Κείμενο - Φωτογραφίες - Βίντεο : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Η συμμετοχή στα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της ακριτικής Ελλάδας αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, επιστροφή στο όμορφο και ρομαντικό παρελθόν, επιστροφή και προσκύνημα στις ρίζες μας. Εκεί τριγυρνάμε συνήθως. Στην ακριτική Ελλάδα, στα απομακρυσμένα και ξεχασμένα χωριά και νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους. Εκεί όπου συνεχίζει να πάλλεται η καρδιά αυτής της χώρας, παρά τις επίμονες προσπάθειες επίορκων καλαμοκαβαλλάρηδων πολιτικών να την κάνουν να σταματήσει. Παρά την αδιαφορία και την επιμονή τους να την αποκαλούν "άγονη γραμμή" προκειμένου να βάλουν χέρι στις επιδοτήσεις των πλοίων και να την εκποιήσουν αργότερα στο παζάρι των ξένων. Ξεχωριστή συνεπώς εμπειρία να περάσει κανείς τις ημέρες του Πάσχα μακριά από την θορυβώδη, αφιλόξενη και απρόσωπη πια Αθήνα. Και πολύ πιο ξεχωριστή να τις περάσει στη "Μάνη" της Καρπάθου. Την Όλυμπο. Είχαμε επισκεφτεί πολλές φορές το μοναδικό αυτό ορεινό χωριό της Καρπάθου, ποτέ όμως το Πάσχα.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, βοηθούσης και της "ΑΝΕΚ LINES", βρεθήκαμε στο "χωριό" της καπετάνισσας. Την Κάσο. Επειδή ο τρόπος του εορτασμού εκεί μας ήταν ήδη γνωστός, αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία και να περάσουμε στην Κάρπαθο. Φορτώσαμε λοιπόν τη Μεγάλη Παρασκευή το απόγευμα το camper στο "Ιεράπετρα" και, σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες - τόσο απέχει η Κάσος απ' την Κάρπαθο με το καράβι - το ξεφορτώσαμε στα Πηγάδια. Δυστυχώς το πλοίο δεν θα προσέγγιζε στο επίνειο της Ολύμπου (Διαφάνι) σ' εκείνο το ταξίδι και έτσι αναγκαστήκαμε να βγούμε στο κυρίως λιμάνι του νησιού. Λίγο η καθυστέρηση στο δρομολόγιο, λίγο ο περίεργος καιρός, λίγο ο κατσικόδρομος από τα Σπόα και μετά, συνετέλεσαν στο να παραμείνουμε εκείνο το βράδυ στα Πηγάδια, να παρακολουθήσουμε εκεί την περιφορά του Επιταφίου και να ξεκινήσουμε για την Όλυμπο το επόμενο πρωί.
Είτε παρακολουθήσαμε πάντως την περιφορά του Επιταφίου σε κάποια Αθηναϊκή συνοικία, είτε την παρακολουθήσαμε στα Πηγάδια, ένα και το αυτό ήταν. Συνυπολογίζοντας μάλιστα και το εκνευριστικό ψιλοβρόχι εκείνης της βραδιάς, μάλλον μετανοιώσαμε που δεν μείναμε στην Κάσο. Κάκισα πάντως, προς στιγμήν, τον εαυτό μου που δίστασα να επιχειρήσω το πέρασμα της "Κακιάς Σκάλας", εκείνο το βράδυ, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να βιώσουμε την εμπειρία της Μεγάλης Παρασκευής στην Όλυμπο.
Από την άλλη, έχοντας ακούσει ότι οι στιγμές που βιώνουν κάθε τέτοια ημέρα οι γυναίκες του χωριού, πενθώντας με τον δικό τους μοναδικό τρόπο τους νεκρούς τους, είναι εντελώς προσωπικές, η στενοχώρια μας για την απώλεια της εμπειρίας αμβλύνθηκε, δεδομένου ότι η δημοσιογραφική μου παιδεία δεν μου επιτρέπει την χρήση "αδιάκριτης" ή "κρυφής" κάμερας...
