πλακάκια και πολύχρωμες ιερές παραστάσεις ζωγραφισμένες στις υψηλές, ξύλινες οροφές.
Η πόλη είναι κλινικά νεκρή από την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων, όταν στην πολιορκημένη Ευρώπη το αυτόχθονο γογγύλι αντικατέστησε το εισαγόμενο ζαχαροκάλαμο. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι τσιφλικάδες «μετακόμισαν» στο κοσμοπολίτικο Σαλβαδόρ και στη συνέχεια στην πρωτεύουσα Ρίο, αφήνοντας τον έλεγχο των φυτειών σε επιστάτες. Σήμερα οι κάτοικοι αποτελούνται από μικροεμπόρους και βιοτέχνες. Επίσης, ζουν αρκετοί καλλιτέχνες ξυλογλύπτες και μουσικοί που στεγάζονται σε ανακαινισμένα κτίρια, συντελώντας έτσι στη γραφικότητα της διατηρητέας αυτής πόλης.
Το απόγευμα του Σαββάτου, στην πλατεία του αγκυροβολίου, γίναμε μάρτυρες μιας ενδιαφέρουσας εκδήλωσης, οργανωμένης από τον τοπικό σύλλογο «Καποέρας». Η «καποέρα» είναι μια μορφή πάλης με ρευστές, αέρινες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, χωρίς όμως επαφή ή χτυπήματα μεταξύ των «αντιπάλων». Η νίκη δίνεται με πόντους για τις πιο θεαματικές λαβές. Υπάρχει συνεχής μουσική υπόκρουση με αφρικάνικα όργανα, όμοια μ’ εκείνα που προειδοποιούσαν κάποτε τους παλαιστές ότι πλησίαζαν οι αφέντες. Μετά το πέρας της παράστασης, κάτσαμε σ’ ένα παραπλήσιο ταβερνάκι όπου γευτήκαμε πικάντικες λιχουδιές από γαρίδες, γλυκοπατάτα, μαύρα φασόλια και μπάμιες, μαγειρεμένα με συνταγές αφρικάνικης κληρονομιάς. Παντού στους δρόμους ο κόσμος ήταν χαρούμενος και δυνατή μουσική ακουγόταν σε κάθε γωνιά. Στην απογευματινή ζέστη οι παγωμένες μπίρες πάνε και έρχονται.
Πιάνουμε κουβέντα μ’ εκείνους που κάθονται στο διπλανό τραπέζι, επειδή συζητάνε για τις δημοτικές εκλογές που θα γίνονταν την επομένη. Μας είχαν σοκάρει τα πολύχρωμα σλόγκαν αμφιβόλου πολιτικής αξίας με τα οποία διαφημίζονταν οι υποψήφιοι, όπως: «Ψηφίστε τον τάδε γιατί είναι ο πιο ωραίος!». Απ’ ό,τι μας επεσήμαναν οι συνομιλητές μας, παραμένει αποδοτική και δοκιμασμένη η αγορά ψήφων και η υπόσχεση παροχής εργασίας στο δήμο! Έτσι λοιπόν εξηγείται και η καθαριότητα των δημοσίων χώρων, χάρη στο μεγάλο αριθμό χαμηλόμισθων υπαλλήλων.
7/10: Με το «ωράριο» της παλίρροιας αφήνουμε το ζωντανό μουσείο της Κασοέιρα. Χάρη στη χαρτογράφησή μας των αβαθών, η κάθοδος του ποταμού μέχρι το Μαραγκουζίπε επιτυγχάνεται χωρίς καρδιοχτύπια. Με την κατασκευή του φράγματος, τον περασμένο αιώνα, το ποτάμι έγινε ρηχό, με αποτέλεσμα μόνο μικρά πλοία να μπορούν να πλεύσουν έως το Μαραγκουζίπε. Ιστορικά, όταν αγόραζαν σκλάβους στην Αφρική, οι Πορτογάλοι πλήρωναν τους δουλεμπόρους με ταμπάκο και έως το 19ο αιώνα τα πούρα της Μπαΐας ήταν παγκοσμίου φήμης.
Στον απογευματινό μας περίπατο στη μικρή και ήσυχη πόλη μας δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθούμε μια εκατοντάχρονη «φάμπρικα» πούρων, όπου όλη η εργασία γίνεται ακόμα με το χέρι. Σχεδόν όλο το εργατικό δυναμικό αποτελείται από γυναίκες και τα μόνα μηχανήματα είναι τα ψυγεία που συντηρούν τα αποθέματα. Εν συγκρίσει με άλλα μέρη, μας φάνηκε ότι οι κάτοικοι του Μαραγκουζίπε ζούσαν κάποτε καλύτερα, χάρη στα σταθερά εισοδήματα από την καπνοβιομηχανία.
Τις επόμενες μέρες, αφού φυσικά βγήκαμε από το ποτάμι, φέραμε βόλτα ορμίσκους και νησόπουλα του βόρειου τμήματος του κόλπου της Μπαΐας, μεθορμίζοντας κάθε βράδυ. Στις 12 Οκτωβρίου, 500ή επέτειος της «ανακάλυψης» των... Ινδιών από το Χριστόφορο Κολόμβο, επιστρέφουμε στο Σαλβαδόρ, όπου κι ετοιμαστήκαμε για τη συνέχεια του ταξιδιού μας προς το Ρίο. Αφού κάναμε την απαιτούμενη τροφοδοσία, σε πολύ καλή τιμή, από το φίλο μας τον κ. Λεβεντάκο, κάναμε μια ημερήσια «παλινδρόμηση» στην Ιταπαρίκα για να γεμίσουμε τα ντεπόζιτα με νερό από καλή πηγή. Στη συνέχεια χαιρετήσαμε φίλους και γνωστούς και στις 16 Οκτωβρίου τα ξημερώματα σαλπάραμε.
Νότια Βραζιλία.
15 Οκτωβρίου. Έπειτα από τρεις συναρπαστικές εβδομάδες στα ήρεμα νερά του κόλπου της Μπαΐας, συνεχίζουμε το ταξίδι μας προς το νότο, κάνοντας μια πρώτη εύκολη και κοντινή περαντζάδα 30 ν.μ. έως το ποτάμι της Βαλένσα. Με το γρέγο δευτερόπρυμα φτάσαμε σε μόλις 5 ώρες.
