Του Σωτηρίου Καλαμίτση.
Δεν θυμάμαι η ποσοστή αξιολόγηση είναι αυτή που μας βγάζει την ψυχή. Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις έτρεχαν και δεν έφταναν την τελευταία στιγμή για να κλείσουν μια αξιολόγηση και να πάρουμε τη δόση μας. Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις έχουν ξεσκιστεί στις μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις δεν βλέπουμε.
Το μείζον ζήτημα της τρέχουσας αξιολόγησης είναι οι ομαδικές απολύσεις. Πίσω από αυτές κρύβονται κατά πάσα πιθανότητα οι ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες, οι οποίες είναι υπερφορτωμένες με προσωπικό. Το θέμα είναι γνωστό από τα μέσα του 2013 http://www.boro.gr/11972/apochoroun-10-000-ergazomenoi-se-trapezes
Η άποψη αυτή έχει βάση, αν αναλογισθούμε ότι και οι 4 συστημικές τράπεζες κουβαλάνε μέσα τους το σαράκι του Δημόσιου Τομέα και της πανίσχυρης, ως εκ τούτου, ΟΤΟΕ. Η Εθνική Τράπεζα, ναυαρχίδα του Δημόσιου Τομέα από γενέσεώς της και πρωτοπόρος στις εργατικές διεκδικήσεις και ικανοποιήσεις. Η Alpha ισχυροποιήθηκε απορροφώντας Ιονική και στη συνέχεια Εμπορική με τις πάμπολλες θυγατρικές, προπύργια του συνδικαλιστικοπολιτικού συμπλέγματος. H Eurobank ανδρώθηκε με την απόκτηση της Τράπεζας Κρήτης. Η Πειραιώς ξεκίνησε ως αναβίωση της Τράπεζας Χίου και της χάρισαν την ΕΤΒΑ, άλλο κάστρο του συνδικαλισμού, στο οποίο προστέθηκε η Μαρφίν, προσφάτως δε η Αγροτική, άλλο οχυρό του συνδικαλιστικοπολιτικού συμπλέγματος.
Ετσι, λοιπόν, οι δανειστές μας απαιτούν την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, τις οποίες εμποδίζει κοινοτική νομοθεσία που έχει μετουσιωθεί σε ελληνικό δίκαιο και προβλέπει διαβούλευση εργοδότου και εργαζομένων πριν από κάθε μαζική απόλυση. Η νομοθεσία μας, όμως, προβλέπει και κάτι άλλο: για να γίνουν ομαδικές απολύσεις, πρέπει να τις εγκρίνει ο υπουργός, για την ακρίβεια να συγκατατεθεί ο υπουργός.
Τί είναι αυτό που απασχόλησε το Δικαστήριο της ΕΕ; Αντιγράφω από την απόφασή του τα πραγματικά περιστατικά, ώστε να μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται και να μη στηρίζεται στο τί είπε ο ένας και τί είπε ο άλλος παπάρας:
«Η ΑΓΕΤ Ηρακλής, κύριος μέτοχος της οποίας είναι ο γαλλικός πολυεθνικός όμιλος Lafarge, παράγει τσιμέντο σε τρία εργοστάσια που βρίσκονται στην Αγριά Βόλου, στο Αλιβέρι και στη Χαλκίδα (Ελλάδα).
13 Κατά το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Δεκέμβριο του 2012, η ΑΓΕΤ Ηρακλής κάλεσε επανειλημμένως τους εργαζομένους του εργοστασίου της στη Χαλκίδα σε συναντήσεις με σκοπό την αναπροσαρμογή των δραστηριοτήτων του εργοστασίου, λόγω της μειωμένης ζήτησης τσιμέντου, χωρίς να πραγματοποιηθούν ομαδικές απολύσεις.
14 Επικαλούμενο κυρίως τη συρρίκνωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην Αττική (Ελλάδα) και την πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα τσιμέντου, καθώς και την ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητας της εταιρίας και τις συνθήκες αναπτύξεως των δραστηριοτήτων του ομίλου τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στην αλλοδαπή, το διοικητικό συμβούλιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής ενέκρινε, με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2013, σχέδιο αναδιαρθρώσεως το οποίο προέβλεπε την οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας, όπου εργάζονταν τότε 236 εργαζόμενοι, καθώς και τη συγκέντρωση της παραγωγής στα δύο άλλα εργοστάσια, τα οποία θα αύξαναν την παραγωγικότητά τους.
