Γράφει ο Μανώλης Αρ. Χριστουλάκης.
Κάθε φορά που πηγαίνω στην Κίμωλο, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια πολύ συχνά αφού κατόρθωσα και ίδρυσα το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο Κιμώλου, που το διευθύνει και διαχειρίζεται η οικονομολόγος κ. Ελευθερία Χατζηδουλή, δοκιμάζω ιδιαίτερη χαρά όταν μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω παρέα με απλούς και ταπεινής μόρφωσης, θυμόσοφους όμως, συμπατριώτες μου, υπερήλικες, σαν και μένα, των οποίων θαυμάζω την πλούσια πείρα των και τον ρέοντα λόγο τους, χωρίς εκείνα τα ε... και α... μερικών γραμματιζούμενων και εκνευριστικών δημοσιογραφίσκων, τηλεπαρουσιαστών και λοιπών του συναφιού.
Έτσι, φέτος, ένα δειλινό του θερμού Ιουλίου, συναντήθηκα με τον κυρ Γιώργη και τον καπετάν Μήτσο, στο αυλιδάκι του παραδοσιακού καφενείου της κυρά Κατές του Κάμπου, στον Κάμπο (ονομασία κατάλοιπο της σκληρής Φραγκοκρατίας, που διήρκησε 333 χρόνια), όπως λέμε την κεντρική πλατειούλα του Χωρίου Κίμωλος. Μετά την μεσημεριανή ιουλιανή κάψα, προσπαθούσαμε να δροσιστούμε από το «στεριανό» αεράκι, την «απόγειο αύρα», που πνέει συνήθως το απόβραδο.
Ο κυρ Γιώργης, ξωμάχος ακάματος με ροζιασμένα χέρια από την αξίνα, την τσάπα και το σύνεργο (άροτρο), με το ηλιοκαμένο κι αυλακωμένο πρόσωπό του, σαν φρεσκοοργωμένο χωράφι, απολάμβανε τον «καϊμακλίδικο» καφέ του στο «κουλό» (παραδοσιακό φλιτζάνι με συμπαγές χερούλι), που του είχε ετοιμάσει η κυρά Κατέ. Ο καπτα Μήτσος ρουφούσε τελετουργικά το «ουζάκι» του, ξερογλείφοντας, μια και του λείπουν τα περισσότερα δόντια, ένα πλοκαμό από ψημένο κιμουλιάτικο χταπόδι. Πότε-πότε πλατάγιζε τη γλώσσα στον ουρανίσκο του σε ένδειξη υπέρτατης απόλαυσης.
Η αφεντιά μου οσφραινόμουνα και γευόμουνα την αρωματική «Λουΐζα», ένα αφέψημα, ένα «βραστάρι», που μου ετοίμαζε η κυρά Κατέ, από τα φύλλα ενός αρωματικού δενδρυλλίου, που με ιδιαίτερο καμάρι φρόντιζε και περιποιείτο στον κήπο της.
Σιγά-σιγά άρχισε η συζήτηση με πρώτο τον κυρ Γιώργη.
«Που λες, κυρ Γιατρέ, χρόνια αναρωτιόμουνα γιατί εμείς οι Κιμουλιάτες, όταν καλοδεχούμαστε ένα συγγενή ή ξένο (μη Κιμώλιος) του λέμε «καλώς ήρχες» ή «καλώς ήρχατε» ενώ όλοι οι άλλοι λένε «καλώς ήρθατε» ή «καλώς ορίσατε». Θυμούμαι ακόμη και τον Βάγγελο τον Ανδρουλακάκη, τότε που ήταν πράκτορας, όταν τον ρωτούσανε για το παπόρι τους απαντούσε «θα να ‘ρχει!»
Μια φορά ρώτησα ένα δάσκαλο, εδώ στην Κίμουλο και μου λέει, δεν είναι σωστός αυτός ο χαιρετισμός, όπως τον λέτε. Το ορθόν είναι «καλώς ήλθατε». Έφυγα με το κεφάλι σκυφτό και το νου ανταριασμένο. Είχα τον καμό μου μέσα μου και δεν ησύχαζα. Έλεα, δεν μπορεί οι παπούδες μας να ‘χουν κάνει λάθος, έστω κι αν ήταν αγράμματοι. Πού θα μου πάει, θα βρω τη λύση.
