Συνέχεια από το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/travels/2141-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-taksideyontas-sto-megalo-korallenio-fragma
Τελευταίες μέρες στο Μπαλί, πολυκοσμία και ατέλειωτα τρεξίματα. Αγορές, παζάρια, τροφές, υφάσματα και ρούχα: όλα στις απίθανες τιμές της Ν.Α. Ασίας. Πλάϊ στο τερπνό έχουμε και το βασανιστικό μαραθώνιο που επιβάλλει η χαρτοβόρα Λερναία Ύδρα της τριτοκοσμικής γραφειοκρατίας. Μαθημένοι στους πλαδαρούς Αγγλοσάξονες, δεν περίμεναν κατά μέτωπο σύγκρουση με τη ρωμαίϊκη πονηριά, πάντως μας έφαγαν μια ολόκληρη μέρα...
6/9: Συνεννοηθήκαμε μ’ ένα ζευγάρι Γάλλων ιστιοπλόων να ομοπλεύσουμε έως την Ιάβα, παρέχοντας ο ένας στον άλλο βατσιμάνη για να επισκεφθούμε εναλλάξ την ενδοχώρα του μεγάλου νησιού. Τα σκάφη ήταν παρεμφερή, άρα δεν υπήρχε πρόβλημα διαφοράς ταχύτητας, ίσα ίσα παρουσιαζόταν επιπρόσθετα το δέλεαρ της άμιλλας! Συμπληρώσαμε τροφοδοσία, καύσιμα και γκάζι, ενώ από τη μαρίνα προμηθευτήκαμε διακόσια λίτρα αποστειρωμένου νερού.
Επικρατεί μπουνάτσα όταν ξεμυτίζουμε από το λιμάνι της Μπενόα και αρχίζουμε τη βραδιά με πλεύση με τη μηχανή στ’ ανάντη των δυνατών ρευμάτων. Σύρριζα στους κοραλλιογενείς υφάλους πετυχαίνουμε ταχύτητα... 4 κόμβων, πάλι καλά! Πότε με την μπουκαδούρα, πότε με τον μπάτη φέραμε βόλτα τις ξερές βορινές ακτές του Μπαλί. Λίγα τα αγκυροβόλια στα κρημνώδη κι αλίμενα παράλια, ενώ δυτικά μάς σαγήνευαν τα πελώρια ενεργά ηφαίστεια της Ιάβας. Με την επιστροφή των αληγών αρχίσαμε να παραπλέουμε ολοταχώς το πιο πυκνοκατοικημένο νησί στον κόσμο. Ενενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στριμώχνονται σε μια επιφάνεια όσο η μισή Ιταλία, κι άγνωστο πώς τα καταφέρνουν να επιζούν. Η πρώτη ένδειξη απάντησης στο ερώτημά μας ήρθε από τα παράκτια, όπου χιλιάδες πολύχρωμα ιστιοκίνητα αλιευτικά εργάζονται μέρα νύχτα όχι μόνο με συμβατικά μέσα, αλλά χρησιμοποιώντας και FAD. Τα αρχικά αυτά προέρχονται από τις λέξεις Fish Aggregating Device, που σημαίνει συσκευή συγκέντρωσης ψαριών και δεν είναι τίποτ’ άλλο από πρόχειρους πάκτωνες αγκυροβολημένους στ’ ανοικτά, στους οποίους με την πάροδο του χρόνου δημιουργούνται συνθήκες ξέρας. Έτσι αναπτύσσονται φύκια, στρειδώνες, μικροοργανισμοί κ.ά., διευκολύνοντας τη συγκέντρωση και την αλίευση, αλλά δυσχεραίνοντας τη νυχτερινή ναυσιπλοΐα για τους μη πράτικους, αφού τα ρημάδια δεν έχουν φώτα!
Tα πρώτα αγκυροβόλια θα μας προσφέρουν συγκλονιστικές και πρωτόγνωρες εικόνες πολυκοσμίας, βρώμας και αθλιότητας. Τρίτη μέρα στο μεγάλο κόλπο που σχηματίζουν η νήσος Μαντούρα και η βορειοανατολική Ιάβα. Με φρέσκια σοροκάδα πλησιάζουμε το στρέτο και τη μεγαλούπολη Σουραμπάγια. Όσοι θυμούνται τα ρομαντικά στιγμιότυπα από το περιβόητο «Σουραμπάγια Τζώνη» θα τους έπιανε ρίγος αντικρύζοντας την τριτοκοσμική συγγενή της... Ελευσίνας. Με φόντο αμέτρητες τσιμινιέρες, ψάχνουμε στα τελματώδη ρηχά νερά τον πλωτό δίαυλο, ανιχνεύοντας τα σκόρπια, σκουριασμένα άλμπουρα των πάμπολλων ναυαγίων. Σαν να μην έφταναν οι δυσκολίες της ελλιπούς σήμανσης, ατέλειωτες ψαροπαγίδες φράζουν το δρόμο, αφήνοντας ελάχιστες «πύλες» για την διέλευση των πλοίων. Ευτυχώς τα δύο σκάφη έχουν ανασυρόμενες καρένες και χωρίς παρατράγουδα φτάνουμε στη ράδα, γυρεύοντας κάποιο χώρο να δέσουμε. Είχαμε ονειρευτεί κάποιο ήρεμο αραξοβόλι απ’ όπου θα επισκεπτόμασταν τα αξιοθέατα της κεντρικής Ιάβας, αλλά προς το παρόν βλέπαμε έναν τεράστιο βόθρο, μοτορσίπ αρόδο και ακτές κατειλημμένες από βιομηχανίες ή βάλτους. Πέντε μίλια μετά το κύριο λιμάνι συναντήσαμε το παραδοσιακό καραβοστάσι Γκρέζικ.
Λίγα έχουν αλλάξει από τότε που οι σουλτάνοι του Ματαράμ κυριαρχούσαν στο αρχιπέλαγος. Τα πλοία παραμένουν ιστιοκίνητα, οι αμπάριζες κωπήλατες, οι στοιβαδόροι δουλεύουν με καλάθια και χειράμαξες. Πολύ γραφικό, αλλά ο συνωστισμός και η συνεχής κίνηση δεν προμηνύουν ησυχία. Τελικά, ποντίζουμε τις άγκυρες λίγο παράμερα, ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ανεμότρατες. Όσο το προάστιο του Γκρέζικ αποδεικνύεται συμπαθητικό με το παζάρι, το αρχαίο λιμάνι και τα ταβερνεία, τόσο η κατάσταση στη ράδα αποκαλύπτεται τραγική. Οι σπιάτζες μπαζωμένες με σκουπίδια και απόβλητα, ενώ ξεσέρνουν αμέριμνα τα μεγάλα αλιευτικά σε κάθε μπατάρισμα της παλίρροιας. Δυο ξάγρυπνα μερόνυχτα στον κοχλάζοντα οχετό, προσπαθώντας ν’ αποφύγουμε τις τράτες, μας ψύχραναν κάπως και μας έπεισαν ν’ αναβάλουμε τα τουριστικά μας σχέδια.
Μελετώντας χάρτες, πλοηγούς κι ένα εγχειρίδιο τοπικής ιστορίας, ανακαλύπτουμε έναν κολπίσκο, τέως μεγάλο εμπορικό κέντρο. Εκεί, έως τα τέλη του 17ου αιώνα, οι Εγγλέζοι συναλλάσσονταν με τον ντόπιο πασά, μέχρι που θύμωσαν οι Ολλανδοί, έδιωξαν τους Βρετανούς και κονιορτοποίησαν το χαλιφάτο. Με την πάροδο του χρόνου το λιμάνι έχασε τη ναυτιλιακή του αξία, ενώ η μικρή πόλη επανέκτησε κάποια φήμη ως κέντρο επιπλοποιίας.
Αυτή τη φορά δεν πέσαμε έξω στις προβλέψεις μας. Το άψογο και ρηχό απάγκιο που αντικρίσαμε, έπειτα από δύο μέρες παράκτιας πλεύσης, μας γέμισε χαρά. Επιπλέον, η ντόπια ιχθυόσκαλα που βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού, αφήνοντάς μας την «επικαρπία» της ράδας, κι ένα απόμερο ταβερνάκι στην καθαρή αμμουδιά ήταν ό,τι έπρεπε για την ασφαλή στάθμευση της λέμβου. Αφού ελέγξαμε την κατάσταση, προγραμματίσαμε τις εκδρομές μας. Θα μου πείτε τι είναι αυτό που μας μαγνητίζει στην καρδιά ενός τόσο κακόμοιρου και διεφθαρμένου κράτους; Μα ακριβώς εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον: ότι ένας λαμπρός πολιτισμός κατάντησε στα σημερινά χάλια και να θαυμάσουμε τα λείψανα των μυθικών βασιλείων της Ιάβας!
Παρ’ όλη την πανδαισία της τροπικής βλάστησης, βλέπαμε το πέρας του μουσωνικού καλοκαιριού με την ξηρασία, τη θερμική πάχνη και τον μαρασμό των φυλλωσιών. Τα θαλερά μάγκος υπόσχονταν άλλη μια μυροβόλα σοδειά, ενώ κάθε βράδυ στο νότιο ορίζοντα πύκνωναν οι καταιγίδες, κάνοντας τις μεγαλοπρεπείς ηφαιστειοσειρές να αναλάμπουν.
Η οικονομία της Τζεπάρα βασίζεται σε εξαγωγές επίπλων, στην πλειονότητα ξυλόγλυπτα αριστουργήματα. Φέρνοντας βόλτα τους δρόμους, παρατηρήσαμε παντού εργαστήρια όπου νόμιζαν ότι δεν ήμασταν απλοί περαστικοί αλλά χοντρέμποροι και εξαιτίας αυτής της παρεξήγησης μας δόθηκε η ευκαιρία να νιώσουμε τον παλμό της πόλης και να θαυμάσουμε τα επιτεύγματα των Ιαβανέζων βιοτεχνών. Η ζήτηση υλικών βοήθησε την ανάπτυξη τεχνιτών, βαφέων και υφαντουργών και την παραγωγή υψηλής ποιότητας παραδοσιακών υφασμάτων. Στην ουσία μάς αποκαλύφθηκαν όχι μόνο τα ίχνη παλαιών τεχνικών κατορθωμάτων αλλά και μια ανθηρή και σύγχρονη οικονομική κατάσταση.
