Κείμενο - φωτογραφίες - βίντεο : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Μουσική : Γιώργος Ρήγος.
Η επιλογή μας να επισκεπτόμαστε τα νησιά του Αιγαίου τις εποχές που οι τουρίστες έχουν επιστρέψει στη βάση τους έχει πλέον παγιωθεί τα τελευταία χρόνια. Και αυτό για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον γιατί δεν έχουμε πια φουσκωτό σκάφος, ώστε να επιλέγουμε τους ζεστούς μήνες για τα ταξίδια μας, και δεύτερον γιατί δεν θέλουμε να επιβαρύνουμε τις ναυτιλιακές εταιρείες που διαφημίζονται στα διαδικτυακά περιοδικά "Rib and Sea" και "Camper Life" ζητώντας τα δωρεάν εισιτήρια που μας παραχωρούν σε εποχές που η ζήτηση είναι στα ύψη και τα πλοία γεμάτα.
Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι μας "πάνε" τα εκτός τουριστικής περιόδου ταξίδια στα νησιά, αφού όλα είναι πιο εύκολα για μας και το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο που χρησιμοποιούμε. Άδειοι δρόμοι, ελεύθεροι χώροι στάθμευσης και, επιπλέον, ασυνήθιστες εικόνες που απαθανατίζει η βιντεοκάμερα και η φωτογραφική μηχανή, χωρίς λουόμενους στις παραλίες, χωρίς ξαπλώστρες και ομπρέλλες, με το ντόπιο στοιχείο να είναι πιο εύκολα προσβάσιμο αφού είναι απελευθερωμένο από το άγχος και την φούρια του καλοκαιριού.
Δώδεκα ώρες διαρκεί το ταξίδι από τον Πειραιά μέχρι το λιμάνι της Μυτιλήνης. Κι' αυτό γιατί οι στροφές στις μηχανές των γρήγορων πλοίων της "Blue Star Ferries" έχουν μειωθεί, προκειμένου να εξοικονομηθεί λίγος μαύρος χρυσός που θα βοηθήσει το ταμείο της εταιρείας με δεδομένο ότι οι μετακινήσεις επιβατών και αυτοκινήτων έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια δραματικά, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης. Όταν έκανα την κράτηση των εισιτηρίων και ρώτησα ποιο θα ήταν το κόστος τους, εάν τα πλήρωνα, πήρα την απάντηση ότι αυτό πλησίαζε τα 870 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ταξιδίου της επιστροφής. Στην τιμή αυτή περιλαμβάνονται δίκλινη εξωτερική καμπίνα και camper μήκους 7 μέτρων με ενδιάμεσο σταθμό τη Χίο στο ταξίδι της επιστροφής.
Οκτώ το πρωί ξεμπαρκάραμε απ' το πλοίο και κάναμε μια σύντομη στάση κάτω απ' το άγαλμα της Ελευθερίας για να πάρουμε πρωϊνό και να βγάλουμε το πλάνο της περιπλάνησής μας ξεψαχνίζοντας τους χάρτες του μεγάλου νησιού. Είχαμε έξι μέρες στη διάθεσή μας και μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα έπρεπε να δούμε και να καταγράψουμε όσο πιο πολλά από τα αξιοθέατα της Λέσβου ήταν δυνατό να καταγραφούν. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από το νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού ακολουθώντας τον δρόμο προς τον κόλπο του Γέρα και την δυτική πλευρά, που κτυπήθηκε σοβαρά από έντονη ηφαιστειογενή δραστηριότητα πριν από 20 περίπου εκατομμύρια χρόνια. Στο βίντεο πάντως, για τεχνικούς λόγους, δεν αποτυπώθηκε η περιπλάνησή μας μ' αυτή τη σειρά. Ελπίζω να μην σας ενοχλεί!
Όπως έχω ξαναγράψει, δεν υπάρχει νησί του Αιγαίου που να μην έχει τη δική του ξεχωριστή ομορφιά και τις δικές του ιδιαιτερότητες. Η Λέσβος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Φιλόξενη για τον επισκέπτη, καταπράσινη στα σημεία που δεν κτυπήθηκε από την ηφαιστειακή δραστηριότητα, με άπειρα σημεία ελεύθερης κατασκήνωσης για τους κατόχους αυτοκινούμενων τροχόσπιτων, πολλά τρεχούμενα νερά, νόστιμους μεζέδες και πρωτοπορία στην απόσταξη υπέροχου ούζου, την παραγωγή εξαιρετικού ελαιόλαδου, την κονσερβοποίηση σαρδέλλας, σκουμπριού και τονολακέρδας, αλλά και την κατασκευή περίτεχνων κεραμικών αγγείων.
