Κείμενο - Φωτογραφίες - Βίντεο : Μπάμπης Κωνσταντάτος.
«Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά-πολλά χρόνια, σ’ ένα νησί, όταν ξύπνησαν ένα πρωί οι τσοπαναρέοι αντίκρυσαν τα πάντα κάτω από ένα παχύ στρώμα χιονιού. Τα μαντριά τους κι αυτά είχαν σκεπαστεί από το χιόνι κι όταν τα ξέθαψαν βρήκαν όλα τους τα ζώα παγωμένα, νεκρά. Μεγάλο το κακό και μεγαλύτερη η θλίψη τους. Μη ξέροντας τι άλλο να κάνουν, έβγαλαν τα κουδούνια από τα νεκρά ζώα, τα ζώστηκαν στη μέση τους και, σκεπάζοντας τα πρόσωπά τους με κομμάτια από προβιές, άρχισαν να χοροπηδάνε μέχρι πτώσης, εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη θλίψη τους ή, κατ’ άλλους, προσπαθώντας να την θάψουν βαθιά μέσα στην ψυχή τους, κάτω από την προβιά του τράγου και τον τρομακτικό θόρυβο που έκαναν τα κουδούνια χορεύοντας, ακολουθούμενοι από τις συντρόφους τους, τις κορέλες. Θρήνος ή γιορτή για ένα νέο ξεκίνημα για τους Γέρους και τις Κορέλες; Ποιος ξέρει».
Αυτή, ωστόσο, είναι η... εύκολη και για κάποιους η βολική εξήγηση της προέλευσης του εθίμου. Η άλλη εξήγηση (και πιθανότερη) είναι ότι ο χορός του Γέρου με την Κορέλα είναι αρχαίο παγανιστικό έθιμο, που συμβολίζει τη γενετήσια πρόκληση, το κάλεσμα της φύσης για την αναπαραγωγή στην αρχή της άνοιξης (ο χορός του τράγου και ο τράγος που θεωρείτο σύμβολο του σεξ). Πρόκειται για ένα ακόμα έθιμο της αποκριάς, το οποίο συναντάμε σε παραλλαγές σε πολλές τοποθεσίες της Ελλάδας, αλλά εδώ στη Σκύρο διατηρεί την πιο δυνατή αναβίωσή του.
Στην Σκύρο, μέχρι και σήμερα, κάθε σπίτι έχει τη δικιά του στολή του Γέρου (η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι το «γέρος» είναι παράφραση του «κέρος» δηλαδή κέρατο) και της Κορέλας (κόρης), που παλιότερα, (κάποιοι το διατηρούν και σήμερα) η «κορέλα» ήταν άνδρας. Έτσι, κάθε απόκριες, σαν μονάδες αλλά και κατά ομάδες, οι Γέροι με τις Κορέλες βγαίνουν και χορεύουν στα σοκάκια δημιουργώντας μια μοναδική ατμόσφαιρα θεάματος και θορύβου. Αυτή η ατμόσφαιρα είχα ακούσει ότι υπάρχει και φέτος αποφάσισα να γνωρίσω από κοντά.
Ανέκαθεν, στη δημοσιογραφική μου ζωή, τα ταξιδιωτικά άρθρα μου άρεσαν περισσότερο από ό,τι άλλο έγραφα. Και έχω κάνει πολλά. Και κάθε φορά, πριν αρχίσω να γράφω κάποιο, σκεφτόμουν πολύ πώς να ξεκινήσω το ταξιδιωτικό. Συνήθως άρχιζα με στοιχεία από την ιστορία του τόπου που είχα επισκεφτεί, κάτι που θεωρούσα ότι ήταν απαραίτητο να γνωρίζει ο αναγνώστης. Σήμερα, όμως, στην εποχή του internet, του google και της Wikipedia θα ήταν μάλλον ανόητο να κάνω το ίδιο, αφού θα διακινδύνευα να θεωρηθεί στείρα η έμπνευσή μου, υιοθετώντας την ευκολία της προσφοράς του... copy-paste.