Μπροστά στις εκβολές απλώνεται ένα μεγάλο νησί με κατάλευκες αμμουδιές και φοινικόδασος. Παραλλάσσουμε τα ερείπια του πορτογέζικου κάστρου, φρουρός-φάντασμα του ποταμιού, και ύστερα από λίγο αγκυροβολούμε στα ήσυχα, θολά νερά του χωριού Γκαμπόα. Οι γαρίδες ευδοκιμούν στις βαλτώδεις όχθες και καθώς βραδιάζει, θα βγούμε στο μοναδικό ταβερνάκι να γευτούμε τη νόστιμη και φτηνή ντόπια «σπεσιαλιτέ» : γαρίδες γιουβέτσι, σερβιρισμένες με πιλάφι και παγωμένο ρούμι...
Την επομένη μεθορμίζουμε για να επισκεφθούμε το ήσυχο Καϊρού, κοιμισμένο χωριό στις όχθες του ποταμού, με στενά, πλακόστρωτα σοκάκια, πορτογέζικα σπίτια, τη μεγάλη μπαρόκ εκκλησία στην έρημη πλατεία κι ένα μοναστήρι στην κορυφή του μοναδικού λόφου. Εμπορικό και ιεραποστολικό κέντρο του 17ου αιώνα, στην περιοχή των βάλτων και των αφιλόξενων ιθαγενών, έχασε τη σημασία του με την εξαφάνιση - δια του πυρός - των «Ινδιάνων» και με την ίδρυση μιας πιο καίρια τοποθετημένης πόλης: η Βαλένσα, ο επόμενος σταθμός μας, 10 χμ. στα ανάντη. Η πόλη αυτή φημίζεται σε όλη τη Βραζιλία για τις ξύλινες σκούνες που ναυπηγούνται στα παραδοσιακά καρνάγια.
Αναχωρήσαμε ξημερώματα από το Καϊρού για να επωφεληθούμε από το ευνοϊκό παλιρροϊκό ρεύμα. Καθώς προχωρούμε, οι μαίανδροι μας αποκάλυπταν συνεχώς εναλλασσόμενα τοπία. Παντού ακούγονταν σφυριές, σκεπαρνιές και τα σφυρίγματα των κορδελοπρίονων. Έχοντας ζήσει την κατασκευή της ξύλινης «Καλλίπυγου», νιώσαμε τη γνώριμη ατμόσφαιρα των ξυλουργείων, τη μυρωδιά της πίσσας, του πριονιδιού και της κάνναβης, τα χαρούμενα τραγούδια των ελαιοχρωματιστών και των καλαφάτηδων.
Ίσως η πόλη να μην είχε να επιδείξει ιστορικά κτίρια και την πτωχευμένη νοσταλγία ενός αποικιακού παρελθόντος, πάντως έσφυζε από ζωή. Οι δραστήριοι κάτοικοί της έχουν ξεφύγει από τη μιζέρια και την ανεργία που μαστίζουν την πλειονότητα των πόλεων της Βόρειας Βραζιλίας.
Μείναμε δυο μέρες, περνώντας πολλές ώρες στα ξυλουργεία όπου ναυπηγούνται από περίτεχνες εικοσιπεντάμετρες σκούνες μέχρι απλούστατα μονόξυλα. Παραδόξως, ορισμένα εργοτάξια δεν είχαν καν ηλεκτρικά εργαλεία: μέχρι και τα τρυπάνια ήταν χειροκίνητα!
Έπειτα από αυτό το διάλειμμα του «γλυκού νερού» χρειαστήκαμε μερικές ώρες να συμμαζεύουμε το σκάφος και να ολοκληρώσουμε τις προετοιμασίες για την εβδομάδα πελάγους έως το Ρίο Ντε Τζανέϊρο. Περνάμε μια τελευταία ευχάριστη βραδιά στην Γκαμπόα, πίνοντας παγωμένο ρούμι με λεμόνι, τρώγοντας γαρίδες και χαζεύοντας το σύντομο αλλά πολύχρωμο τροπικό ηλιοβασίλεμα.
21η Οκτωβρίου: Πριν ξημερώσει, σαλπάρουμε με την άμπωτη. Επιπλέον, επωφελούμαστε από το στεριανό μπάτη για ν’ ανοιχτούμε προς το πέλαγος. Η γάτα παρατηρεί έκπληκτη τις ακτές που χάνονται στον ορίζοντα, ρίχνει μια ματιά προς τον απέραντο ωκεανό και αδιαμαρτύρητα πέφτει για ύπνο σ’ ένα ντουλάπι. Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο μ’ εμάς, καθόσον πρέπει να συνηθίσουμε πάλι στις βάρδιες και στις απότομες κινήσεις που προκαλούν οι φρέσκοι αληγείς άνεμοι με την πελαγίσια ρεστία.
22/10: Στίγμα 16°21'Ν., 37°56'Δ. Απομακρυνθήκαμε καλά από τα αβαθή και ησύχασε κάπως το κύμα. Δύσκολη η αστροναυτιλία σήμερα καθώς έχουμε συννεφιά. Το απόγευμα περνάει ένα «ασθενές» μέτωπο με βροχή, έντονες καταιγίδες και φυσικά αντίθετο αέρα. Αργότερα μας ακολουθεί ένας μαύρος καρχαρίας με γαλάζια πτερύγια. Θα «κουτουλήσει» δύο ή τρεις φορές το φτερό του τιμονιού, μέχρι να καταλάβει ότι δεν είναι φαγώσιμο.
23/10: Στίγμα 17°38'Ν., 38°40'Δ. Ταξιδεύουμε όρτσα και η πυκνή συννεφιά μας επιτρέπει μόνο ένα στίγμα. Παρακολουθούμε συνεχώς το βυθόμετρο. Πριν βραδιάσει, συναντάμε μια τεράστια φάλαινα φυσητήρα και για άλλη μια φορά μας γοητεύει η ευκινησία και η χάρη αυτών των κητών.
24/10: Στίγμα 20°31'Ν., 39°17'Δ. Επιτέλους, καθάρισε ο ουρανός και ελέγχουμε καλύτερα την πορεία μας. Ο άνεμος γύρισε πλάγιος, δίνοντας την ευκαιρία στην «Καλλίπυγο» ν’ αυξήσει την ταχύτητά της. Πριν μεσημεριάσει, περάσαμε τον Τροπικό του Αιγόκερου. Ο καιρός δρόσισε και για πρώτη φορά εδώ και τρεις μήνες φορέσαμε ζεστά ρούχα για τις νυχτερινές βάρδιες.
