Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
Δεν περνάει μέρα που να μην στριφογυρίζει στο μυαλό μου αυτό που έχουν διακηρύξει όλοι οι μνημονιακοί πρωθυπουργοί [Γιωργάκης, Λουκάς, Αντώνης, Αλέξης]: αν μειώσω μισθούς και συντάξεις, θα μειωθεί η κατανάλωση, αν μειωθεί η κατανάλωση, θα μειωθούν τα φορολογικά έσοδα και θα επέλθει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης.
Και όλοι έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Μνημονιακοί μεν, αμνήμονες δε. Αφού μας παραμύθιασαν, βέβαια, με τις διάφορες λίστες, από τις οποίες το Δημόσιο θα εισέπραττε ουκ ολίγα χρήματα [στις προγραμματικές δηλώσεις του τον Φεβρουάριο του 2015 ο τότε υπουργός Νικολούδης μας διαβεβαίωνε ότι είναι έτοιμοι οι φάκελοι, για να εισπράξει € 2,5 δισ. εντός διμήνου. Ακολούθως μας είπε ότι αυτό είναι δύσκολο. Τελικώς αναδομήθηκε, επειδή, λέει, δεν άρεσε στους δανειστές ή στον συγκυβερνήτη. Ποιός ξέρει! Πάντως είχεν ήδη εκδοθεί η απόφαση του ΣτΕ στην υπόθεση Μητρόπουλου, προπομπός της Ολομέλειας στην υπόθεση ελέγχων πέρα της 5ετίας, οπότε …..
Επίσης, πάντως, ο Νικολούδης γνώριζε καλά το λαθρεμπόριο καυσίμων και καπνού, το οποίο ανθεί και με αριστερό πρόσημο. Το 2014 και ο Αλεξιάδης μας έλεγε ότι είναι έτοιμοι 700 φάκελοι, για να εισπραχθούν € 6 δισ., αλλά, όταν έγινε υπουργός, το έκανε γαργάρα]. Και ήλθε το ΣτΕ να πει αυτό που δεν έλεγε επί δεκαετίες: ότι δεν είναι συνταγματικό να παρατείνεται κάθε χρόνο ο χρόνος παραγραφής τού δικαιώματος του Δημοσίου να διενεργεί ελέγχους και να επιβάλλει φόρους. Και πώς θα μπορούσε να πει κάτι άλλο, όταν ήδη είχε αποφανθεί ούτως στην υπόθεση Μητρόπουλου [τέως βουλευτή και Αντιπροέδρου της Βουλής με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δια παντός υπεξαιρέτη σε βάρος συναδέλφου του δικηγόρου με τη βούλα του Αρείου Πάγου]; Έτσι, οι λίστες πήγαν περίπατο και τώρα οι εφοριακοί διενεργούν ελέγχους και επιβάλλουν πρόστιμα σε όλους τους τουριστικούς προορισμούς, όπου η φοροδιαφυγή αποτελεί πλέον επάγγελμα. «Η φορολογία είναι τόσο βαρειά που σταθμίζω: τί είναι λιγότερο επαχθές, να κόβω αποδείξεις και να φορολογούμαι ή να μην κόβω αποδείξεις και να πληρώσω πρόστιμο;» Ούτω πως εξηγήθηκε επιτηδευματίας τις συλληφθείς κλέπτων οπώρας. Με άλλα λόγια: primum vivere! Ξέχασε μόνον να προσθέσει στην εξήγησή του: «και να κλέβω τον ΦΠΑ;»
Πράγματι, ζούμε ένα φαύλο κύκλο, εντός του οποίου καθείς έχει αποδυθεί στον αγώνα της επιβίωσης. Οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ο Βόλφι και για τις οποίες θα του στήσουμε άγαλμα, ως φέρεται ειπών, είναι απλώς συνώνυμες, αφ’ ενός της αύξησης της φορολογίας σε συνδυασμό με εκσυγχρονισμό τού φοροεισπρακτικού μηχανισμού, αφ’ ετέρου της μείωσης των συντάξεων. Προφανώς εις επιβεβαίωση του τεράστιου Bungalows, ο οποίος απεφάνθη, μεταξύ πολλών