Έτσι, αυτή τη φορά θα σας πω άλλα, που δεν θα έχουν να κάνουν με ό,τι μπορείτε να βρείτε πατώντας στο google τη λέξη ΣΚΥΡΟΣ, αλλά με πράγματα που είδαν τα μάτια μου, άκουσαν τα αυτιά μου, μύρισαν τα ρουθούνια μου και άγγιξαν τα χέρια μου. Μα, κυρίως, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσε η ψυχή μου, που είναι το πιο δύσκολο, γιατί αυτό ούτε φωτογραφίζεται ούτε βιντεοσκοπείται.
Στη Σκύρο είχα πάει πρώτη φορά το 1983, αλλά λίγα έως τίποτα θυμάμαι από τότε, αφού με μια μάσκα και ένα ψαροτούφεκο δεν έκανα τίποτα άλλο από το να κυνηγάω ψάρια στους πανέμορφους βυθούς του νησιού. Η επόμενη φορά ήταν το 2005, όταν με τον Ιωσήφ και την Άννα στο ταξίδι μας από το Φάληρο στην Κωνσταντινούπολη με το φουσκωτό τους, σταματήσαμε για καύσιμα στη Λιναριά της Σκύρου. Όπως αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, αφού η Σκύρος μέχρι τώρα ήταν για μένα ένας άγνωστος προορισμός, διατηρούσε ολόκληρη τη μαγεία της ανακάλυψής της.
Ο Αχιλλέας, το όμορφο καράβι της Σκυριανής εταιρείας, εκτελεί καθημερινά δρομολόγια (αυξημένα στις περιόδους αιχμής) από την Κύμη της Εύβοιας προς το λιμάνι της Σκύρου, την Λιναριά. Το ταξίδι διαρκεί μια ώρα και σαράντα λεπτά και αξίζει να σημειωθεί ότι τα ναύλα είναι ιδιαίτερα φτηνά (camper 6 m συν δύο επιβάτες 64 ευρώ πήγαινε και 57 έλα). Το λιμάνι της Λιναριάς είναι μικρό (έχει μόνον 15 θέσεις για τουριστικά σκάφη), ωστόσο, οι παροχές και η κατάσταση που επικρατεί σ’ αυτό θα κάνουν να κοκκινίσει από ντροπή ακόμα και η πιο μεγάλη οργανωμένη μαρίνα της Ελλάδας. Το μόνο πρόβλημά της είναι το ότι η απόσταση μέχρι την απέναντι κάλυψη από τον πουνέντη είναι μεγάλη. Έτσι, με τους δυτικούς αέρηδες, σηκώνεται κυματισμός στα ντόκα.
Με το που έφτασα εδώ η πρώτη ευχάριστη αίσθηση ήταν ότι όλα τα επαγγελματικά ψαράδικα σκάφη που είδα δεμένα στο ντόκο ή τραβηγμένα έξω στο καρνάγιο, ήταν ξύλινα παραδοσιακά και άριστα συντηρημένα. «Να και κάποιοι νησιώτες που δεν «τσιμπήσανε» στην υπόδειξη των Ευρωπαίων να πάρουν φράγκα και να καταστρέψουν τα καϊκια τους» σκέφτηκα, και αυτό με γέμισε ξαφνικά με μια ανεξήγητη ελπίδα. Στις άκρες του λιμανιού είδα δύο πάρκινγκ Ι.Χ. αυτοκινήτων με αρκετές θέσεις, ενώ στο ντόκο υπήρχαν pillars με παροχές ρεύματος και νερού, όπου η ταμπέλα πληροφορούσε ότι με την πληρωμή του σχετικά μικρού λιμανιάτικου, ο σκαφάτος εξασφαλίζει πρόσβαση στο διαδίκτυο, ρευματοληψία και νερό, και ότι όλη αυτή η υποδομή είναι μια προσφορά των καταστηματαρχών.
Σε κάποιες γωνιές υπήρχαν μεγάλα καρότσια τα οποία απελευθερώνονταν με την εισαγωγή νομίσματος (όπως στα super markets) ώστε καθένας να τα χρησιμοποιεί για να μεταφέρει τα σκουπίδια του στους κάδους, τα ψώνια του στο σκάφος ή ό,τι άλλο του είναι δύσκολο να κουβαλήσει στα χέρια, και να τα επιστρέφει στη θέση τους. Και βέβαια υπάρχει και μια πολύ καλή γλίστρα σε κοινή χρήση.