25/10: Στίγμα 22°11Ν., 40°45'Δ. Ούριος άνεμος, καθαρός ουρανός. Τι ωραία μέρα! Πλησιάσαμε μια περιοχή εξόρυξης πετρελαίου. Νιώθουμε σαν ποντίκια που θέλουν να διασχίσουν αυτοκινητόδρομο ανάμεσα στις πετρελαιοπηγές και στα δεξαμενόπλοια! Τη νύχτα παραλλάσσουμε τον Κάβο Φρίο. Όντως παρατηρούμε κάθετη πτώση της θερμοκρασίας του νερού από 22° βαθμούς σε μόλις 15°, η οποία προέρχεται από ένα παρακλάδι του θαλασσίου ρεύματος των Φόκλαντ.
26/10: Με το μπαλόνι και ελαφρύ ούριο άνεμο πλησιάζουμε το Ρίο Ντε Τζανέϊρο. Πριν μεσημεριάσει, μας εμφανίζονται οι χαρακτηριστικές παράξενες βουνοκορφές της διάσημης πόλης. Παραπλέουμε την παγκοσμίως γνωστή Κοπακαμπάνα. Με την απογευματινή λιακάδα όλα φαίνονται πανέμορφα, οι συνοικίες με τους ουρανοξύστες, οι κάτασπρες αμμουδιές, τα πάρκα και οι φαλακρές οροσειρές που κοσμούν την πόλη. Παντού επικρατεί το πράσινο και η οργιώδης τροπική βλάστηση.
Το θέαμα μας προκαλεί ευφορία. Στις 14:00' τοπική ώρα δένουμε στο λιμενίσκο Γκλόρια, κοντά στο κέντρο. Δικαίως φημίζεται το Ρίο σαν η πιο όμορφη πόλη του κόσμου, αλλά η λαμπρότητα σκιάζεται από τη μάστιγα των μαχαλάδων και της απόλυτης φτώχειας. Άμεσο αποτέλεσμα της συνύπαρξης του πλούτου και της αθλιότητας η εκρηκτική εγκληματικότητα που καθήλωσε στα σπίτια τους και τους πιο γλεντζέδες «καριόκας».
Η πρώτη μας «δουλειά», φτάνοντας στη μεγαλούπολη των 10 εκατομμυρίων, ήταν να τρέξουμε στις διάφορες Αρχές για τον κατάπλου, διασχίζοντας τη λαοθάλασσα στις λεωφόρους του πολυσύχναστου κέντρου. Σε όλες τις χώρες που επισκεφθήκαμε έως τώρα μόνο κατά την πρώτη είσοδο στο κράτος χρειαζόταν η επίσκεψη σε όλες τις υπηρεσίες. Στη Βραζιλία όμως, σε κάθε λιμάνι, γίνονται όλες οι διατυπώσεις από την αρχή. Η εμπειρία είχε ενδιαφέρον, δίνοντας μας την ευκαιρία να συναντήσουμε ντόπιους, να ζήσουμε τον παλμό των υπουργείων και για άλλη μια φορά να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη της υδροκέφαλης γραφειοκρατίας. Λαμπρό στίγμα δεκάδων ετών ημιδικτατορίας, οι «βολεμένοι» συνεχίζουν να αποδεικνύουν καταφρονητικά ότι το κοινό είναι στην υπηρεσία των Αρχών και όχι το αντίθετο!
Αρχικά, το 16ο αιώνα, το Ρίο δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μια μικρή οχυρωμένη αποικία στην είσοδο του κόλπου της Γουαναμπάρα, στρατηγικό φυσικό λιμάνι. Όταν κατασκευάστηκε ο δρόμος για τα ορυχεία χρυσού στα βορειοανατολικά, τον 17ο αιώνα, ακολούθησε μια έκρηξη πλούτου και πληθυσμού, κερδίζοντας την ονομασία της πρωτεύουσας της Βραζιλίας. Παρ’ όλο που αργότερα έχασε την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία, η λαμπρότητα της μεγαλούπολης δεν έπαψε να προσελκύει ιδίως φτωχούς και δυστυχισμένους, που κατά εκατοντάδες χιλιάδες κατοικούν σε παράγκες στοιβαγμένες στους λόφους. Οι πιο όμορφες συνοικίες φέρουν αυτό το τυπικά βραζιλιάνικο στίγμα, ένα μείγμα των άκρων: πλούτου και φτώχειας, τσιμέντου και πράσινου, κομψότητας και κακομοιριάς.
Πάντως, ο δήμος προσπαθεί να «σπάσει» το φαύλο κύκλο της δυστυχίας, παρέχοντας δωρεάν τροφή στα σχολεία για τα άστεγα παιδιά, ελπίζοντας έτσι να τα απομακρύνει από τους μαχαλάδες και να ανοίξει άλλες προοπτικές από μια επισφαλή ζωή στο περιθώριο. Η παρουσία ενός υποψηφίου των μαχαλάδων στις δημοτικές εκλογές είναι ένα παραπάνω στοιχείο που επιδεικνύει την ιδιαιτερότητα του Ρίο σε σχέση με μια τόσο εγωϊστική χώρα όπως η Βραζιλία.
Είχαμε αφήσει την τροπική ζώνη και αρχίσαμε να νιώθουμε πάλι τις εποχές. Η άνοιξη φέρνει μια σειρά κρύων μετώπων και συνεχή βροχή. Έτσι, τέσσερις μέρες μετά την άφιξή μας, άρχισε να ρίχνει «καρεκλοπόδαρα». Μαύρα, χαμηλά σύννεφα σκέπασαν την πόλη, εξαφανίζοντας τα βουνά και τα σημεία προσανατολισμού. Ο καιρός εμπόδισε κάθε περαιτέρω περιήγηση, καθηλώνοντάς μας στα καφενεία. Εκεί συναντήσαμε καλοδιάθετους καριόκας μ’ ένα ποτήρι μπίρα ή ρούμι στο χέρι. Οι μέρες περνούσαν, η ασταμάτητη βροχή μούλιαζε και μούχλιαζε τα πάντα, υπονομεύοντας τη διάθεσή μας. Έπειτα από δέκα μέρες όμως, όταν η νεροποντή έδειξε σημάδια αστάθειας, βιαστήκαμε να σαλπάρουμε προς τα νοτιοδυτικά, με προορισμό την Ίλια Γκράντε.