15 Με έγγραφα της 26ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2013, η ΑΓΕΤ Ηρακλής απηύθυνε στην Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας (συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπεί τους εργαζομένους του εργοστασίου της Χαλκίδας, στο εξής: Ένωση Εργαζομένων) προσκλήσεις για τη διεξαγωγή συναντήσεων την 29η Μαρτίου και την 4η Απριλίου 2013, αντιστοίχως, με σκοπό την παροχή πληροφοριών σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν στην υιοθέτηση του προαναφερθέντος σχεδίου και τους τρόπους διενέργειας των σχεδιαζόμενων απολύσεων, καθώς και τη διαβούλευση αναφορικά με τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των απολύσεων και περιορισμού των δυσμενών συνεπειών τους.
16 Η Ένωση Εργαζομένων δεν ανταποκρίθηκε σε καμία από τις δύο αυτές προσκλήσεις, οπότε η ΑΓΕΤ Ηρακλής υπέβαλε στον υπουργό, στις 16 Απριλίου 2013, αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου σχεδίου ομαδικών απολύσεων.
17 Η Διεύθυνση Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας κατάρτισε έκθεση, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχειρήσεως και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, και εισηγήθηκε την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε σχέδιο απορροφήσεως των θιγόμενων εργαζομένων σε άλλα εργοστάσια της ΑΓΕΤ Ηρακλής και ότι από τα στατιστικά στοιχεία του ελληνικού Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού προέκυπτε διαρκής αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
18 Με γνωμοδότησή του κατόπιν αιτήματος του υπουργού, το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, μετά από ακρόαση της ΑΓΕΤ Ηρακλής και της Ένωσης Εργαζομένων, εισηγήθηκε την απόρριψη του επίμαχου σχεδίου ομαδικών απολύσεων λόγω ανεπαρκούς αιτιολογήσεως, εκτιμώντας, ειδικότερα, ότι δεν τεκμηριώθηκε η αναγκαιότητα των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων βάσει συγκεκριμένων και εμπεριστατωμένων στοιχείων και ότι τα επιχειρήματα της ΑΓΕΤ Ηρακλής ήταν όλως ασαφή.
19 Βάσει της γνωμοδοτήσεως αυτής, ο υπουργός αποφάσισε, στις 26 Απριλίου 2013, να μην εγκρίνει το επίμαχο σχέδιο ομαδικών απολύσεων.
20 Προς υποστήριξη της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα) με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, η ΑΓΕΤ Ηρακλής ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του νόμου 1387/1983, βάσει του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, παραβιάζει τόσο την οδηγία 98/59 όσο και τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
21 Κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι η οδηγία 98/59 δεν προβλέπει σύστημα διοικητικής εγκρίσεως όπως το θεσπιζόμενο από την προαναφερθείσα εθνική ρύθμιση, το μέτρο αυτό, ως ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους σε σχέση με τα μέτρα που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, θα μπορούσε να βρει έρεισμα στο άρθρο 5 αυτής.
22 Ακόμη και αν τούτο γίνει δεκτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν συνάδει με τους σκοπούς και την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 98/59 το να εξαρτάται η χορήγηση της ως άνω εγκρίσεως από κριτήρια όπως είναι οι συνθήκες της αγοράς εργασίας και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, στο μέτρο που τα κριτήρια αυτά, μολονότι συνδέονται με θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος όπως η καταπολέμηση της ανεργίας και η εθνική οικονομική ανάπτυξη, ενδέχεται, παράλληλα, να οδηγήσουν σε αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών, σε υποκατάσταση των προβλεπομένων από την οδηγία αυτή διαδικασιών πληροφορήσεως και διαβουλεύσεως από διαδικασία εγκρίσεως, καθώς και σε δυσανάλογο περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη.
23 Εξ άλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι η ΑΓΕΤ Ηρακλής ανήκει σε γαλλικό πολυεθνικό όμιλο, η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση έχει διασυνοριακό χαρακτήρα, οπότε έχουν εφαρμογή τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ. Συναφώς, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη ενδέχεται, λόγω του εύρους του περιορισμού που συνεπάγεται για την ελευθερία διαχειρίσεως των επιχειρήσεων, να αποθαρρύνει, σε δυνητικά σημαντικό βαθμό, την άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνονται με τα άρθρα αυτά από επιχειρηματίες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι οι διατάξεις του Χάρτη, και, ιδίως, το άρθρο 16, με το οποίο κατοχυρώνεται η επιχειρηματική ελευθερία, έχουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.
