Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
[Αυτό που ακολουθεί αλίευσα στο διαδίκτυο]
Για άλλη μία φορά επανέρχεται το Ελληνικό Δημόσιο με μεγαλόσχημες δηλώσεις και δραστικές νομοθετικές παρεμβάσεις, ώστε να επιταχυνθεί, κατά τα κελεύσματα της Παγκοσμίου Τραπέζης, η απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Με δυο λόγια αυτό θα γίνει:
- Με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων και την εξαφάνιση του Ειρηνοδίκου ως δικαστού.
- Με την κατάργηση ορισμένων Πρωτοδικείων και Εφετείων και την απορρόφησή τους από άλλα, μεγαλύτερα.
Θεωρώ ότι αυτός ο νομικός σχεδιασμός δεν αποτελεί τομή αλλά ακρωτηριασμό και μάλιστα χωρίς αναισθητικό. Το αιτιολογώ άμεσα με καθαρά επαγωγική σκέψη, μακριά από λαϊκισμούς ή κωματικά συμφέροντα. Με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική πορεία των θεσμών της Δικαιοσύνης στη χώρα μας και με όμοιο σεβασμό στους παράγοντες της απονομής της: δικαστές, δικηγόρους και δικαστικούς υπαλλήλους. Με ύψιστο, όμως, σεβασμό στον πολίτη ως διάδικο.
Κατ’ αρχάς η πρώτη σκέψη η οποία πρέπει να κυριαρχεί στο νου εκείνου που θέλει να επιτύχει υψηλότερες αποδόσεις σε μία
επιχείρηση, είναι η απαλλαγή της από ο,τιδήποτε άχρηστο (για τη λειτουργία της) ή επικίνδυνο (για την επιβίωσή της). Ως «άχρηστο» και «επικίνδυνο» μαζί εν προκειμένω ας ορίσουμε εκείνο που πρώτιστα συντελεί στην καθυστέρηση της απονομής της Δικαιοσύνης. Ας θεωρήσουμε, ότι αυτό είναι ο όγκος και ο αριθμός των υποθέσεων. Η οργανωμένη πολιτεία αποδίδει τον όγκο και τον αριθμό των υποθέσεων στη δικομανία του ‘Ελληνα πολίτη. Με τον τρόπο αυτό απεκδύεται κάθε ευθύνης του Δημοσίου Τομέως και της νομοθετικής εξουσίας για την επιφόρτιση (ή μάλλον υπερφόρτωση) των δικαστηρίων με τόσο πολλές υποθέσεις.
Θα θέσω δύο μεγάλα θέματα προς προβληματισμό και, άμποτες, εξεύρεση λύσεων.
Το πρώτο θέμα είναι ο τρόπος διεξαγωγής κάθε δίκης που, ως γνωστό, καθορίζεται από τους κανόνες της δικονομίας. Η μη τήρησή τους, και δη σχολαστική, επιφέρει ακυρότητες, οι οποίες αυτομάτως επιτρέπουν τη μη εξέταση της αγωγής από τα δικαστήρια και την άνευ άλλου απόρριψή της. Και ομιλούμε για τεχνικές λεπτομέρειες και όχι ουσιαστικές. Η Ελληνική Πολιτεία, με σκοπό την εξάρθρωση της απονομής της Δικαιοσύνης και την αφαίρεση από τον μέσο πολίτη και τον μέσο δικηγόρο της δυνατότητος να ακουστεί ενώπιον του φυσικού του δικαστή, φρόντισε ώστε σε κάθε είδους δικαστήριο, να υπάρχουν και διαφορετικοί κανόνες (και πολλές ειδικές νομοθετικές εξαιρέσεις), οι οποίοι απολύτως τίποτε δεν εξυπηρετούν. Ας δούμε γιατί.
Τα στάδια της δίκης είναι τρία:
- η σύνταξη του εισαγωγικού δικογράφου, η κατάθεση και η επίδοσή του.
- η συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο με την προσκομιδή όλων των σχετικών εγγράφων και του εν γένει αποδεικτικού υλικού και την έκθεση αυτών ενώπιον του δικαστού.
- η έκδοση της αποφάσεως και η δημοσίευσή της εντός των χρονικών ορίων που ο νόμος ορίζει.
