Του Ιατρού Μανώλη Αρ. Χριστουλάκη.
Ο καπτα Μήτσος, χωρίς περιστροφές, έβηξε λίγο για να καθαρίσει τη φωνή του, πήρε το λόγο κι άρχισε να διηγείται.
«Το που λες, κυρ Γιατρέ, με γνωρίζεις απ’ τον καιρό που, στο Δημοτικό, καθούμαστε στο ίδιο θρανίο. Στα δώδεκά μου, μπαρκάρισα, σα μούτσος με το καΐκι του μπάρμπα μου. Μα, πριν συμπληρώσω δύο μήνες, πλακώσανε τα μαύρα όρνια των Γερμανών, μας βουλιάξανε όλα τα πλεούμενα, ούτε βάρκα δεν άφησαν, μας κάτσανε στο σβέρκο, κατέστρεψαν την Ελλαδίτσα μας και μας ρίξανε σε μια πείνα, που μόνο όσοι τη ζήσαμε ξέρουμε τι σημαίνει. Ο κόσμος, άνθρωποι και ζωντανά, πέθαιναν, θερισμένοι από την πείνα. Η οικογένειά μου, ναυτικοί από πάππου προς πάππου, δεν είχανε ούτε μια πιθαμή γης. Ο πατέρας, ασυνήθιστος από στεριανές δουλειές, ξενοδούλευε σε αλλωνών τα χωράφια, δεν άντεξε και πόθανε. Τότες στην Κίμουλο ποθάνανε πενήντα νοματαίοι. Εγώ, 18 χρονώ μαντράχαλος, είχα μείνει 22 οκάδες! Σκέτος σκελετός!
Η μακαρίτισσα η μάνα μου και τ’ άλλα μου αδέλφια ζήσαμε από τη ζητιανιά! Όταν μετά τη μαύρη γερμανική κατοχή ξεκουμπιστήκανε τα μαύρα όρνια, κατάφερα και μπάρκαρα σα ναύτης σ΄ένα «ζωάδικο». Μεταφέραμε ζωντανά από την Αργεντίνα στην πεινασμένη Ευρώπη! Έστελνα της μάνας μου το μισό μισθό για να ζήσουν αυτή και τα μικρότερα αδέλφια μου.
Χρόνια μ’ έτρωγε η αρμύρα κα η μπόχα της λαμαρίνας. Η αρμύρα της θάλασσας μ’ είχε ποτίσει μέχρι το μεδούλι των κοκκάλων μου. Σιγά-σιγά έφθασα να γίνω «λοστρόμος». Ξέρεις, κυρ Γιατρέ, όπως ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου, έτσι κι ο λοστρόμος είναι η μάνα του καραβιού. Όλη η ευθύνη και η φροντίδα, για το πλήρωμα και το σκάφος, είναι στην πλάτη του. Βαρειά ευθύνη κυρ Γιατρέ μου! Ταλαίπωρη η δουλειά του ναυτικού. Μέρες και νύχτες ατέλειωτες να περάσεις τον Ειρηνικό. Ουρανός και θάλασσα, γύρω- τριγύρω, όσο πιάνει το μάτι σου. Το βράδυ πηχτό το σκοτάδι με παρηγοριά μόνο το αντιφέγγισμα των φαναριών, του κόκκινου, του πράσινου και τ’ άσπρα φανάρια στα άρμπουρα. Κι από πάνω σου χίλια – μύρια αστέρια να λαμποκοπούν. Ο Σταυρός του Νότου! Και κείνο το ντουκου-ντούκου της μηχανής, μονότονα, αδιάκοπα να σου νερουλιάζει το μυαλό. Απ’ την καμπίνα του Μαρκόνη ν’ ακούγεται το τι-τι-τι… του ασυρμάτου, του μοναδικού μέσου επαφής με τον άλλο κόσμο. Ο Μαρκόνης έπαιρνε κι έστελνε μηνύματα επικοινωνώντας με παράκτιους σταθμούς και παραπλέοντα πλοία. Μας κοβότανε τα ήπατα, αν καμιά φορά ακούγαμε το τραγικό «…---…» (SOS), που έστελνε κάποιο πλοίο, που βρισκότανε σε κίνδυνο, εκατοντάδες μίλια μακριά μέσα στην απεραντοσύνη του ωκεανού κι άντε να δούμε πως θα βοηθήσεις.