7/11: Ξημερώματα και λιακάδα μας βρίσκουν στην μπούκα του όρμου Σιτιοφόρτε. Το τοπίο μπορεί να χαρακτηριστεί παραδεισένιο. Καθαρά, σμαραγδένια νερά, κατάλευκη άμμος, κοκκοφοίνικες και τεράστιοι στρογγυλοί μεγάλιθοι στολίζουν τις παραλίες που κυκλώνονται από λόφους, βουνά κι ένα παραλήρημα πυκνής ζούγκλας, ενώ στον ήρεμο αέρα δεκάδες είδη πουλιών και αμέτρητες πολύχρωμες πεταλούδες συμπληρώνουν τη μαγεία. Ο κόλπος της Ίλια Γκράντε περιέχει πάνω από 500 νησιά και νησίδες. Οι εκατοντάδες όρμοι, όπου κάποτε οι πειρατές καραδοκούσαν τα γαλιόνια του χρυσού, σήμερα μας παρέχουν μια καταπληκτική εναλλαγή αγκυροβολίων για δεκαπέντε μέρες.
Κορύφωμα της επίσκεψής μας ήταν η μικρή αποικιακή πόλη του Παρατί. Από δω το 17ο αιώνα αναχωρούσαν οι νηοπομπές φορτωμένες με χρυσό. Η τελειότητα των σπιτιών και των εκκλησιών διαδήλωναν τον πλούτο των κατοίκων. Η γραφικότητα αυξάνεται με την πλημμυρίδα. Καθώς η παλίρροια γεμίζει τα πλακόστρωτα σοκάκια, η πόλη μεταμορφώνεται για λίγες ώρες σε μικρή Βενετία.
Επόμενος σταθμός μας το μεγάλο λιμάνι του Σάντος, όπου μας περίμενε ένας Έλληνας ραδιοερασιτέχνης, ο Στέλιος Χατζηδάκης. Προσφέρθηκε ευγενέστατα να μας φιλοξενήσει και να μας «βολτάρει» στην περιοχή. Δυστυχώς, πάλι οι καταρρακτώδεις βροχές μας χάλασαν τα σχέδια. Το κρατίδιο του Σάο Πάολο είναι το βιομηχανικό κέντρο της Νότιας Αμερικής, εδώ κατασκευάζονται τα πάντα, από αεροπλάνα και αυτοκίνητα έως πολύπλοκα χημικά. Αναμφισβήτητα, όπως μας είπε κάποιος, εάν το κρατίδιο «ξεφορτωνόταν» την υπόλοιπη Βραζιλία, θα γινόταν ένα από τα πλουσιότερα κράτη του κόσμου. Δείγμα του πλούτου ο πολυτελέστατος ναυτικός όμιλος που φιλοξένησε την «Καλλίπυγο» δωρεάν για δέκα μέρες, ανάμεσα σε μεγαθήρια θαλαμηγούς.
Το μόνο που μας ενδιέφερε πλέον να δούμε στη Βραζιλία ήταν οι μεγαλύτεροι καταρράκτες του κόσμου, το θεαματικό Ιγκουασού. Το πλησιέστερο λιμάνι για ν’ αφήσουμε την «Καλλίπυγο» βρισκόταν στην Παρανάγουα. Αντί όμως ν’ ακολουθήσουμε τη συντομότερη «ρότα» της ανοιχτής θάλασσας, διαλέξαμε να περάσουμε από ένα σύμπλεγμα μικρών φυσικών καναλιών στους πρόποδες των παράκτιων λόφων. Περάσαμε τρεις μέρες στα κανάλια και στις λιμνοθάλασσες, απολαμβάνοντας την άγρια φύση, την οργιώδη βλάστηση και τ’ αμέτρητα άγρια ζώα. Συναντήσαμε μέχρι τολμηρά δελφίνια, δελεασμένα από τα αμέτρητα ψάρια των θολών νερών. Μοναδικοί κάτοικοι της περιοχής Ινδιάνοι μιγάδες και - τα Σαββατοκύριακα - ερασιτέχνες ψαράδες από τις γύρω πόλεις, που έρχονται με ρηχές, ταχύπλοες βάρκες. Εκτός από τα σμήνη αλογόμυγων την ημέρα και νέφη σκνιπών τη νύχτα, δε συναντήσαμε ιδιαίτερες δυσκολίες. Έτσι, στις 6 Δεκεμβρίου, αγκυροβολήσαμε στο λιμάνι της Παρανάγουα, απ’ όπου γίνονται οι μεγαλύτερες εξαγωγές σόγιας στον κόσμο.
Αφού τακτοποιηθήκαμε με την τοπική γραφειοκρατία και σιγουρέψαμε τα ρεμέτζα της «Καλλίπυγου» στο ναυτικό όμιλο, αναχωρήσαμε με το νυχτερινό λεωφορείο για το Ιγκουασού, όπου φτάσαμε την επόμενη μέρα το πρωί, έχοντας διανύσει 900 χμ.
Στο σημείο συνάντησης των ποταμών Ιγκουασού και Παρανά βρίσκονται τα σύνορα Αργεντινής, Βραζιλίας και Παραγουάης. Χάρη στους καταρράκτες η περιοχή είναι άκρως τουριστική, με καζίνα και μαγαζιά αφορολόγητων ειδών. Εξαιτίας όμως των συνόρων με την Παραγουάη, λαθρεμπόριο και εγκληματικότητα οργιάζουν. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και το μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του κόσμου, πνεύμονας ενέργειας για τη βιομηχανική Νότια Βραζιλία. Η λίμνη που δημιούργησε το μεγαλειώδες αυτό φράγμα πλημμύρισε τους καταρράκτες του Παρανά, αφήνοντας την πρωτιά στους «μικρότερους» του Ιγκουασού. Σαν αντικρίσει κανείς τα νερά που πέφτουν κατακλυσμιαία, κατά μήκος 3 χμ., σηκώνοντας ένα νέφος καταχνιάς, το μόνο συναίσθημα που νιώθει είναι το δέος. Σαν αστραφτερά διαμάντια στην πολύτιμη κασετίνα τους, τα ορμητικά νερά περιβάλλονται από πυκνό τροπικό δάσος, στολισμένο με άγριες μπιγκόνιες και ορχιδέες, ενώ σμήνη παπαγάλων και μυριάδες πεταλούδες φτερουγίζουν στον υγρό αέρα. Έπειτα από δύο μέρες πεζοπορίας στα μονοπάτια της ζούγκλας, χαζεύοντας τη μεγαλοπρέπεια της φύσης, παίρνουμε πάλι το νυχτερινό λεωφορείο της επιστροφής στην Παρανάγουα, όπου μας περιμένουν η «Καλλίπυγος» και η ανυπόμονη γάτα μας.