Σε κάθε στάδιο με θαυμαστή υπομονή ο εθνικός νομοθέτης φρόντισε σε κάθε δικαστήριο να υπάρχει ξεχωριστή δικονομία και μάλιστα εκατοντάδων άρθρων. Αυτό έγινε και διατηρείται με σκοπό να απορρίπτονται κατά το δυνατόν περισσότερα δικόγραφα για λόγους που ουδεμία σχέση έχουν με την ουσιαστική απονομή τής δικαιοσύνης και τίποτε απολύτως δεν εξυπηρετούν. Αντίθετα, επιβαρύνουν κυρίως τους δικηγόρους και κατά δεύτερο λόγο τους δικαστές με ανάλωση χρόνου ή προσοχή σε λεπτομέρειες που διαφέρουν ακόμη και από βαθμό σε βαθμό ενώπιον των δικαστηρίων της αυτής δικαιοδοσίας. Η απλοποίηση της διαδικασίας αυτής, αυτομάτως θα αφαιρούσε από τα δικαστήρια ένα μεγάλο μέρος υποθέσεων που επανεισάγονται με τον «ορθό» τρόπο αφού θεραπεύθηκαν «τεχνικά» σφάλματα. Συνάμα, θα επέτρεπε στους δικηγόρους να εμβαθύνουν στην έρευνα του ουσιαστικού δικαίου, στην εναργέστερη παρουσίαση και ανάλυση του αποδεικτικού υλικού με αποτέλεσμα την καλύτερη εξυπηρέτηση του διαδίκου σε δύο επίπεδα: ουσιαστικό και οικονομικό.
Μία δικονομία για τα αστικά και διοικητικά δικαστήρια, μία δικονομία για όλα τα ποινικά δικαστήρια, βασισμένη σε θεμελιώδεις αρχές: επαρκής χρόνος για την προετοιμασία του δικαστηρίου και των διαδίκων, αποφυγή αιφνιδιασμών, απαλοιφή αγκυλώσεων σε διατάξεις που θεμελιώνονται στο σχολαστικισμό του 18ου αιώνος.
Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν δραματικό: ας αναρωτηθούμε όλοι όσοι διακονούμε τη Δικαιοσύνη πόσο χρόνο αναλίσκουμε στη μελέτη πολλών δικονομιών και ειδικών δικονομικών διατάξεων [που αναθεωρούνται συνεχώς, ας σημειωθεί] και πόσο χρόνο αναλίσκουμε στη μελέτη της δεοντολογίας και του Κώδικος των Δικηγόρων, δηλαδή ενός θεσμού και ενός νομοθετήματος που εξασφαλίζουν a priori την εντιμότητα στην απονομή της δικαιοσύνης ακόμη από τον προθάλαμό της, δηλαδή από τα δικηγορικά γραφεία.
Εκτιμώ, ότι άνω του 20% των δικογράφων που απασχολούν τα δικαστήρια πραγματεύονται δικονομικές ακυρότητες και τη θεραπεία τους. Υπάρχει δικονομική διάταξη που σε κάποιο δικαστήριο [ας το ερευνήσουν οι ενδιαφερόμενοι] για το τάδε και το δείνα τμήμα του, δεν ισχύει η διακοπή των δικονομικών προθεσμιών κατά τον μήνα Αύγουστο. Νοείται αυτό σε σύγχρονο κράτος; Και αν νοείται, εκτός από τη βλάβη των δικαιωμάτων του διαδίκου που έτυχε να επιλέξει έναν μέσο και όχι έναν απόλυτα εξειδικευμένο δικηγόρο, τί άραγε εξυπηρετεί πρακτικά;
Το δεύτερο θέμα είναι εκείνο των δικών όπου εμπλέκεται το Ελληνικό Δημόσιο. Εκεί ο νομοθέτης φρόντισε κυρίως για δύο πράγματα: πρώτον, τη θέσπιση ειδικών προνομίων και δεύτερον την υποχρέωση προς δικομανία. Τα ειδικά προνόμια που περιλαμβάνουν και έναν όγκο προθεσμιών που πάντα είναι υπέρ του Δημοσίου και κατά του πολίτη – διαδίκου, αποτελούν μίαν ακόμη δικονομία που εισχωρεί και τροποποιεί όλες τις ισχύουσες. Η υποχρέωση προς δικομανία αποτυπώνεται στην «υποχρέωση» του Δημοσίου να εξαντλεί τα ένδικα μέσα και να εμπλέκεται σε σειρά δικών ακόμη και για μικροποσά. Αναφέρω άλλο ένα παράδειγμα που θα ήταν και αυτό αστείο αν δεν ήταν τραγικό: τις ανακοπές από πλευράς του Ελληνικού Δημοσίου κατά των πινάκων κατατάξεως στους πλειστηριασμούς με αντικείμενο μικρές διαφορές στον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής τών δικαστικών επιμελητών. Ο νομοθέτης μάλιστα, ενθαρρύνει τη δικομανία του Δημοσίου επιβάλλοντας στα δικαστήρια να μην επιδικάζουν – κατ’ ουσίαν – δικαστικές δαπάνες σε βάρος του και όταν, οψέποτε, επιδικάζουν, αυτές να είναι μηδαμινές.