Διανυκτερεύσαμε λοιπόν στον χώρο της καινούργιας μαρίνας, όπου είχαμε την ευκαιρία να φουλάρουμε και το ρεζερβουάρ του νερού. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, αφού πήραμε τα απαραίτητα εφόδια, βγήκαμε στον δρόμο προς το Απέρι. Κατά λάθος όμως δεν επιλέξαμε τον περιφερειακό δρόμο, που παρακάμπτει το χωριό, και έτσι παρά λίγο να μπλέξουμε άσχημα όταν διασταυρωθήκαμε με κάποια αυτοκίνητα που επέστρεφαν στα Πηγάδια. Δεδομένης μάλιστα και της κακής συνήθειας κάποιων να παρκάρουν και στις δύο πλευρές τού, ούτως ή άλλως, στενού δρόμου, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τι συνέβη όταν το camper μας διασταυρώθηκε με το λεωφορείο της γραμμής, σε ένα δρόμο που με δυσκολία περνάει το ένα μόνο από τα δυο!
Τα δύσκολα πάντως ξεκίνησαν μετά το χωριό Σπόα. Ο δρόμος, από κει και μετά, δεν είναι μόνο στενός. Σε μερικά σημεία είναι, θα έλεγα, και άκρως επικίνδυνος, με τα βράχια να ξεκολλούν από τα πλευρά του βουνού και τον γκρεμό να χάνεται στη θάλασσα. Δεν ξέρω αν έπρεπε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς, που δεν βλέπαμε το γκρεμό και τη θάλασσα ή άτυχους που δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε πέρα απ' τη μύτη μας εξ αιτίας της πυκνής ομίχλης!
Η καπετάνισσα είχε κουρνιάσει τρομαγμένη στο κάθισμα του συνοδηγού και προσπαθούσε να με κρατήσει σε εγρήγορση με παραινέσεις και "συμβουλές". Περιττός κόπος, ωστόσο, αφού τα δικά μου "φρένα" είχαν ήδη τεθεί σε λειτουργία με την τελική ταχύτητα του Ducato να μην υπερβαίνει τα 30 χλμ την ώρα. Η εισαγωγή του βίντεο, που έχει αναρτηθεί στο τέλος αυτού του κειμένου, αναφέρεται σ' αυτό ακριβώς το κομμάτι του δρόμου που θυμίζει ταινία θρίλλερ του Χίτσκοκ! Δείτε το και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα...
Εγώ, προς το παρόν, δεν θα σχολιάσω τίποτε άλλο παρά μόνο ότι ο δρόμος αυτός, που έχει αρχίσει να κατασκευάζεται εδώ και μερικές... δεκαετίες, αναδεικνύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την αδυναμία των κεντρικών και περιφερειακών διοικήσεων και υπηρεσιών να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον και να δημιουργήσουν τα στοιχειώδη εκείνα έργα υποδομής που θα κάνουν ευκολότερη την ζωή αυτών που επιμένουν να ζουν στις πατρογονικές εστίες. Από την άλλη, υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι κάποια έργα δεν ολοκληρώνονται ποτέ γιατί υπάρχουν αντικρουόμενα ιδιωτικά συμφέροντα. Και ο νοών (κάτοικος της Ολύμπου, στην προκειμένη περίπτωση) νοήτω...
Καταφέραμε πάντως, χωρίς προβλήματα, να περάσουμε μέσα από την πυκνή ομίχλη και να φθάσουμε στην τελευταία πλατεία της Ολύμπου, στην είσοδο ακριβώς του γραφικού οικισμού. Αδύνατον βεβαίως να περιγραφεί η έκπληξη αυτού που, για πρώτη φορά, θα φθάσει στην Όλυμπο οδικώς απ' τα Πηγάδια, καθώς ξαφικά, μετά από μια καμπή του δρόμου, κάνει την εμφάνισή του το χωριό σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ενός λόφου, ανάμεσα σε ψηλά και κακοτράχαλα βουνά!