Και που λες, κυρ Γιατρέ, ένα καλοκαίρι ήρχενε ο παπά Γιάννης, ο δικός μας (Ιωάννης Σπ. Ράμφος, πρωτοπρεσβύτερος, Θεολόγος, πάλαι ποτέ Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας και επί έτη Διευθυντής του Ορφανοτροφείου της Αρχιεπισκοπής, στη Βουλιαγμένη). Μια και δυό, πααίνω και τον βρίσκω. "Καλώς ήρχες Δέσποτα", του λέω. "Καλώς σε βρήκα Γεώργιε", μου απαντά, "ποιός καλός άνεμος σε έφερε εδώ;". "Παπά Γιάννη", του λέω, "μια και συ είσαι Κιμουλιάτης, θέλω να με ορμηνέψεις αν αυτό που λέμε εμείς οι Κιμουλιάτες, το «καλώς ήρχατε» είναι σωστό ή λάθος; "Εύγε Γεώργιε", μου λέει, διαπιστώνω με ιδιαίτερη χαρά μου ότι, εκτός από την καλλιέργεια της αγίας κιμουλιάτικης γης, καλλιεργείς και το πνεύμα σου.
Η κιμουλιάτικη τοπολαλιά, όπως και άλλες, ποτέ δεν κάνουν λάθη! Λέμε «έρχομαι», αυτό το «ρχ» το συναντούμε και στον Παρατατικό, που λένε οι γραμματιζούμενοι «ηρχόμην», και μείς λέμε ο «ερχομός». Και στο Ευαγγέλιο βρίσκουμε το «ευλογημένος ο ερχόμενος». Ακόμη και τον Απόστολον Φίλιππον να λέγει εις τον αδελφό του Ναθαναήλ «Εωράκαμεν τον Κύριον» (είδαμε τον Χριστό), κι επειδή εκείνος διστάζει να τον πιστέψει ο Φίλιππος του λέγει το περίφημο «Έρχου και ίδε». Δεν του είπε ούτε «ελθέ ούτε έλα». Λοιπόν, αυτό είναι σωστό , όπως το λέμε. Τώρα για τον άλλο χαιρετισμό, το «καλώς ορίσατε», σε συμβουλεύω, όπως και όλους τους Έλληνες, να το διαγράψουμε από τη γλώσσα μας και να μη τον ξαναχρησιμοποιήσουμε ποτέ πια. Είναι ένα κατάλοιπο της φρικτής Τουρκοκρατίας, που τότε ο αγάς με την απειλή του «γιαταγανιού» ανάγκαζε τους παπούδες μας να τον προσκυνήσουν, να φιλήσουν την «κατουρημένη του ποδιά» και με σφιγμένη την καρδιά τους να του πούνε « στους ορισμού σου, αγά μου». Δηλαδή «ό,τι διατάξεις αγά μου». Δεν υπάρχει πιο δουλικός, πιο ταπεινωτικός, πιο εξευτελιστικός δια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, χαιρετισμός να λέμε «ορίσατε» δηλαδή να διατάξετε, να προστάξετε τον ταπεινό δούλο σας, όπως αναγκάζονταν να κάνουν οι πρόγονοί μας την εποχή της Τουρκιάς.
Σου αξίζουν συγχαρητήρια, αγαπητέ Γεώργιε, κι έχε την ευλογία μου. Ηφίλησα που λες, κυρ Γιατρέ, το χέρι του παπά Γιάννη μας, του φκύθηκα «σπολλάτη» του και ήφυα ανακουφισμένος.
Ο κυρ Γιώργης ανακάθισε στην καρέκλα του, σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του τον ιδρώτα από το μέτωπό του κι άφησε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Έπιασε το «κουλό», το κούνησε για να ανακατευτεί το κατακάθι του καφέ με την τελευταία γουλιά και την ρούφηξε με απερίγραπτη απόλαυση. Και λέει μ’ ενθουσιασμό «έμαθα, κυρ Γιατρέ, την αλήθεια, κι όπως λέτε σεις οι γραμματιζούμενοι, έστω κι «εκ των υστέρων».