Θυμάται και γράφει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Μου ήταν ανέκαθεν δύσκολο να εξηγήσω τι είναι αυτό που μ' αρέσει, τι είναι αυτό που με τραβά στα εγκαταλελειμμένα σπίτια και στα ναυαγισμένα πλοία. Κατέληξα τελικώς στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είναι οι άνθρωποι που έζησαν, χάρηκαν και πόνεσαν στην αγκαλιά τους, μέχρις ότου ο χρόνος, ο ξενιτεμός, η αδιαφορία και κάποιο ανθρώπινο λάθος τα γκρέμισαν ή τα βούλιαξαν. Όλα αυτά τα χρόνια που ταξίδευσα με φουσκωτά σκάφη στις ελληνικές θάλασσες, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τα κουφάρια πολλών ναυαγισμένων πλοίων, άλλοτε προσαραγμένων πάνω σε ξέρες, πάνω σε αμμουδιές, ακόμη και στις αποχές απόκρημνων βράχων. Πλοία που έμειναν για πάντα στο σημείο του θανάτου τους. Θλιβερά, σκουριασμένα και διάτρητα απομεινάρια που υπενθυμίζουν στους θαλασσοταξιδευτές ότι τα καράβια δεν πεθαίνουν μόνο στους χώρους ανακύκλωσης...
Και τα δύο αυτά πλοία, για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την προσάραξή τους, έδιναν από μακριά την εντύπωση πως ταξίδευαν ακόμη! Με την πλησιέστερη ακτή να βρίσκεται σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων, στην περίπτωση του "Νηρέα", και στο μέσον περίπου της απόστασης που χωρίζει την Κάσο απ' την Κάρπαθο, στην περίπτωση του τσιμεντάδικου. Προσάραξαν και τα δύο σε υφάλους και έμειναν σκαρφαλωμένα επάνω τους, μέχρις ότου τα μανιασμένα κύματα και ο αέρας, που αδιάκοπα μαστιγώνουν τα περάσματα Κρήτης - Κάσου και Κάσου - Καρπάθου, τα διαλύσουν και τα παρασύρουν για πάντα στην υγρή άβυσσο...