Ήταν ήδη μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου. Θέλοντας λοιπόν να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο, φορτώθηκα τα εργαλεία της δουλειάς και βγήκα σε αναζήτηση της πρώτης πληροφορίας. "Ποιος θα μπορούσε να μας πει κάτι για τα έθιμα και τις παραδόσεις αυτών των ημερών"; ρώτησα τον ιδιοκτήτη του πρώτου καφενείου. Σταθήκαμε μάλλον τυχεροί, γιατί στην ερώτησή μου απάντησε αυθόρμητα μια κοπέλλα που έτυχε να περνάει εκείνη τη στιγμή. "Ελάτε μαζί μου. Η μητέρα μου θα σας δείξει αυτά που θέλετε"!
Πολλά λέγονται και διαδίδονται για το (υποτιθέμενο) "αφιλόξενο" πνεύμα των "απόμακρων" Ολυμπιτών της Καρπάθου και, ομολογώ, ότι μπήκαμε ελαφρώς προκατειλημένοι στο χωριό τους. Οι ανθρώπινες σχέσεις, όμως, και τα αισθήματα φιλοξενίας των κατοίκων ενός χωριού ή ενός νησιού οφείλονται, κατά κανόνα, στους επιθετικούς, αγενείς ή "ψηλομύτες" επισκέπτες. Ήταν αδύνατον λοιπόν εμείς να έχουμε τέτοιου είδους προβλήματα στην Όλυμπο. Μετά μάλιστα από τρεις μόλις ημέρες παραμονής μας στο χωριό αυτό, φύγαμε με την εντύπωση πως αφήναμε πίσω μας πολλούς συγγενείς και φίλους!
Καθ' οδόν μάθαμε ότι μητέρα της Μαρίνας - έτσι λεγόταν η κοπέλλα που προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει - ήταν η σύζυγος του παππά της Ολύμπου. Του παππά Γιάννη Διακογεωργίου. Χαρισματική Ολυμπίτισσα η πρεσβυτέρα Ειρήνη, απολαμβάνει στο χωριό την φήμη για το, άψογα στολισμένο, παραδοσιακό σπίτι της και το ταλέντο της στο νοικοκυριό, τη ραπτική και τη μαγειρική. Όταν μάλιστα, λίγη ώρα αργότερα, περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού της, θυμήθηκα ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα! Πράγματι, όταν πριν από μερικά χρόνια πέρασα από την Όλυμπο, συνοδεία μελών της Ορνιθολογικής Εταιρείας, σε μια αναζήτηση της σπάνιας ορνιθοπανίδας που ευδοκιμεί στην περιοχή αυτή του Καρπάθιου, μού υπέδειξαν και τότε το σπίτι του παππά Γιάννη και της πρεσβυτέρας του, το οποίο, όπως φαίνεται, αποτελεί σημείο αναφοράς για την Όλυμπο.
Και εκεί, στο σπίτι αυτό, ξεδιπλώθηκε μέσα σε λίγες ώρες ολόκληρη η ιστορία της Ολύμπου! Να τα εργόχειρα και τα υφαντά, να το στόλισμα του παλιού παραδοσιακού Καρπάθικου σπιτιού, να το ζυμωτό ψωμί και το Πασχαλινό κατσίκι (ρίφι) γεμιστό με ρύζι, συκωτάκια και μπαχαρικά στον ξυλόφουρνο, να οι "τούρτες" (γλυκές τυρόπιτες) και οι "πούλες" (κουλούρια με αυγό σε διάφορα σχήματα - "κουκνούκους" τα λένε στη γειτονική Κάσο), να οι λαχανόπιτες!
