Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Θλιβερή η εικόνα σήμερα το πρωί στους δρόμους της Σητείας. Με αυτοκίνητα στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο ή σκαρφαλωμένα σε πεζούλες και πλατείες. Με τόση λάσπη στους δρόμους, που ήταν σχεδόν αδύνατο να κυκλοφορήσει κανείς λόγω της ολισθηρότητας. Με σπασμένες προσόψεις καταστημάτων, γραφείων και ξενοδοχείων. Με τα οχήματα της Πυροσβεστικής να μάχονται να αντλήσουν με τις μάνικες τα νερά απ' τα υπόγεια. Μοτοσυκλέτες αναποδογυρισμένες, σπασμένες, άχρηστες. Με τους πληγέντες να κοιτούν αποσβολωμένοι τις κατεστραμμένες περιουσίες τους και να προσπαθούν με ό,τι βρουν να απομακρύνουν τα νερά και τη λάσπη απ' τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις τους.
Κάποιος ευτραφής Κρητικός κατσαδιάζει με έντονο τρόπο και βρισιές δυο κυρίες που περνούν από μπροστά του. Μοιάζει να κατηγορεί αυτό που εκπροσωπούν. Οι γυναίκες αποχωρούν αφού ανταλλάσσουν μερικές φράσεις μαζί του. Πλησιάζω τον οργισμένο Κρητικό και τον ρωτώ αν θέλει να μου πει στην κάμερα αυτά που είπε στις κυρίες. "Δεν φοβάμαι εγώ", απαντά. Μόλις όμως καταλαβαίνει ότι σοβαρολογώ αλλάζει τακτική και λέει : "Σας ξέρω εγώ τους δημοσιογράφους, όλοι ίδιοι είστε! Θα τα κρύψεις κι' εσύ όπως οι άλλοι"! Αδίκως προσπάθησα να τον πείσω ότι δεν είμαι σαν τους "άλλους". Αυτός απομακρύνθηκε συνεχίζοντας να φωνάζει. Άλλος ένας τσάμπα μάγκας...
Το "μυστικό" πάντως είναι κοινό και όλοι το γνωρίζουν. Το συζητούν στα λασπωμένα πεζοδρόμια, μπροστά απ' τα διαλυμένα αυτοκίνητα και τα καταστήματα. Όταν όμως τους πλησιάζω ζητώντας τους να μου τα πουν στην κάμερα, αρνούνται και απομακρύνονται.
Ο κεντρικός δρόμος που κατεβαίνει στο λιμάνι ήταν κάποτε ποταμός. Αυτός κατέβαζε τα νερά της βροχής απ' τα γύρω βουνά και τα έριχνε στη θάλασσα. Όταν σκεπάστηκε με άσφαλτο, πεζούλια και παρτέρια ήταν προφανές ποια θα ήταν η κατάληξη σε περίπτωση μεγάλης νεροποντής. Κοίτες ποταμών αλλάζουν με τη βία, με την ελπίδα πως η Φύση θα κάνει πως δεν βλέπει.
Ποταμοί μπαζώνονται λοιπόν, σπίτια και καταστήματα κτίζονται, είτε επάνω σ' αυτούς είτε εκεί που κάποτε ήταν η κοίτη τους. Ο άνθρωπος νομίζει ότι μπορεί να βάλει τη Φύση στα δικά του καλούπια. Όταν καταλαβαίνει ότι ματαιοπονεί είναι πλέον πολύ αργά για δάκρυα...