άλλων, ότι «για το χάλι μας φταίει ο τυροπιττάς που δεν κόβει απόδειξη». Καθότι μαζί με αυτόν τα έφαγε ο διορισμένος, για το μισθό του οποίου δανειζόμασταν, ο οποίος αγόρασε σπίτι, οπότε μετέσχε στο φαγοπότι και ο μηχανικός και ο υδραυλικός και ο ηλεκτρολόγος και ο οικοδόμος και ο εργολάβος και οι υπάλληλοι του εργολάβου και οι έμποροι οικοδομικών υλικών και ο δικηγόρος και ο συμβολαιογράφος, αλλά και ο τυροπιττάς, από τον οποίο αγόραζαν όλοι αυτοί τυρόπιττες. Εντάξει ρε Βόλφι, θα σου στήσουμε άγαλμα, αλλά ποιοί είμαστε εμείς που θα το στήσουμε; Όχι όλοι. Οι λακέδες οι πωλητικοί και οι λίσταρχοι.
Όλα αυτά στριφογυρίζουν, λοιπόν, καθημερινά στο μυαλό μου. Πλήρες αδιέξοδο. Ως μη οικονομολόγος θεωρώ ότι είναι πολύ λογικό αυτό που έλεγαν όλοι οι μνημονιακοί πρωθυπουργοί περί του φαύλου κύκλου της ύφεσης, αλλά δεν το έκαναν πράξη. Και πέφτω προχθές σε άρθρο αναδημοσιευθέν σε νομικό περιοδικό. Τίτλος του άρθρου «Φοβού το ΔΝΤ και δώρα φέρον». Συγγραφεύς του ένας οικονομολόγος και δη ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου, άρα κατέχων κάτι παραπάνω από μένα [υπουργός Οικονομικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Γρίβα και στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα]. Το διάβαζα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχε δημοσιευθεί την 10.04.2010, δηλαδή δύο εβδομάδες πριν πάει ο Γιωργάκης στο Καστελλόριζο και μας αναγγείλει τα .. χαρμόσυνα νέα. Ήξεραν, άραγε, καλλίτερα και περισσότερα από αυτόν ο Παπακωνσταντίνου, ο Βενιζέλος, ο Σαχινίδης, ο Χαρδούβελης, ο Στουρνάρας;
Έγραφε, λοιπόν, ο κ. καθηγητής οικονομικών την 10.04.2010:
«Η πολιτική η οποία ασκείται, με την παρότρυνση τής ΕΕ (μείωση μισθών - συντάξεων και αύξηση φόρων) ενισχύει την ύφεση και τελικά τα ελλείμματα και δεν αποκλείεται, εάν μειωθούν τα ελλείμματα αντίστοιχα να μειωθεί και το ΑΕΠ. Απαιτούνται, συνεπώς, αναπτυξιακά κίνητρα και περιστολή ορισμένων δαπανών (π.χ. μείωση επιχορηγήσεων τών κομμάτων, μείωση τού αριθμού τών Υπουργών, μείωση επιχορηγήσεων ορισμένων ΔΕΚΟ, κατάργηση τών Υφυπουργών, Γενικών - Ειδικών Γραμματέων, μείωση τού αριθμού τών βουλευτών, μείωση κατά 50% τών μισθών τών βουλευτών - διοικητών οργανισμών - τραπεζών, κατάργηση ορισμένων ραδιοφωνικών - τηλεοπτικών καναλιών, κατάργηση ορισμένων οργανισμών - υπηρεσιών, απαγόρευση υπουργοποίησης πολιτευτών - βουλευτών, ορθολογική διαχείριση τών δαπανών τών νοσοκομείων). Επιπλέον είναι απαραίτητη η εξεύρεση πόρων (π.χ. επέκταση τού σχεδίου πόλεων, αξιοποίηση - ρευστοποίηση ακινήτων τού δημοσίου τα οποία ξεπερνούν τα 100.000, ενίσχυση τών ανανεώσιμων πηγών αιολικής - ηλιακής ενέργειας, ενίσχυση τού τομέα τών οικοδομών, προσέλκυση ξένων - ομογενών επενδυτών, αξιοποίηση τών πλεονεκτημάτων τής χώρας στη ναυτιλία, τον πολιτισμό και τον τουρισμό).»