Και εκεί που τα χάζευα όλα αυτά, είδα κάποιον με ένα τροχήλατο πλυστικό μηχάνημα να καθαρίζει με ζεστό νερό σε πίεση τους προβλήτες! «Πού βρίσκομαι», σκέφτηκα, «σ’ ένα μικρό ελληνικό νησί, ή σε κάποια οργανωμένη μαρίνα της Τουρκίας;» (όσο κι αν ντρέπομαι γι’ αυτή μου την σκέψη, αυτή είναι η αλήθεια). Όταν άνοιξα μια βρύση από τις παροχές ύδρευσης στο ντόκο και διαπίστωσα ότι έτρεχε άφθονο νερό, πριν κοτσάρω τη μάνικά μου για να γεμίσω το τάνκι του camper, πήγα λίγο πιο πέρα που είδα έναν λιμενικό και τον ρώτησα αν μπορούσα να πάρω νερό και αν έπρεπε να πληρώσω κάτι. Ευγενέστατα μου είπε ότι το νερό ήταν ελεύθερο και στη συνέχεια μου υπέδειξε πού θα μπορούσα να παρκάρω για να διανυκτερεύσω.
Το ασφάλτινο οδικό δίκτυο της Σκύρου είναι πολύ καλό και με κάθε είδους τροχοφόρο ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί σε όλο το νησί. Ο δρόμος που ξεκινάει από την Λιναριά προς την πρωτεύουσα Σκύρο, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του νησιού και βλέπει στο νοτιά και στην ανατολή, συνεχίζει μέχρι το βορειότερο άκρο του οικισμού με τα Δρακονήσια, ενώ λίγο πιο πριν, η διασταύρωση οδηγεί στην βόρεια πλευρά, όπου βρίσκεται και το αεροδρόμιο με τους δύο αεροδιαδρόμους (στρατιωτικό και πολιτικό). Ο ίδιος δρόμος συνεχίζει σε όλη την δυτική πλευρά, όπου μέσα από πευκόφυτο δάσος (έχει γλυτώσει από τη φωτιά) περνάει από την παραλία της κυρά Παναγιάς, το χωριουδάκι Ατσίτσα, τον Άγιο Φωκά, σκαρφαλώνει σε ένα πανέμορφο βουνό και στη συνέχεια κατηφορίζει για να συμπληρώσει τον κύκλο στις Αχερούνες, την παραλία δίπλα στη Λιναριά. Λίγο πριν από αυτή τη διασταύρωση, ένα δρομάκι κατηφορίζει στον όρμο του Πεύκου, ένα πανέμορφο μέρος με αμμουδερή παραλία, μερικά εξοχικά σπίτια και δύο ταβέρνες.
Περνώντας την διασταύρωση του αεροδρομίου, πριν δούμε θάλασσα, πέσαμε πάνω σ’ ένα χωματόδρομο που η ταμπέλα έλεγε "προς Άγιο Πέτρο". Πήγαμε κατά εκεί. Ο δρόμος χώμα αλλά βατός, μας έβγαλε σε μια διχάλα όπου υπήρχε μια ταβέρνα. Αριστερά πήγαινε προς την παραλία του Αγίου Πέτρου αλλά ο δρόμος ήταν μόνον για τετρακίνητο όχημα και βάλε. Πήραμε τον άλλον, που ήταν πιο βατός, αλλά κι αυτός κακός. Φτάσαμε μέχρι τη μάντρα του αεροδρομίου, χαζέψαμε ένα μαντρί με γουρούνια αλλά δεν καταφέραμε να φτάσουμε στη θάλασσα αφού ο κι αυτός ο δρόμος εξελισσόταν σε μονοπάτι. Τα πίσω μπρος, λοιπόν, και συνέχεια από την άσφαλτο για τη δυτική ακτή.
Ο κόλπος της κυρά Παναγιάς είναι όμορφος, με πεύκα που χαρίζουν σκιά το καλοκαίρι, παραλία και ταβέρνα. Η παραλία είναι αρκετά καλή αλλά η θάλασσα πετρώδης και δεν κάνει για αμμουδερά παιχνίδια. Εκεί το καλοκαίρι γίνεται χαμός από κατασκηνωτές, όπως έμαθα, αλλά τώρα ήμασταν μόνοι μας και το ευχαριστηθήκαμε. Στήσαμε το camper δίπλα στο εκκλησάκι και επωφελούμενοι από τον καλό καιρό μείναμε δύο μέρες, όπου χάρη στο ψαροτούφεκο που είχα φροντίσει να πετάξω μέσα στο γκαράζ του camper, φάγαμε και ψαράκια.
