Του Σωτηρίου Καλαμίτση.
Η χαροκαμμένη μάνα του Παύλου Φύσσα εξέφρασε την «απαίτηση» να είναι παρόντες οι κατηγορούμενοι στη δίκη, ώστε να ακούνε αυτά που τους καταμαρτυρούν οι μάρτυρες. Αυτή την απαίτηση δεν μπορεί κανείς να την κρίνει με οποιονδήποτε τρόπο. Εκείνο, όμως, που μπορεί να κάνει είναι να εξηγήσει γιατί κανείς δεν μπορεί να επιβάλει στους κατηγορουμένους και της συγκεκριμένης δίκης να παρίστανται στο ακροατήριο αντί να απουσιάζουν εκπροσωπούμενοι από τους συνηγόρους του.
Μέχρι πριν δέκα χρόνια περίπου ήταν υποχρεωτική η παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, τουλάχιστον όταν επρόκειτο για κακούργημα. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στο Στρασβούργο διαμόρφωσε μέχρι το 2000 το δικαίωμα του κατηγορουμένου να απουσιάζει εκπροσωπούμενος από συνήγορο σε οποιαδήποτε ποινική δίκη ανεξαρτήτως του βαθμού του αδικήματος. Σημείωνε το δικαστήριο σε μία απόφασή του:
«... Η αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου είναι κεφαλαιώδους σημασίας τόσο λόγω του δικαιώματος παράστασης όσο και για τον έλεγχο της ακρίβειας των δηλώσεών του και τη σύγκρισή τους με εκείνες του θύματος – τα συμφέροντα του οποίου πρέπει να προστατευθούν- και των μαρτύρων [υπόθεση Poitrimol παρ. 35]. Συνεπώς, το Κράτος νομιμοποιείται να αποθαρρύνει την απουσία του κατηγορουμένου. Πρέπει, όμως, ο κατηγορούμενος να τύχει σε κάθε περίπτωση επαρκούς υπεράσπισης [υπόθεση Lala παρ. 33, Pelladoah par. 40]. Το συμφέρον αυτό του κατηγορουμένου υπερτερεί και, κατά συνέπεια, ακόμη και αν αυτός έχει δεόντως κλητευθεί, αλλ’ απολείπεται, έστω και αδικαιολογήτως, τούτο δεν δικαιολογεί τη στέρηση του δικαιώματός του να διεξαγάγει την υπεράσπισή του δια δικηγόρου. Απόκειται στα δικαστήρια να διασφαλίζουν μία δίκαια δίκη και, συνεπώς, έπρεπε να επιτρέψουν στον δικηγόρο που παρέστη για να υπερασπισθεί τον κατηγορούμενο να το πράξει.
34. Ακόμη και αν το κράτος πρέπει να μπορεί ν’ αποθαρρύνει την αδικαιολόγητη απουσία, δεν μπορεί να το πράξει δημιουργώντας ως ποινή εξαιρέσεις από το δικαίωμα νομικής συνδρομής. Η θεμιτή απαίτηση παρουσίας του κατηγορουμένου στο ακροατήριο μπορεί να ικανοποιηθεί με τρόπους άλλους πέρα της στέρησης του δικαιώματος υπεράσπισης.».
Στην εν λόγω υπόθεση ο δικαστής Bonello αιτιολόγησε τη σύμφωνη γνώμη του ως εξής: «η παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη προάγει την απονομή της δικαιοσύνης. Παραγνωρίζεται, όμως, το γεγονός ότι ακόμη και παρών ο κατηγορούμενος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα της σιωπής. Ένας μουγγός κατηγορούμενος προάγει την ποινική δικαιοσύνη όσο και ένας απών κατηγορούμενος.».
Τη θέση αυτή ασπάσθηκε κάποια στιγμή και ο Άρειος Πάγος, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί ο νομοθέτης να ορίσει στο άρθρο 340 του ελληνικού Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ότι:
«2. Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. .. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι` αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.».
Επίσης, το άρθρο 344 του ιδίου Κώδικος ορίζει ότι :
«1. Η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την πρόοδο της διαδικασίας. Επιτρέπεται όμως στο συνήγορο του κατηγορουμένου να παραστεί αντί γι’ αυτόν. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ή την αναβολή της δίκης ή τη διακοπή της για οκτώ το πολύ ημέρες...».
Συνεπώς, η μόνη περίπτωση να υποχρεωθούν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι να εμφανίζονται στο δικαστήριο, είναι να κρίνει το τελευταίο ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη για την ανεύρεση της αλήθειας. Είναι;