Και λίγο πιο κει, η Μαρίνα Λεντάκη να μαγειρεύει για το χατήρι μας ένα πιάτο αξέχαστες χειροποίητες μακαρούνες με σκόρδο και τσιγαρισμένο κρεμμύδι, παρά τις σκληρές παρατηρήσεις μιας ηλικιωμένης Καρπάθιας ότι ανήμερα του Πάσχα δεν επιτρέπεται να τρώει ο κόσμος σκόρδο! Την παρακούσαμε, όταν έφυγε, και της ζητάμε ταπεινά συγγνώμη, αν διαβάσει αυτό το άρθρο. Δύσκολα όμως μπορούμε να αντισταθούμε στην "εύοσμη" αυτή δημιουργία της γης, ανεξαρτήτως εορτών και εθίμων, το ομολογούμε...
Τέσσερις ημέρες μείναμε στην Όλυμπο, αλλά ήταν όλες τόσο "γεμάτες" που είχαμε στο τέλος την εντύπωση πως είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας! Το πρόβλημα ήταν ότι, καθώς το αυτοκινούμενο ήταν ακινητοποιημένο, η μπαταρία του άρχισε να εξαντλείται. Ας όψεται ο Τζέφρυ και οι ξένοι φίλοι του που δεν μου επέτρεψαν μέχρι σήμερα να τοποθετήσω ένα φωτοβολταϊκό στην οροφή του αυτοκινούμενου.
Βγήκα λοιπόν σε αναζήτηση μιας εξωτερικής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Την Δευτέρα του Πάσχα, καθώς συνέχιζα απεγνωσμένα να ψάχνω τη... ΔΕΗ, πήρε το μάτι μου μια "ξέμπαρκη" πρίζα που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο (υπέθεσα ότι ήταν το κτίριο του Αγροτικού Ιατρείου, γιατί απ' έξω στάθμευε το ασθενοφόρο). Συνέδεσα, χωρίς δεύτερη σκέψη, τη μπαλαντέζα και η μπαταρία του camper ανάσανε! Την άλλη μέρα όμως (Τρίτη του Πάσχα), καθώς εγώ ακολουθούσα και βιντεοσκοπούσα το έθιμο της περιφοράς των εικόνων, η καπετάνισσα, που επέστρεψε νωρίτερα στο αυτοκινούμενο για να μαγειρέψει, μου τηλεφώνησε πως κάποιος έβγαλε τη μπαλαντέζα απ' την πρίζα. "Ξαναβάλτην", της είπα.
Λίγη ώρα αργότερα, όμως, μου τηλεφώνησε πως η μπαλαντέζα είχε και πάλι απομακρυνθεί και διπλωθεί μάλιστα, αυτή τη φορά, στο καρούλι της! Έπρεπε, προφανώς, να εξηγήσουμε στους ανθρώπους ότι χρησιμοποιήσαμε την παροχή για να διατηρήσουμε απλώς ζωντανή τη μπαταρία του αυτοκινούμενου και όχι για να βάλουμε... πλυντήριο ή να στεγνώσουμε τα μαλλιά μας! Είμαι βέβαιος ότι δεν θα είχαν αντίρρηση. Δεν βρήκαμε όμως κανένα, αφού το σπίτι ήταν κλειστό. Φαίνεται λοιπόν πως κάποιος γνωστός ή συγγενής τού απόντος ιδιοκτήτη είδε τη μπαλαντέζα και την αφαίρεσε φοβούμενος ότι θα έρθει "φουσκωμένος" ο επόμενος λογαριασμός! Δεν συνέβη, ευτυχώς, το ίδιο με το νερό, αφού η βρύση ήταν κοινοτική και σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων από την τάπα του αυτοκινούμενου. Και όχι μόνο αυτό. Το νερό ήταν βουνίσιο, πηγαίο και, βεβαίως, πόσιμο!