24 Το ζήτημα που τίθεται, ωστόσο, είναι εάν, παρά τη δυνητική του επίπτωση στις εν λόγω ελευθερίες και στην επιχειρηματική ελευθερία, ο περιορισμός αυτός θα μπορούσε, ιδίως λόγω της οξείας οικονομικής κρίσεως και του ασυνήθιστα υψηλού ποσοστού ανεργίας, το οποίο στην Ελλάδα προσεγγίζει το 27 %, να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, ιδίως στο πλαίσιο της πολιτικής απασχολήσεως, κατά την άσκηση της οποίας τα κράτη μέλη διατηρούν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως.
25 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας 98/59, ειδικότερα, ή των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, γενικότερα, εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1387/1983, η οποία θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη διενέργεια ομαδικών απολύσεων σε συγκεκριμένη επιχείρηση την εκ μέρους της Διοικήσεως έγκριση των εν λόγω απολύσεων με κριτήρια α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας;
2) Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αποφατική, εθνική διάταξη με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας 98/59, ειδικότερα, ή των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, γενικότερα, εφόσον συντρέχουν σοβαροί κοινωνικοί λόγοι, όπως οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία;»
Πριν προχωρήσουμε, ας θυμηθούμε τί είναι η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ. Εταιρεία της οικογενείας Τσάτσου, η οποία δανειοδοτήθηκε με ένα σκασμό λεφτά από τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων που κατετίθεντο στην ΤτΕ με μηδέν επιτόκιο και διετίθεντο από την ΤτΕ στις εμπορικές τράπεζες για την χρηματοδότηση της βιομηχανίας. Η εταιρεία εντάχθηκε στις προβληματικές επί Ανδρέα και πουλήθηκε-ιδιωτικοποιήθηκε-αποκρατικοποιήθηκε επί Μητσοτάκη [μια βόλτα στην πλατεία με τον Παντσαβόλτα κ.λπ.].
Όταν μία επιχείρηση ιδιωτικοποιείται, στόχος τού κράτους είναι να πάψει να φέρει αυτό το βάρος των δαπανών για τη διατήρησή της υπό καθεστώς λειτουργίας Δημοσίου, ώστε η επιχείρηση να ενταχθεί στον ανταγωνισμό του ιδιωτικού τομέα και να αναπτυχθεί χωρίς τις αγκυλώσεις που προσιδιάζουν στις περίφημες ΔΕΚΟ. Πούλησε π.χ. το κράτος τον ΟΠΑΠ σε ιδιώτες. Αν οι ιδιώτες θέλουν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, ώστε να γίνει η επένδυσή τους πιο αποδοτική, με ποιο δικαιολογητικό θα μπορεί κάποιος να τους απαγορεύσει τη μείωση των εξόδων τους και δια της μειώσεως του προσωπικού της επιχείρησης; Αν οι ιδιώτες βλέπουν ότι πραγματοποιούν κέρδη, ποιός μπορεί να τους απαγορεύσει να δίνουν αυξήσεις στο προσωπικό τους; Αν μία ΔΕΚΟ έχει ζημίες, με ποιό σκεπτικό μπορεί να δίνει αυξήσεις στο προσωπικό;
Έτσι, λοιπόν, η ΑΓΕΤ έκρινε ότι πρέπει να κλείσει ένα από τα 3 εργοστάσιά της. Ίσως επειδή δεν θέλει να παράγει στην Ελλάδα πολύ τσιμέντο, αν εργοστάσια του βασικού μετόχου της σε άλλες χώρες παράγουν με λιγότερο κόστος. Ίσως, διότι έχει πέσει η κατανάλωση, προ πάντων στην Ελλάδα, όπου η κατασκευή κατοικιών, η λεγόμενη «ατμομηχανή της οικονομίας», έχει εκτροχιαστεί. Με ποιό σκεπτικό θα πρέπει να συνεχίσει να παράγει απασχολώντας προσωπικό ή να μην παράγει απασχολώντας προσωπικό, αφού ζούμε σε καπιταλιστικό καθεστώς, όπου ο βασικός νόμος της αγοράς [προσφορά- ζήτηση] καθορίζει τα πάντα;
Αφού τήρησε τον νόμο ζητώντας από το προσωπικό να διαβουλευθεί μαζί της και το προσωπικό την «έγραψε», ζήτησε η ΑΓΕΤ από τον υπουργό τη συγκατάθεσή του για να προβεί σε ομαδικές απολύσεις κλείνοντας ένα εργοστάσιό της. Η Διοίκηση απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι υπό τις σημερινές χείριστες συνθήκες της οικονομίας, οι απολύσεις αυτές θα επιδεινώσουν την ανεργία, η οποία καλπάζει. Η απόρριψη προσεβλήθη στο ΣτΕ, το οποίο υπέβαλε το προαναφερθέν προδικαστικό ερώτημα, ώστε να έχει εκ των προτέρων την επί του θέματος θέση του Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο είναι ταγμένο στη διαφύλαξη της ορθής και ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της ΕΕ σε όλο τον εδαφικό χώρο της ΕΕ.