Η Λέσβος, παρά το μέγεθός της, δεν φημίζεται για τις πολλές αμμουδερές παραλίες της, μολονότι τις αμμουδερές παραλίες με την ποιότητα και το μήκος των Βατερών, του Αγίου Ισιδώρου και της Ερεσσού, επί παραδείγματι, δύσκολα μπορεί κανείς να συναντήσει σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Φεύγοντας από τη Μυτιλήνη, με κατεύθυνση το νοτιοδυτικό τμήμα της Λέσβου, κάναμε μια πρώτη στάση στη βρύση των κυνηγών, λίγο πριν την παραλία της Χαραμίδας, για να φουλάρουμε το εφεδρικό δοχείο νερού. Λίγο πιο κάτω σταματήσαμε στην όμορφη πινακίδα που παρέπεμπε στο γραφικό ξωκκλήσι του Αγίου Ερμογένη, πάνω στη θάλασσα, στο νοτιοανατολικό άκρο της Λέσβου, στην είσοδο σχεδόν του κόλπου του Γέρα. Βάλαμε στα υπ' όψιν, σαν ιδανικό σημείο στάθμευσης και διανυκτέρευσης, το αδιέξοδο του δρόμου λίγο μετα το ξωκκλήσι, με ιδανική θέα στη θάλασσα, και τον Άγιο Ερμογένη κάτω από την σκιά των πεύκων. Κατά πόσο βεβαίως θα υπάρχει ελεύθερος χώρος εδώ το καλοκαίρι, αυτό μένει να διερευνηθεί. Αυτό που σας είπα στην αρχή δηλαδή. Επισκεπτόμενοι τα νησιά εκτός τουριστικής περιόδου, "στερείστε" μεν επιλογών που έχουν να κάνουν με ομπρέλλες, ξαπλώστρες, καταστήματα, εστιατόρια και μπαράκια, απολαμβάνετε όμως την ηρεμία του τοπίου και την χωρίς προβλήματα ελεύθερη εγκατάσταση του τετράτροχου σπιτιού σας σε όποιο "οικόπεδο" εσείς επιλέξετε!
Καθώς εντοπίσαμε στον χάρτη, αλλά και στον δρόμο μας, πληθώρα θερμών ιαματικών πηγών, σκεφτήκαμε πως θα ήταν καλή ιδέα να χαρίσουμε στην καθυστερημένη "εφηβεία" μας τη χαρά ενός ιαματικού λουτρού. Το αφήσαμε όμως για αργότερα, καθώς έπρεπε να επιλέξουμε εκείνο που θα διέθετε μπανιέρα για δύο ώστε να μπορέσουμε να απολαύσουμε το λουτρό μόνοι μας, αφού δεν είχαμε σκεφτεί να βάλουμε στις αποσκευές μας μαγιώ! Βρήκαμε τελικώς το κατάλληλο για μας στον Πολιχνίτο και το απολαύσαμε, σε μπανιέρα των δύο, με θερμοκρασία νερού γύρω στους 40 βαθμούς. Μια "πολυτέλεια" με κόστος ένδεκα ευρώ που μπορούμε ακόμη (ευτυχώς, αλλά μέχρι πότε, δεν ξέρω) να απολαμβάνουμε.
Σταματήσαμε για λίγο στη Σκάλα Λουτρών, όπου υπάρχει μουσείο ιστορικής μνήμης με εκθέματα από τον ξεριζωμό του 1922, και στο Πέραμα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, στο στενότερο άνοιγμα του κόλπου του Γέρα, με Λιμενικό Σταθμό, αλιευτικό καταφύγιο, ράμπα καθέλκυσης σκαφών, δημοτικό πάρκινγκ και πρατήριο καυσίμων. Λίγο μετά την παραλία του Αγ. Ισιδώρου, που εκείνη την ημέρα γνώριζε τον θυμό της όστριας, περάσαμε έξω από το αποστακτήριο των Βαρβαγιάννηδων. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να πάρω μια συνέντευξη από τον Στάθη Βαρβαγιάννη που δημοσιεύτηκε εδώ : http://www.ribandsea.com/main/index.php/face/1673-stathis-varvagiannis-5i-genia-stin-apostaksi-tou-omonymou-ellinikoy-oyzou
Το Πλωμάρι δεν στάθηκε ικανό να μας κρατήσει το βράδυ. Κωμόπολη με την δική της σίγουρα αρχιτεκτονική, το δικό της χρώμα, την δική της ιστορία, που δεν διέθετε όμως εκείνη την ημέρα το κατάλληλο σημείο για ασφαλές παρκάρισμα του αυτοκινούμενου, καθώς η θάλασσα, υπακούοντας στις προσταγές μιας οργισμένης όστριας, έστελνε τα υγρά φιλιά της μέχρι τα σπίτια της προκυμαίας και τα παράθυρα του Hymer! Η αναζήτηση καλύτερης θέσης στα ενδότερα ήταν εντελώς αδύνατη για το επτάμετρο και πανύψηλο "σπιτάκι με τις ρόδες", καθώς στα σοκάκια του Πλωμαρίου μόλις και μετά βίας χωρούσαν φυσιολογικού μεγέθους αυτοκίνητα. Έτσι, αφού γευματίσαμε στο αυτοκινούμενο, χαζεύοντας απ' το παράθυρο τη μαινόμενη όστρια και το αφρισμένο πέλαγος, αποφασίσαμε να περιπλανηθούμε για λίγο στα δρομάκια του οικισμού και να κατευθυνθούμε προς την Αγιάσο σε αναζήτηση ασφαλέστερου ύπνου.