Δεν υπάρχει πάντως ωραιότερη εμπειρία από το να τριγυρνάει κανείς στα σοκάκια της Ολύμπου. Από τους ανεμόμυλους, που στολίζουν τις κορυφογραμμές των γύρω λόφων, μέχρι τα παραδοσιακά καφενεία. Από τα δρομάκια του οικισμού, πολλά από τα οποία είναι συγχρόνως και στέγες σπιτιών, μέχρι τα δεκάδες εκκλησάκια που είναι διάσπαρτα στο χωριό και τις γύρω πλαγιές. Ένα τραχύ τοπίο, φωτεινό όμως και ζυμωμένο με τον αέρα και τον ήλιο του Καρπάθιου, με τις γυναίκες να περπατούν στα σοκάκια, φιγούρες θαρρείς μιας άλλης εποχής, όλες ντυμένες με την παραδοσιακή φορεσιά και φορώντας τα στιβάνια τους (χειροποίητες δερμάτινες μπότες).
Οι φορεσιές αυτές διαφέρουν, ανάλογα με την εποχή και τις εργασίες που κάνουν οι γυναίκες που τις φορούν. Η γιορτινή φορεσιά των κοριτσιών, που φορούν στις γιορτές και τα πανηγύρια, λέγεται "σακοφούστανο". Αποτελείται από τον σάκο (σακάκι), τη φούστα, τις έντονα χρωματιστές κάλτσες, την ποδιά και το "τεργέκι". Ένα λευκό μαντήλι, σύμβολο της ελεύθερης κοπέλλας, στις άκρες του οποίου κεντιούνται τα "πιτσίλια" (πολύχρωμες χάντρες, πλεγμένες και ραμένες στο μαντήλι με χρυσαφένιο λεπτό κορδονάκι). Το σακοφούστανο ολοκληρώνεται με τα χρυσά νομίσματα που κρέμονται στο στήθος, τις "κολαΐνες", και τις όμορφες χειροποίητες "παντούφλες", κατασκευασμένες από τον παπουτσή του χωριού.
Το "καβάϊ" είναι, μέχρι και σήμερα, η καθημερινή φορεσιά των γυναικών της Ολύμπου και αποτελείται από την πουκαμίσα, τη ζώνη, την ποδιά και το απλό μαντήλι. Κατά τη διάρκεια των εορτών οι Ολυμπίτισσες φορούν το καβάϊ στην πιο ολοκληρωμένη του μορφή, με την μεγάλη μαντήλα στολισμένη με τα πιτσίλια και τα "στιβάνια" (μπότες). Τόσο το σακοφούστανο όσο και το καβάϊ στολίζονται από τα "πλεξούδια", μία φούντα φτιαγμένη από διάφορες χάντρες και στολίδια η οποία πλέκεται στα μαλλιά και καταλήγει στην κάτω άκρη του μαντηλιού. Χαίρεσαι να τις βλέπεις, τις Ολυμπίτισσες γυναίκες, καθώς κυκλοφορούν ντυμένες στα δρομάκια του χωριού. Αλλά και στις δουλειές του σπιτιού, και στο άναμα του ξυλόφουρνου, διατηρούν αυτό το ντύσιμο.
Απόρησα, όταν είδα την κυρία Ειρήνη να μεταφέρει τα ξύλα και να ανάβει τον ξυλόφουρνο. "Εμείς κάνουμε αυτή τη δουλειά", απάντησε με προθυμία στην εύλογη απορία μου. "Είναι μια παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι άνδρες μας βοηθούν μερικές φορές στη μεταφορά κάποιων βαρειών αντικειμένων και ασχολούνται με άλλα πράγματα. Ο παππάς, ας πούμε, φτιάχνει τις ξύλινες κουτάλες που χρησιμοποιώ στην κουζίνα, ενώ η χρήση των μουσικών οργάνων και η κατασκευή των στιβανιών είναι ανδρικό προνόμιο".