Η Ατσίτσα βρίσκεται στον επόμενο κόλπο, 500 μέτρα πιο κάτω. Πρόκειται για ένα μικρό πανέμορφο κόλπο με ένα νησάκι στο άνοιγμά του, που αυτό λέγεται Ατσίτσα και ονομάστηκε έτσι και ο συνοικισμός. Στην πραγματικότητα εδώ το 1900 μια γερμανική εταιρεία έφτιαξε πέτρινους πυλώνες για να μετακινείται σιδηρόδρομος ο οποίος μετέφερε μετάλλευμα σε πλοία. Το υπέδαφος ήταν πλούσιο σε σίδερο και νικέλιο και οι τελευταίες εξορύξεις έγιναν από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου για την κατασκευή όπλων. Μετά τον πόλεμο τα μεταλλεία έκλεισαν και έχουν απομείνει μόνο οι πανέμορφοι πυλώνες να θυμίζουν την ύπαρξη των μεταλλείων.
Μέχρι τον κόλπο του Αγίου Φωκά είναι 6 χλμ. απόσταση και ο δρόμος στενός αλλά άσφαλτος. Και στον Άγιο Φωκά δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από παραλία, δύο αγροικίες και ταβέρνα, που εξυπηρετούν τους καλοκαιρινούς επισκέπτες, που στους μήνες αιχμής δεν είναι λίγοι. Στη συνέχεια ο δρόμος ανηφορίζει και η θάλασσα χάνεται πίσω από τα υψώματα μέχρι που βγήκαμε στην «βεράντα» με το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου από όπου η θέα φτάνει μέχρι τη Λιναριά.
Το επόμενο κολπάκι είναι ο Πεύκος, και εδώ συμπληρώνεται ο οδικός κύκλος του βόρειου μέρους της Σκύρου. Ακολουθώντας τον δρόμο προς Καλαμίτσα, από τον Ασπού περάσαμε στο Αχίλι. Στο Αχίλι σταμάτησα και χάζεψα μια καταπληκτική μαρίνα που ήταν ατέλειωτη. Για να πω την αλήθεια εμένα μου φάνηκε ιδανική η θέση από προστασία, αλλά όταν το συζήτησα με τον Κυριάκο, τον πρόεδρο του λιμενικού ταμείου, μου είπε πως ήταν πεταμένα λεφτά και πως αυτή η μαρίνα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα τουριστικά κότερα. Το πιο σωστό για την ναυτική τουριστική ανάπτυξη της Σκύρου, και αυτό που πρέπει να γίνει, είναι η προέκταση του λιμανιού της Λιναριάς.
Στην Καλαμίτσα πιάσαμε θάλασσα, όπου συνεχίζοντας, έχοντας δεξιά μας μια απίστευτη θέα των σμαραγδένιων κόλπων και του πελάγους, περάσαμε το Νύφι και φτάσαμε σε μια διασταύρωση που δεξιά πήγαινε στη ναυτική βάση του Πολεμικού Ναυτικού. Ίσια δεν υπήρχε καμιά επισήμανση αλλά αποφάσισα να πάω να δω πού βγάζει αυτός ο δρόμος. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε σε ένα βραχώδες ξερό τοπίο, συναντώντας μόνον αιγοπρόβατα. Εδώ θα ήθελα να σας πω ότι η Σκύρος δίκαια διεκδικεί τον τίτλο του μεγαλύτερου κτηνοτροφικού κέντρου αιγοπροβάτων, αφού ο πληθυσμός τους αυτή τη στιγμή ξεπερνάει τα 70.000 ζώα. Το γιατί τώρα τα σφαγεία που κατασκευάστηκαν δεν λειτουργούν, είναι κι αυτό ένα από τα τόσα περίεργα αυτής της χώρας και εγώ αναρμόδιος να σχολιάσω περαιτέρω.