Κάπου 125 χμ. από τη θάλασσα, στο κεντρικό υψίπεδο, διατηρούνται οι καλές τέχνες της Γιάβας και το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μας. Το σύγχρονο υπεραστικό λεωφορείο μάς μετέφερε ταχέως στην παράκτια λοφοσειρά. Δάση με οπωροφόρα εναλλάσσονταν με φυτείες καφέ, κι όταν αρχίσαμε την κάθοδο προς τους κάμπους, αγναντεύσαμε τον απέραντο τάπητα των ορυζώνων. Πολύς καιρός πέρασε από τότε που οι πρώτοι homo soleinsis (ευθυτενείς πιθηκάνθρωποι) περιπλανιούνταν στο υψίπεδο, πριν 500.000 χρόνια. Όταν η Κεντρική Ιάβα περιήλθε στον έλεγχο των ινδουιστικών δυναστειών της Σουμάτρας, τον 5ο αιώνα, εισήχθη η αρδευτική καλλιέργεια του ρυζιού σαν αναγκαία τεχνική για τη σίτιση του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού. Αυτός ο τύπος εντατικής (και πολύ αποδοτικής) γεωργίας απαιτεί απόλυτο έλεγχο κι άκαμπτη οργάνωση, εξηγώντας τη μακρά παράδοση δεσποτικής εξουσίας στην Ασία. Τότε που οι μοναρχίες επέβαλαν το δεσμείν και το λύειν επί σοδειών, γης, υδάτων και φυσικά ζωής και θανάτου των υποτελών. Οι εξωτερικές πιέσεις, η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για μπαχαρικά και πρώτες ύλες έφεραν στο αρχιπέλαγος επιρροές απ’ όλες τις κραταιές δυνάμεις του κόσμου. Τους τελευταίους 15 αιώνες, Ινδοί, Κινέζοι, Άραβες κι Ευρωπαίοι, εν σειρά, αφέντευσαν στην Ιάβα, υπερθέτοντας πολιτισμούς, θρησκείες και τεχνολογίες στα προϋπάρχοντα.
Μαθημένος στην απολυταρχικότητα, ο τεράστιος αγροτικός πληθυσμός υπομένει μαχαραγιάδες, σουλτάνους, αποικιακούς κυβερνήτες και τη σημερινή στρατοκρατούμενη «δημοκρατία». Οι λαμπρές εξάρσεις πνευματικής καλλιέργειας αφορούσαν μόνο το αυλικό περιβάλλον των ηγεμόνων, με ιδιαίτερη έμφαση την εποχή των σουλτάνων του Ματαράμ. Ήταν η πρώτη φορά που το αρχιπέλαγος, στο σύνολό του, πέρασε υπό τον έλεγχο ενός ντόπιου σατράπη. Μουσική, ποίηση, ζωγραφική, θέατρο, γλυπτική και όλες οι άλλες τέχνες ινδικής κληρονομιάς άνθησαν με το εξισλαμισμένο ύφος της περιόδου. Αυτή η εποχή ακμής μπορεί να συγκριθεί πολιτιστικά με τη βασιλεία του Λουδοβίκου 14ου (το κράτος είμαι εγώ!) στη Γαλλία. Φυσικά, η άφιξη των τεχνολογικά ανωτέρων Ολλανδών σμπαράλιασε το υπάρχον καθεστώς. Παρ’ όλο το χαράτσωμα που επέβαλαν οι Κάτω Χώρες, οι δυνάστες της Γιογκιακάρτα αφέθηκαν ελεύθεροι να κρατήσουν την αυλική τους αίγλη και να εξουσιάζουν το παλάτι τους, έτσι μέχρι σήμερα στην τεράστια ημιοχυρωμένη περίβολο συντηρούνται οι παραδοσιακές καλές τέχνες. Υπό την εποπτεία της ένοπλης φρουράς, εκατοντάδες επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα ν’ ακούσουν κλασική ιαβανέζικη μουσική από τις βασιλικές ορχήστρες κρουστών, τα γκαμελάν, ή να θαυμάσουν παραστάσεις μυθολογικού θεάτρου στα μεγάλα ανοιχτά περίπτερα από σκαλιστό κι επιχρυσωμένο τηκ.
Η κυκλική τάφρος, εκτός των μουσειακών ή αυλικών συγκροτημάτων, εσωκλείει κατοικίες κι εργαστήρια όπου υπηρέτες πρωτομάστορες μεταδίδουν σε χιλιάδες καλφάδες την ιαβανέζικη καλλιτεχνική κληρονομιά, από κατασκευή μουσικών οργάνων ως τις τεχνικές του μπατίκ ή την κατασκευή του θεάτρου σκιών. Το τελευταίο μ’ ενδιέφερε ειδικά λόγω... Καραγκιόζη. Φανταστείτε ότι σ’ ένα μουσείο συναντήσαμε την «αφεντομουτσουνάρα» παρέα με το Χατζηαβάτη κι αμέτρητες άλλες φιγούρες, διεθνείς εκπροσώπους του είδους, απ’ όλες τις χώρες όπου έφτασε αυτή η αρχαία ασιατική παράδοση. Πιστεύεται ότι το λαϊκό θέατρο υπήρχε ήδη στην Ιάβα πριν από 4.000 χρόνια, συνδεμένο με την ανιμιστική πίστη. Οι μαριονέτες συμβολίζουν πνεύματα που επικοινωνούν με τον υπαρκτό κόσμο μέσω του παίκτη-ιερέα. Από τον 5ο αιώνα εισάχθηκαν ινδικά μοτίβα και το θέατρο χρησιμοποιήθηκε από τους βραχμάνους για προσηλυτισμό. Παράλληλα, εμφανίστηκαν μυθολογικές παραστάσεις βασισμένες σε αρχαϊκά επικά ποιήματα των Ινδών, οι οποίες παίζονται ακόμη και σήμερα. Παρακολουθήσαμε για ένα διάστημα δύο ωρών (το έργο διαρκεί δώδεκα ώρες!) μια τέτοια επική όπερα. Τα μυστικιστικά στοιχεία αναμειγνύονται με τη σύγχρονη πολιτικοοικονομική σάτιρα, κάτω από τη μουσική υπόκρουση του γκαμελάν και του ακούραστου παίκτη του που ψέλνει έμμετρους διαλόγους, πότε χλευαστικά, πότε διθυραμβικά, έχοντας στη διάθεσή του διακόσιες διαφορετικές, πανέμορφα σμιλευμένες φιγούρες.
Τα αξιοθέατα της περιοχής δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στην έδρα του σουλτάνου. Η κεντρική Ιάβα καυχιέται για μια σειρά αρχαίων τόπων λατρείας, εκ των οποίων ο πιο γνωστός είναι το Μπορομπουντούρ, το μεγαλύτερο βουδιστικό μνημείο στον κόσμο. Λίγο μετά το πέρας της κατασκευής του, τον 8ο αιώνα, το μεγαλειώδες οικοδόμημα θάφτηκε από ηφαιστειογενή σκόνη, για ν’ αναδυθεί στα μάτια της ανθρωπότητας πριν από εκατό μόλις χρόνια. Χτισμένη επί πέντε γενεές ως μια συμβολική ρεπλίκα του σύμπαντος, δύο εκατομμύρια βασάλτινοι λίθοι αποτελούν τον κύριο όγκο της γιγάντιας πυραμίδας, που είναι στολισμένη με 500 διαφορετικά αγάλματα του Βούδα και 1.460 ανάγλυφες παραστάσεις συνολικού μήκους 5 χμ.
Περισσότερο εντυπωσιακό ίσως από το τεχνικό κατόρθωμα αποτελεί το ονειρικό πανόραμα του υψιπέδου, με τους ατελείωτους ορυζώνες και τις επιβλητικές ηφαιστειοσειρές που αγναντεύουν οι γαλήνιοι, χαμογελαστοί πέτρινοι Βούδες. Μαζί με το βουδιστικό μνημείο η σκόνη έθαψε και τους χορηγούς του, που στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από μια αντίπαλη ινδουιστική δυναστεία. Χάρη στον τεράστιο πλούτο, μαζεμένο από τους αμέτρητους φορολογούμενους αγρότες, οι νέοι τύραννοι ανήγειραν, μόλις 60 χλμ. του Μπορομπουντούρ, μια σειρά από επιβλητικούς ναούς αφιερωμένους στο ινδικό πάνθεον. Από τα τετρακόσια και πλέον χτίσματα, τεμένη και μαυσωλεία ελάχιστα παραμένουν σήμερα όρθια, μετά τον καταστροφικό σεισμό του 17ου αιώνα, που σήμανε το επίσημο τέλος του ινδουισμού στη Γιάβα και την άρση της αυλαίας για τα μουσουλμανικά σουλτανάτα. Ακόμα και σήμερα οι ισχυροί θυσιάζουν θησαυρούς στον Εγκέλαδο, γνωρίζοντας ότι κάθε έκρηξη συνδέεται και με το πέρας της τρέχουσας εξουσίας. Παραδόξως, ενώ αφανίστηκαν τόσες ηγεμονικές δυναστείες μαζί με τ’ ανάκτορα και τις αυλές τους, οι διάφορες θρησκείες συνέχισαν να συνυπάρχουν. Η επίσημη γραφή του Σουλτανάτου της Γιογκιακάρτα παραμένει η σανσκριτική. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση του παλατιού συμβολίζουν ανιμισμό, βουδισμό, ινδουισμό και μουσουλμανισμό, καθώς σκαλιστοί δαίμονες και δράκοι καραδοκούν στις εισόδους των τζαμιών, ενώ ο Γκαρούντα, μυθικός βασιλιάς των πτηνών του θεού Σίβα, αποτελεί το επίσημο σύμβολο του ισλαμικού κράτους! Όπως επεσήμανε ένας ντόπιος φιλόσοφος: «ο καθένας ξέρει πότε ανατέλλει μια νέα θρησκεία στην Ινδονησία, αλλά ουδείς γνωρίζει πότε σβήνει...».
Έπειτα από ένα διήμερο άφησα την Αννα Μαρία να συνεχίσει μόνη της την περιήγηση στο αρχαίο Σουλτανάτο της Σουρακάρτα και των φημισμένων βιοτεχνιών μπατίκ για να επιστρέψω στην Τζεπάρα, σκαντζάροντας τους αναμφίβολα ανυπόμονους Γάλλους «βατσιμάνηδές» μας. Θαμπωμένος από τα τόσα αξιοπαρατήρητα, έπιασα κουβέντα με τον οδηγό του μισοάδειου λεωφορείου, που ροβολούσε προς τις βόρειες ακτές της μεγανήσου. Έχοντας εργαστεί στην Αραβία, ο σοφέρ μιλούσε αγγλικά και με ξύπνησε βίαια από το ονειροπόλημά μου, υποστηρίζοντας πόσο φτωχή παραμένει η πατρίδα του. Έχοντας στο νου ότι εδώ οι αντιρρησίες σαπίζουν συνήθως στα μπουντρούμια, δυσκολεύτηκα να τον πληροφορήσω πως η Ινδονησία υπάγεται στις πλουσιότερες χώρες της Ασίας και αυτονόητα η τραγική οικονομική κατάσταση του λαού οφείλεται στις αισχρουργίες της στρατιωτικής ολιγαρχίας. Άλλωστε, η ιστορία επαναλαμβάνεται, οι σημερινοί ηγέτες ακολουθούν τις συνταγές των σουλτάνων και των Ολλανδών αποικιοκρατών, δηλαδή τη συστηματική λεηλασία των επαρχιών προς όφελος της κεντρικής κυβέρνησης. Πριν από μερικά χρόνια, οι στρατηγοί με τους υπερτραφείς ελβετικούς λογαριασμούς κατάφεραν να χρεοκοπήσουν την εθνική εταιρεία καυσίμων, παγκοσμίως πρώτη παραγωγό φυσικού αερίου και όγδοη πετρελαίου! Οι ξένοι επενδυτές αναγκάζονται να πάρουν, συνέταιρο κάποιο μέλος της φαυλοκρατίας και κάθε συγγενής της Αυτού Υψηλότητος κάθεται στη διαχείριση των μεγάλων εταιρειών. Το έχει η εποχή μας, αν ο Τζέγκις Χαν ζούσε σήμερα, κι αυτός θ’ ανακηρυσσόταν «πρόεδρος». Τα ίδια κι εδώ, όπου αναπαλαιώθηκε η ιαβανέζικη αυτοκρατορία του 17ου αιώνα με «δημοκρατικό» βερνίκι.