Η Αγιάσος ήταν η ευχάριστη έκπληξη του ταξιδιού μας. Πραγματικό ορεινό στολίδι, με παλιά αρχοντόσπιτα, λουλουδιασμένες βεράντες, παραδοσιακά καφενεία, δάσος με καστανιές και καρυδιές, φιλόξενους κατοίκους. Φθάνοντας σούρουπο στο χωριό και διαπιστώνοντας ότι το "θηρίο" δεν χωρούσε στα δρομάκια που ανηφόριζαν προς την κεντρική πλατεία, επιστρέψαμε με δυσκολία στο δημοτικό πάρκινγκ που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Ο αέρας λυσσομανούσε, μαζί και η βροχή που άρχισε πια να δείχνει άγριες διαθέσεις. Μιας και δεν υπήρχε λοιπόν διάθεση για βόλτες κάτω από μια ομπρέλλα που κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να σπάσει απ' τον αέρα, μείναμε στο αυτοκινούμενο εξαντλώντας τις γνώσεις μας στο τάβλι. Και κλάμα η καπετάνισσα...
Όλο το βράδυ δεχόμασταν το ανηλεές σφυροκόπημα της βροχής και του αέρα, με τις ριπές να "χαϊδεύουν" το αλουμίνιο της οροφής και να μας νανουρίζει. Η χαρά της καπετάνισσας. Όταν ξημέρωσε, τα έντονα καιρικά φαινόμενα είχαν κάπως ξεθυμάνει. Πόση ζημιά είχαν προκαλέσει το διαπιστώσαμε λίγο αργότερα όταν είδαμε τους εναερίτες της ΔΕΗ να προσπαθούν να απομακρύνουν το τεράστιο κλαδί ενός πλάτανου που είχε πέσει απ' τον αέρα επάνω στα καλώδια και είχε αφήσει το χωριό χωρίς ρεύμα!
Στο γραφικό καφενεδάκι-εστιατόριο, όπου ξαποστάσαμε για λίγο, όλα έρχονταν, θαρρείς, από άλλη εποχή. Σωστό λαογραφικό μουσείο το εσωτερικό του καφενέ, με ταμπέλες γεμάτες από αποφθέγματα στη ντοπιολαλιά της Αγιάσου και τον καφέ να σερβίρεται στο ένα ευρώ με την απόδειξη κολλημένη στο ποτήρι με το νερό. "Η πινακίδα γράφει ότι σερβίρεται πατσάς. Αν είναι καλός, σέρβιρέ μου έναν", είπα στον ιδιοκτήτη. "Θα φας και θα μου πεις", απάντησε εκείνος και έφυγε προς την κουζίνα. Σε λίγα λεπτά το αχνιστό πιάτο ήταν μπροστά μου, μαζί με σκορδόξυδο, πιπέρι και δύο φέτες ψωμί. Νόμιζα, μέχρι τότε, πως ο πατσάς του Αντώνη στα Ταμπούρια ήταν ο καλύτερος. Κι' εκείνος όμως που έφαγα στην Αγιάσο δεν πήγαινε πίσω!
Μιλήσαμε για λίγο με έναν ηλικιωμένο φωτογράφο της περιοχής, ο οποίος επέμενε να μας δείξει δύο άλμπουμ με παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες της παλιάς Αθήνας και τροφαντών γυμνών μοντέλλων των αρχών του περασμένου αιώνα! Έβγαλα αυθόρμητα την κάμερα. "Μην τις φωτογραφίσεις", ακούστηκε σαν διαταγή η φωνή του. Προφανώς τα πνευματικά δικαιώματα τον ενδιαφέρουν, σκέφτηκα, και λιγότερο η τιμή των κοριτσιών που, αν δεν έχουν ήδη πεθάνει από βαθειά γεράματα, σίγουρα θα διανύουν την ένατη δεκαετία της ζωής τους...
Περπατήσαμε στις επάνω γειτονιές του χωριού, έχοντας σε επιφυλακή το αλεξιβρόχιο (πρέπει κάποτε να θυμηθούμε τις ελληνικές λέξεις, αν και η ομπρέλλα έχει ελληνικές ρίζες, από την αρχαία ελληνική λέξη όμβρος) καθώς ο ουρανός είχε και πάλι βαρύνει απειλητικά. Η θέα του οικισμού από κει ήταν πέρα και πάνω από κάθε περιγραφή. Η συνέχεια μας βρήκε να περπατάμε στο δάσος με τις καρυδιές και τις καστανιές και να μαζεύουμε τους πεσμένους καρπούς των δένδρων. Μικρά τα κάστανα αλλά, παραδόξως, πολύ γλυκά και ευκολοκαθάριστα! "Μήπως δεν αξίζει να κάνουμε τόσες επικύψεις ρε γυναίκα"; είπα στην καπετάνισσα. "Λιγότερο από δύο ευρώ τα πουλάνε τα κάστανα στα μαγαζιά του χωριού". "Έχει άλλη γλύκα το κάστανο που μαζεύεις μόνος σου", απάντησε εκείνη, κι' εγώ κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου...