Στο τέλος της ανηφοριάς βρεθήκαμε σε ένα πανέμορφο οροπέδιο με μεγάλες γούρνες νερού, αρκετά δέντρα και καταπράσινα λιβάδια. Ένα μαγικό τοπίο πίσω από την ξεραϊλα των βράχων, όπου εκεί βοσκούσαν δεκάδες μικρά αλογάκια. Τα γνωστά σκυριανά πόνυ, που είχα δει ένα δύο από αυτά σε μια αυλή αλλά ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι τα πολλά ζουν ελεύθερα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι και προσπάθησα να τα πλησιάσω. Εξεπλάγην όταν κατάλαβα ότι με άφηναν να πλησιάσω αρκετά ώστε να τα φωτογραφήσω, αλλά αρκετά μακριά για να τα αγγίξω. Δεν το προσπάθησα, όμως, και αρκέστηκα να τα χαζεύω να παίζουν μεταξύ τους λες και ήθελαν να μου δείξουν τη χαρά τους που ζουν εδώ ελεύθερα.
Από περιέργεια συνέχισα στον ίδιο δρόμο για να δω πού βγάζει. Κάποια στιγμή κατηφορίζοντας το κλειστό στροφιλίκι είδα κάτω ότι ο δρόμος τερμάτιζε σε ένα γκρέμι πάνω από τη θάλασσα, όπου υπήρχε μόνο μια κεραία. Όταν γύρισα και ρώτησα τι ήταν εκεί, μου είπαν ότι και σ’ αυτό το σημείο ήταν ή θα γινόταν βάση του Πολεμικού Ναυτικού. «Σε δουλειά να βρισκόμαστε», σκέφτηκα.
Η χώρα της Σκύρου είναι κάτι το ξεχωριστό, το ήξερα. Έτσι αφού τριγυρνάγαμε μια εβδομάδα στο νησί, αφήσαμε τις τελευταίες μέρες, μαζί και το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας, να τις περάσουμε στη χώρα της Σκύρου. Βρήκα ένα πολύ βολικό μέρος να παρκάρω το camper και από εκεί με τα πόδια πηγαινοερχόμαστε μέσα στην πόλη. Οι Γέροι με τα κουδούνια και τις Κορέλες, κάθε μέρα από το απόγευμα μέχρι τα ξημερώματα, δημιουργούσαν την χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της αποκριάτικης Σκύρου, αλλά αυτό μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι.
Στη συνέχεια, την ίδια μέρα, ξεκίνησε το έθιμο της Τράτας. Πρόκειται για ένα παλιό καϊκι που φέρνουν πάνω σε τρέιλερ μέχρι την πλατεία το οποίο συνοδεύουν μουτζουρωμένοι με φούμο κουρελήδες ναύτες. Μόλις το στήσουν ανάμεσα στον κόσμο, ανεβαίνει κάποιος από αυτούς στην πλώρη και αρχίζει να διαβάζει την πανηγυρική σάτιρα της αποκριάς. Μιλάμε για τόσο γέλιο, που και Σκυριανός να μην είσαι (και δεν γνωρίζεις τα τοπικά δρώμενα) κρατάς την κοιλιά σου. Μόλις τελειώσει κι αυτό, ξεκινάει το γλέντι με όλους να γίνονται μια παρέα.
Την καθαρή Δευτέρα η πλατεία αρχίζει να γεμίζει κόσμο από το πρωί. Το μεσημέρι φτάνουν και οι Σκυριανοί με τις παραδοσιακές στολές τους, οι οποίοι ξεκινούν το χορό. Παρά την βροχή που έπιασε ο χορός δεν σταμάτησε και όταν εμείς φύγαμε αργά το βράδυ η μουσική μας συνόδευε μέχρι που ξεραθήκαμε από τον ύπνο.