Το τρίτο θέμα είναι η αλματώδης αύξηση του αριθμού τών απορρίψεων των αγωγών στα πολιτικά δικαστήρια [τώρα άρχισε να διαφαίνεται και στα διοικητικά] ως αορίστων. Η έλλειψη νομιμότητος λόγω αοριστίας, επιπολάζει εδώ και γενεές στην Ελληνική Δικαιοσύνη και αποτελεί σημαντικό παράγοντα πολλαπλασιασμού τών αγωγών και κατά συνέπεια διογκώσεως του αριθμού των υποθέσεων. Κήρυξη αοριστίας με τέτοια ευρύτητα εφαρμογής δεν απαντάται σε άλλα δίκαια. Με τον ν. 4335/2015 επιχειρήθηκε να περιοριστεί η κήρυξη αοριστίας στην αστική δίκη καθώς η ratio legis, όπως τουλάχιστον παρουσιάσθηκε αρχικά, ήταν η επιμελής προδικασία και η ευρεία δυνατότητα «διαλεκτικής» μεταξύ δικαστηρίου και διαδίκου, ώστε το μεν να εξετασθεί στην ουσία η υπόθεση, το δε η εξέταση να είναι κατά το δυνατόν λεπτομερής και σε βάθος. Συνάμα η διαδικασία έγινε ακόμη πιο ελαστική στις ειδικές διαδικασίες των περιουσιακών διαφορών. Αποτέλεσμα που σήμερα γίνεται αντιληπτό δια γυμνού οφθαλμού είναι η αλματώδης αύξηση των απορρίψεων λόγω αοριστίας. Δεν θα αναλύσω το θέμα περισσότερο.
Ο κάθε σχεδιασμός επομένως για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, όταν έχει ως βάση του την αύξηση του αριθμού των δικαστών ή τη χωροταξιακή αναδιάταξη των δικαστηρίων, αποτελεί φενάκη. Αν αυτού του είδους ο σχεδιασμός γινόταν σε μία σύγχρονη επιχείρηση η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα, θα είχε άμεσα αποτελέσματα καθώς θα συνέτρεχαν τρεις περιπτώσεις:
- επιτάχυνση της πτωχεύσεως της επιχειρήσεως
- πλήρης απώλεια της πελατείας της
- απόλυση των managers- διοικούντων αυτήν και σίγουρα αδυναμία τους να εξεύρουν εργασία σε άλλη ομοειδή επιχείρηση λόγω των φρικτών επιλογών τους.
Στην πρώτη περίπτωση, δεν μπορούμε να ομιλούμε για πτώχευση, επειδή υφίσταται μονοπώλιο με σίγουρα και υψηλά έσοδα.
Στη δεύτερη περίπτωση, απώλεια πελατείας δεν μπορεί να υπάρξει: μείωση όμως σίγουρα, καθώς ο μέσος συνετός άνθρωπος προτιμά να απωλέσει μέρος του εισοδήματος ή των δικαιωμάτων του, μεταξύ αυτών η τιμή και η υπόληψή του, παρά να εμπλακεί «με τα δικαστήρια».
Στην τρίτη περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο έχει πολλές μη ομοειδείς επιχειρήσεις και επομένως, πάντα θα υπάρχει θέση για κάποιον, ο οποίος σε άλλο πόστο ευρισκόμενος εξετέλεσε ευπειθώς εντολές των εκάστοτε κυβερνώντων πωλητικών.
Σώτος – αντιγραφεύς αρνηθείς να σχολιάσει την παγκοσμίως σημαντικότερη είδηση των ημερών: ο πρίγκηπας Χάρι πήγε από τις ΗΠΑ στο Λονδίνο να επισκεφθεί τον καρκινοπαθή βασιλέα και πατέρα του Κάρολο, αλλά διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο, επειδή δεν είναι αποδεκτός στα ανακτορικά μέγαρα, εξ ου και ανεχώρησε την επομένη για τις ΗΠΑ, αφού ούτε τον αδελφό του, με τον οποίο είναι στα μαχαίρια, συνάντησε.