Το πέρασμα του Ατλαντικού δεν ήτανε ευκολότερο. Όταν είχε τις κακιές του σήκωνε κύμα σαν πολυκατοικία. Χωνότανε η πλώρη μεσ’ το κύμα και παρακαλούσες τον Αϊ Νικόλα να κάνει κεφάλι το πλοίο και να ξεμπροβάλει η πλώρη. Ορμούσε το κύμα προς την πρύμνη ξεπλένοντας όλο το σκάφος και παίρνοντας μαζί του ό,τι ξερίζωνε. Μια φορά, κυρ Γιατρέ μου, είχαμε φορτώσει μινεράλι απ’ την Αργεντίνα για την Ολλανδία. Άτιμο φορτίο το μινεράλι! Μια χούφτα απ’ αυτό και κολοκάθιζε το πλοίο σαν να ‘ταν φορτωμένο μέχρι τα μπούνια. Έπρεπε να επιβλέψω, ώστε να μοιραστεί το φορτίο εξ ίσου και στα τρία αμπάρια. Μετά να κατασκευαστούνε οι μπουλμέδες για να το συγκρατούν να μη μετακινηθεί με το μπόζι του πλοίου, γιατί τότε το ναυάγιο είναι βέβαιο. Δύσκολες δουλειές, που δεν τις βάζει ο νους του στεριανού.
Με αγριεμένο τον Ατλαντικό καβατζάραμε τον κάβο Φινίστερο μπαίνοντας στη χειρότερη περιοχή του Ατλαντικού, στο «Μπαίϊ» (Βισκαϊκός). Εκεί κινδυνέψαμε να πνιγούμε. Οι σκαρμοί τρίζανε, το σκαρί αγκομαχούσε. Χάση κόσμου! Πλήρωμα και σκάφος, "ΑΙΟΛΟΣ" το λέγανε, ταλαιπωριότανε. Όλο το πλήρωμα, από τον καπετάνιο μέχρι το μούτσο, ήτανε στο πόδι. Κάτω στο στόκολο, σκέτη κόλαση! Οι θερμαστές να χτυπιούνται από το μπόζι του πλοίου και να ‘ναι υποχρεωμένοι να ταΐζουν τις φωτιές για να δουλεύουν οι μηχανές. Οι αφανείς ήρωες! Έτσι και σταματούσανε οι μηχανές, «θεός συχωρέσει μας».
Στη γέφυρα ήτανε συναγμένοι όλοι για να αποφασίσουνε τι θα κάνουνε. Ο "ΑΙΟΛΟΣ" δεν ήταν κανένα μεγαθήριο, μόλις 15.000 τόνοι, και για τον «Μπαίϊ» ένα παιχνιδάκι. Δεν πήγαινε άλλο έπρεπε να σωθούμε. Το πλοίο παρουσίασε και μια μικρή κλίση. Μας ζώσανε τα φίδια ! Θα πηγαίναμε σούμπιτοι!
Πάρθηκε η απόφαση να ποδίσουμε σε σίγουρο λιμάνι! Το πιο κοντινό ήτανε το Χιχόν(Gijon) της Αστούριας. Ο Μαρκόνης ενημερώνει το Λιμεναρχείο για την κατάστασή μας. Εκείνο απαντά ότι ξεκινούν δύο ναυαγοσωστικά ρυμουλκά ανοιχτής θάλασσας.
Αλλαγή πορείας! Χρειαζόμασταν 10 ώρες μέχρι το Χιχόν. Στην πορεία μας συναντηθήκαμε με τα δύο ναυαγοσωστικά. Τελικά φτάσαμε ξημερώματα στο λιμάνι. Σταυροκοπηθήκαμε που σωθήκαμε! Όλα ήτανε έτοιμα! Συνεργείο, ασθενοφόρο, γιατροί. Πριν από κάθε τι άλλο, ο καπετάνιος, ο Γραμματικός κι εγώ κατεβήκαμε να ελέγξουμε τα αμπάρια. Στο Νο 2, το μεσαίο, σε μια πλευρά είχε σπάσει ο μπουλμές και χύθηκε μονόπαντα το μινεράλι. Το συνεργείο έπιασε αμέσως δουλειά για επισκευή. Ο Μαρκόνης επικοινώνησε με την εταιρεία μας κι ανέφερε τα καθέκαστα. Η απάντηση ήταν «κάντε ό,τι αποφασίσει ο καπετάνιος».