Η άφιξη στην Τζεπάρα μού ανεβάζει κάπως το ηθικό, επιτρέποντας τον οραματισμό μιας ισορροπημένης ανάπτυξης. Ναι μεν η εμπορική κίνηση βρίσκεται σε κινέζικα χέρια, το χρήμα όμως ρέει, χάρη στις εξαγωγές, οι μισθοί φαίνονται υψηλοί και η ανεργία είναι ελάχιστη. Η μικρή πόλη καυχιέται για τις τεχνικές σχολές της, ενώ η απουσία των συνήθων ορδών δημοσίων υπαλλήλων επιβεβαιώνει ότι εδώ τουλάχιστον υπάρχει αποδοτική δουλειά για όλους. Έχοντας κατατοπίσει τους φίλους μας Γάλλους, τους αποχαιρετώ και, αναμένοντας την επιστροφή της Άννας Μαρίας, καταπιάνομαι, «ένδον μέχρι νεοτέρας», με τη ρουτίνα συντήρησης, γραψίματος και διαβάσματος που χαρακτηρίζουν την ήρεμη ζωή εν όρμω.
26/9: Καιρός να συνεχίσουμε τη ρότα μας προς τη Σιγκαπούρη, προλαβαίνοντας τις τελευταίες ανέσεις του Ν.Α. μουσώνα. Απομένουν 600 ν.μ. έως το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου και δεν έχουμε σκοπό να τα διανύσουμε μηχανοκίνητοι! Παρ’ όλ’ αυτά, χρειαζόμαστε το «μαντεμένιο πανί» επί πέντε ώρες για ν’ ανοιχτούμε στο πέλαγος και να συναντήσουμε το λεβαντίνι που μας υποσχόταν ο μετεωρολογικός χάρτης. Στην ήρεμη κι αβαθή θάλασσα της Ιάβας, σταβέντο των μεγάλων νησιών του αρχιπελάγους, ξαναβρήκαμε τον ρυθμό της βάρδιας κι όλες τις λοιπές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων οι καθημερινές επαφές στα βραχέα με τον κόσμο των ραδιοερασιτεχνών. Τραβηγμένοι από το μεγάλο μπαλόνι, κρατάμε σταθερά 4 κόμβους μέση ταχύτητα, συναγωνιζόμενοι το γαλλικό σκάφος. Όσο ζυγώναμε τον Ισημερινό τόσο μας καπάκωνε ο καύσωνας και τόσο πύκνωναν στο νοτιοδυτικό ορίζοντα οι καταιγίδες που σφυροκοπούσαν με αλλεπάλληλες αστραπές τα ηφαίστεια της Ιάβας και της Σουμάτρας. Τη δροσερή νυχτερινή ανακούφιση μας τη χάλαγαν τα αμέτρητα αλιευτικά που μας ανάγκαζαν σε τσίμες κι ελιγμούς για ν’ αποφύγουμε αφρόδιχτα και παραγάδια. Τουλάχιστον όλα τα τσαμαδουράκια έφεραν τρεμοσβήνοντες φανούς, κι έτσι προλαβαίναμε πάντα να τα παρακάπτουμε εγκαίρως.
Στα μέσα της διαδρομής στέκεται η νήσος Μπελιτούγκ, μεταξύ Βόρνεο και Σουμάτρας, βολικός σταθμός για να προμηθευτούμε λίγα φρέσκα τρόφιμα και να συμπληρώσουμε καύσιμα, καθώς, πλησιάζοντας τη Διατροπική Ζώνη Σύγκλησης (ITCZ), μειωνόταν σταθερά ο άνεμος. Με ανασηκωμένα πτερύγια υπερπηδήσαμε τα αβαθή της εκβολής του ποταμού στο Ταντζούγκ Παντάγκ και εισχωρήσαμε μισό μίλι στ’ ανάντη, όπου βρίσκεται η ομώνυμη πρωτεύουσα του νησιού.
Τα ορυχεία τσίγκου απασχολούν κυρίως Κινέζους εργαζόμενους. Η μικρή πόλη αποτέλεσε την πρώτη μας επαφή με τη μαζική παρουσία των Χόκιεν και Χάκα στην Ινδονησία. Κινέζοι εμπορεύονταν και εργάζονταν στο αρχιπέλαγος από αμνημονεύτων χρόνων. Οι άκρως εθνικιστικές πολιτικές όμως και οι σφαγές του 1965 — μαζί με την θρησκευτική και γλωσσική απαγόρευση — οδήγησε μεγάλο αριθμό κατοίκων να διαφύγουν στο εξωτερικό, αφού κατά την επίσημη ιδεολογία χαρακτηρίζονται ως καπιταλοκομμουνιστές(!). Εάν σήμερα ο κλοιός των φυλετικών διακρίσεων φαίνεται να έχει χαλαρώσει, ασφαλώς πρέπει να οφείλεται στα υπέρογκα χρέη του καθεστώτος της Τζακάρτα σε Κινέζους τραπεζίτες!
Οι Απω-ανατολίτες μάς αντίκρυζαν φιλικά, αντίθετα από την συνήθη περιέργεια των κατοίκων των υπόλοιπων νησιών. Πάντως, η καθιερωμένη έλλειψη υποδομών και πόσιμου νερού, η κατάληξη των σκουπιδιών και των οχετών στο ποτάμι καθιστούν αφόρητη την περαιτέρω διαμονή.
1/10: 01°3'Ν, 106°30'Α. Καλό μήνα. Πλέουμε κατάπρυμα στην ακύμαντη θάλασσα και ο αυτόματος πιλότος μας λειτουργεί τέλεια, έτσι ώστε μπορούμε να περάσουμε στον ίσκιο της καμπίνας τις θερμότερες ώρες της ημέρας. Η γειτονική Σουμάτρα, το βραδάκι, μας φιλοδωρεί με μια σειρά δροσιστικών όμβρων, αναστάτωση στην ομαλή ροή του ανέμου και συνεχείς αλλαγές πανιών. Όλη νύχτα παρακολουθούμε αγωνιωδώς τα πυροτεχνήματα των καταιγίδων στις παραπλήσιες στεριές. Έχουμε φτάσει στην περιοχή όπου λυσσομανούν τα περιβόητα ραγάνια της Σουμάτρας, με κεραυνούς, θυελλώδεις ανέμους και καταρρακτώδεις βροχές. Την επομένη το πρωί ζούμε ένα έντονο μπουρίνι, με μια εντυπωσιακή, στροβιλίζουσα «ρουφήχτρα» που σάλευε επικίνδυνα ανάμεσα στη θάλασσα και στα σύννεφα. Αμέσως συμμαζέψαμε την κουβέρτα και ασφαλίσαμε τα πάντα. Η καταιγίδα ευτυχώς κατευθυνόταν εγκάρσια της πορείας μας, ενώ δεχόμασταν ισχυρό πρυμιό αέρα, κι έτσι αποφύγαμε μια δυσάρεστη «συνάντηση κορυφής»! Στη συνέχεια μπουνάτσωσε τελείως και διαπλεύσαμε «υπ’ ατμόν» τη νοητή γραμμή του Ισημερινού στις 3 το απόγευμα. Εκτός από ένα ποτηράκι άρακ (ντόπιο τσίπουρο), λόγω της μηχανοκίνητης απάτης και της ζέστης, δεν γιορτάσαμε ιδιαιτέρως την τρίτη μας αλλαγή ημισφαιρίου.
3/10: Ξημερώματα. Με βαριά συννεφιά εισερχόμαστε στο αμπάσο και βαλτώδες σύμπλεγμα νήσων Ριάου, μόλις 20 ν.μ. της Σιγκαπούρης. Θα πρέπει όμως να κάνουμε την επίσημη έξοδο από την Ινδονησία στη νήσο Μπιντάγκ, πριν συνεχίσουμε.
Λίγα μίλια απόμειναν ως το λιμάνι, όταν συνειδητοποιούμε ξαφνικά μια χαμηλή μαύρη λωρίδα νεφών που καλύπτει όλο το δυτικό ορίζοντα. Το σύστημα πλησιάζει ολοταχώς και ίσα ίσα καταφέρνουμε να κρυφτούμε σταβέντο μιας κοραλλένιας ξέρας: ελάχιστη η προστασία από τον θυελλώδη άνεμο, αλλά τουλάχιστον δεν δεχόμαστε κύματα. Βρέχει κρουνηδόν, πραγματική υδροβολή και η ορατότητα μηδενίζεται. Πέντε ώρες αργότερα κόπασε η λαίλαπα και με... πεντακάθαρο σκάφος καταπλέουμε στη μαργαρισμένη αυλώνα του Ταν Ζουγκ Πινάγκ, τελευταίου μας σταθμού στην Ινδονησία.
Σιγκαπούρη – Μαλαισία.
Στα Στενά της Μελάκα.
Στο βαθύ, λασπερό φιόρδ του Μπιντάγκ περάσαμε τις ύστατες μέρες της παραμονής μας στην Ινδονησία. Ύστερα από τρεις μήνες στην τριτοκοσμική χώρα είχαμε εμποτιστεί από το χάος και την ρύπανση. Μόλις 15 ν.μ. χώριζαν την ελεεινή κακομοιριά του νοτίου Αρχιπελάγους Ριάου με την αστραφτερή και ανεξάρτητη μικρή τους αδερφή Σιγκαπούρη. Κάποτε όλο το σύμπλεγμα νήσων αποτελούσε ένα πανίσχυρο σουλτανάτο που έλεγχε τα στρατηγικά μπουγάζια μεταξύ Σουμάτρας και Βόρνεο. Χάρη στις μουσωνικές εναλλαγές, εδώ και 2.500 χρόνια, τα ήσυχα ρηχά νερά του τεράστιου αμφιγείου σχημάτισαν έναν κόμβο των θαλασσίων συναλλαγών ανάμεσα στα προηγμένα κράτη του Βορρά και τις πηγές των απαραίτητων πρώτων υλών της γιγάντιας πολυνήσου στο Νότο. Τότε, όπως και σήμερα, στόλοι ολόκληροι με γεμάτα αμπάρια πηγαινοέρχονταν στα στενά, διακομίζοντας κάπου 60% του παγκοσμίου εμπορίου, αψηφώντας μπουρίνια, ξέρες και πειρατές που καραδοκούν ακόμη στις ελώδεις αμπασαδούρες. Αναφερόμενη ως Χρυσή Χερσόνησος στους πτολεμαϊκούς χάρτες, η περιοχή αφεντεύτηκε από τους πιο δυναμικούς επιχειρηματίες της Γης. Αρχίζοντας με τις ινδικές δυναστείες Σεριβιντγάγια στα χρυσά παλάτια της Σουμάτρας και τους Ολλανδούς κυβερνήτες της Ιάβας, μέχρι τους Κινέζους τραπεζίτες που εδρεύουν στους γυάλινους ουρανοξύστες της υπερσύγχρονης Σιγκαπούρης.