13 Δεκεμβρίου: Με την άμπωτη σαλπάρουμε για τη Φλοριανόπολη, στη νήσο Σάντα Καταρίνα, ο τελευταίος μας σταθμός στη Βραζιλία. Φτάνουμε δέκα μέρες αργότερα, έχοντας σταβεντώσει στην Ουμπατούμπα και στο Πορτομπέλλο για ν’ αποφύγουμε τρία κρύα μέτωπα και τη συνοδεία τους, που την αποτελούσαν οι σφοδροί νοτιάδες.
Αρχές του 19ου αιώνα, Γερμανοί μετανάστες εγκαταστάθηκαν στα νότια κρατίδια της Βραζιλίας, μοιράστηκαν την εύφορη γη σε μικρά αγροκτήματα και την καλλιεργούσαν οικογενειακώς. Αυτή η αρχική ίση μοιρασιά του πλούτου, χωρίς μεγάλες κοινωνικές διαφορές, αποτέλεσε την οικονομική βάση για την ανάπτυξη και την άνθηση μικρών επιχειρήσεων και βιομηχανιών.
Καθώς το βραζιλιάνικο κράτος δεν ενδιαφερόταν για την παιδεία αυτών των απομονωμένων μικρών αγροτικών κοινοτήτων, οι μετανάστες οργάνωσαν γερμανικά σχολεία, κρατώντας γλώσσα και παραδόσεις έως τη δεκαετία του ’60. Οπότε φανταστείτε την έκπληξή μας όταν συναντήσαμε έναν ηλικιωμένο μαύρο που μιλούσε άπταιστα τη γλώσσα του Γκαίτε! Μεγάλη εντύπωση όμως μας προκάλεσε και η έλλειψη μεγάλων κοινωνικών διαφορών σ’ ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο. Εδώ δεν είδαμε ούτε μαχαλάδες, αλλά ούτε και Κροίσους.
Παραμονές Χριστουγέννων ψωνίζουμε τα γιορτινά στη Φλοριανόπολη και μεθορμίζουμε σε μια μικρή, αμμουδερή παραλία για να περάσουμε ευχάριστα και ήσυχα αυτές τις καλοκαιρινές - λόγω νοτίου ημισφαιρίου - μέρες.
Έχουμε πλέον καθημερινή επαφή μ’ ένα ραδιοερασιτεχνικό δίκτυο που μας αναλύει τις καιρικές συνθήκες, δίνοντάς μας μάλιστα αξιόπιστες προβλέψεις. Η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σάντα Καταρίνα και Ουρουγουάης είναι επικίνδυνα ρηχή, με δυνατά ρεύματα και δυστυχώς αλίμενη. Οπότε χρειαζόμαστε ένα τετραήμερο «παραθυράκι», ανάμεσα σε δύο κρύα μέτωπα, για να διανύσουμε τα 650 ν.μ. έως το Ρίο ντε Λα Πλάτα χωρίς ταλαιπωρίες. Προς το παρόν ο άνεμος φυσάει αντίθετος, κι εμείς κάνουμε υπομονή.
Από τη Βραζιλία έως το Ρίο ντε Λα Πλάτα.
25 Δεκεμβρίου 1992: Καλοκαίρι νοτίου ημισφαιρίου. Περνάμε ήσυχα Χριστούγεννα, αγκυροβολημένοι σταβέντο του νησιού Σάντα Καταρίνα. Περιμένουμε την επιστροφή των ούριων αληγών για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς τα νότια. Επόμενος σταθμός μας η Παλόμα ή η Πούντα ντελ Έστε, στο στόμιο των εκβολών του Ρίο ντε Λα Πλάτα. Εκτός από τους ευνοϊκούς βορειοανατολικούς αληγείς, οι άλλοι επικρατούντες άνεμοι είναι οι σφοδροί και απότομοι νοτιάδες «παμπέρο» και «σουντεστάδα», που προκαλούν δυνατά κι επικίνδυνα θαλάσσια ρεύματα. Υπομονή λοιπόν.
Χθες συναντήσαμε ένα γαλλικό ιστιοφόρο με ίδιο προορισμό, την Ουσουάγια, τη νοτιότερη πόλη του κόσμου, κοντά στο Ακρωτήριο Χορν. Κι αυτοί περιμένουν την αλλαγή του καιρού για να συνεχίσουν. Αποφασίζουμε από κοινού να ταξιδέψουμε παρέα έως την Ουρουγουάη.
28 Δεκεμβρίου: Κάναμε τα χαρτιά εξόδου από τη Βραζιλία και ξοδέψαμε τα τελευταία κρουζέιρος συμπληρώνοντας την τροφοδοσία για το πενθήμερο ταξίδι. Μεθορμίζουμε στο νότιο άκρο της Σάντα Καταρίνα, περιμένοντας το πρωί για να περάσουμε τα στενά της εξόδου προς το πέλαγος, σπαρμένα με ξέρες και δίχτυα ψαράδων.
29 Δεκεμβρίου: Σαλπάρουμε ξημερώματα. Καθαρός ουρανός και γρέγος 6 μποφόρ. Η «Καλλίπυγος» πετάει και κρατάει επαφή με το μεγαλύτερο «Μποέμ». Τη νύχτα ο καιρός φρεσκάρει κι άλλο. Πλέουμε ολοταχώς προς το Σταυρό του Νότου.
30 Δεκεμβρίου: Στίγμα 31°03'Ν., 50°06'Δ. Χάρη στο ευνοϊκό ρεύμα και στον ούριο άνεμο διανύσαμε 190 ν.μ. σε 24 ώρες! Παρ’ όλα αυτά, οι Γάλλοι μας ξέφυγαν λίγο και βρίσκονται πλέον 15 μίλια μπροστά. Καθώς ο αέρας κόβει, τους πλησιάζουμε αργά με το μπαλόνι. Πέρασμα κρύου μετώπου, ο άνεμος γύρισε Ν.Α. Ας ελπίσουμε ότι η «σουντεστάδα» θα είναι ήπια...
31/12: Στίγμα 30°59'Ν., 51°22'Δ. Η τελευταία μέρα του χρόνου μας «ζορίζει» κάπως. Όρτσα με γεμάτο εξάρι, βροχή και χοντρή θάλασσα. Πιάνουμε όμως ένα τονόπουλο στη συρτή, προκαλώντας μεγάλο ενδιαφέρον στη γάτα μας!
