Ο καθηγητής Stanley Milgram, ένας Αμερικανός επιστήμονας της κοινωνικής ψυχολογίας, πραγματοποίησε ένα σημαντικό πείραμα το 1961 το οποίο έκτοτε έχει επαναληφθεί και επιβεβαιωθεί σε πολλές χώρες.
Τα ευρήματα του πειράματος καταδεικνύουν ότι η παρόρμηση ενός ανθρώπου στον οποίο δίνεται το δικαίωμα από έναν φορέα ισχύος «να ενεργήσει σωστά» σε μια δεδομένη κατάσταση καθώς και η αδυναμία του να ασκήσει δημιουργική κριτική σε αυτόν το φορέα ισχύος (κράτος, επιστήμη, τράπεζα, επανάσταση, κλπ), δεν είναι επιθετικότητα αλλά βιολογικός συμβιβασμός και ολοκληρωτική υποταγή στο απρόσωπο και γενικό σύνολο-έννοια που αποτελεί ο φορέας ισχύος.
Το φαινόμενο αυτό μπορεί να πάρει διαστάσεις υπέρμετρης παθολογικής κατάστασης σε σημείο που η απρόσωπη βούληση κάποιου φορέα ισχύος να καταλήγει στη νομιμοποίηση οποιασδήποτε πράξης, ακόμα και παράνομης και βάρβαρης, πάντα στο όνομα του συλλογικού και απρόσωπου φορέα που μπορεί να εκφράζεται από ένα όνομα, ένα σύμβολο ή μία συλλογική εικόνα ή έννοια.
Ο Milgram και οι συνεργάτες του ερευνητές ζητούσαν από διάφορα άτομα 25-50 ετών που τυχαία περνούσαν από ένα δρόμο κοντά στο Πανεπιστήμιο Yale, να διαθέσουν λίγες ώρες για να συμμετάσχουν σε ένα επιστημονικό πείραμα. Φθάνοντας ο καθένας από αυτούς χωριστά για το πείραμα, εύρισκε εκεί άλλον έναν εθελοντή για το ίδιο πείραμα ο οποίος, όμως, ήταν συνεργάτης του Milgram.
Ο διευθυντής του πειράματος, με λευκή ιατρική μπλούζα –σύμβολο αυθεντίας-, έριχνε νόμισμα κορώνα-γράμματα για το ποιος θα έχει το ρόλο του «εξεταστή» και ποιος του «μαθητή» με αποτέλεσμα, σκόπιμα, ο πραγματικός εθελοντής να ορίζεται πάντα σαν εξεταστής.
Παρουσία του τελευταίου, ο μαθητής δενόταν σε μία παραλλαγή ηλεκτρικής καρέκλας με ελεύθερο ένα μόνο χέρι για να πατάει κουμπιά για τις απαντήσεις. Με εμφανή δυσφορία και διαμαρτυρίες, ο μαθητής μάθαινε ότι για κάθε λαθεμένη απάντηση θα του γίνεται μία ηλεκτρική εκκένωση. Σε επιβεβαίωση ότι το σύστημα λειτουργεί, γινόταν μία δοκιμή όπου ο εξεταστής γινόταν δέκτης μιας πραγματικής και αρκετά ενοχλητικής εκκένωσης 45 volt για να δεί πως είναι.
Στη συνέχεια, ο διευθυντής και ο εξεταστής περνούσαν στη διπλανή αίθουσα που είχε οπτική και ηχητική επικοινωνία με τον μαθητή. Ο εξεταστής έδινε τότε στο μαθητή ένα κατάλογο λέξεων που έπρεπε να αποστηθίσει και να τις επαναλαμβάνει με το πάτημα κουμπιών. Ο εξεταστής καθόταν μπροστά σε μία κονσόλα με τριάντα διαφορετικούς μοχλούς, ένα για κάθε μία διαφορετική ένταση ρεύματος από 15 έως 450 volt με αντίστοιχες επιγραφές με διαβαθμισμένες ενδείξεις, από ελαφρύ σόκ έως κίνδυνος, σφοδρό σόκ. Οι οδηγίες προς τον εξεταστή ήταν ότι οι εκκενώσεις ρεύματος θα πρέπει να κλιμακώνονται με κάθε λαθεμένη απάντηση.
Βέβαια, στη πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα ηλεκτρικό ρεύμα-τιμωρία προς τον μαθητή. Ο ίδιος έδινε απαντήσεις και έκανε σκόπιμα λάθη, σύμφωνα με το πρόγραμμα, ενώ δυσφορούσε για τις τιμωρίες. Από τα 75 volt και πάνω, φώναζε αρκετά δυνατά ενώ, μετά το 180 volt ούρλιαζε «Σταματήστε!». Μετά έβαζε τα κλάματα και παρακαλούσε για έλεος και μετά γρύλιζε σαν ζώο. Από τα 300 volt και πάνω σταματούσε να απαντά στις ερωτήσεις, δεν αντιδρούσε καθόλου και έδινε την εντύπωση ότι έχει χάσει επαφή με το περιβάλλον. Επειδή όμως, σύμφωνα με τον κανονισμό του πειράματος, έλλειψη απάντησης μετρούσε σαν λαθεμένη απάντηση, ο εξεταστής συνέχιζε να κάνει ερωτήσεις, κλιμακώνοντας συνέχεια τις ηλεκτρικές εκκενώσεις.