Ο ποδαρόδρομος στη Σκάλα Πολιχνίτου λίγο έλειψε να μου στοιχίσει πλήρη αντικατάσταση βρεγμένων ρούχων και... εσωρούχων και μια χαλασμένη κάμερα, καθώς η βροχή άρχισε να πέφτει και πάλι με το τσουβάλι. Κάθε εποχή έχει τις ομορφιές της, σκέφτηκα, αλλά η βροχή καλύτερα να έλειπε αυτή τη στιγμή. Αναλογιζόμουν επίσης τα τραγικά, από πλευράς φωτισμού, πλάνα που τραβούσα, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Ήταν τέλη Οκτωβρίου. Αν δεν βρέξει τέλη Οκτωβρίου, πότε θα βρέξει; Ας τα δουν οι αναγνώστες μου, σκέφτηκα, και ας συγχωρήσουν ό,τι μπορεί να συγχωρηθεί.
Τα Βατερά διαθέτουν σίγουρα τη μεγαλύτερη σε μήκος και καλύτερη παραλία της Λέσβου. Δεν μπορέσαμε βεβαίως να το διαπιστώσουμε καθώς ο αέρας και το κύμα την είχαν κάνει σωστή κόλαση! Χωρίς αμφιβολία τόσο αντιτουριστικά πλάνα για τη Λέσβο δεν θα έχουν ξαναβγεί στο διαδίκτυο, σκέφτηκα. Από την άλλη, χωρίς να θέλω να ευλογήσω τα λευκά γένεια μου, μου άρεσαν τα πλάνα όταν τα μοντάριζα! Τα πανέμορφα νησιά του Αιγαίου τραβηγμένα από μια διαφορετική οπτική γωνία που δεν μπορεί κανείς να την δει αν δεν τα επισκεφτεί τον χειμώνα.
Μπήκαμε στον μεγάλο φυσικό κόλπο της Καλλονής από ανατολικά, αργά το απόγευμα της πρώτης εκείνης ημέρας που ήταν μεγάλη σε εμπειρίες και... χιλιόμετρα. Επιλέξαμε στην τύχη την ήσυχη και απάνεμη παραλία της Αχλαδερής. Αργότερα μάθαμε ότι σε μικρή απόσταση βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Πύρρας τα οποία, ωστόσο, ούτε ευδιάκριτα είναι, αν δεν στα υποδείξει κανείς, ούτε επισκέψιμα. Η νύχτα εκείνη πάντως ήταν πολύ ήσυχη. Σε σημείο που δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθώς και ο παραμικρός ήχος, σε συνδυασμό με το ερημικό και σκοτεινό τοπίο, αποκτούσε τεράστιες διαστάσεις στ' αυτιά μου.
Το επόμενο πρωί ζήσαμε μια τραυματική εμπειρία επισκεπτόμενοι τον αρχαιολογικό χώρο των Μέσων, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τις Αλυκές και τη Σκάλα της Καλλονής. Το έχουν φαίνεται αυτό ο αρχαιολογικοί χώροι. Κατ' αρχάς δυσκολευτήκαμε να εντοπίσουμε το σημείο όπου έπρεπε να παρακάμψουμε, καθώς η σήμανση, όπως είθισται στην Ελλάδα, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Μια μικρή πινακίδα μόνο, ακριβώς επάνω στη διασταύρωση, κι' από κεί ένα στενό χωμάτινο δρομάκι μέχρι την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου.
Αντίθετα με την μέχρι εκείνη τη στιγμή εικόνα της σήμανσης και του δρόμου, ο αρχαιολογικός χώρος των Μέσων είναι εξαιρετικά διευθετημένος και αξιοποιημένος. Στην εικόνα του τρίποδου και της βιντεοκάμερας οι δύο φύλακες "στράβωσαν" και με ευγένεια μου είπαν ότι η βιντεοσκόπηση απαγορεύεται, μου υπέδειξαν δε να επικοινωνήσω με την προϊσταμένη τους Αρχή ώστε να μου χορηγηθεί η απαραίτητη άδεια.
Μίλησα πράγματι στο τηλέφωνο με κάποια κυρία η οποία μου είπε ότι θα πρέπει να υποβάλλω σχετικό αίτημα στην Υπηρεσία το οποίο θα εξεταστεί και εν καιρώ θα μου δοθεί η άδεια, αφού βεβαίως πρώτα καταβληθεί ένα χρηματικό ποσό υπέρ... μη με ρωτήσετε υπέρ ποίου, γιατί δεν θυμάμαι. Τόσο καλά.
Εξοργίστηκα. Θα έπρεπε δηλαδή να παρατείνω την παραμονή μου στο νησί μέχρις ότου οι αρμόδιοι ευαρεστηθούν και μου χορηγήσουν την άδεια να τραβήξω μερικά πλάνα του αρχαιολογικού χώρου! "Κι' αν κάποιος τουρίστας κρατάει μια μικρή βιντεοκάμερα, όπως η δική μου, πώς θα ελέγξετε τι κάνει;", ρώτησα τους φύλακες. "Επιτρέπεται δηλαδή η λήψη εικόνων με κινητά τηλέφωνα και φτηνές βιντεοκάμερες και απαγορεύεται η λήψη εικόνων από έναν δημοσιογράφο ο οποίος, αν μη τι άλλο, θα προβάλλει αξιοπρεπώς τον όμορφο αυτό αρχαιολογικό χώρο;".