Τελευταία τρεξίματα στο Τανζούγκ Πινάγκ, τελευταία «στόρια» με τριτοκοσμικές τιμές, αλωνίζοντας την αγορά για κονσέρβες, καφέ, ποτά, τσιγάρα και καύσιμα. Τα βράδια επισκεφτόμαστε το Παζάρ Μαλάμ (βραδινό παζάρι), ψωνίζοντας λιχουδιές και διαλέγοντας έτοιμα φαγητά από τις δεκάδες πλανόδιες κουζίνες.
12/10: Ξημερώματα βιράρουμε την άγκυρα και αρχίζουμε τον διάπλου των στενών με ελαφρό πουνεντίνι. Κάνουμε βάρδια και οι δυο μας στη χαβούζα σήμερα, αφού τέμνουμε την πορεία εκατοντάδων πλοίων. Όπως στο Γιβραλτάρ, αντιμετωπίζουμε την ανατριχιαστικά επικίνδυνη συμφόρηση με αλλεπάλληλες διοπτεύσεις και υπολογίζοντας τις σχετικές ταχύτητες των επερχόμενων πλοίων. Μεταξύ των βαποριών εν κινήσει και των αμέτρητων αγκυροβολημένων παράγεται τόσο «νέφος», που μονάχα στα έξι μίλια απόσταση μας φανερώνονται οι αστραφτεροί ουρανοξύστες της πόλης-κράτους. Ζούμε μια συγκινητική στιγμή. Για πρώτη φορά εκτός Μεσογείου η «Καλλίπυγος» συναντά τα χνάρια του «Ιάσονα» και θυμόμαστε πως το 1986 είχαμε βάλει πλώρη για τη Βόρνεο. Όπως τότε το αγκυροβόλιό μας θα είναι στο Σεμπαβάγκ, στη σκιά των μεγάλων ναυπηγείων, μπροστά σ’ ένα πάρκο με το βολικό τέρμα λεωφορείων που θα μας επιτρέψει, χωρίς ταλαιπωρίες, επισκέψεις στο κέντρο της πόλης.
Σκοπεύαμε να μείνουμε ένα μήνα, αναμένοντας τη μουσωνική αλλαγή, και να επωφεληθούμε από το υπερσύγχρονο περιβάλλον για ο,τιδήποτε χρειαζόμασταν. Η αργή μετακίνηση προς το νότο της Διατροπικής Ζώνης Σύγκλησης (ITCZ) μάς υποσχόταν πολλές βροχές, ραγάνια και καταιγίδες που δέρνουν αλύπητα αυτές τις περιοχές του Ισημερινού. Έτσι αφήναμε την «Καλλίπυγο», πάντα δεμένη με μια αλυσίδα σαν «γιρλάντα» από την αρματωσιά ως τη θάλασσα, κι οπλισμένοι με ομπρέλες σεργιανίζουμε την πόλη. Η Άννα Μαρία για φωτογραφικές δουλειές κι εγώ για κυνήγι δυσεύρετων ανταλλακτικών. Χάρη σε μπόλικο ψάξιμο μπόρεσα να βρω καινούριες μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων, σαφώς καλύτερες για τη δική μας χρήση από τους κοινούς συσσωρευτές αυτοκινήτων.
Ζούσαμε ένα πραγματικό πολιτιστικό σοκ ύστερα από τόσες μέρες στη μοναξιά εν πλω ή αγκυροβολημένοι σε τριτοκοσμικά χωριά, περιστοιχισμένοι από ζούγκλα και βάλτους. Ξαφνικά δοκιμάζαμε ένα άλλο περιβάλλον: μια ζούγκλα ασφάλτου και τσιμέντου και πειθαρχημένες στρατιές κουστουμαρισμένων εργαζόμενων. Στη γιγάντια μερμηγκοφωλιά η τοπική κυβέρνηση επιβάλλει την τάξη με καμπάνιες καλών τρόπων και χαλιναγωγεί την παραδοσιακή ασιατική (κι όχι μόνο!) τσαπατσουλιά με φοβερά πρόστιμα: η ρίψη μιας γόπας και το μάσημα της τσίχλας χαρατσώνονται με 500 δολάρια πρόστιμο, ενώ αν διασχίσετε δρόμο εκτός σημασμένων διελεύσεων ή ξεχάσατε να τραβήξετε το καζανάκι σε δημόσια τουαλέτα θα σας κοστίσει μόνο 100 δολάρια. Υπερβολική ίσως μέθοδος σωφρονισμού, αλλά αναμφισβήτητα αποτελεσματική, αφού η πόλη θεωρείται ως η καθαρότερη και ασφαλέστερη στον κόσμο.
Ένα από τα άλλα ντόπια χαρακτηριστικά αποτελούν τα χιλιάδες μίνι-μαγειρεία, συναθροισμένα σε «κέντρα τροφής» (Food Centers), που προσφέρουν απεριόριστη ποικιλία σε απίθανα συμφέρουσες τιμές. Κινέζοι, Μαλαίσιοι και Ινδοί παρουσιάζουν όλων των ειδών τα προϊόντα, για όλα τα γούστα, σε υγιέστατες συνθήκες και σε τιμές που σπάνια ξεπερνούν τα πέντε κατοστάρικα τη μερίδα. Η ποικιλία στις κουζίνες αντανακλά την ετεροφυλία του πληθυσμού της μίνι-χώρας. Όπως στα γειτονικά κράτη έτσι κι εδώ, στους Μαλαίσιους πρώτους κατοίκους προστέθηκαν από τον 4ο κιόλας αιώνα Ινδοί και Κινέζοι. Αργότερα μεγάλος αριθμός αυτών των εθνοτήτων μεταφέρθηκαν στις φυτείες καουτσούκ και στα ορυχεία κασσίτερου από τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Παρά τους κάποιους τριγμούς, η πολυεθνική αρμονία φαίνεται εφικτή και πάντα εντυπωσιακή, όταν θωρεί κανείς στην ίδια γειτονιά κινέζικες παγόδες, τζαμιά και ινδουιστικά τεμένη. Πάντως, η Σιγκαπούρη φημίζεται για τη σβελτάδα των Κινέζων κυβερνώντων και την ικανότητά τους να πετυχαίνουν τους στόχους τους. Δημοκρατία με δυο πόδια στον γύψο, η χώρα αυτή των τριών εκατομμυρίων, χωρίς κανένα φυσικό πόρο παρά μόνο την στρατηγική της τοποθεσία, με μπόλικο αυταρχισμό κι ακούραστη εργατικότητα κατάφερε ν’ αναρριχηθεί στο βάθρο των δέκα πλουσιότερων κρατών της Γης.
Αν και ξαναβρήκαμε το κρατίδιο όπως το θυμόμασταν — να σφύζει από ζωή, καθαριότητα, τάξη κι αποτελεσματικότητα — παρατηρήσαμε ότι τα πράγματα είχαν σφίξει. "Ισα που μας ανέχονταν οι Αρχές στο τσάμπα αγκυροβόλιο και, μόλις παραπονέθηκε κάποιος ιδιοκτήτης μαρίνας, την επομένη μάς έγινε «έξωση» από την ακτοφυλακή. Έτσι αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τη χώρα, αφού δεν ήμασταν σε θέση να πληρώσουμε για μια θέση σε επίσημο "πάρκιγκ". Δεν στεναχωρηθήκαμε όμως ιδιαίτερα για την αποβολή, αφού απλώς μεθορμίσαμε στη γειτονική Μαλαισία, πρατικάροντας ταχύτατα σ’ έναν από τους ντόκους που εξυπηρετούν τα πάμπολλα πορθμεία προς Ινδονησία και Σιγκαπούρη.
Οι γαρμπινοί εναλλάσσονταν πλέον με γρέγους, αλλά, όπως μας υπενθύμιζαν τα κατακλυσμικά δρολάπια, η μετεωρολογική κατάσταση παρέμενε άστατη και έπρεπε να προσέχουμε έως ότου έρθει ο καιρός για να συνεχίσουμε το ταξίδι προς τα βόρεια.
Η Μαλαισία μάς είχε αφήσει εξαιρετικές αναμνήσεις από τον πρώτο μας περίπλου, κι ομολογουμένως η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας δεν υπονόμευσε τη φιλοξενία, το χιούμορ και την καλωσύνη των κατοίκων της. Παντού παρατηρούσαμε γιαπιά ν’ αντικαθιστούν στα όρια της ζούγκλας τα παραδοσιακά ξύλινα ή νεοκλασικά κτίρια. Ο πυρετώδης βιομηχανικός αναβρασμός, οι τόνοι σκουπιδιών και τα αμέτρητα καινούρια αυτοκίνητα μας θύμιζαν εικόνες της μεταπολεμικής Ευρώπης. Μυθώδεις ξένες επενδύσεις και καταναλωτική βουλιμία χαρακτηρίζουν πλέον μια χώρα όπου οι πιο πολλοί παίζουν στο χρηματιστήριο παρά σε τυχερά παιχνίδια, αλλά στα παράμερα χωριά η αγροτική ζωή συνεχίζει να κυλάει με τον γνωστό αργό ρυθμό.
Βόρεια των Στενών του Τζοχόρ, καταπλεύσαμε σε μια ήσυχη ποταμίσια ράδα, περιστοιχισμένη από αχανείς φυτείες λαδοφοίνικων, ανταμώνοντας κι άλλους «εκδιωχθέντες» από τη Σιγκαπούρη. Πέσαμε δίπλα σε δύο εικοσάμετρες ινδονησιακές σκούνες, πιάνοντας αμέσως φιλία με τα νεαρά ζευγάρια των Γάλλων που επέβαιναν και τις προετοίμαζαν για ναύλους.
Είχαμε κι εμείς ανοιχτές δουλειές στην «Καλλίπυγο», καθώς μας περίμεναν 400 ν.μ. όρτσα έως την Ταϊλάνδη. Αρματωσιά, πανιά και μηχανή πέρασαν από εξονυχιστικό έλεγχο, ενώ η γάτα μας επωφελήθηκε από την παράκτια ησυχία για να ανιχνεύσει το δάσος. Τα βράδια ψωνίζαμε φαγητά σε πακέτο από το γειτονικό χωριό και κουβεντιάζοντας με τους Γάλλους, ενημερωνόμαστε ως προς τ’ αγκυροβόλια στα πάμπολλα ποτάμια της Μαλαϊκής χερσονήσου. Λόγω του απαγορευτικού βυθίσματος του «Ιάσονα», πριν από δέκα χρόνια, είχαμε διαπλεύσει χωρίς σταθμούς τα Στενά της Μελάκα, ενώ τώρα σκοπεύαμε να εκμεταλλευτούμε τις ανασυρόμενες καρένες για να σουλατσάρουμε την κόστα και ν’ απολαύσουμε τη Μαλαισία. Επίσης, μας ενδιέφερε ν’ ανακαλύψουμε κάποιο φτηνό καρνάγιο για το φρεσκάρισμα του υφαλοχρώματος, πριν σαλπάρουμε σ’ ένα χρόνο προς τον Ινδικό ωκεανό.