Ο καπετάνιος μας μάζεψε όλο το πλήρωμα στη μεγάλη (!) τραπεζαρία, ήμαστε 24 νοματαίοι, ήρθαν και οι λιμενικές αρχές, μας είπε τι θα γίνει από δω και μπρος και μας κέρασε καφέ. Ήτανε ο πιο νόστιμος καφές της ζωής μας!
Μείναμε στο Χιχόν μια βδομάδα, ξεκουραστήκαμε και, μόλις ημέρεψε ο «Μπαίϊ», ξεκινήσαμε για το Ρότερνταμ.
Τι να πώ για τον Περσικό Κόλπο, το πυρωμένο καμίνι, που στην καφτή λαμαρίνα τηγάνιζες αυγό, ή για τον Αρχάγγελο της Ρωσίας, που όλα κρυσταλλώνανε απ’ τον πάγο, με θερμοκρασία 30ο κάτω απ’ το μηδέν!
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε η εποχή της «απομαχίας» μου. Μάζεψα τα χαρτιά μου, τα ΄βαλα σ’ ένα φάκελο και πήρα το βαπόρι, που τότε περνούσε μια φορά την εβδομάδα, για να πάω στον Πειραία, να τα καταθέσω στο ΝΑΤ και τον ΟΙΚΟ ΝΑΥΤΟΥ.
Μια μέρα, λέω, ρε Μήτσο, δεν πας στον ΑΪ Νικόλα να ανάψεις ένα κερί; Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της εκκλησιάς, βλέπω κόσμο μαζεμένο και στεφάνια μπροστά στην εκκλησιά. Α! λέω, εδώ έχουμε κηδεία.
Σπρώχνοντας, τόσο πολύς κόσμος ήτανε, μπήκα μέσα πήρα το κερί μου, τ’ άναψα και το 'βαλα στο μανουάλι μπροστά στη μεγάλη εικόνα του Αγίου. Εκείνη την ώρα τελείωνε η κηδεία κι από την ωραία Πύλη, ένας ιερωμένος, με μήτρα και πατερίτσα, ίσως κάποιος επίσκοπος, «αποχαιρετούσε» τον μακαρίτη. «Εκλεκτόν τέκνον της Εκκλησίας ο αείμνηστος, μεγάλη η προσφορά του προς αυτήν και θεάρεστα τα έργα του... και συνέχιζε να επαινεί και να υμνολογεί τον συχωρεμένο. Μόλις τελείωσε, ένας πολίτης πήρε το λόγο και μίλαγε κι αυτός ατέλειωτα. Τέσσερεις–πέντε ακολούθησαν, ενώ ακουγόντουσαν οι λυγμοί και τα αναφυλλητά της χήρας και των άλλων συγγενών και φίλων.
Ο μακαρίτης, ξαπλωμένος μέσα στην σφραγισμένη κάσα, ήταν καλοκαίρι κι άρχιζε να μυρίζει, ούτε και που έδινε σημασία σ’ αυτά που γινότανε γύρω του! Γυρίζοντας στο σπίτι μου και περπατώντας στο μουράγιο του λιμανιού, σκεπτόμουνα και έλεγα. «Γιατί ρε φίλοι, αφού ο συχωρεμένος ήτανε τόσο σημαντικός άνθρωπος, με σπουδαία κοινωνική και φιλανθρωπική δράση, γιατί όσον ήτανε ζωντανός δεν του κάνατε μια τιμητική συγκέντρωση κι εκεί ζωντανός ν’ ακούσει τα παινέματά σας, να νοιώσει την αναγνώριση από τους συνανθρώπους του, να γλυκαθεί η καρδιά του, να ευφρανθεί η ψυχούλα του, παρά τώρα που ούτε ακούει, ούτε βλέπει τον παινεύετε;
Γιατί, κυρ Γιατρέ μου, όλα αυτά εκ των υστέρων;