Οι φύλακες με κοιτούσαν αμήχανα, σαν να μην ήξεραν τι να πουν. Άφησα λοιπόν στο camper το τρίποδο και έκανα βόλτα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο κρατώντας την κάμερα στα χέρια. Δεν αισθάνθηκα ότι έκανα κάτι παράνομο. Έκανα ό,τι θα έκανε κάθε ευρωπαίος τουρίστας, με την διαφορά ότι εγώ - είναι βέβαιο - θα το έκανα πολύ καλύτερα. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι θα έπρεπε η Ζ' Αρχαιολογική Περιφέρεια Μυτιλήνης, την οποία πιστεύω ότι εκπροσωπεί η κυρία με την οποία μίλησα στο τηλέφωνο, αντί να θέτει εμπόδια στην προβολή του υπέροχου κατά τα άλλα αρχαιολογικού χώρου των Μέσων, να φροντίσει να στείλει ένα ξεναγό, να στρώσει με άσφαλτο το μικρό τμήμα του επαρχιακού δρόμου, που χωρίζει τον αρχαιολογικό χώρο από την κεντρική οδική αρτηρία και να τοποθετήσει μια αξιοπρεπή πινακίδα. Αν θέλει δηλαδή το Υπουργείο Πολιτισμού να προβάλει πραγματικά την αρχαία μας κληρονομιά και να δικαιολογήσει τον αποχρώντα λόγο ύπαρξής του. Στο κάτω κάτω και η υπερβολή έχει τα όριά της! Δεν μπορείς να αφήνεις εκτεθιμένη την αρχαία μας κληρονομιά στο έλεος αρχαιοκαπήλων και από την άλλη να είσαι βασιλικότερος του βασιλέως επειδή κάποιος θέλει να φωτογραφήσει τους προστατευμένους αρχαιολογικούς χώρους!
Κατά τα άλλα, αξίζει να αναφερθεί ότι οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στο ιερό του Μέσσου στη Λέσβο, που έγιναν το 1885-1886 από τον Γερμανό αρχαιολόγο R. Koldewey, έφεραν στο φως μεγάλο μέρο του ιωνικού, ψευδοδίπτερου ναού του 4ου π.Χ. αιώνα. Με την πάροδο του χρόνου όμως, ο ναός καλύφτηκε από τις προσχώσεις του χειμάρρου Καλάμι και από τα υδροχαρή φυτά. Ογδόντα δύο χρόνια μετά την πρώτη έρευνα, έγινε η ολοκληρωτική αποκάλυψη του ναού από την Ζ' Αρχαιολογική Περιφέρεια Μυτιλήνης. Για την προστασία του ιερού κηρύσσεται η περιοχή ως Αρχαιολογικός Χώρος το 1962 και οριοθετείται το 1991. Εξ αιτίας της μεγάλης σπουδαιότητας του ιερού για την Λέσβο και τον ελλαδικό χώρο, καθορίζεται ο ευρύτερος χώρος ως αδόμητη ζώνη απόλυτης προστασίας το 1994.
Αυτό που θα ήθελα τέλος να επισημάνω είναι ότι ούτε αυτόν τον αρχαιολογικό χώρο σεβάστηκε το Ελληνορθόδοξο ιερατείο. Επάνω ακριβώς στα ερείπια του αρχαίου ιερού έκτισε τον μεταβυζαντινό ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ που μοιάζει, κυριολεκτικώς, σαν τη μύγα μεσ' το γάλα. Αυτή την επιμονή του ιερατείου να "πατάει" και να καταστρέφει τα απομεινάρια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σε μένα τουλάχιστον, είναι ανεξήγητη, σχεδόν αδιανόητη...
Προτού καταλήξουμε στη Σκάλα της Καλλονής αποφασίσαμε να πεταχτούμε μέχρι τη γέφυρα της Κρεμαστής που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από το χωριό της Αγίας Παρασκευής. Αν ήξερα τη δυσκολία του στενού δρόμου που διασχίζει το χωριό, θα κατέβαζα σίγουρα από τη σχάρα το παπί. Δεν το έκανα όμως και μέχρι να πάμε ως το γεφύρι και να επιστρέψουμε, η προσοχή μου ήταν στο ζενίθ στην προσπάθειά μου να αποφύγω τις στενές επαφές των δένδρων με τα πλευρά και τα παράθυρα του αυτοκινούμενου.
Η προσπάθεια πάντως άξιζε τον κόπο. Ακέραιο σώζεται σήμερα το τοξωτό μεσαιωνικό «Γεφύρι της Κρεμαστής», που "κρέμεται" πάνω από τον ορμητικό ποταμό Τσικνιά. Χτίσθηκε από τους Γατελούζους κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στη Λέσβο (1355-1462) για στρατιωτικούς λόγους (οδική σύνδεση με το κάστρο της Μήθυμνας και τροφοδότηση βίγλας στο Λεπέτυμνο) και για εμπορικές ανάγκες. Για την κατασκευή του θρυλείται ιστορία παρόμοια με του γεφυριού της Άρτας (εντοιχισμός της γυναίκας του πρωτομάστορα).