Στις χαρές της κρουαζιέρας τα όνειρα παίζουν σημαντικό ρόλο, ενώ συχνά ο σχεδιασμός ανήκει στις ωραιότερες στιγμές!
Τα στενά ανησυχούν πολλούς, όχι μόνο λόγω των ναυτικών δυσκολιών, αλλά κυρίως λόγω των μύθων της πειρατείας. Όπως παλιά στη Γραμβούσα ή στους Φούρνους Ικαρίας, ο συνδυασμός ανομίας, φτωχών πληθυσμών και πλούσιας εμπορικής κίνησης σε στενούς θαλάσσιους διαύλους δημιουργούν συνθήκες άνθησης του φαινομένου της πειρατείας. Σήμερα, εκτός από ορισμένες ράδες τριτοκοσμικών πόλεων (π.χ. στο Λάγος), οι ληστές έχουν πλέον εξειδικευτεί. Στον κόλπο της Ταϊλάνδης κουρσεύουν Βιετναμέζους πρόσφυγες για χρυσάφι, στη Θάλασσα Ζουλού (μεταξύ Βόρνεο και Φιλιππινών) μουσουλμάνοι αντάρτες λαφυραγωγούν πορθμεία, στην Καραϊβική αρπάζουν ταχύπλοες θαλαμηγούς για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και στα Στενά της Μελάκα λεηλατούνται τακτικά τα χρηματοκιβώτια εμπορικών πλοίων! Συνοψίζοντας, συμπεραίνουμε ότι με εξαίρεση την Καραϊβική και τις ακτές της Δυτικής Αφρικής δεν κινδυνεύουμε, αφού οι πλιατσικολόγοι στοχεύουν πάντα μεγάλες ποσότητες ρευστών ή τιμαλφών εκεί ακριβώς που (δυστυχώς!) υστερούμε.
15/11: Εφοδιασμένοι με τους παλιρροϊκούς πίνακες, αναχωρούμε περιπλέοντας τη Σιγκαπούρη και διασχίζοντας την τεράστια ράδα. Ο φρέσκος γρέγος μάς επιτρέπει καλή ταχύτητα για να ελιχθούμε καταμεσής της βαπορίσιας πανδαισίας, πραγματικό πλωτό ναυτικό μουσείο. Ινδονησιακά και κινέζικα παραδοσιακά ιστιοφόρα, μινεραλάδικα, γιγάντια γκαζάδικα, κορεάτικα αλιευτικά, μότορσιπ παντός τύπου, έως και μια ρυμουλκούμενη δομή εξόρυξης πετρελαίου βλέπεις αραδιασμένα σ’ αυτά τα νερά και φυσικά δεν λείπουν τα πολεμικά πλοία και τα ντόπια περιπολικά... Νιώθουμε σαν τον Οδυσσέα στη χώρα των γιγάντων, αλλά με προσοχή και οξυδέρκεια επανερχόμαστε στις ασφαλείς ρηχοτοπιές των ακτών του Τζοχόρ, καβατζάροντας νωρίς τη σπίθα που σημαδεύει τη νότια είσοδο των Στενών της Μελάκα.
Ξαφνικά, εμφανίζεται το μεγαλειώδες αμφίγειο. Σαν σκηνικά ορθώνονται τα κωνικά όρη της Σουμάτρας και του Αρχιπελάγους Καριμούν, ενώ πηγαινοέρχονται σε πρώτο πλάνο πλήθη βαποριών υπό το χρυσαφένιο φως του δειλινού. Η σαγηνευτική θέα μάς κάνει σχεδόν να ξεχάσουμε ένα προελαύνον μπουρίνι, αλλά με τρία κοντοβόλτια απαγκιάζουμε εγκαίρως στο Κουκούπ. Τη σταβέντο κι αβαθή πλευρά του δρυμώδους νησιού έχουν καταλάβει άφθονες σχεδίες ιχθυοτροφείων, απ’ όπου προμηθευόμαστε δυο μικρές τσιπούρες για το δείπνο. Χαρά η γάτα!
16/11: Ανηφορικός ο δρόμος προς τα βόρεια και με πολλές «λακκούβες». Υπό συνεχή βροχή και με αλλεπάλληλες βόλτες αναπλέουμε τα στενά. Το ευνοϊκό παλιρροϊκό ρεύμα ανατίθεται στο γρέγο, προκαλώντας έναν απαίσιο κυματισμό. Έτσι αποφασίζουμε να κρυφτούμε υπήνεμα της καταπράσινης νησίδας Πισάγκ.
Τις επόμενες δυο μέρες παραπλέουμε τις απρόσβατες αμπασαδούρες της βαλτώδους ακτής και παίζοντας με τις ώρες της φυρονεριάς τρυπώνουμε σε αβαθή ποτάμια για διανυκτέρευση. Επιτέλους, φτάσαμε στις εκβολές του Μουάρ όπου στέκονται εντυπωσιακά τζαμιά, σεράγια, ανάκτορα και παλαιά μέλαθρα πολυεθνικών εταιρειών. Η συμπρωτεύουσα του Τζοχόρ προσφέρει κι ένα άψογο αγκυροβόλιο. Η ρήχευση των εκβολών (μόλις 90 εκ. βάθους) όσο και η κατασκευή μιας μεγάλης γέφυρας κατέληξαν στην επιστόμωση της τέλειας ποταμίσιας ράδας, καταργώντας έτσι το παλιότερο λιμάνι εξαγωγής καουτσούκ. Ό,τι το καλύτερο λοιπόν, αφού σκοπεύουμε να παραμείνουμε μια βδομάδα, εξερευνώντας την περιοχή και το πλούσιο παρελθόν της.
Τον 9ο αιώνα η τεχνολογική υπεροχή των Αράβων επέτρεψε στους εφοπλιστές τους να χαράξουν νέες ωκεάνιες οδούς προς την Ασία. Μέσα σε έξι αιώνες η περιοχή διασπάστηκε σε πολλαπλά σουλτανάτα με πυρήνα τη Μελάκα, κέντρο διαμετακομιστικών συναλλαγών, στο στενότερο σημείο του ομώνυμου πορθμού. Στο ζενίθ του μουσουλμάνικου πολιτισμού, τέχνες, επιστήμες κι εμπόριο δεν άνθιζαν μόνο στη Γρανάδα ή στη Βαγδάτη, αλλά και στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Ιάβα και στη Μελάκα.
Η Αναγέννηση της Δύσης και ο τουρκικός έλεγχος στη Μικρά Ασία έφεραν μια νέα ράτσα αρπακτικών στην πηγή των μπαχαρικών, τους Πορτογάλους. Έχοντας ελευθερωθεί από τους Άραβες στην Ευρώπη, οι Λουζιτανοί, κεντρισμένοι από τα μυθώδη κέρδη των ανατολίτικων καρυκευμάτων, βάλθηκαν με σταυροφορικό ζήλο ν’ αφεντεύσουν εγωϊστικά μια αρχαία πλουραλιστική πολιτεία. Η βάρβαρη πυγμή του ευρωπαϊκού ναυτικού πυροβολικού σκόρπισε τους εμπόρους, οι Μαλαίσιοι πρίγκιπες διέφυγαν στα γειτονικά κρατίδια του Τζοχόρ και της Σουμάτρας, μεταφέροντας τις επιχειρηματικές τους διασυνδέσεις. Η φράγκικη ανωριμότητα και η ανικανότητα ν’ αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου συνέχισε έως τη βικτωριανή εποχή. Μεσολάβησαν 300 χρόνια τσαπατσούλικης και μονοπωλιακής διαχείρισης από Ολλανδούς κι Εγγλέζους, μέχρι που η Βρετανική Αυτοκρατορία ίδρυσε πραξικοπηματικά ελεύθερο λιμάνι στη Σιγκαπούρη. Έτσι δόθηκε η χαριστική βολή στην αγκομαχούσα Μελάκα.
Λείψανο της χρυσής εποχής, η μικρή γραφική πόλη επιδεικνύει μέσα στο σημερινό κυκεώνα το πιο απίστευτο μείγμα πολιτισμών κι εθνοτήτων. Πήγαμε τρεις φορές από το Μουάρ στη Μελάκα, κάνοντας επισκέψεις σε μουσεία, αναστηλωμένα μέγαρα, αλλά και στις σφύζουσες πορτογέζικες ή κινέζικες συνοικίες.
Η περιοχή των αχρηστευμένων ντόκων στην ξεροποταμιά κίνησε την περιέργειά μας και θωρώντας τα μικρά ινδονησιακά περάχου να ξεφορτώνουν κάρβουνο, φανταστήκαμε για μια στιγμή την εποχή εκείνη όπου οι αμπάριζες αποβίβαζαν ερίτιμες πραμάτειες υπό τα βλέμματα των χοντρεμπόρων, που άθροιζαν τα ποσοστά τους με γρήγορες κινήσεις αβάκων. Το Μουάρ είχε τις απλές χαρές του, χαρμάνι γνώριμου κι εξωτικού, οι καφενέδες και τα γύρω καπηλειά με τη φανταστική ποικιλία μεζέδων: με άλλα λόγια, η απλή φτηνή ζωή και η επαφή με τους ντόπιους που τόσο μας άρεσαν στη Μαλαισία.
Ήρθε ο καιρός όμως να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, έτσι αφήσαμε τις φιλόξενες εκβολές, διανυκτερεύοντας σταβέντο δυο νησίδων, και την επόμενη νύχτα υπήνεμοι του επιβλητικού Ακρωτηρίου Ρακάντο RACHADO (Σπιλιαδωτός!), που είδε τον 17ο αιώνα τον θρίαμβο του ολλανδέζικου στόλου επί των Πορτογάλων.
Πάντα όρτσα, αλλά με ευνοϊκό ρεύμα, άλλος ένας ημερήσιος πλους μάς έφερε στο Κελάγκ, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Τα λασπόνερα του Δέλτα ζούσαν κι αυτά έναν οικονομικό οργασμό. Παντού υπήρχαν υπερσύγχρονες αποβάθρες κι αποθήκες, ενώ τον ορίζοντα οριοθετούσαν γερανοί και νεότευκτοι ουρανοξύστες. Προ δεκαετίας είχαμε ενθουσιαστεί με τον πρωτόγονο αλλά τόσο φιλόξενο ναυτικό όμιλο, έτσι φανταστείτε την απογοήτευσή μας όταν αντικρύσαμε τις δεκάδες θαλαμηγούς-μεγαθήρια, σωστές πλωτές γαμήλιες τούρτες, και το μαρμάρινο ανάκτορο που αντικατέστησε τη γνώριμη ξύλινη παράγκα! Ο μικρός θαλασσοχαρής σύλλογος των ξενιτεμένων Αγγλοσαξόνων είχε μεταμορφωθεί σε σινάφι Φαρισαίων, επικυρωμένο μάλιστα από τον σουλτάνο, αφού έφερε πλέον τον τίτλο του «Βασιλικού Ομίλου». Για Τσιγγάνους σαν εμάς η υποδοχή ήταν μάλλον παγερή και οι τιμές τσουχτερές, έτσι τους κάναμε τη χάρη να μην επιμηκύνουμε την παραμονή μας, αφού περιοριστήκαμε σε μια σύντομη ημερήσια εκδρομή στην πρωτεύουσα Κουάλα Λουμπούρ.