Αυτά όσον αφορά στον εορτασμό της Αποκριάς στη Σκύρο, που πράγματι διατηρεί κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Ωστόσο, εκτός από την παράδοση, η οποία τηρείται με σεβασμό και ακρίβεια, εκείνο που με εντυπωσίασε σ’ αυτή τη γιορτή ήταν ότι οι Σκυριανοί και οι Σκυριανές δεν βάζουν τις παραδοσιακές στολές τους και χορεύουν επειδή το θέλει το έθιμο, ή, ας πούμε, σαν ατραξιόν. Το γουστάρουν αυτό που κάνουν, αισθάνονται περήφανοι και αν τους ρωτήσεις, μόνο πρακτικοί, θα σου πουν, είναι οι λόγοι που δεν είναι έτσι ντυμένοι σε καθημερινή βάση. Αλλά είναι και ο τρόπος που γλεντούν: Σαν μια παρέα και αυτό τίποτα δεν το χαλάει.
Η Σκύρος, όμως, δεν είναι μόνον απόκριες και γλέντια. Αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι η ιστορία της και ο πολιτισμός της. Μια ιστορία που ξεκινάει 3000 χρόνια π.Χ., όπως φαίνεται από τους αρχαίους οικισμούς του Παλαμαριού, της Φούρκας κ.λπ, αλλά και από τα ευρήματα που στολίζουν το αρχαιολογικό της μουσείο. Ένα μουσείο που θα ήταν πολύ μεγάλη παράλειψη να μην επισκεφτεί όποιος έρθει στη Σκύρο. Εκεί θα βρει κι έναν άνθρωπο, που σαν φύλακας του μουσείου αλλά και παρακολουθώντας το στήσιμό του επί 30 χρόνια, ξέρει να σας πει πράγματα που δεν θα παρατηρήσετε ή σας ξέφυγαν, ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Όπως, για παράδειγμα, οι σκαμμένοι βράχοι στα Πουριά, που δεν είναι αρχαίος οικισμός, αλλά ένα αρχαίο λατομείο από το οποίο έκοβαν μεγάλα κομμάτια πέτρας για να τα μεταφέρουν στα νεκροταφεία και να τα χρησιμοποιήσουν σαν ταφόπαλακες.
Γι’ αυτό το μουσείο δεν μου βγαίνει να σας πω τίποτα, γιατί ό,τι και να πω θα είναι λίγο και άχαρο, μπροστά σ’ αυτό που είδα και αισθάνθηκα εκεί μέσα. Ο Μάνος Φαλτάϊτς, παρά το ξενικό του όνομα ήταν γέννημα θρέμμα Σκυριανός. Ο Πατέρας του, Κώστας Φαλτάϊτς, ήρθε στο νησί από τη Σμύρνη και εδώ αφοσιώθηκε στη δημιουργία μιας ιστορικής καταγραφής του πολιτισμού μας, όχι μόνο του Σκυριανού αλλά του ελληνικού έθνους. Ο Μάνος συνέχισε και μεγάλωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτή τη συλλογή και αυτό που υπάρχει σήμερα σ’ αυτό το μοναδικό χώρο δεν έχει όμοιό του στη χώρα μας. Μέσα δε, από το πολύ πλούσιο ζωγραφικό έργο του Μάνου διαφαίνεται μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα που, όταν φεύγοντας μετά από ώρες από το μουσείο έμαθα από τη σύζυγό του Αναστασία Φαλτάϊτς (αυτή το συντηρεί και το διατηρεί σήμερα) ότι ο Μάνος έφυγε από τη ζωή μόλις τον περασμένο Δεκέμβρη σε ηλικία 73 ετών από αρρώστια, ένιωσα άτυχος που ήρθα στο... και πέντε και δεν τον γνώρισα.
Η χώρα της Σκύρου εκτείνεται προστατευμένη από τους δύο λόφους, τον μεγάλο του κάστρου, εκεί που είναι χτισμένο και το παλιό μοναστήρι (δυστυχώς ήταν κλειστά και τα δύο λόγω έργων), και τον μικρότερο της Φούρκας, εκεί που ανακαλύφθηκε αρχαίος οικισμός. Ωστόσο σήμερα η πόλη έχει επεκταθεί προς βορράν, μέχρι την παραλία του Μώλου και τα Πουριά, εκεί που υπάρχουν και τα περισσότερα ενοικιαζόμενα τα οποία γεμίζουν στην καλοκαιρινή περίοδο.