Απεφάνθη, λοιπόν, το δικαστήριο της ΕΕ ότι
«1) Η οδηγία 98/59/ΕΚ, δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας, ελλείψει συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων επί σχεδίου ομαδικών απολύσεων, ο εργοδότης δεν μπορεί να προβεί στις απολύσεις αυτές, εφόσον η αρμόδια δημόσια αρχή στην οποία το σχέδιο πρέπει να κοινοποιηθεί, δεν εγκρίνει, με αιτιολογημένη απόφασή της εντός της προβλεπόμενης από την ως άνω ρύθμιση προθεσμίας και κατόπιν εξετάσεως του φακέλου και αξιολογήσεως των συνθηκών της αγοράς εργασίας, της καταστάσεως της επιχειρήσεως και του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας, την εν όλω ή εν μέρει υλοποίηση των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Δεν ισχύει όμως το ίδιο, εάν διαπιστωθεί ότι, λόγω των τριών κριτηρίων αξιολογήσεως στα οποία παραπέμπει η ρύθμιση αυτή και της κατά περίπτωση εφαρμογής της από την ως άνω δημόσια αρχή υπό τον έλεγχο των αρμοδίων δικαστηρίων, η επίμαχη ρύθμιση έχει ως συνέπεια να καθίστανται οι διατάξεις της οδηγίας άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, ζήτημα του οποίου η εξέταση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.
Σε περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η διαλαμβανόμενη στην πρώτη περίοδο του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου του διατακτικού.
2) Το γεγονός ότι σε ένα κράτος μέλος επικρατούν συνθήκες χαρακτηριζόμενες από οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας δεν διαφοροποιεί τις απαντήσεις που παρατίθενται στο σημείο 1 του παρόντος διατακτικού.»
Και μόλις εκδόθηκε η απόφαση, άρχισε ο πόλεμος. Οι κυβερνητικοί και οι προσκείμενοι σ’ αυτούς ισχυρίζονται ότι δεν τρέχει και τίποτε. Απλώς μερικές διορθωτικές επεμβάσεις στον ισχύοντα νόμο και οι ομαδικές απολύσεις θα συνεχίσουν να απαγορεύονται, αν δεν συγκατατίθεται σ’ αυτές η Διοίκηση. Οι αντιπολιτευόμενοι κάνουν λόγο για επερχόμενο εργασιακό μεσαίωνα, λες και τώρα διανύουμε την εποχή του εργασιακού διαφωτισμού.
Τα πράγματα είναι απλά: δεν είναι κακό να απαιτείται η συγκατάθεση της Διοίκησης για την πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων, αλλά αν τα κριτήρια, με τα οποία η Διοίκηση αρνείται τη συγκατάθεσή της, οδηγούν σε ουσιαστική απαγόρευση των ομαδικών απολύσεων, τότε η ανάγκη εξασφάλισης της συγκατάθεσης αυτής υπερακοντίζει τον σκοπό του ενωσιακού δικαίου, εξ ου και θέτει εκποδών την απαιτούμενη συγκατάθεση. Αυτά είπε το δικαστήριο.
Ποία τα κριτήρια που χρησιμοποίησε εν προκειμένω η ελληνική Διοίκηση;
- συνθήκες της αγοράς εργασίας,
- κατάσταση της επιχειρήσεως,
- το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.
Ασφαλώς και πρέπει να λαμβάνονται όλα αυτά υπ'όψη. Αλλά, όταν η αγορά εργασίας πλήττεται βαναύσως, όπως σήμερα στη χώρα μας, με αποτέλεσμα τη μείωση της κατανάλωσης και κατά συνέπεια τον φαύλο κύκλο της ύφεσης που σημαίνει αύξηση της ανεργίας, μείωση των φορολογικών εσόδων και περαιτέρω αύξηση της ανεργίας κ.ο.κ., με ποιό σκεπτικό θα αναγκάσει η κυβέρνηση μία ιδιωτική επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί με ζημίες ή έστω με μείωση των κερδών της; Θεμιτός σκοπός η διατήρηση θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, αλλά πόσο θεμιτοί είναι οι αβέρτα διορισμοί στον Δημόσιο Τομέα, οι οποίοι οδηγούν σε περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, μείωση της κατανάλωσης και του τζίρου των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε βαθμό που να πρέπει αυτές να απολύσουν εργαζομένους, ακόμη και ομαδικώς, για να παραμείνουν στην αγορά;