Η «Κ.Λ.» όπως αποκαλείται συντομευμένα η μητρόπολη, ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα από Κινέζους μεταλλωρύχους. Με τον ταχύ αστικό σιδηρόδρομο, ανακαλύψαμε την ξέφρενη κυψέλη με τη σινική σφραγίδα. Σήμερα, το 40% του πληθυσμού της Μαλαισίας κατάγεται από την Κίνα. Αυτοί αποτελούν την κινητήρια δύναμη της οικονομίας, αφού ελέγχουν το 90% των επιχειρήσεων και εξασφαλίζουν τη μερίδα του λέοντος των εισοδημάτων. Από την άλλη μεριά, οι ιθαγενείς Μαλαίσιοι, με την εθιμοτυπική και απαρχαιωμένη τους κοινωνία, την αγροτιά, τον στρατό και τη γραφειοκρατία, ζούνε μέσα στη φτώχεια. Το 1966 η εμφανής ανισότητα οδήγησε σε σοβαρότατες φυλετικές ταραχές, αναγκάζοντας την τότε κυβέρνηση να επέμβει με νόμους διάκρισης, στοχεύοντας στη δημιουργία ιθαγενών στελεχών και μεσοπρόθεσμα στην ίδρυση μιας μαλαίσιας αστικής μέσης τάξης. Η παράδοξη πολιτική «θετικής διάκρισης» επέφερε καρπούς χάρη στο φυσικό πλούτο της χώρας και την ευνόητη υποχωρητικότητα των Κινέζων, ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική ευστάθεια. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι συνέβη στη γειτονική Ινδονησία, όπου η βάναυση αποπομπή της πλειονότητας των δαιμόνιων Κινέζων την καταδίκασε στην τριτοκοσμική κακομοιριά. Έτσι η μαλαισιακή διαλλακτικότητα — αποτέλεσμα αυλικής διπλωματίας χιλιετιών — έφερε τη χώρα, παρ’ όλο το κόστος, στον εκλεκτό όμιλο των «τίγρεων της Ασίας».
Παρ’ όλη τη σχιζοφρένεια της κατάστασης και την αθηναϊκού τύπου κυκλοφορία, ευχαριστηθήκαμε τα ενδιαφέροντα μουσεία, τα σκεπαστά παζάρια και την ποικιλία των βιβλιοπωλείων.
Επιστρέφοντας αυθημερόν, ετοιμαστήκαμε για τον απόπλου την επομένη στις 3 το πρωί (λόγω άμπωτης). Μόλις ξεμυτίσαμε στις βόρειες εκβολές, μας πρόλαβε ένα κατάμαυρο μπουρίνι, συσκοτίζοντας σημαντήρες και φώτα κι αναγκάζοντάς μας να ποδίσουμε προς το κοντινότερο απάγκιο.
Εκτελώντας ενόργανη πλοήγηση με GPS και βυθόμετρο, εισχωρήσαμε στ’ ανάντη του ποταμού Σελάγκορ, καρκινοβατώντας με τις ριπές και το δυνατό ρεύμα. Ανάπλωρο το σημερινό ανεμοβρόχι και διαλέξαμε ν’ αράξουμε, περιμένοντας βελτίωση των συνθηκών, σταβέντο ενός ερειπωμένου ολλανδέζικου φρουρίου.
Η ενημερωτική φυλλάδα του Συνδέσμου Τρανσόσεαν μας είχε πληροφορήσει για τις πολύ φτηνές υπηρεσίες ενός μικρού ταρσανά στο ποτάμι Μπέρναμ. Έτσι, επωφελούμενοι από την βελτίωση του καιρού κατά το επόμενο σκέλος, αψηφήσαμε τις ρηχοτοπιές για να ελέγξουμε το νεωλκείο.
Εκατοντάδες πολύχρωμες τράτες, παρατεταγμένες κατά μήκος της παρόχθιας ζούγκλας, έδιναν ιδιαίτερο ύφος στο χωριό Μελιγκτάν, που θα το χαρακτηρίζαμε γραφικό, αν αφαιρούσαμε τις καπνοδόχους ή την μπόχα των εργοστασίων ψαράλευρων και λιπασμάτων! Ανάμεσα σ’ ένα δάσος άλμπουρων, φοινίκων και τσιμινιέρων διακρίναμε ένα μεμονωμένο πανύψηλο αλουμινένιο κατάρτι: Φτάσαμε! Πέσαμε αμέσως δίπλα και αποβιβαστήκαμε για να γνωρίσουμε τον Κινέζο καρναγέρη και τους Γερμανούς πελάτες του. Από τον πρώτο κατατοπιστήκαμε ως προς τις προϋποθέσεις και τις (πολύ συμφέρουσες) τιμές, ενώ οι δεύτεροι, στα μέσα της ανακαίνισης της πλωτής τους αντίκας, μας γνωστοποίησαν τις τοπικές ιδιαιτερότητες και συνθήκες. Ήταν επόμενο το ψαροχώρι να μην προσφέρει πολλές ανέσεις. Αν όμως φέρναμε την ασυναγώνιστη ταϊλανδέζικη μουράβια, θα βολευόμασταν με τα ντόπια μηχανουργεία και μαγαζιά που εξυπηρετούσαν τον αλιευτικό στόλο. Πάντως, μας άρεσε η απλή λειτουργικότητα, η κινέζικη ειλικρίνεια, η ναυτική αλληλεγγύη και κλείσαμε ραντεβού για τον Φλεβάρη.
Μ’ ένα σοβαρό μπελά λιγότερο βαλθήκαμε πλέον να περάσουμε ευχάριστα το επόμενο δίμηνο στο Αρχιπέλαγος της Αδαμάντινης Θάλασσας, διασκεδάζοντας με το καλοσύνεμα του μουσώνα και την απελευθέρωσή μας από τον βούρκο και τις βαρκάδες των Στενών της Μελάκα.
Μαλαισία - Ταϊλάνδη: Στα νησιά της Αδαμάντινης Θάλασσας.
Προ δεκαετίας το Πενάγκ μάς είχε εντυπωσιάσει και με χαρά ξαναβρήκαμε την ξέφρενη πόλη του Τζόρτζταουν (Georgetown). Κολλημένο σαν τσιμπούρι στη στεριά, το μεγάλο νησί προσφέρει ασφαλές αν και βορβορώδες αγκυροβόλιο. Απρόσιτη στους κυκλώνες και στις λαίλαπες του Ινδικού, η μοναδική ράδα προσέλκυσε τον 18ο αιώνα την εγγλέζικη «Εταιρεία των Ινδιών», μια πρόβα τζενεράλε πριν αρπάξουν, 50 χρόνια αργότερα, τη Σιγκαπούρη από τα ολλανδέζικα νύχια. Οι Βρετανοί άφησαν το όνομα, τη νομιμοφροσύνη, τα πομπώδη αποικιακά παλάτια και αράδες βλογιοκομμένων νεοκλασικών πλινθοδομών. Από κει και πέρα ανέλαβαν μισό εκατομμύριο δαιμόνιοι Κινέζοι και Ινδοί εμποτισμένοι στις αρχές του διαμετακομιστικού εμπορίου, χαρίζοντας συνάμα στο νησί το μοναδικό απωανατολίτικο εξωτισμό που σβήστηκε για πάντα, προς χάρη του μοντερνισμού, τόσο στο Χογκ Κογκ όσο και στη Σιγκαπούρη.
Μυστικές εταιρείες, «τριάδες» και σινάφια οικοδόμησαν απίθανες παγόδες και εντευκτήρια, άντρα φυλαγμένα από πέτρινα στραβομουτσουνιασμένα λιοντάρια και ιπτάμενους βουρλισμένους δράκους, αστραφτερές οροφές με πολύχρωμα σμάλτα και επικρεμή ακροκέραμα.
Συνδυάζοντας βόλτες και δουλειές, αλωνίσαμε την Τζόρτζταουν και τα περίχωρα για ανοξείδωτες μικροκατασκευές, ανεύρεση ρητίνης και ανίχνευση ανταλλακτικών. Αυτός είναι ένας καλός τρόπος να γνωρίσει κανείς μια πόλη, αφού σου δίνεται η ευκαιρία ν’ ανακαλύψεις τις πιο απόκεντρες γειτονιές, ν’ ακούσεις σχόλια στο λεωφορείο, να κουβεντιάσεις με τον κόσμο και να γευτείς εξωμερίτικες λιχουδιές στα πιο παράμερα καπηλειά. Τα τελευταία συμβάλλουν ιδιαίτερα στη φήμη του Πενάγκ ως τόπου καλοφαγάδων. Αμέτρητα μικρά, κινητά μαγειρεία, το καθένα με τις σπεσιαλιτέ του, συναντιούνται σε κάθε γωνιά, συναθροίζονται έξω από καφενεία και στις πλατείες, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη και φτηνότερη ποικιλία εδεσμάτων! Με άλλα λόγια, εκτός από τον πρωϊνό καφέ, η κουζίνα της «Καλλίπυγου» παρέμενε σβηστή όσο ελλιμενιστήκαμε στο σινικό κρατίδιο.
Στις αρχές του αιώνα, τα διάφορα μαλαισιακά σουλτανάτα της χερσονήσου συνέστησαν συμπολιτεία υπό βρετανική επιρροή, που κατά τη μεταπολεμική και απο-αποικιακή περίοδο σχημάτισαν τον πυρήνα του σύγχρονου ομόσπονδου κράτους, με βουλή σε κάθε κρατίδιο και ομοσπονδιακή συνέλευση στην πρωτεύουσα. Οι διάφοροι σουλτάνοι εκλέγονται, εκ περιτροπής, μονάρχες της ομοσπονδίας, ενώ το Πενάγκ, κινέζικο κι αβασίλευτο κρατίδιο, αντιπροσωπεύεται από τον κυβερνήτη του, γλυτώνοντας σκάνδαλα και αίσχη που εξευτελίζουν τις μοναρχικές οικογένειες. Η συγκέντρωση του διεθνούς εμπορίου στην περιοχή οδήγησε τους αλώβητους Κινέζους και Ινδούς επιχειρηματίες να ιδρύσουν μια τεράστια βιομηχανική ζώνη υψηλής τεχνολογίας, χαρίζοντας μια αξιοζήλευτη πρωτοπορία και δυναμικότητα στη χώρα τους. Το κόστος της αλληλεγγύης προς τους υπανάπτυκτους Μαλαίσιους ιθαγενείς όμως ζημιώνει τα τελικά οικονομικά αποτελέσματα.