Ζει ακόμη στους δικούς της ρυθμούς η Όλυμπος. Απομονωμένη και ξεκομμένη από τον έξω κόσμο, τον χειμώνα κυρίως, με μόνη άμεση επαφή το Διαφάνι, που απέχει επτά μόλις χιλιόμετρα (καλός ασφάλτινος δρόμος). Το Διαφάνι αποτελεί το επίνειο της Ολύμπου και εξασφαλίζει την θαλάσσια επικοινωνία της με τα Πηγάδια και τα υπόλοιπα χωριά της Καρπάθου. "Γειτονιά" όμως της Ολύμπου θεωρείται και το αγροτικό χωριό Αυλώνα, από όπου ξεκινάει το μονοπάτι που καταλήγει στην αρχαία Βρυκούντα, με τους τάφους της Ελληνιστικής εποχής και το μοναδικό "υπόγειο" εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη.
Δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό και το μεσημέρι της Λαμπροδευτέρας φθάσαμε με το παπί στην Αυλώνα και ακολουθήσαμε το χαραγμένο μονοπάτι. Μία ώρα, γρήγορο σχετικώς, περπάτημα χρειάζεται για να γίνει κανείς κοινωνός αυτού του μοναδικού τοπίου με την απαράμιλλη, πρωτόγονη ομορφιά. Η ανάβαση είναι φυσικά δυσκολότερη, ιδίως κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, όταν ο ήλιος μετατρέπει την βραχώδη περιοχή σε υπάιθριο... φούρνο.
Η Βρυκούς ήταν κατά την αρχαιότητα μία από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Καρπάθου και αποτελούσε μαζί με το Ποσείδιο (σημερινά Πηγάδια), την Αρκεσία (Αρκάσα) και τη Νίσυρο (νησάκι Σαρία) την τετράπολη της Καρπάθου. Η Βρυκούς βρισκόταν στη βόρεια ακτή του νησιού, όπου έχουν βρεθεί επιγραφές, νεκρόπολη αλλά και ερείπια αρχαίου και ελληνιστικού οικισμού. Σύμφωνα με ψήφισμα της Βρυκούντος, στο νησί τελούνταν αγώνες αφιερωμένοι στον Ασκληπιό όπου συμμετείχαν και οι τέσσερις πόλεις. Η Βρυκούς πιστεύεται ότι εγκαταλείφθηκε τον 7ο αιώνα μ.Χ. λόγω των αραβικών επιδρομών ή καταστροφής από σεισμό.
Η πιο γνωστή επιγραφή που έχει βρεθεί είναι ένα ψήφισμα για τον Σάμιο ιατρό Μονόκριτο του Μητρόδωρου ο οποίος είχε ασκήσει την ιατρική στη Βρυκούντα επί είκοσι χρόνια. Η επιγραφή και η μετάφρασή της στα Αγγλικά έχουν αναρτηθεί στον βράχο. Σύμφωνα με το ψήφισμα ο Μονόκριτος τιμήθηκε με δημόσιο έπαινο και στεφάνι, ενώ δινόταν το δικαίωμα στον ίδιο και τους απογόνους του να γράφονται σε όποιο δήμο ήθελαν, να τους επιτρέπεται να συμμετέχουν στις ιερές τελετές και γιορτές της πόλης και, τέλος, η μαρμάρινη στήλη με το ψήφισμα να τοποθετηθεί στον περίβολο του ναού του Ποσειδώνος.
Μια παλιά πάντως ανεκπλήρωτη επιθυμία μου, να έρθω μέχρι εδώ, με το φουσκωτό από την Κάσο, την ημέρα της γιορτής του Αγίου (στις 28 Αυγούστου πραγματοποιείται διήμερο γλέντι), έμελλε να ικανοποιηθεί αυτή τη Λαμπροδευτέρα...περπατώντας. Η αλήθεια είναι ότι βρέθηκα κάποιες φορές πολύ κοντά στο σημείο αυτό, αλλά το Τρίστομο και τα Παλάτια της Σαρίας μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μου. Κάποιο ρόλο έπαιξε ίσως και η άγνοιά μου για την ύπαρξη του μικρού τσιμεντένιου προβλήτα, κάτω από το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη. Ίσως, κάποια άλλη φορά, καταφέρω να φθάσω μέχρι εκεί πετώντας...