1/1/93: Στίγμα 34°32'Ν., 53°17'Δ. Χρόνια μας πολλά. Ο άνεμος σιγοντάρισε, έτσι υπολογίζουμε να φτάσουμε απόψε. Η θερμοκρασία του νερού έπεσε αισθητά. Πλησιάζουμε το κρύο ρεύμα των Φόκλαντ. Παρατηρούμε φώκιες στον αφρό κι ένα μεγάλο άλμπατρος. Μας τελείωσαν οι τροπικοί! Η Πρωτοχρονιά χαμογέλασε τ’ απόγευμα με λιακάδα και με την επιστροφή του γρέγου, ενώ πλησιάζουμε τις εκβολές του Ρίο ντε Λα Πλάτα.
Μεσάνυχτα αγκυροβολούμε στη «ράδα» της Πούντα ντελ Έστε με τις κατάλευκες αμμουδιές, κοσμικό θέρετρο της Ν. Αμερικής. Το λιμάνι είναι γεμάτο από μεγάλα αργεντίνικα κότερα. Το αγκυροβόλιο είναι τζάμπα, ενώ η θέση στη μαρίνα κοστίζει 50 δολάρια ημερησίως. Με άλλα λόγια, προτιμούμε τη ράδα! Μετά τις νύχτες παρέα με το γαλαξία και το φωσφορίζοντα αφρό των κυμάτων, μας τυφλώνουν τα λαμπερά φώτα της πόλης, τα εορταστικά βεγγαλικά και τα πολύχρωμα νέον των τεράστιων διαφημίσεων, ενώ από τους πελαγίσιους ήχους περάσαμε στην κακοφωνία των αυτοκινήτων και των κλάξον.
Διανύσαμε 550 ν.μ. σε 3 μέρες και 19 ώρες. Το μεγαλύτερο γαλλικό σκάφος βρίσκεται μόλις δύο ώρες μπροστά μας. Ήταν η γρηγορότερη περαντζάδα της «Καλλίπυγου». Αποφασίζουμε με τους Γάλλους να γιορτάσουμε παρέα - έστω και αργά - το νέο έτος. Με το βαρκάκι βγαίνουμε για πρατικάρισμα και ψώνια στη στεριά. Οι αντιθέσεις με τη Βραζιλία είναι οφθαλμοφανείς. Άτυπα και σε χρόνο μηδέν γίνεται η «είσοδος» στην Ουρουγουάη, ενώ στους δρόμους τα ωραία σπίτια και τα μαγαζιά φαίνονται απροστάτευτα χωρίς φύλακες και κιγκλιδώματα. Επιστροφή στα σκάφη και προετοιμασία του γιορταστικού δείπνου: φουά γκρα, ατομικά ρολά κρέατος με γέμιση μπέικον και ροκφόρ, πατάτες ογκρατέν, λαχανοσαλάτα με ανανά και καρύδια, επιδόρπιο κέικ σοκολάτα... Πίνουμε, φυσικά, ωραία αργεντίνικα άσπρα και κόκκινα κρασιά!
Αφού συνήλθαμε από το φαγοπότι, τις δύο επόμενες μέρες κάναμε βόλτες στο «Σαιν Τροπέ» του νότιου Ατλαντικού με «καβούρια στις τσέπες», γιατί οι τιμές ήταν τσουχτερές. Δίκαια φέρει η Ουρουγουάη το παρατσούκλι «Ελβετία της Νοτίου Αμερικής». Μικρό κράτος και μήλο της έριδος ανάμεσα στους γίγαντες Βραζιλία και Αργεντινή, επέζησε μόνο σαν διαχωριστικό σώμα. Χάρη στους ευκολοπρόσιτους, άριστους βοσκότοπους δημιούργησε μια ανθηρή οικονομία βασισμένη σε προϊόντα κτηνοτροφίας, εκμεταλλευόμενη τις ψηλές τιμές στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική σε εποχές πολέμων και κρίσεων. Παράλληλα, εδραιώθηκε μια μοναδική και αξιοζήλευτη κοινωνική πολιτική.
Τη δεκαετία του ’60, όταν άρχισαν να «στρώνουν» τα πράγματα στην Ευρώπη και να πέφτουν οι τιμές, όλη η περιοχή βρέθηκε μπροστά σε μια σοβαρότατη κρίση. Οι ουρουγουάνικες τράπεζες άνοιξαν διάπλατα τις φιλόξενες θυρίδες τους στα «φυγαδευμένα» κεφάλαια από Αργεντινή και Βραζιλία, κερδίζοντας μεν την ελβετική ονομασία, αλλά χωρίς θετικές επιπτώσεις για τους χιλιάδες άνεργους. Ακολούθησαν χρόνια χάους, με τους αριστερούς Τουπαμάρος και μια ακροδεξιά δικτατορία στο προσκήνιο. Η επιστροφή στη δημοκρατία και η οικονομική ανάκαμψη στη μεγάλη γειτονική Αργεντινή εξομάλυναν την κατάσταση, αναπτύσσοντας συγχρόνως ένα σημαντικό τομέα χάρη στα ζεστά, καθαρά νερά βόρεια των εκβολών του Ρίο ντε Λα Πλάτα, τις ωραίες αμμουδιές, την ασφάλεια, το αφορολόγητο και φυσικά το τραπεζικό απόρρητο! Σημειωτέον ότι η Ουρουγουάη βρίσκεται στην καρδιά του Μερκοσούρ, της οικονομικής κοινότητας της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Αργεντινή και τη Βραζιλία.
4 Ιανουαρίου: Ξημερώματα, αφήνουμε την Πούντα ντελ Έστε και με τη μηχανή βάζουμε πλώρη για την πρωτεύουσα Μοντεβιδέο.
Ο Ρίο ντε Λα Πλάτα, που σημαίνει ποτάμι ασημιού, κέρδισε την ονομασία αυτή το 16ο αιώνα. Τότε που οι Ισπανοί ήλπιζαν να φτάσουν έως τα πλούτη του Περού χάρη σ’ αυτό το ποτάμι. Μεγαλύτερο σε μέγεθος από το Σαρωνικό, αποτελεί τις εκβολές των τεράστιων Ρίο Παρανά και Ρίο Ουρουγουάη.