Αφήνοντας, μετά μία βδομάδα, την κοχλάζουσα νήσο στ’ απόνερά μας, προελάσαμε πλαγιοδρομώντας με φρέσκο γρέγο προς το Αρχιπέλαγος Λαγκάβι, μαγνητισμένοι από τις εξαίρετες αναμνήσεις που μας είχε αφήσει το σύμπλεγμα με τα διακοφτά, την οργιώδη βλάστηση, τις κατάλευκες αμμουδιές και το πλήθος πανέμορφων αραξοβολίων. Αυτό που γνωρίσαμε ως ανέπαφο δαίδαλο αγγριφιών και νήσων είχε παραμορφωθεί από δεκάδες κακόγουστα, νεότευκτα ξενοδοχεία. Κορύφωμα του κιτς το παραδοσιακό ψαροχώρι της σκάλας που αντικαταστάθηκε από μια καρικατούρα ασιατικής Ντίσνεϋλαντ. Μέγαρα αραβικού ρυθμού, αψιδωτές αράδες προκάτ μαγαζιών, τζαμιά-μαμούθ και, το κερασάκι της τούρτας, ένα τσιμεντένιο όρνεο, το σύμβολο της νήσου, με 30 μέτρα άνοιγμα φτερών! Μόνη παρηγοριά σ’ αυτή την επίδειξη νεόπλουτης βαναυσότητας το αφορολόγητο καθεστώς των νήσων. Έτσι για πρώτη φορά σ’ ενάμιση μήνα μπορέσαμε ν’ απολαύσουμε μια παγωμένη μπίρα σε δροσερή τιμή και να προμηθευτούμε ένα κιβώτιο για ανταλλαγές με τους ψαράδες. Ευτυχώς, χάρη στον οικοδομικό κορεσμό και στην πεσμένη κίνηση οι πιο απόμερες σπιάτζες παρέμεναν ανέπαφες και αναλόγως εφοδιασμένοι μεθορμίσαμε σε μια κρυφή αυλώνα, γιορτάζοντας τα Χριστούγεννα με σχετική ησυχία.
Προ δεκαετίας είχαμε συναντήσει μόνο άλλο ένα κότερο στο Λαγκάβι, ενώ σήμερα μετρήσαμε 46! Εκρηκτική η ανάπτυξη του ωκεάνιου γιότιγκ, χάρη ασφαλώς στο GPS (δορυφορική αστροναυτιλία) και σε χίλιους άλλους εξοπλισμούς από τους οποίους εξαρτώνται οι σημερινοί «γιότηδες».
Η αιθρία, η ξερή και δροσερή πνοή του γρέγου έδιναν νέα οντότητα στην ατμόσφαιρα, μια ξεχασμένη αίσθηση μετά τόσους μήνες στις βαριές υγρασίες της ισημερινής ζώνης. Έτσι νιώσαμε ορεξάτοι για ανέμελη ιστιοπλοΐα προς τα βόρεια αρχιπελάγη.
Παλιά λημέρια πειρατών και θαλάσσιων Τσιγγάνων, η πλειονότητα των ακατοίκητων νησιών κηρύχθηκε εθνικό πάρκο, ενώ τα υπόλοιπα αφέθηκαν στην τουριστική εκμετάλλευση. Λογικά προτιμήσαμε τα πάρκα, όπου μοιραστήκαμε τον χώρο αγκυροβολίας με ντόπιες τράτες. Τα πάρε δώσε (τρεις μπίρες για ένα κιλό γαρίδες) με τους ψαράδες, τα σμαραγδένια νερά και η απίθανη τροπική βλάστηση μας έκαναν να ξεχάσουμε το μπότζι των αλίμενων νησιών. Μερικές φορές βρίσκαμε κάποια εκβολή ρυακιού που, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη των μαδρεπόρων, μας επέτρεπε να τρυπώσουμε υπό την προστασία του κοραλλένιου κλοιού και να γευτούμε στην άμπωτη δροσερά λουτρά με γλυκό νερό στις τεράστιες φυσικές πέτρινες γούρνες.
Όσο προχωρούσαμε βόρεια, τόσο πλησιάζαμε τον ηπειρωτικό ασιατικό αντικυκλώνα που μας φιλοδωρούσε με ολοένα ψυχρότερο και δυνατότερο αέρα. Αντιπλέοντας με πολλαπλές βόλτες από το ένα νησί στο άλλο, προσορμίσαμε, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στον κόλπο Άο Ναγκ. Σαν αιχμηροί κυνόδοντες σκίζαν τ΄αγγρίφια το δυτικό ουρανοθέμελο, ενώ ανατολικά αμέτρητες, σπηλιές, καμάρες και αψίδες διατρυπούσαν τη λευκή, κρημνώδη ακτή. Πιο απίθανο ακόμα, μια τρελή βλάστηση στεφάνωνε σαν περούκα και τους πιο οξύκορφους σχηματισμούς ασβεστόλιθου. Φτάσαμε στον παράδεισο; Όχι ακριβώς, αφού η περιοχή ολόκληρη αποτελεί τουριστικό θέρετρο, με «καμπάνες», πελώρια ξενοδοχεία και, μυκονιάτικη ατμόσφαιρα στα εκατοντάδες μπαράκια που ήταν φίσκα λόγω των ευρωπαϊκών διακοπών.
Ίσως λάθος παράσταση για τα ονειρικά σκηνικά, αλλά τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τα θέλουμε όλα δικά μας. Η Ταϊλάνδη φημίζεται για τη φιληδονική της παράδοση, τα χαμόγελα των κατοίκων της και την εκρηκτική της οικονομία. Στο ελεύθερο εμπόριο σαρκός και ναρκωτικών έρχονται πρώτοι. Στον χορό στρατός και αστυνομία, διαφθορά που επιβεβαιώθηκε με τις μακροχρόνιες κι ακριβές (χωρίς αποδείξεις!) διαδικασίες εισόδου. Οι ένοπλες δυνάμεις αφεντεύουν πορνεία και ηρωίνη, κρατώντας υπό έλεγχο την εγκληματικότητα και επενδύοντας κολοσσιαίες περιουσίες στο βιομηχανικό και τουριστικό τομέα.
Αφού φέραμε βόλτα τ’ αναπόφευκτα αξιοθέατα, πάρκα και μοναστήρια με τους αινιγματικά χαμογελαστούς Βούδες, αρχίσαμε τον περίπλου του κόλπου Φαγκ-Κα. Αλλαγή σκηνικών και ησυχία στα πάμπολλα νησάκια και ποτάμια που πρόσφεραν άπειρες δυνατότητες αγκυροβολίας κι εξερεύνησης. Τις περισσότερες μέρες γευτήκαμε σε πλήρη μοναξιά το περιβάλλον του υγρού βιότοπου. Τα πρωϊνά χαζεύαμε ερωδιούς, γερανούς, πολύχρωμες αλκυόνες και λευκοκέφαλους ψαραετούς να παρακολουθούν τη λεία τους στ’ ακύμαντα νερά των βάλτων, ενώ τις ζεστές ώρες εισχωρούσαμε με το βαρκάκι στις φυσικές πλωτές σήραγγες που περνούσαν τους στρογγυλούς λόφους. Οι τεράστιοι όγκοι ασβεστόλιθου, διαβρωμένοι σαν σάπια δόντια, εσώκλειαν μεγάλους υπόγειους θαλάμους όπου φώλιαζαν αμέτρητες νυχτερίδες, χελιδόνια και κουκουβάγιες. Πολλές φορές, με την κατάρρευση της φυσικής οροφής, παρουσιαζόταν μια νησίδα ζούγκλας, κρυφός θύλακας στα σπλάχνα του βουνού. Μαγεμένοι μετά τους σκοτεινούς δαιδάλους, παραμέναμε ώρες θωρώντας τα παιχνίδια των χρυσών ράβδων φωτός στις φυλλωσιές. Πραγματική κρουαζιέρα αναψυχής αυτές οι μεθορμίσεις, παίζοντας με τις παλίρροιες και τις μπουκαδούρες και επωφελούμενοι από το ελάχιστο βύθισμα για να εξερευνήσουμε τις πιο απομονωμένες γωνιές του πανέμορφου κόλπου. Μοναδικά μελανά σημεία τα κουνούπια, που μας ανάγκαζαν να κλεινόμαστε στην καμπίνα με τη δύση του ήλιου, και η θορυβώδης μάστιγα των ντόπιων τουριστικών ταχύπλοων με τις πατεντάδικες εξωλέμβιες ντίζελ, που ούρλιαζαν χωρίς εξάτμιση γύρω από το περιβόητο «νησί του Τζέιμς Μποντ».
Κρατώντας απόσταση ασφαλείας απ’ αυτές τις ενοχλήσεις, καταφέραμε να περάσουμε μια ονειρεμένη βδομάδα, πριν επιστρέψουμε στον πολιτισμό του Πουκέτ για να κλείσουμε ημερομηνίες με το καρνάγιο και να προμηθευτούμε ό,τι δε θα βρίσκαμε στη μαλαίσια αγορά.
Τα αποδημητικά κότερα με προορισμό την Ευρώπη, μέσω Ερυθράς Θάλασσας, ανοίγονταν κι' όλας στον κόλπο της Βεγγάλης. Εμείς ανήκαμε στη μειονότητα που κατευθυνόταν προς τον Ατλαντικό μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας και που θα περίμενε τη μουσωνική αλλαγή στα νησιά Τσάγκος. Δεν μας πολυενθουσίαζε όμως η πεπατημένη όπως και η ιδέα ότι θα κλεινόμασταν σε μια μικρή λιμνοθάλασσα με άλλους τριάντα παράξενους! Επίσης, μας προβλημάτιζε ο χρόνος απόπλου, αφού λόγω των αργιών στη Μαλαισία (Μπαϊράμι και κινέζικη Πρωτοχρονιά συνέπιπταν) προβλέπαμε να νετάρουμε από το καρνάγιο μόλις αρχές Μαρτίου, δεκαπέντε μέρες μόνο πριν από την παύση του Β.Α. μουσώνα, κάπως αργά για να προλάβουμε να διανύσουμε τα 1.800 ν.μ. έως το Τσάγκος. Ερευνώντας εναλλακτικές λύσεις στα βιβλία και στους μετεωρολογικούς χάρτες, ανακαλύψαμε την παραμελημένη οδό της Δυτικής Σουμάτρας. Η περιοχή εξερευνήθηκε από Ευρωπαίους μόνο μετά την έναρξη της ατμοπλοΐας, αφού δίκαια φημιζόταν για τις ατελείωτες μπουνάτσες και τις καταιγίδες της, δηλαδή απαγορευτικές συνθήκες για ιστιοκίνητα πλοία. Ελπίζαμε όμως να ξεπεράσουμε τις καιρικές αντιξοότητες χάρη στη μηχανή μας και στην αφθονία λιμανιών που πρόσφεραν φτηνό ανεφοδιασμό.
Έχοντας καταφέρει να προμηθευτούμε και να φωτοτυπήσουμε τους απαιτούμενους χάρτες, δεν μας έμεναν παρά οι προετοιμασίες για την επιστροφή στη Μαλαισία. Αυτό το μικρό κομμάτι Ταϊλάνδης μάς άφηνε ανάμεικτα συναισθήματα κι εντυπώσεις, κυρίως λόγω της δυσκολίας στην επικοινωνία με τους κατοίκους, που με τον τουριστικό καταιγισμό είτε θωρακίζονταν μπροστά στις ορδές των ξένων είτε έτρεχαν και δεν πρόφταιναν στο κυνήγι του παρά.