Και επανέρχεται τώρα ο κ. καθηγητής. Αφού μας θυμίζει το προφητικό εκείνο άρθρο του της 10.04.2010, γράφει:
«Η συμμετοχή τού ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα το 2010 αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ούτε ενδεδειγμένη ούτε εποικοδομητική. Δεν ήταν ενδεδειγμένη γιατί αποκάλυψε την ανικανότητα τής ΕΕ να διαχειρισθεί τά προβλήματα τών κρατών - μελών της και δεν ήταν εποικοδομητική γιατί, όπως παραδέχθηκε το ίδιο το ΔΝΤ, έκανε λάθος εκτιμήσεις και επιπλέον οι προτάσεις του δεν βελτίωσαν την Ελληνική Οικονομία σε σχέση με το 2009. Είναι τραγικός ο ισχυρισμός ότι τα προγράμματα λιτότητας μέχρι το 2060 θα επαναφέρουν την Ελληνική Οικονομία στα επίπεδα τού 2009. Τα προγράμματα αυτά ήταν καταδικασμένα και σχεδιασμένα να αποτύχουν. Αυτό, δυστυχώς, επιβεβαιώνεται από ένα προφητικό άρθρο μας (2010) το οποίο έχει σημασία γιατί και σήμερα ακολουθείται η ίδια συμπεριφορά τής ΕΕ και θα έχει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα τών προγραμμάτων τού 2010. Αυτό μας διδάσκει, έστω και αργά, ότι η ΕΕ και η χώρα μας πρέπει να ακολουθήσουν άλλη οικονομική πολιτική για να αποφευχθούν επώδυνες συνέπειες για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Σ’ αυτό, ακριβώς, αποσκοπεί η επαναδημοσίευση αυτού τού άρθρου.».
Και καταλήγει ο κ. καθηγητής:
«Είναι, συνεπώς, λανθασμένη η ταύτιση τής «βιωσιμότητας» με την «εξυπηρετησιμότητα» τού δημοσίου χρέους, γιατί η «βιωσιμότητα» ουσιαστικά σημαίνει διατήρηση (διόγκωσή) του, κάτι που δεν είναι επιθυμητό από τον δανειζόμενο, αλλά μόνο από τον δανειστή. Άρα, είναι θετικό όταν το χρέος είναι «εξυπηρετήσιμο», και αρνητικό εάν είναι «βιώσιμο». Γενικά, «εξυπηρετήσιμο» θεωρείται το δημόσιο χρέος όταν ο ρυθμός ανάπτυξης υπερβαίνει το ύψος τών επιτοκίων δανεισμού και το ρυθμό αύξησης τού χρέους.
Η χρησιμοποίηση, επίσης, τού ποσοστού τού δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, ως κυρίαρχου οικονομικού δείκτη, αποτελεί πρόσχημα γιατί η πολιτική που επιβάλλουν οι εταίροι μας αποβλέπει στην αύξησή του, αφού ο αριθμητής συστηματικά αυξάνεται, ενώ ο παρονομαστής διαρκώς μειώνεται. Ο εμπαιγμός (το 2012) ότι το ποσοστό αυτό κατά το ΔΝΤ θα ήταν 120% το 2020 αποκαλύφθηκε πλήρως, γιατί για το 2017 έφθασε ήδη το 177%, ενώ το 2008 ήταν 112%. Οι λανθασμένες εκτιμήσεις τού ΔΝΤ συνεχίζονται με την εμμονή του ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα είναι βιώσιμο αν το 2022 είναι 110% τού ΑΕΠ. Αντίθετα, υπάρχουν χώρες με αντίστοιχα ποσοστά άνω τού 200% και το χρέος τους χαρακτηρίζεται «βιώσιμο».
