Γράφει ο Θοδωρής Νικ. Αθανασιάδης.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα. Ο καιρός γλύκανε και ο ήλιος, παρά τα δόντια του, άρχισε να θυμίζει άνοιξη. Κι ενώ οι καμπάνες χτυπάνε λυπητερά κι ασταμάτητα, το μυαλό μου πετάει (κοίτα παράξενα παιχνίδια που κάνει το μυαλό πολλές φορές) σε μιαν άλλη Μεγάλη Παρασκευή...
Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου 1944. Στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου (τότε Πλατεία Μπέλλου, σήμερα Πλατεία Δημοκρατίας) οι Γερμανοί απαγχονίζουν τρεις πατριώτες: τον Πάνο Σούλο, τον Χρήστο Σαλάκο και τον Αβραάμ Αναστασιάδη. Τους κρεμάνε, για παραδειγματισμό, σε τρεις φανοστάτες. Λίγο πιο πέρα, στις φυλακές τής Αγίας Τριάδας, εκτελούν μαζικά άλλους 117 άντρες και μια γυναίκα. Πέντε μέρες πριν, ο ΕΛΑΣ είχε ανατινάξει το τραίνο που πήγαινε από το Κρυονέρι στο Αγρίνιο, σκοτώνοντας την... φρουρά που το συνόδευε και στερώντας από τους κατακτητές τα πολύτιμα καύσιμα και το πολεμικό υλικό που μετέφερε. Στο απόσπασμα που εκτελεί τους κρατούμενους συμμετέχουν και "Έλληνες" τσολιάδες, με επί κεφαλής τον υπολοχαγό Μπλέσσα, ο οποίος βγάζει και λόγο, υπερθεματίζοντας το "έργο" των Γερμανών και των τσολιάδων.
Στις 4 Μαΐου 1980, ο Γιάννης Ρίτσος απαθανατίζει εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή, γράφοντας το "Αναστάσιμο Μνημόσυνο". Δεν έχει σκοπό να το συμπεριλάβει σε κάποια συλλογή. Το γράφει ως αφιέρωμα "για τους πεσόντες στην κατοχή Αγρινιώτες και για όλους τους Ρωμιούς-θύματα του ναζισμού" και προσφέρει το χειρόγραφο στον δήμο Αγρινιωτών:
Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ' είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη,
και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα
σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.
Κι' είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ' όλα του τα κεριά σβησμένα
Κι αντίς καμπάνες απ' τον όρθρο ως το σπερνό, ντουφεκιές ακούγονταν,
κ' οι κρεμασμένοι σάλευαν σαν καβαλάρηδες του ανέμου κ' έφευγαν πάνω απ' το χρόνο
και μες στο απόβροχο, τη νύχτα της Ανάστασης, τ' άστρα που βγήκανε, λάμψη δεν είχαν
κ' είτανε τ' άστρα σα βρασμένο στάρι για τα κόλλυβα των σκοτωμένων,
στάρι πιτσιλισμένο μαύρη ζάχαρη, μαύρη σταφίδα, μαύρο ρόϊδι,
και στις αυλές, την άλλη μέρα, αντίς αρνιά να ψήνονται, τραγούδια ν΄αντηχούνε,
κ' ήλιοι τα πορτοκάλια, μες απ' τα πλυμένα φύλλα, να φωτίζουν του χορού τις δίπλες,
μουγκός ο θρήνος και μουγκή η κατάρα πνίγονταν μες στης σκλαβιάς το μαύρο φόβο,
'Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, τι μαύρο πουν' το μαύρο χρώμα,
η μαύρη νύχτα και το μαύρο σας σταυροδετό τσεμπέρι,
το κυπαρίσσι της σιωπής στο μαύρο κορφοβούνι
ως και της λεμονίτσας τ' άσπρα λουλουδάκια μαύρισαν κ' εκείνα
ως και το κόκκινο αίμα των παιδιών σας μαυρολογούσε πάνω στα λιθάρια.
'Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, μαύρος καημός που βόσκησε τα φύλλα της καρδιάς σας,
όμως το γαίμα των παιδιώνε σας βγαίνει πάνω απ' το μαύρο
κόκκινο της θυσίας, της αγρύπνιας κόκκινο,
κόκκινο της αυγής και της ελπίδας,
το κόκκινο της λευτεριάς, κόκκινο κατακόκκινο.
Βάφει τ' αυγά της νέας Λαμπρής και του μπαξέ σας τα τριανταφυλλάκια,
βάφει και τα πουκαμισάκια τους τα τρυπημένα από τα βόλια
και τα πουκαμισάκια τους πλατειές σημαίες αγερολάμνουν
κ' οι νιοι λεβέντες τα κρατούν και παν μπροστά στην ιστορία.
Και νάτοι ολόμπροστα, να ο Χρήστος, κι ο Αβραάμ, νάτος κι ο Πάνος,
Νάτος κι ο κάπταν Λίας, να κι ο Πάσχος, 19 χρονώ παλληκαράκι,
νάτοι οι 120 Αγρινιώτες μπρος στην μάντρα της Αγιά Τριάδας,
να κ' οι 55 εκεί στο σταυροδρόμι που περνάει το τραίνο Αγρίνι-Μεσολόγγι, φορτωμένο μήλα,
να κ' οι 200 της Πρωτομαγιάς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με τις αγριομολόχες,
να το προσφυγολόι της Κοκκινιάς με τα μεγάλα δαφνοκλάδια της Δημοκρατίας
να και το Δίστομο, το Κούρνοβο, και τα Καλάβρυτα με τα κομμένα σπίτια,
νάτος κι ο Γοργοπόταμος- με το γιοφύρι του σαν κόκκινο άλογο ορθωμένο,
να κ' οι αγωνιστές του21
και οι άλλοι πριν, κ' οι άλλοι μετά,
παιδιά μας, τα παιδιά μας με σημαίες μεγάλες.
Μπροστά, μπροστά, κατάμπροστα,
μέσα στο φως που πρόβαλε μεγάλο απ' τις πληγές τους,
μπροστά, μπροστά, φωνάζοντας:
εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ' το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει.
Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει
μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη,
ν' ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος,
κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.
[Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου "Αναστάσιμο Μνημόσυνο" περιέχεται στον τόμο Δίστομο 10 Ιουνίου 1944: Το ολοκαύτωμα, εκδόσεις Σύγχρονη Έκφραση, 2010.]
Μεγάλη Παρασκευή. Σωπαίνω. Τι άλλο να κάνει κανείς όταν μιλάνε φωνές σαν του Ρίτσου;
Ακόμη ο ήλιος είναι ψηλά. Σωπαίνω και βγαίνω να μαζέψω τις παπαρούνες που δεν μάζεψα χτες. Αν βρω και βιολέτες, απλώς θα τις μυρίσω. Δεν μ' αρέσει να κόβω βιολέτες. Θα μαζέψω μόνο κόκκινες παπαρούνες και θα προσμένω την ανάσταση...
Στην φωτό: Αγρίνιο, Πλατεία Μπέλλου (Δημοκρατίας), 14 Απριλίου 1944: Ο απαγχονισμένος Αβραάμ Αναστασιάδης. Φωτογραφία-ντοκουμέντο του Σπύρου Ξυθάλη, τραβηγμένη από διπλανή οικοδομή. Στην θέση που κρεμάστηκε ο Αναστασιάδης, βρίσκεται σήμερα αναθηματική χάλκινη στήλη.
Σχόλιο "Rib and Sea".
Αυτά συνέβαιναν τότε. Σήμερα συμβαίνει κάτι ανάλογο, με την θέση των γερμανοτσολιάδων να έχουν πάρει οι τρόφιμοι του Κυνοβουλίου, των δε γερμαναράδων των Ες-Ες οι σύγχρονοι γερμαναράδες της Καγκελλαρίας της Μέρκελ. Δεν υπάρχουν αγχόνες πια. Δεν χρειάζεται. Κρεμιόμαστε μόνοι μας, απογοητευμένοι, εξαθλιωμένοι, ευνουχισμένοι...
Μεθαύριο θα αναστηθεί και πάλι Εκείνος. Εμείς, πότε;
Ιωσήφ Παπαδόπουλος