Για μπάνιο το νησί έχει πολλές παραλίες με μεγαλύτερη και κοντινότερη αυτή που εκτείνεται σε όλη την ανατολική πλευρά κάτω από τη χώρα της Σκύρου και συνεχίζει για αρκετά χιλιόμετρα προς το βοριά. Πηγαίνοντας νότια, μετά το Νύφι φαίνεται ένας μεγάλος κόλπος με παραλία αλλά ο δρόμος για εκεί είναι κάπως δύσκολος για συμβατικό αυτοκίνητο. Εκτός από αυτό, στην είσοδο εκείνος που έχει κτίσει εκεί κάτω ένα σπίτι έβαλε και ένα συρμάτινο εμπόδιο. Για το σπίτι δεν ξέρω, αλλά το εμπόδιο είναι εντελώς παράνομο και το έβαλε ο τύπος με τη δικαιολογία να μην κατεβαίνουν στο σπίτι του τα κατσίκια. Εμένα, ωστόσο, μου φάνηκε περισσότερο σαν εμπόδιο για να αποθαρρύνει την κάθοδο τουριστών. Αν πάτε και σας αρέσει αυτή η παραλία βγάζετε κανονικά το σύρμα και κατεβαίνετε.
Ο επόμενος κόλπος που θα δείτε από ψηλά, συνεχίζοντας τον ίδιο δρόμο, κλείνεται από δύο νησιά: Το Σαρακίνο (μεγάλο) και την Πλατιά (μικρότερο). Εδώ θέλησα να κατέβω, αφού ο δρόμος ήταν άσφαλτος, αλλά έπεσα σε κλειστή περιοχή του Πολεμικού Ναυτικού. Με σκάφος, όμως, μπορείς να πας και να απολαύσεις ένα από τα ομορφότερα σημεία του νησιού. Όταν, βέβαια, διαθέτετε και κάποιο πλεούμενο, οι ομορφιές που ανοίγονται στη πλώρη σας είναι πολλές, αφού στο νησί υπάρχουν πολλά κολπάκια, με πρόσβαση μόνον από θάλασσα, αλλά και πλήθος από βραχονησίδες πολύ κοντά στις ακτές.
Κάνοντας βόλτες στα γραφικά σοκάκια της χώρας της Σκύρου σκαρφαλώσαμε και μέχρι το κάστρο, το οποίο αν και δεν το είδαμε αφού, ήταν κλειστό λόγω έργων επισκευής του, όπως προανέφερα, απολαύσαμε τη θέα του πελάγους από το μπαλκόνι που υπάρχει στην είσοδό του. Κατηφορίζοντας με τα πόδια για την πλατεία, στη βιτρίνα ενός κλειστού καταστήματος είδα μια περίεργη αφίσα. Έδειχνε στο βάθος ένα δάσος από ανεμογεννήτριες και σε πρώτο πλάνο μια από αυτές, που από τη μια μεριά την έσπρωχνε για να την στήσει ένας παππάς, υποβοηθούμενος από κάποιον κουστουμαρισμένο, και από την άλλη ένας μικρός στρατός αγροτών με αρχηγό τον Άη Γιώργη προσπαθούσε να τους εμποδίσει. Αργότερα ρώτησα και έμαθα τα καθέκαστα:
Το νότιο τμήμα του νησιού, εκεί που είχα πάει και είχα δει τα ελεύθερα πόνυ, είναι ιδιοκτησία της μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου όρους. Οι παπάδες, λοιπόν, έχουν δώσει αυτό το τμήμα του νησιού για να τοποθετηθούν ανεμογεννήτριες (με τι αντάλλαγμα άραγε;). Και δεν μιλάμε για 3 ή 4 που θα κάλυπταν τις ανάγκες του νησιού σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλά ένα μεγάλο αριθμό ανεμογεννητριών τελευταίας τεχνολογίας (ύψος 150 μέτρα και πτερύγιο έλικας 90 μέτρα), οι οποίες για να φυτευθούν θα πρέπει να γίνει μεγάλης έκτασης και βάθους εκβραχισμός, όπου θα καταστραφεί όχι μόνο ο βοσκότοπος αλλά και ο βασικότερος και καθαρότερος υδροφόρος ορίζοντας του νησιού. Το τι θα γίνει κανείς δεν το ξέρει, αλλά οι Σκυριανοί την τρέμουν μια τέτοια εξέλιξη.