Το δημόσιο χρέος, επομένως, είναι «πολύ βιώσιμο», αλλά η ελληνική οικονομία δεν είναι βιώσιμη. Όταν η οικονομία δεν είναι βιώσιμη, τότε το χρέος με βεβαιότητα δεν είναι εξυπηρετήσιμο και είναι το μόνο στοιχείο που διογκώνεται και επιβιώνει προς όφελος τών δανειστών. Βιώσιμη θα γίνει η οικονομία όταν η αρνητική εξέλιξη τού ΑΕΠ γίνει θετική, αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, μειωθεί η ανάγκη για νέους δανεισμούς και τής δοθεί η ευκαιρία από την ΕΚΤ έκδοσης νέου χρήματος. Μόνον έτσι θα μειωθεί αυτό το ποσοστό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μείωση τών φορολογικών επιβαρύνσεων, ενίσχυση τών επενδύσεων και τής κατανάλωσης (ενεργού ζήτησης)».
«Σχεδιασμένα τα προγράμματα να αποτύχουν»; Βαρειά κουβέντα κύριε καθηγητά μου. Και οι σημερινοί κυβερνώντες μάς λένε στην ουσία: ήλθαμε να τα αλλάξουμε όλα, αλλά δεν μπορέσαμε, διότι τρέφαμε αυταπάτες. Συνεχίζουμε, λοιπόν, το έργο των προηγούμενων. Δεν φταίμε εμείς που δεν μπορούμε. Φταίνε οι άλλοι που μας κληροδότησαν αυτή την κατάσταση.
Το κακό είναι ότι διαφωνούν με τον κ. Αγαπητό και συμφωνούν με την κυβέρνηση άνθρωποι που εκμυστηρεύονται ότι έβγαλαν τις οικονομίες τους έξω, καλού κακού.
Σώτος – μη οικονομολόγος.
Υ.Γ. 1] Στο ίδιο νομικό περιοδικό [Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου], αλλά σε παλαιότερο τεύχος [01-15.01.2013] διάβασα άρθρο-μελέτη της κ. Ευτυχίας Αχτσιόγλου, τότε Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου και υποψηφίας διδάκτορος Εργατικού δικαίου νυν δε υπουργού Εργασίας, η οποία έγραφε πόσο προσεκτικοί θα πρέπει να είναι οι δικαστές κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ώστε το δημόσιο/εθνικό συμφέρον, ως συνταγματικώς κατοχυρωμένο υπέρτατο αγαθό, να μην παραβιάζει άλλες συνταγματικές αρχές και αξίες, όπως είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που καταργήθηκαν το 2012 με την ΠΥΣ 6/2012, η οποία κρίθηκε συνταγματική από τον Άρειο Πάγο με την απόφαση 11/20017, κατά την οποία το 2ο Μνημόνιο και η ΠΥΣ 6/2012 «αποσκοπούν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και για αυτό έγινε και η μείωση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, γιατί διαφορετικά στερεί την δυνατότητα εξυγίανσης των επιχειρήσεων μέσω της μείωσης του εργασιακού κόστους». Δεν εισηκούσθη η κ. Έφη μας, η οποία, βεβαίως, δεν κατήργησε την ΠΥΣ 6/2012.
2] Σήμερα συμπληρώνονται 59 ημέρες χωρίς Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Σκέφτομαι τη δύσκολη θέση, στην οποία θα βρεθεί όποιος ορισθεί τελικά Πρόεδρος μετά από τόση δυστοκία, καθώς θα πρέπει να αποδείξει ότι κατέλαβε τη θέση αξιοκρατικά.