Του Θάνου Τάκη.
Είπε μια προσευχή, στον θεό του. Έπειτα έσκυψε μπροστά στο κύμα, πήρε όση θαλασσινή λάσπη χωρούσε στο χέρι του, την έσφιξε σε γροθιά, την σήκωσε ψηλά και είπε στο άηχο πλήθος: «Μ’ αυτή τη λάσπη θα ταρακουνήσω τα θεμέλια μιας αυτοκρατορίας». Έβαλε τη λάσπη σε ένα κατσαρόλι, γέμισε νερό θαλασσινό, άναψε φωτιά κι έφτιαξε αλάτι. Παράνομο.
Ήταν η αρχή του τέλους. Και το τέλος μιας Αρχής. Ήταν η αρχή της πολιτικής ανυπακοής που ξεκίνησε ο μεγάλος Γκάντι. Και ήταν η αρχή του τέλους αιώνων βρετανικής κατοχής.
Ήταν η “Πορεία του Αλατιού”, Μάρτης του 1930, πεζοπορία 390 χιλιομέτρων, μέχρι τη θάλασσα, για χάριν ενός προϊόντος, τόσο απαραίτητου, λόγω κλιματολογικών συνθηκών, για την διαβίωση του Ινδού, ο οποίος απαγορευόταν να το παράξει στην χώρα του, από τη δική του θάλασσα, καθόσον οι Βρετανοί είχαν το μονοπώλιο της διακίνησης, κατάσταση που τους απέφερε σχεδόν το 10% των εσόδων που εκόμιζαν από την ινδική χερσόνησο. Και τους συνέφερε να το εισάγουν.
Ξεκίνησε ο κατά Τσώρτσιλ «μισόγυμνος ταραχοποιός φακίρης» και 79 συνοδοιπόροι, και στο διάβα τους δεκάδες χιλιάδες προστέθηκαν. Και μετά τη πρώτη μαγιά, χιλιάδες ψαράδες, σε όλα τα παράλια, παρανόμησαν, για να ζήσουν. Κι έφτιαξαν κι εκείνοι, το δικό τους αλάτι ζωής. Και μετά άλλοι, περισσότεροι, κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι… Και ξεσηκώθηκε η Ινδία ολόκληρη. Κοίταξε κατάματα τον δυνάστη και δε φοβήθηκε, ούτε όταν εκείνος απείλησε, βασάνισε, χτύπησε και φυλάκισε 80.000 συμπατριώτες τους, για μια χεριά αλάτι.
Περιγράφει ο Αντρέ Μαλρώ στα Αντι-απομνημονεύματά του: «Στη Νταραζάνα, στα βόρεια της Βομβάης, οι Ινδοί είχαν βαδίσει κατά των κυβερνητικών αποθεμάτων αλατιού που εφρουρούντο από τετρακόσιους αστυνομικούς. Όσο προχωρούσαν προς το εργοστάσιο, εξυλοκοπούντο κι έπεφταν, άλλοι που έρχονταν ξοπίσω τους αντικαθιστούσαν σιωπηλά κι έπεφταν κι αυτοί με τη σειρά τους. Οι τραυματιοφορείς μετέφεραν τα καταματωμένα κορμιά. Το εργοστάσιο εξακολουθούσε να λειτουργεί αλλά χρειάστηκε να ανοίξει ένα προσωρινό νοσοκομείο. Κι ολόκληρη η Ινδία είχε συνειδητοποιήσει τη σκλαβιά της...».
Μερικές στιγμές πίσω στο χρόνο, ένας αλαζών προβατομάλλης Ολλανδός, πρόεδρος φορέα χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, χωρίς λογοδοσία, παραγγέλλει νέα θηλιά, νέα μέτρα, νέο βρόγχο στον λαιμό των Ελλήνων, σε μια χώρα υπό άλλου τύπου κατοχή.
Ακούστηκε. Η χώρα μας, κρόνιος δακτύλιος της Ευρώπης, τόσο κοντά και τόσο μακριά όσο κι εκείνοι, ευθύς άμα το σφύριγμα του άδηλου αφεντικού, αύξησε το εισιτήριο της αστικής συγκοινωνίας, γνωστού τρόπου μετακίνησης της μπουρζουαζίας και των λιμπροντόρηδων. Επειδή, λέει ο μινίστρος, η αύξηση του φι-πι-ά, που ο ίδιος έκαμε αλλά δεν μεταβιβάστηκε στον πολίτη-υποζύγιο, έφερε έλλειμμα 2 εκατομμυρίων ευρώ τον μήνα. Και ταυτόχρονα, χωρίς ίχνος ερυθρότητας στις παρειές (γράφουμε καμιά μαλακία να περνά η ώρα), ανέλαβε η φουκαριάρα πτωχή χώρα μας, χρέη 326 -και βάλε- εκατομμυρίων ευρώ του Αγίου Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, να πληρώσουν 10 εκατομμύρια κορόιδα τα κερατιάτικα εκατό τζαμπατζήδων φιλόμουσων.
Εμείς αλάτι έχουμε, αγαπητέ αναγνώστη.
Άφθονο, και ρίχνεται συνέχεια – κι ακούσια – στις ανοιχτές πληγές μας…