Καθώς προχωράμε η θάλασσα θολώνει σταδιακά, κι όταν το απόγευμα, με μπουκαδούρα και μπαλόνι, φτάνουμε στο λιμενίσκο Μπουσέο, το νερό έχει πάρει πλέον το καφετί χρώμα της λάσπης. Το βράδυ συναντάμε τον Ζαν, το Βέλγο ραδιοερασιτέχνη που τόσο μας βοήθησε με τις μετεωρολογικές του προβλέψεις και που προτίθεται να συνεχίσει να μας παρακολουθεί, μέσω των ερτζιανών, έως τη Γη του Πυρός.
Η επίσκεψή μας στο Μοντεβιδέο συνδυάζεται με μια γερή δόση από ντόπιες λιχουδιές. Η παλιά πόλη με τα πανέμορφα αλλά κακοσυντηρημένα κτίρια και τα αναρίθμητα μνημεία στους γκάουτσος, τους Νοτιοαμερικάνους καουμπόηδες, είναι τα εντυπωσιακότερα σημεία αυτής της πόλης, που προφανώς έχει δει καλύτερες εποχές.
Η εντύπωση της φθοράς του χρόνου επαυξάνεται με την παρουσία μεγάλου αριθμού παλαιών αυτοκινήτων. Αρχικά νομίσαμε ότι πρόκειται για κάποιο «ράλι αντίκα». Μετά όμως μάθαμε ότι τις περασμένες δεκαετίες απαγορεύονταν οι εισαγωγές αυτοκινήτων, δημιουργώντας έτσι αυτή τη μουσειακή συλλογή στην άσφαλτο!
Χαρακτηριστικό θέαμα αποτελεί επίσης η κατανάλωση του εθνικού ποτού, το λεγόμενο «μάτε»: πρόκειται για ένα είδος τσαγιού που πίνεται με μεταλλικό καλαμάκι. Σε κάθε γωνιά συναντούσαμε ντόπιους με το ποτήρι στο χέρι κι ένα θερμός παραμάσχαλα να γεύονται το πικρό αυτό ρόφημα.
Μάταια πήγαμε στο κεντρικό ταχυδρομείο για την αλληλογραφία μας, αφού εκεί μάθαμε ότι η διανομή μπορούσε να διαρκέσει μέχρι δύο μήνες! Επίσης, τα καινούρια πανιά που περιμέναμε από την Ελλάδα βρίσκονταν μπλοκαρισμένα στο αεροδρόμιο από απεργία των τελωνειακών... Τι αποτελεσματικό που μας φάνηκε το ελληνικό δημόσιο μπροστά σ’ αυτά τα χάλια!!! Σαλπάρουμε άπρακτοι στις 14 Ιανουαρίου για το Μπουένος Άϊρες, στα ανάντη των λασπόνερων του Ρίο ντε Λα Πλάτα. Ενδιάμεσος σταθμός η μικρή πόλη Κολόνια, απ' όπου βγήκαμε από την Ουρουγουάη. Οι μέρες αυτές ήταν πολύ ζεστές, το θερμόμετρο έφτανε τους 38°C και με την ποταμίσια υγρασία το κλίμα γινόταν πραγματικά αφόρητο. Σχεδόν κάθε απόγευμα έντονες καταιγίδες με βροντές, βροχή και αέρα σάρωναν τις εκβολές, δροσίζοντας κάπως την ατμόσφαιρα, αλλά δυσχεραίνοντας τη ναυσιπλοΐα στις ρηχοτοπιές. Μια θύελλα από την πάμπα - κρύο μέτωπο με νοτιάδες- γνωστή σαν «παμπέρο», μας καθήλωσε για τρεις μέρες στη γραφική Κολόνια ντελ Σακραμέντο. Με δύο άγκυρες γερά «καρφωμένες» στη λάσπη και όλο το μήκος της καδένας για ν’ αντισταθούν στην πίεση των 9 μποφόρ, ήμασταν ήσυχοι για να γευτούμε τη γοητεία των μικρών αποικιακών κτιρίων και τα σκιερά πλακόστρωτα σοκάκια. Το κέντρο του παλαιού χωριού είναι διατηρητέο και πολλά παραδοσιακά σπίτια έχουν αγοραστεί από Αργεντίνους του Μπουένος Άϊρες, που τα χρησιμοποιούν τα Σαββατοκύριακα.
Όταν ο καιρός ησύχασε, σαλπάραμε για την πρωτεύουσα της Αργεντινής, διανύοντας τα 30 μίλια σ’ ένα πρωινό. Ο ναυτικός όμιλος μας παραχώρησε δωρεάν ρεμέτζα για μία εβδομάδα και χάρη στη στρατηγική του τοποθεσία, κοντά στο κέντρο της πόλης, επωφεληθήκαμε από τη μοναδική ευκαιρία να ζήσουμε τη μεγαλούπολη των 14 εκατομμυρίων κατοίκων. Δυστυχώς λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο, καθώς ο Ιανουάριος είναι ο καλοκαιρινός μήνας διακοπών. Έτσι αντιμετωπίσαμε κλειστές πόρτες στα πιο πολλά μουσεία και σβηστά φώτα στο βασίλειο του ταγκό, τα περιβόητα νυχτερινά κέντρα. Σαν παρηγοριά, ντόπιοι φίλοι μας ξενάγησαν στις τεράστιες λεωφόρους, στα νεοκλασικά κτίρια και στις γραφικές παλιές συνοικίες των Ιταλών μεταναστών.
Ένα πρωί πήγαμε στη Χιλιανή Πρεσβεία όπου μας υπέδειξαν σε ποια υπηρεσία του Βαλπαραΐσο θα στείλουμε φαξ, ζητώντας την ειδική άδεια για πλεύσεις στους συνοριακούς διαύλους της Γης του Πυρός. Από την τοπική υδρογραφική υπηρεσία προμηθευτήκαμε σε καλές τιμές χάρτες, πίνακες παλιρροιών και αστρονομικές εφημερίδες του ’93. Εδώ μας επισκέφθηκε μια φίλη μας από την Ελλάδα. Μας έφερνε νέα από την Αθήνα, γράμματα και καινούριες σημαίες. Σκόπευε να μείνει μαζί μας έως το Μοντεβιδέο, πριν συνεχίσει το χερσαίο ταξίδι της. Έτσι της παραχωρήσαμε την πρυμναία κουκέτα και της δείξαμε τις διάφορες λειτουργίες του σκάφους. Ένα πρωί μας είπε ότι το νερό των ντεπόζιτων είχε παράξενη γεύση. Μετά τον έλεγχο ανακαλύψαμε ότι η φίλη μας χρησιμοποιούσε λάθος βρύση, πίνοντας από το ποτάμι αντί από τις δεξαμενές!