Το πείραμα ήταν οργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνει στον εθελοντή-εξεταστή καμία υπόνοια για τη γνησιότητά του. Αυτό ήταν κάτι που, μετά το πείραμα, αναγνώριζαν όλοι οι εθελοντές. Η πραγματική ερώτηση που έθετε το πείραμα, βέβαια, ήταν: «Μέχρι ποιό σημείο θα μπορούσε να φθάσει ένας άνθρωπος στον οποίο μία ανώνυμη αρχή ή εξουσία θα του ζητούσε να βασανίσει ή ακόμη να σκοτώσει ένα συνάνθρωπό του».
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων ήταν τρομακτικά. Στις ΗΠΑ, 65% των εθελοντών συνέχισαν το ρόλο τους μέχρι το μέγιστο όριο των 450 volt παρά τις κραυγές του θύματος και την μετέπειτα σιωπή του.
Όταν το πείραμα επαναλήφθηκε στο Maxwell Planck Institute στο Μόναχο, το ίδιο αποτέλεσμα ήταν 85%! Από τότε, το πείραμα αυτό έχει γίνει πάρα πολλές φορές, ακόμη και με παραλλαγές που έκαναν διάφοροι άλλοι επιστήμονες που είχαν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις σε κάποιες διαδικαστικές πλευρές, και τα στατιστικά αποτελέσματα πάντα επιβεβαιώθηκαν.
Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο τρεις στους τέσσερις εθελοντές είναι έτοιμοι να βασανίσουν και να σκοτώσουν συνάνθρωπό τους χωρίς να αμφισβητήσουν την αιτία. Η στατιστική αυτή διαπίστωση συνηγορεί στο ότι δεν θα πρέπει απαραίτητα κανένας από όλους εμάς να πιστεύει ότι ανήκει στη μικρή εξαίρεση. Σχεδόν όλοι οι εθελοντές στα διάφορα πειράματα έδειξαν μία κάποια απροθυμία να συνεχίσουν όταν τα θύματα άρχισαν να παραπονούνται για πόνο.
Ο διευθυντής του πειράματος που στεκόταν συνέχεια δίπλα τους με σταυρωμένα τα χέρια και αυστηρό ύφος δεν άφηνε περιθώρια για συζήτηση ενώ, αντίθετα, έδειχνε προβληματισμένος για το ενδεχόμενο διακοπής του πειράματος κάνοντας συνέχεια τις στερεότυπες παροτρύνσεις «Συνεχίζουμε, είναι αναγκαίο για την επιτυχία του πειράματος, δεν μπορώ να σου εξηγήσω τώρα, συνέχισε, δεν έχεις άλλη επιλογή». Οι περισσότεροι εθελοντές δυσφορούσαν ή γελούσαν νευρικά, γκρίνιαζαν και έλεγαν περισσότερο από μία φορά ότι δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Αλλά εκείνοι που ακούστηκαν να λένε κάτι για την απάνθρωπη διαδικασία του πειράματος ήταν τελικά και αυτοί που το έφταναν μέχρι τέλος.
Από συζητήσεις μετά τα πειράματα, αποκαλύφθηκε ότι όλοι οι εθελοντές είχαν νομίσει ότι το θύμα ήταν ή αναίσθητο ή ίσως ακόμη και νεκρό. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν βαθύτατα ενοχλημένοι από την ίδια τους τη συμπεριφορά και δεν μπορούσαν να τη καταλάβουν. Προσπαθώντας να βρουν κάποια εξήγηση, έλεγαν πράγματα όπως «δεν ήθελα να κάνω κάποιο λάθος που θα χαλούσε το πείραμα». Έπειθαν τους εαυτούς τους ότι «οι επιστήμονες ήξεραν τι κάνουν». Η παρόρμηση να είναι εντάξει με τις απαιτήσεις του πειράματος και η αδυναμία τους να επικρίνουν την ανώνυμη εξουσία δεν αποτελούν επιθετικότητα αλλά είναι το βιολογικά απαραίτητο συμπλήρωμά της, η πίστη και η υποταγή στο σύνολο.
Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν, επίσης, αναπτυχθεί παθολογικά σε υπέρμετρο βαθμό στην ανθρώπινη κοινωνία, όπως αποδεικνύει το πείραμα, σε βαθμό που καθιερωμένες ανώνυμες αρχές-εξουσίες όπως «το κράτος, η επιστήμη ή ακόμη η επανάσταση» μπορούν να μετατρέψουν οτιδήποτε σε θεμιτό και νόμιμο με μόνη μία σφραγίδα, μία άσπρη μπλούζα ή ένα περιβραχιόνιο.