Η σύντομη παραμονή μας στη Σκάλα της Καλλονής επιφύλαξε την συνάντησή μου με τον Γενικό Γραμματέα του Συλλόγου των επαγγελματιών αλιέων παράκτιας αλιείας Λέσβου, τον Πέτρο Παπάζογλου, ο οποίος, σε μια απίστευτη συζήτηση εφ' όλης της ύλης, μου μίλησε για τον Αριστοτέλη, για το αλλοιθώρισμα αρμοδίων και μη, για τις μίζες και τις προτιμήσεις των ημετέρων, τα μύδια, τα χτένια, το αλάτι της Αλυκής, τον τρόπο με τον οποίο ψαρεύουν και παστώνουν τις σαρδέλλες, τη Μέρκελ και τα τερτίπια των υπουργών που περνούν από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Δείτε εδώ, αν δεν την έχετε ήδη δει, την συζήτηση που είχα μαζί του : http://www.ribandsea.com/main/index.php/face/1675-o-petros-papazoglou-perigrafei-ton-thavmasto-kosmo-tou-kolpou-tis-kallonis
Αυτό που έμεινε τελικώς ήταν η ανεκπλήρωτη επιθυμία μου να τραβήξω πλάνα με το ψάρεμα της σαρδέλλας και το πάστωμά της, αφού η αλιευτική περίοδος για το ψάρεμα αυτού του πολύτιμου θησαυρού του κόλπου της Καλλονής είχε τελειώσει μερικές ημέρες νωρίτερα! Έμεινε έτσι η υπόσχεση ότι τον Ιούλιο του 2015 θα επανέλθω στη Σκάλα της Καλλονής προκειμένου να εκπληρωθούν τα ανεκπλήρωτα...
Το δεύτερο απόγευμα καταλήξαμε να περπατάμε κατά μήκος της μεγάλης παραλία στη Σκάλα της Ερεσσού, με την καπετάνισσα να κρατάει το αλεξιβρόχιο (κοίτα που μου αρέσει αυτή η λέξη!) πάνω από τα κεφάλια μας και την κάμερα. Έβρεχε βλέπεις πάλι! Έξι μέρες μείναμε στη Λέσβο και μόνο την τελευταία, που φύγαμε για τη Χίο, έκλεισαν οι κρουνοί του ουρανού!
Το ίδιο βράδυ καταλήξαμε στο Σίγρι με βροχή, αφού πρώτα περάσαμε από τις Αλυκές και τον υδροβιότοπο του κόλπου της Καλλονής, με τις καστανόχηνες, τις αβοκέτες, τα κρασοπούλια, τις φαλαρίδες, τους μαυροπελαργούς, τους θαλασσοκόρακες, τους λευκοτσικνιάδες, τους σταχτοτσικνιάδες, τους κύκνους και τα υπέροχα ροζ φλαμίγκο. Το άλλο πρωί ο ήλιος έπαιξε για λίγο κρυφτό με τα σύννεφα, δίνοντάς μας την ευκαιρία να περπατήσουμε μέχρι το κάστρο του Σιγρίου και να μαζέψουμε σαλιγκάρια! Η πρόσβαση στο κάστρο, από την κύρια πύλη, ήταν απαγορευμένη, λόγω προβλημάτων στατικής επάρκειας των τειχών, όπως ανέφερε η σχετική πινακίδα. Ας είναι καλά μια "κερκόπορτα" όμως, που με βοήθησε να τρυπώσω μέσα στο κάστρο από την πλευρά της θάλασσας...
Φουλάραμε τη δεξαμενή του αυτοκινούμενου από μια βρύση που εντοπίσαμε στο ντόκο του αλιευτικού καταφυγίου για τους ψαράδες, τράβηξα μερικά όμορφα πλάνα του οικισμού, της παραλίας και του κάστρου από τα γύρω υψώματα και τραβήξαμε για το απολιθωμένο δάσος. Περνώντας μπροστά από το μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Απολιθωμένου Δάσους είπα να μπω και να καταγράψω τα εκθέματα. Αμ δε! Απαγορεύεται, μου είπε ο φύλακας! Γνωστό το έργο. Περιορίστηκα λοιπόν σε μια πρόχειρη βιντεοσκόπηση των εκθεμάτων του εξωτερικού χώρου. Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι το μουσείο είναι εξαιρετικό και αξίζει να το επισκευτεί κανείς αν κάποια στιγμή βρεθεί στο Σίγρι.
Στον φυσικό χώρο του απολιθωμένου δάσους, όπου βρεθήκαμε λίγη ώρα αργότερα, έβγαλα το άχτι μου! Ευχαριστήθηκα να τραβάω πλάνα! Μου έκανε πάντως εντύπωση το γεγονός ότι ο χώρος αυτός δεν είχε καμμία σχέση με τον χώρο που ήξερα πριν από 20 περίπου χρόνια, όταν τον επισκέφτηκα για τελευταία φορά. Σήμερα είναι πλέον περιφραγμένος, ενώ ο αριθμός των εκθεμάτων έχει πολλαπλασιαστεί εξ αιτίας των ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια και έφεραν στην επιφάνεια πολλούς κορμούς απολιθωμένων δένδρων οι οποίοι "μουμιοποιήθηκαν", κατά κάποιο τρόπο, όταν η δυτική πλευρά της Λέσβου κάηκε από έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα 20 περίπου εκατομμύρια χρόνια πριν.