25 Ιανουαρίου: Η εβδομάδα χάριτος του ναυτικού ομίλου φτάνει στο τέλος της και ετοιμαζόμαστε για την αναχώρηση. Με τα νέα μας πανιά στο τελωνείο του Μοντεβιδέο για ακόμα δέκα μέρες, δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε για την επιστροφή στην Ουρουγουάη.
Έτσι αποφασίζουμε να εισχωρήσουμε στο εσωτερικό των εκβολών. Το Δέλτα του Ρίο Παρανά και το σύμπλεγμα των δεκάδων παραποτάμων σχηματίζουν ένα δαίδαλο φυσικών καναλιών και καταπράσινων νήσων. Σε τρεις μέρες διασχίσαμε το Δέλτα, πότε στα ταραγμένα «ρευματικά» νερά των κύριων καναλιών, πότε στις ήρεμες - σχεδόν βαλτώδεις - εκτάσεις ορισμένων παραποτάμων. Τα πλησιέστερα στο Μπουένος Άϊρες νησιά χρησιμοποιούνται κυρίως σαν τόποι διακοπών για τους πολυάσχολους της μεγαλούπολης. Τα υπόλοιπα καλλιεργούνται με κηπευτικά ή δέντρα για ξυλεία. Όλες οι συγκοινωνίες γίνονται με πλοιάρια και βάρκες. Πανέμορφες βερνικωμένες ξύλινες λάντζες εκτελούν δρομολόγια λεωφορείων στην περιοχή του Δέλτα, ενώ μαούνες-παντοπωλεία, πραγματικά πλωτά σούπερ μάρκετ, φορτωμένες ως το παραπέτο, εφοδιάζουν τους κατοίκους των νησιών με όλα τα είδη που χρειάζεται ένα νοικοκυριό. Υπάρχουν ακόμη και πλοιάρια τράπεζες ή ταχυδρομεία! Σε ορισμένες διακλαδώσεις συναντήσαμε σχολεία και βενζινάδικα. Κάθε απόγευμα διαλέγαμε κάποιο συμπαθητικό ποταμάκι για τη διανυκτέρευση, με μοναδική έγνοια μην μπλεχτούν στην αρματωσιά τα δέντρα της όχθης. Προς μεγάλη της χαρά, η γάτα μας ανακάλυψε ότι μπορούσε να μπαινοβγαίνει στη στεριά χρησιμοποιώντας τα κλαδιά. Μια μέρα όμως εμπιστεύθηκε κάποιο «ύπουλο» φύλλωμα, βρέθηκε στο νερό και αναγκάστηκε να επιστρέψει κολυμπώντας!
27 Ιανουαρίου: Ξημερώματα αφήνουμε έναν ήσυχο παραπόταμο για να βγούμε στα ταραγμένα νερά του Ρίο Ουρουγουάη. Ο δίαυλος έχει καλή σήμανση, διότι μεγάλα βαπόρια «ανεβαίνουν» στα ανάντη να φορτώσουν δημητριακά. Στην άλλη όχθη βρίσκεται ένας τουριστικός λιμενίσκος όπου κάνουμε την είσοδο στην Ουρουγουάη. Αφού τελειώσαμε με τις διατυπώσεις και ξανασαλπάραμε, συναντήσαμε καθ’ οδόν ένα μικρό αλλά βαθύ παραπόταμο, όπου προσορμίσαμε για τη νύχτα.
Το επόμενο πρωινό φτάνουμε στην Κολόνια. Η μετεωρολογική υπηρεσία μάς δίνει καλό καιρό για να διανύσουμε τα ενενήντα μίλια έως το Μοντεβιδέο. Έκανε κάποιο σφάλμα. Τρεις μόλις ώρες μετά την αναχώρησή μας συναντάμε έναν έντονο «παμπέρο» με 9 μποφόρ και πολλή βροχή. Αναγκαζόμαστε να σταβεντώσουμε πίσω από τον κυματοθραύστη μιας χαρτοβιομηχανίας. Η αφόρητη δυσοσμία και ο συνεχής θόρυβος των μηχανημάτων του εργοστασίου μας έδιωξαν μόλις έστρωσε ο καιρός, δυο μέρες αργότερα.
Το απόγευμα της 2 Φεβρουαρίου φουντάρουμε στον πλέον γνώριμο λιμενίσκο Μπουσέο του Μοντεβιδέο. Τις επόμενες μέρες προετοιμαζόμαστε για τη δύσκολη συνέχεια του ταξιδιού ως το Ακρωτήριο Χορν. Μπαρκάρουμε τα καινούρια πανιά και συμπληρώνουμε την τροφοδοσία. Μεσοκαλόκαιρο, τα κηπευτικά είναι πάμφθηνα και φτιάχνουμε κονσέρβες λαχανικών και κρεάτων, γμίζοντας καμιά δεκαριά «γυαλιά». Οι Γάλλοι φίλοι μας του ιστιοφόρου «Μποέμ» επέστρεψαν από το Μπουένος Άϊρες και όλοι ετοιμαζόμαστε πυρετωδώς. Τα εμβόλια της γάτας, τα καύσιμα για τη μηχανή και τη σόμπα είναι οι τελευταίες δουλειές που απομένουν, όταν απροσδόκητα αρχίζει να χαλάει ο καιρός.
Φυσάει φρέσκος σορόκος, αλλά κάποιες έντονες ριπές μας προειδοποιούν να διπλασιάσουμε τους κάβους στα ρεμέτζα. Καθώς ο αέρας δυναμώνει και τα κύματα αρχίζουν να «καβαλούν» τους μόλους, βουτάω στο νερό και περνάω μια αλυσίδα στο χαλκά του ρεμέτζου.
Αυτή η πρόνοια μας έσωσε. Στη συνέχεια η σοροκάδα εξελίχθηκε σε λαίλαπα, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και ανθρώπινα θύματα σε όλη την περιοχή του Ρίο ντε Λα Πλάτα. Μπροστά στη «σουντεστάδα του αιώνα» δεν ήμασταν τίποτα, αλλά όταν ηρέμησε ο καιρός, συνήλθαμε, τελειώσαμε τις προετοιμασίες και με σφιγμένη την καρδιά σαλπάραμε για το νότο.
Στο επόμενο : Στη Γη του Πυρός και το Ακρωτήριο Χορν : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1372-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-apo-to-montevideo-os-ti-gi-tou-pyros