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει η βραδιά της Ανάστασης στην Όλυμπο. Οι γυναίκες και οι κοπέλλες, ντυμένες με την εορταστική Καρπάθικη ενδυμασία τους, συγκεντρώνονται σε ξεχωριστό τμήμα της εκκλησίας. Ένα είδος γυναικωνίτη ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βρίσκεται στο βάθος του ναού, με ένα ξύλινο διαχωριστικό να τον χωρίζει από τα στασίδια των ανδρών. Ο παππάς, αφού ψάλλει το "δεύτε λάβετε φως", μεταβαίνει πρώτα στον χώρο του γυναικωνίτη και ψάλλει εκεί το "Χριστός Ανέστη".
"Έχουν υπάρξει φορές που ο κόσμος δυσανασχέτησε με την αδιάκριτη παρουσία κάποιων φωτογράφων και οπερατέρ που εκινούντο απρόσεκτα και προκλητικά ανάμεσα στις γυναίκες", μου είπε η Μαρίνα Διακογεωργίου, και συνέχισε. "Μπορείς να φωτογραφίσεις ή να βιντεοσκοπήσεις μένοντας δίπλα στο ξύλινο διαχωριστικό. Εκεί δεν θα ενοχλήσεις και κανένας δεν θα σου κάνει παρατήρηση. Αν, παρ'όλα αυτά, κάποιος ενοχληθεί από την παρουσία σου, πες του ότι έχεις την άδεια του παππά"...
Μια τέτοια απομονωμένη και συντηρητική κοινωνία, η οποία τηρεί ευλαβικά τα έθιμα και τις παραδόσεις της, είναι φυσικό να αντιδρά όταν κάποιοι επιχειρούν να διασπάσουν την συνοχή και την αρμονία της με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά τους, σκέφτηκα, και ακολούθησα πιστά τις οδηγίες της Μαρίνας...
Το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου η πρεσβυτέρα Ειρήνη Διακογεωργίου, που είχε βάλει στοίχημα θαρρείς με τον εαυτό της να μην αφήσει να μου ξεφύγει τίποτε, μου μίλησε για την ζωή της, για την δασκάλα της στη μαγειρική, θυμήθηκε μαντινάδες από τα παιδικά της χρόνια και με μύησε στην προετοιμασία του γεμιστού κατσικιού και το ψήσιμό του στον ξυλόφουρνο. Και τι δεν μπήκε στην κοιλιά εκείνου του ζώου προτού η κυρία Ειρήνη το ράψει με κόκκινη κλωστή. Ρύζι, μαζί με ψιλοκομμένα συκωτάκια, μπαχαρικά, χονδρό αλάτι της θάλασσας, πιπέρι, ντομάτα, μαϊντανό, γάλα και κρεμμύδι. Κι' αν κάτι μου ξεφεύγει, θα τα δείτε όλα στο βίντεο που ακολουθεί. Το παραγεμισμένο ρίφι, αφού τοποθετήθηκε στο ταψί και αλείφτηκε με βούτυρο, μπήκε στη συνέχεια στον ξυλόφουρνο και έμεινε εκεί να σιγοψήνεται μέχρι το μεσημέρι της Λαμπρής. Αν δεν είχα δοκιμάσει, θα είχα σίγουρα χάσει το καλύτερο!
Τη Δευτέρα του Πάσχα σειρά είχαν οι "τούρτες" (γλυκές μυζηθρόπιτες) και οι "λαχανόπιτες". Ξεχωριστό ταλέντο η πρεσβυτέρα, στόλισε με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο τις γλυκές μυζηθρόπιτες, μετατρέποντάς τες, κυριολεκτικώς, σε έργα τέχνης! Είναι παράδοση να φτιάχνουν τις τούρτες αυτές το Πάσχα και να τις προσφέρουν στο νεκροταφείο κατά την περιφορά των εικόνων τη Λαμπρή Τρίτη. "Άρεσαν πολύ στη μητέρα μου και στον αδελφό μου και γι' αυτό τις φτιάχνω κάθε χρόνο", λέει η πρεσβυτέρα φανερά συγκινημένη.
"Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, αυτό το έθιμο ξεθυμαίνει και τη θέση της μυζήθρας, που μοίραζαν στους προσκυνητές οι κτηνοτρόφοι που τυροκομούσαν, των μυζηθρόπιτων, των αυγών και των κουλουριών πήραν οι γκοφρέττες, οι χυμοί και οι σοκολάτες", συμπλήρωσε απογοητευμένη η κόρη τής πρεσβυτέρας, Μαρίνα. "Τα αληθινά λουλούδια και τις μυρτιές αντικατέστησαν πια τα πλαστικά. Θα τα δεις αύριο στο νεκροταφείο και θα διαπιστώσεις πόσο απογοητευτικό είναι το θέαμα", συμπλήρωσε η Μαρίνα...
Τη Λαμπρή Τρίτη συνόδευσα την πομπή με τις εικόνες μέχρι το νεκροταφείο και τα γύρω ξωκλήσια. Ήταν πράγματι έτσι όπως μου τα περιέγραψαν η πρεσβυτέρα και η κόρη της. Φαίνεται πως με την πάροδο του χρόνου, τη συνεχή συρρίκνωση του πληθυσμού, το άγχος, τα οικονομικά προβλήματα και την έλλειψη ή απροθυμία των νέων να αναλάβουν τη σκυτάλη, τα έθιμα και οι παραδόσεις άρχισαν να ξεθωριάζουν. Παρ' όλα αυτά, οι τούρτες, τα χειροποίητα κουλούρια, τα αυγά και η φρέσκια μυζήθρα ήταν εκεί και άμβλυναν κάπως τις δυσμενείς εντυπώσεις από τα γλυκά του ζαχαροπλαστείου, τις γκοφρέττες και τους χυμούς...
Οι εθελοντές, αφού περιέφεραν τις εικόνες, τα εκκλησιαστικά λάβαρα και την ελληνική σημαία στο νεκροταφείο του χωριού, τα περιφερειακά ξωκλήσια και την πηγή, με τον παππά Γιάννη Διακογεωργίου να εκφωνεί ευχές για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας και τους πιστούς να ακολουθούν, κατέληξαν στη μητρόπολη της Ολύμπου και τις εξέθεσαν σε δημόσιο προσκύνημα, με ένα σφηνάκι ρακή και ένα μελωμένο λουκουμά να γλυκαίνει τους πιστούς.
Το έθιμο απαιτεί στη συνέχεια την επαναφορά και το "θρόνιασμα" των εικόνων στην εκκλησία από αυτούς οι οποίοι θα προσφέρουν τα περισσότερα χρήματα. Φαίνεται όμως πως η δύσκολη οικονομική κατάσταση έκανε φέτος τον κόσμο πολύ διστακτικό, σε βαθμό που κανένας δεν ήταν πρόθυμος να πλειοδοτήσει. Τελικώς η παράδοση τηρήθηκε, με την προσφορά συμβολικών χρηματικών ποσών από τέσσερις πιστούς, οι οποίοι μετέφεραν τις εικόνες μέσα στο ναό και τις τοποθέτησαν στη θέση τους, ενώ, την ίδια στιγμή, στο προαύλιο του ναού άρχισαν να συγκεντρώνονται οι οργανοπαίκτες. Η λύρα, το λαούτο και η τσαμπούνα θα αναλάμβαναν, όπως κάθε χρόνο, την διασκέδαση των πιστών.
Φύγαμε από την Όλυμπο αποχαιρετώντας καινούργιους φίλους και κρατώντας στην ψυχή και το μυαλό μας, σαν πολύτιμη παρακαταθήκη, την γλυκειά ανάμνηση μιας Ελλάδας που ακόμη αντιστέκεται...