Την προτελευταία μας νύχτα την περάσαμε στον υπέροχο Μόλυβο, αφού πρώτα περάσαμε από την Πέτρα, με τη γραφική εκκλησία της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, που είναι σκαρφαλωμένη στον μοναδικό βράχο που δεσπόζει πάνω από την παραλία και τα σπίτια του οικισμού. Έρημοι οι δρόμοι και αυτού του χωριού που μεταμορφώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες. Κλειστό και το περιβόητο αρχοντικό της Βαρελτζίδαινας το οποίο περιορίστηκα να βιντεοσκοπήσω απ' έξω. Βρήκαμε βεβαίως τον φύλακα, ο οποίος μας είπε ότι θα άνοιγε το άλλο πρωί για να δούμε τους εσωτερικούς χώρους του αρχοντικού. Στη σκέψη όμως και μόνο πως μπορεί να απαγορεύεται κι' εκεί η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση, δεν πήγαμε στο ραντεβού και περιοριστήκαμε στα διαφημιστικά φυλλάδια.
Το Αρχοντικό της Βαρελτζίδαινας πήρε το όνομά του από την τελευταία γυναίκα που έζησε σ’ αυτό και πέθανε το 1940 σε ηλικία 100 ετών. Είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχοντικά της Λέσβου του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, που σώζει αξιόλογη τοιχογραφική διακόσμηση. Βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού της Πέτρας και είναι διώροφο. Η αρχιτεκτονική του ακολουθεί την τότε διαδεδομένη τυπική διάταξη των αρχοντικών κατοικιών που χτίζονταν συνήθως στο κέντρο αγροτικών κτημάτων, κλεισμένων με περίβολο. Το ισόγειο είναι λιθόκτιστο και συμπαγές, προσδίδοντας φρουριακό χαρακτήρα στο οίκημα, αντίστοιχο με τις παλαιότερες οχυρές εξοχικές κατοικίες. Διαιρείται σε δύο χώρους και η χρήση του ήταν κυρίως αποθηκευτική.
Ο όροφος είναι κατασκευασμένος με την τεχνική μπαγδαντί (ξύλινος σκελετός επιχρισμένος με λάσπη) και αποτελείται από επτά δωμάτια που διαρθρώνονται περιμετρικά γύρω από ένα κεντρικό χαγιάτι. Η εσωτερική διαμόρφωση των χώρων ανταποκρίνεται απόλυτα στις καθημερινές ανάγκες και στον τρόπο ζωής των ενοίκων.
Η κατ' εξοχήν ζωή της οικογένειας, καθημερινή και επίσημη, εκτυλισσόταν στον όροφο. Κινητά έπιπλα είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν υπήρχαν. Η πρόνοια για επίπλωση γινόταν επομένως με αρχιτεκτονικά μέσα. Χαμηλοί σοφάδες στους οντάδες χρησίμευαν για καθιστικά στη διάρκεια της ημέρας και για κρεβάτια τη νύχτα. Τα στρωσίδια του ύπνου διπλώνονταν το πρωί και τοποθετούνταν στις μεσάνδρες (ντουλάπες), που καλύπτουν τη μία πλευρά των δωματίων.
Διακοσμητική διάθεση διαπιστώνεται σε όλα τα στοιχεία που αποτελούν τον όροφο. Τοιχογραφική διακόσμηση υπάρχει στα σημαντικότερα δωμάτια με τοπιογραφίες, όπου κυριαρχεί το υγρό στοιχείο, απεικονίσεις πόλεων και αγαπημένων μοτίβων της εποχής, όπως ανθέμια, βάζα, γιρλάντες με λουλούδια και άλλα. Το σημερινό όνομα του αρχοντικού αποτελεί μετάφραση του επιθέτου των τελευταίων ιδιοκτητών του αρχοντικού, Μπαρδακτσόγλου (Μπαρδάκ, τούρκικη λέξη : βαρέλι), οι οποίοι εμπορεύονταν το κρασί.
Μπήκαμε στον Μόλυβο ή Μήθυμνα την ώρα που έδυε ο ήλιος. Θεωρητικώς, τουλάχιστον, μιας και ήλιος δεν φαινόταν στο στερέωμα. Η προσπάθειά μου να οδηγήσω το γερμανικό "θεριό" μέχρι το λιμάνι στέφθηκε από πλήρη αποτυχία και ευτυχώς που με φώτισε ο Θεός και σταμάτησα εγκαίρως, διαφορετικά εκεί θα ήμασταν ακόμη προσπαθώντας να στρίψουμε το επτάμετρο όχημα σε δρομάκια που δεν στρίβει ούτε μηχανάκι! Ακόμη και η γάτα, που ήταν ανεβασμένη στο διπλανό πεζούλι, με κοιτούσε με συμπάθεια καθώς έβλεπε την απελπισία μου.