Σε μόλις είκοσι ώρες επιστρέψαμε στο Λαγκάβι, αφού διανύσαμε 125 ν.μ. κλειστής πλαγιοδρομίας με πολύ αέρα, κοντόκυμα και το γνωστό νυχτερινό πονοκέφαλο των ανεπαρκώς φωτισμένων (αλιευτικών) στόλων. Έχοντας πρατικάρει και φορτώσει αφορολόγητα ποτά (μεγάλος κίνδυνος κι αυτός της αφυδάτωσης!), συνεχίσαμε έως το Πενάγκ όπου παραμείναμε τρεις μέρες για να τελειώσουμε με τα έγγραφα και τις απαραίτητες βίζες με τους καρεκλοκένταυρους του ινδονησιακού προξενείου. Μαθημένοι στη μαλαίσια εντιμότητα και ευθύτητα, μας κακοφαινόταν ο χαρτοπόλεμος υπομονής των μανδαρίνων της Τζακάρτα! Με ανεβασμένη πίεση ξαναβρήκαμε τα ρηχά λασπόνερα των Στενών της Μελάκα και λόγω μπουνάτσας διανύσαμε γρήγορα μηχανοκίνητοι τα τελευταία μίλια ως τον ποταμό Μπέρναμ. Απίστευτο μα αληθινό, κάνοντας ορθολογική χρήση των παλιρροϊκών ρευμάτων, καταφέραμε να φτάσουμε στην ώρα μας στο ναυπηγείο!
Ταχύτατα εκτελέστηκε η ανέλκυση της «Καλλίπυγου» από τους έμπειρους Κινέζους, που κατόπιν μας προσκάλεσαν σε μεγάλο φαγοπότι προς τιμήν του νέου έτους και των ετήσιων διακοπών τους, ενώ οι Μαλαίσιοι (και μουσουλμάνοι) υπάλληλοι άφοβα κατέβαζαν... μπίρες, γιορτάζοντας το πέρας του Ραμαζανιού! Για τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου όλες οι ανεμότρατες του χωριού είχαν πλαγιοδετήσει στις όχθες, διακοσμημένες με γιορτινά στολίδια, λάβαρα και, μονίμως καπνίζοντα λιβανόραβδα. Ένα μετά το άλλο τα εργοστάσια ψαράλευρων και λιπασμάτων σταματούσαν τη μεφιτική τους λειτουργία όπως και οι εταιρείες συσκευασίας ψαριών. Σπάνια κατάσταση για τους δαιμόνιους Ασιάτες. Όλοι ετοιμάζονταν για διακοπές, η οικονομική καρδιά του χωριού τέθηκε σε λήθαργο, με σπάνια εξαίρεση τους Ινδούς επιχειρηματίες που με τα λίγα μαγαζάκια και ταβερνεία συντηρούσαν μια υποτυπώδη κίνηση. Μοναδικές άλλες ψυχές στο καρνάγιο ένα συμπαθέστατο γερμανικό ζευγάρι, με το σιδερένιο τους σκάφος σε πλήρη ανακαίνιση. Χάρη στις εξαιρετικές μαλαίσιες τιμές είχαν βάλει μπρος στην αναπαλαίωση της πανέμορφης αλλά σάπιας αντίκας τους. Επί δέκα μήνες ζούσαν σε μια καλύβα κάτω από ένα φοίνικα, ενώ εργάζονταν μανιωδώς δέκα ώρες την ημέρα, πολεμώντας τις σακάτικες λαμαρίνες. Ευτυχώς δεν είχαμε τέτοια προβλήματα, μονάχα έλεγχο-συντήρηση των πηδαλίων, καθαρισμό δεξαμενών και φυσικά το υφαλόχρωμα. Με την ευρωπαϊκή παρέα και άμιλλα δρομολογήσαμε τις εργασίες, ξεπετάγοντάς τες με γρήγορο ρυθμό. Μέσα σε μια βδομάδα είχε απομείνει μόνο το μουράβιασμα, κι έτσι αρχίσαμε να φέρνουμε βόλτα με τα υπεραστικά λεωφορεία τις δασερές εκτάσεις της περιοχής.
Παρ’ όλες τις γιορτές, τα υπαίθρια τσιμπούσια και τα ολονύκτια πυροτεχνήματα, τα ταχυδρομεία συνέχιζαν να λειτουργούν: έστω καθυστερημένα, έφτασαν οι άδειες από την Τζακάρτα και δεν μας έμενε παρά να καθελκύσουμε την «Καλλίπυγο», μόλις θα επέστρεφε ο καρναγέρης με το σινάφι του. Πανέτοιμοι για νέες περιπέτειες, ξαναβρήκαμε το υγρό στοιχείο στις αρχές Μαρτίου και πήγαμε στο γειτονικό Λουμούτ για τις τελευταίες προετοιμασίες, ανεφοδιασμό και τα εμβόλια της γάτας. Με τη Σουμάτρα στον πίνακα των πιο επικίνδυνων περιοχών, λόγω ελονοσίας, εξοπλιστήκαμε με ό,τι καλύτερο βρήκαμε στην αγορά. Για μακροχρόνια ταξίδια στις βαλτώδεις τροπικές ζώνες, η μοναδική πρόληψη κατά της θανατηφόρας ελονοσίας είναι να μη δεχτείς τσιμπήματα του κώνωπα του «ανωφελούς», οπότε την καλύτερη άμυνα, πριν καταλήξει κανείς στις εξίσου ανθυγιεινές χημειοθεραπείες, αποτελούν τα εντομοαπωθητικά, δίχτυα, σπρέι, σπιράλ κτλ. Απλά μέτρα θα μου πείτε, αλλά παρ’ όλα αυτά, ελάχιστοι είναι οι Ευρωπαίοι που κατάφεραν να επιζήσουν για μεγάλα διαστήματα στα "πυρετικά" κλίματα του Ισημερινού.
Θα μας έλειπε η Μαλαισία με τις σωστές αναλογίες στα μείγματα Ανατολής και Δύσης, παράδοσης και μοντερνισμού, τη φιλοσοφία της ανάπτυξης χωρίς ξεχασμένους και γενικά την τόσο ευχάριστη και φιλόξενη νοοτροπία. Τα παρατράγουδα φυσικά δεν λείπουν, όπως η αναζωπύρωση του ριζοσπαστικού Ισλάμ στα ανατολικά κρατίδια ή το ασταμάτητο μαγάρισμα του περιβάλλοντος και η ολική ξύλευση των δασών.
15/3: Όπως σε όλες τις περιοχές με δυνατά παλιρροϊκά ρεύματα, δεν σαλπάρουμε ό,τι ώρα θέλουμε, αλλά συγχρονισμένοι με την πλήμμη. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, αποπλεύσαμε πριν από τη φέξη, βάζοντας πλώρη δυτικά. Λόγω άπνοιας ανοιχτήκαμε μηχανοκίνητοι, αποφεύγοντας τις πάμπολες ανεμότρατες που ακούραστα όργωναν τις λάσπες των στενών. Οι λειψαερίες συνέχισαν επί δύο ακόμη μέρες, με συννεφιά κι ασφυκτική ζέστη, αγναντεύοντας τις σειρές βαποριών της καραβογραμμής στην ακύμαντη, γκρίζα θάλασσα ή κουβεντιάζοντας στα βραχέα με φίλους ραδιοερασιτέχνες ανά τον κόσμο. Στη μουσωνική αλλαγή συχνάζουν μπουνάτσες, επομένως είχαμε προβλέψει αφθονία καυσίμων (ευτυχώς πάμφθηνα στην Ασία).
Όταν ζυγώσαμε στην Ινδονησία, επωφεληθήκαμε από τους θερμούς ανέμους, την αύρα και τον μπάτη. Παραπλεύσαμε τις βόρειες ακτές της Σουμάτρας, περνώντας ένα συναρπαστικό τελευταίο μερόνυχτο, μένοντας ξάγρυπνοι μαζί με τον αγέρα, το ρεύμα και τη συρροή των πλεούμενων που μας ανάγκασαν να παραμείνουμε στη χαβούζα της «Καλλίπυγου». Έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να χαρούμε τη μαγεία της νύχτας, τους κομήτες και τις πορτοκαλιές αναλαμπές των αστραπών στο νότιο ορίζοντα. Γνωρίζαμε καλά αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο, που θα μας απασχολούσε ιδιαίτερα στο κοντινό μέλλον, αφού ως το μεγαλύτερο νησί στον Ισημερινό, η Σουμάτρα δακτυλοδείχνεται παγκοσμίως για την ακραία αστραπόβροντη δραστηριότητά της. Για να αποφύγουμε τυχόν προβλήματα, στηρίξαμε τις ελπίδες μας στη γείωση των κεραιών και του ηλεκτρικού διχτύου, κρεμώντας επιπλέον μια μεγάλη αλυσίδα από την αρματωσιά έως τη θάλασσα.
Χαρήκαμε που φτάσαμε στο Σαμπάγκ και ξαναβρήκαμε την ευρύχωρη, καθαρή ράδα και την συμπαθέστατη κοιμισμένη πόλη. Μαζί με την γειτονική πρωτεύουσα Ατσέ είχαν διατελέσει στη στρατηγική βόρεια είσοδο των Στενών της Μελάκα προπύργια του Ισλάμ από τον ένατο κιόλας αιώνα. Παρ’ όλη την εμπορική παρακμή που ακολούθησε την εξασθένιση της αραβικής επιρροής, το βόρειο άκρο της Σουμάτρας παρέμεινε ανυπότακτο στις αποικιακές υπερδυνάμεις, περνώντας στον ολλανδικό έλεγχο μονάχα πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Με την ανεξαρτησία της Ινδονησίας, οι δικτάτορες της Τζακάρτα μάταια προσπάθησαν να υποδουλώσουν τους περήφανους του Ατσέ και στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου, προτίμησαν σοφά να χαρίσουν στο πάλαι ποτέ πανίσχυρο σουλτανάτο τον τίτλο της «ειδικής ημιαυτόνομης περιοχής». Πάντως, είναι αισθητή η παρουσία της κεντρικής εξουσίας, αφού, όπως πληροφορηθήκαμε, στους δέκα χιλιάδες κατοίκους αναλογούν πέντε χιλιάδες ξενόφερτοι φαντάροι και χωροφύλακες.
Με το που φουντάραμε, οι χαμηλόμισθες και διεφθαρμένες Αρχές θα έτριψαν τα χέρια τους, πεπεισμένοι ότι με την παρουσία μας είχαν πετύχει ένα καλό λαχείο, χωρίς όμως να υπολογίσουν τον νοικοκύρη, δηλαδή την ικανοποιητική μας γνώση της ινδονησιακής γλώσσας και των απαιτούμενων διαδικασιών. Ανίκανοι να μας στριμώξουν για άρμεγμα, κατάφεραν να ανακαλύψουν την έλλειψη μιας σφραγίδας από κάποιο πασαβάντι. Χωρίς να το βάλουμε κάτω, στείλαμε φαξ στην αρμόδια υπηρεσία της Τζακάρτα και βαλθήκαμε να περιμένουμε με ανατολίτικη υπομονή και ξεροκεφαλιά, διασκεδάζοντας το χιούμορ της κατάστασης και τις ομορφιές του δασερού νησιού.
Το ταξίδι συνεχίζεται...