Καθισμένος σε καφενείο της πλατείας, το οποίο διέθετε και την ευκολία της πρόσβασης στο διαδίκτυο, διάβασα σ’ αυτό εδώ το site την επιστολή της ιατρού Ελένης Γεωργιάδη, η οποία, από σύμπτωση, είναι γιατρός στη Σκύρο. Ρώτησα, μου είπαν πού θα την βρω και πήγα για να μου πει δυο λόγια, κάτι σαν συνέντευξη αναφορικά με την καταγγελία της για το νέο σύστημα περίθαλψης. Με δέχτηκε στο ιατρείο της και είπαμε πάρα πολλά, όμως, με παρακάλεσε να μην γράψω τίποτα: «’Ο,τι είχα να πω το είπα στην επιστολή μου, κάθε περαιτέρω αναφορά θα ήταν κάτι σαν διαφήμιση και δεν θα ωφελούσε. Γράψε μόνο για τη Σκύρο που την αγαπάω όπως μ’ αγαπάει κι’ αυτή», μου είπε, κι’ εγώ σεβάστηκα την επιθυμία της. Εξ άλλου αυτή την αγάπη την ένιωσα και ο ίδιος όσες μέρες έμεινα σ’ αυτό το νησί.
Αγαπητοί αναγνώστες, φιλαράκια μου, λυπάμαι. Λυπάμαι γιατί, ενώ στην αρχή σας υποσχέθηκα ότι μέσα από αυτό το οδοιπορικό θα σας μεταφέρω πράγματα που αισθάνθηκα σ’ αυτές τις 10 μέρες που έμεινα στη Σκύρο, θεωρώ ότι δεν το κατάφερα. Κι’ αυτό γιατί, για να αισθανθείς την Σκύρο θα πρέπει να τη ζήσεις, να μείνεις στο νησί, ν’ ανακατευτείς με τους κατοίκους και να νιώσεις τη ζωή τους. Στη Σκύρο δεν υπάρχουν αλλοδαποί παρά μόνον Έλληνες Σκυριανοί και αν υπάρχουν κάποιοι δεν τους ξεχωρίζεις γιατί έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό στοιχείο. Δεν θα ήθελα να θεωρηθώ ρατσιστής και συγχωρήστε με, αλλά την Ελλάδα μας την θέλω πια μόνο για εμάς, τους Έλληνες. Στη Σκύρο, λοιπόν, βρήκα μόνον Έλληνες που κυκλοφορούσαν, συζητούσαν, συμπεριφέρονταν και γλένταγαν σαν μια παρέα.
Κάποια στιγμή είδα μια λεμονιά γεμάτη λεμόνια και έτσι μού' ρθε να απλώσω το χέρι και να κόψω μερικά. Την ίδια στιγμή, όμως, ήρθαν στο νου μου τα λόγια ενός γέρου που είχα πιάσει κουβέντα την προηγούμενη μέρα: «Πάρκαρε το camper σου όπου θέλεις και μην ανησυχείς για τίποτα, εδώ κανείς δεν απλώνει χέρι, είναι ντροπή». Έτσι κι εγώ δεν άπλωσα το χέρι μου να κόψω λεμόνια.
Τις παραδοσιακές στολές τους την Καθαρή Δευτέρα τις φοράνε όχι για να μασκαρευτούν, αλλά γιατί το θεωρούν ευκαιρία να εκφραστούν, όπως θα θέλανε να εκφράζονται όλες τις μέρες του χρόνου, αλλά πρακτικοί λόγοι τους κάνουν να το αποφεύγουν. Για να νιώσει κάποιος αυτά που νιώσαμε εμείς στη Σκύρο θα πρέπει να έρθει στο νησί και να το γυρίσει, αλλά το βασικότερο είναι να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους κατοίκους και τις συνήθειές τους.
Καθώς απομακρυνόταν ο "Αχιλλέας" από το λιμάνι της Λιναριάς δεν αισθανθήκαμε ότι φεύγαμε από την Σκύρο, αλλά ότι αφήναμε στην πρύμη μας την Ελλάδα. Μια Ελλάδα που υπάρχει ακόμα εκεί αλώβητη και ανεπηρέαστη, λες και τα γαλάζια νερά που την περιβάλλουν την φυλάνε και την προστατεύουν.