Κατάφερα τελικώς να φθάσω στον δημοτικό χώρο στάθμευσης, να κατεβάσω το ευλογημένο παπί από τη σχάρα του camper και να πάμε, ευτυχείς πλέον και "έφιπποι", μέχρι το λιμάνι και το κάστρο που είχε φορέσει τη βραδινή φορεσιά του. Είναι εξαιρετικά όμορφη πόλη ο Μόλυβος. Μπορεί κανείς να ανεβαίνει και να κατεβαίνει επ' άπειρον στα δρομάκια που σκαρφαλώνουν μέχρι τις παρυφές του κάστρου και να χαζεύει τα παραδοσιακά αρχοντόσπιτα, τις λουλουδιασμένες αυλές και τα σκιερά καλντερίμια που τα σκεπάζουν κισσοί, αγιόκλημα και βουκαμβίλιες. Τις γαστριμαργικές απολαύσεις εξασφαλίζουν τα πολλά μεζεδοπωλεία, που είναι κυρίως σκορπισμένα στα δρομάκια γύρω από το λιμάνι, σχεδόν ανενεργά πάντως λόγω εποχής.
Το κάστρο της Μήθυμνας είναι χτισμένο πάνω στα λείψανα της αρχαίας οχύρωσης, στην κορυφή του λόφου. Θεμελιώθηκε στους Βυζαντινούς χρόνους, κατά μία εκδοχή τον 6ο αιώνα επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού, γνωστού για την οικοδομική του δραστηριότητα. Το 1128 κυριεύτηκε από τους Ενετούς και από το 1204 έως το 1287 ήταν υπό την κατοχή του Βαλδουίνου Β΄ της Φλάνδρας. Κατά μια άλλη άποψη, το κάστρο χτίστηκε μετά τα μέσα του 13ου αιώνα με σκοπό να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των Τούρκων και Φράγκων επιδρομέων. Πάντως, στα τέλη του 13ου αιώνα πέρασε στα χέρια των Καταλανών. Το 1373 ο Γατελούζος Φραγκίσκος Α΄ επέφερε ενισχύσεις και επισκευές στο κάστρο. Η σημερινή μορφή του κάστρου είναι αποτέλεσμα των εργασιών του 14ου αιώνα και των οθωμανικών προσθηκών μετά το 1462.
Αφήσαμε με κρύα καρδιά τον όμορφο Μόλυβο και κατευθυνθήκαμε προς τη Μυτιλήνη, αφού εκείνη ήταν η προτελευταία ημέρα της παραμονής μας στο όμορφο νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου. Δεν μπορέσαμε όμως να μην τιμήσουμε τη γραφική Σκάλα της Συκαμιάς. Προλάβαμε να παρκάρουμε στην καβάτζα του μαντρότοιχου ενός αρχοντόσπιτου, επάνω κυριολεκτικώς στο κύμα, και να απολαύσουμε τους ντόπιους εκδρομείς της Κυριακής που έφθαναν μέχρι τη Συκαμιά, για το μεσημεριανό φαγητό στις ταβέρνες που περιστοιχίζουν το αλιευτικό καταφύγιο, και μας κοιτούσαν με μισό μάτι επειδή καταφέραμε να βρούμε χώρο πάρκινγκ για το ανοικονόμητο αυτοκίνητό μας, ενώ αυτοί παιδευόντουσαν να παρκάρουν το σμαρτάκι τους!
Λίγο πριν καταλήξουμε στη Μυτιλήνη περάσαμε από το δημοφιλέστερο και πλουσιότερο μοναστήρι της Λέσβου, και από τα δημοφιλέστερα της Ελλάδας, τον Άγιο Ραφαήλ. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το μέγεθος των κτισμάτων, με πολλούς μικροπωλητές να πολιορκούν τους εξωτερικούς χώρους και τους υπευθύνους της μονής να διαβεβαιώνουν πως δεν έχουν καμμία σχέση μαζί τους.
Φθάσαμε στη Μυτιλήνη και παρκάραμε λίγο μετά το άγαλμα της Ελευθερίας όπου και διανυκτερεύσαμε. Το άλλο πρωί επιστρατεύσαμε και πάλι το παπί για μια βόλτα στην αγορά της πόλης και το κάστρο. Είπε όμως ο γύφτος να πάει στο παζάρι και ήταν ημέρα Σάββατο ή μάλλον... Δευτέρα, όπως λέει η γνωστή λαϊκή ρήση. Οι πύλες του κάστρου της Μυτιλήνης είναι κάθε μέρα ανοικτές πλην της Δευτέρας, ανέφεραν οι σχετικές πινακίδες. Και ω του θαύματος, εκείνη η μέρα ήταν Δευτέρα!
Στον ελεύθερο χρόνο που έμενε μέχρι τον απόπλου του πλοίου, περιπλανηθήκαμε στους δρόμους της αγοράς απολαμβάνοντας κάποια στιγμή, μεταξύ των άλλων, τη μουσική και το τραγούδι μιας τετραμελούς κομπανίας...