Του Σαράντου Καργάκου.
Tον κόσμο δὲν κυβερνᾶν οἱ κυβερνήσεις· τὸν κυβερνᾶν οἱ ψευδαισθήσεις. Καὶ τὸ ξέρουμε αὐτὸ, ἀλλ’ ὅμως πιστεύουμε ὅτι τὴν ἑπομένη τῶν ἐκλογῶν τὰ πράγματα θὰ πᾶνε καλύτερα. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει τόση λαχτάρα ἐκλογῶν. Ἄν ἔλειπαν οἱ ψευδαισθήσεις, ἡ πολιτικὴ θὰ εἶχε σβήσει. Τροφὴ στὶς ψευδαισθήσεις δίνουν ποικίλων εἰδῶν φῆμες. Οἱ φῆμες δὲν ἔχουν πατέρα. Φυτρώνουν σὰν τὰ σαλιγκάρια μετὰ ἀπὸ βροχὴ. Καὶ ρίχνουν μέσα μας ἕνα φῶς ἐλπίδας. Δὲν λέω, ἡ ἐλπίδα εἶναι πράγμα καλό ἀλλὰ δὲν ἀλείφει μὲ βούτυρο τὸ ψωμί.
Κάποιοι ἐπιζητοῦν πιὸ ρεαλιστικὲς ἐλπίδες καὶ πουλᾶνε ἔναντι ἁδρᾶς ἀμοιβῆς τὰ πάντα. Ἀκόμη καὶ ὅσια καὶ ἱερά. Ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ Ἰούδας, τὰ τριάκοντα ἀργύρια δὲν θὰ τοῦ ἦσαν ἀρκετὰ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰούδα οἱ τιμὲς γιὰ πράξεις προδοσίας ἔχουν ἀνεβεῖ κατὰ πολλές φορὲς. Μόνο ποὺ οἱ Ἰοῦδες στοὺς νεώτερους καιροὺς δὲν εἶναι κάποια μεμονωμένα ἄτομα, εἶναι μερίδες λαοῦ ἤ καὶ ὁλόκληροι λαοὶ. Δὲν ἀποτελοῦμε ἐξαίρεση ἐμεῖς. Συχνὰ προδώσαμε τὸν ἑαυτό μας καὶ πρόσφατα προδώσαμε τὸν ἐθνισμό μας, δηλαδή ὅ,τι ὡραῖο καὶ σημαντικὸ ἔβγαλε ὁ τόπος αὐτὸς· καὶ συγκεκριμένα ἐννοῶ τὴ γλῶσσα, τὴ γραφὴ, τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἐδαφικὴ του καλλιγραφία. Ποτὲ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο δὲν βεβηλώθηκε τόσο οἰκτρὰ καὶ τόσο αἰσχρά. Ἡ Ἑλλάδα, παλαιόθεν, ἦταν συνώνυμη μὲ τὸ κάλλος. Σήμερα, ὅταν κοιτάζω τὰ βουνὰ καὶ τὶς ἀκτὲς τῆς Ἀττικῆς αἰσθάνομαι σὰν τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ: «Ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;».
Ὅλα ξεκίνησαν ἀπὸ μιὰ μεγάλη στιγμή, ποὺ τὴν κάναμε ὥρα κακή καὶ ψυχρή. Εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ ματωμένα χώματα τῆς γῆς αὐτῆς οἱ ἐπάρατοι Γερμανοὶ καὶ ἡ χώρα μόλις εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ ἀκίνητο κέντρο τοῦ κυκλώνα καὶ ἀγωνιζόταν νὰ ξεφύγει ἀπό τὴ σκοτεινὴ βράση τῆς θύελλας. Καὶ τότε, ἀντὶ νὰ σμείξουμε τὰ χέρια, πιάσαμε τὰ μαχαίρια καὶ ἀρχίσαμε ἕναν ἀλληλοσφαγιασμὸ ποὺ τέτοιον δὲν εἶχε ποτὲ στὸ παρελθὸν ὁ τόπος αὐτὸς. Ὅσοι ζήσαμε τὶς μέρες αὐτὲς, εἴχαμε τὴν ἐντύπωση ὅτι βρισκόμαστε αἰχμάλωτοι σ’ ἕναν ζωολογικὸ κῆπο ποὺ τὸν εἶχαν κυριεύσει τὰ θηρία. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θηριομαχία νικητὲς βγῆκαν οἱ... ὕαινες!
Καὶ νὰ πεῖς ὅτι βάλαμε μυαλό στὸν μετάπειτα καιρό; Θὰ ἦταν ἀστεῖο. Ἀντὶ νὰ στηριχθοῦμε στὴ βαθιὰ ἐμπειρία ἑνὸς ἔθνους μὲ παμπάλαιη καὶ γεμάτη βία ἱστορία, κάναμε καὶ κάνουμε κανονιστικὴ μας ἀρχὴ πάντα τὴ βία, μὲ τὴν ψευδαίσθηση πὼς ἡ δικὴ μας ἐπιβολὴ θὰ μᾶς χαρίσει μακροημέρευση. Ἔτσι προδίδουμε τὴν ἔρμη πατρίδα ποὺ τῆς ἄξιζε καὶ τῆς ἀξίζει καλύτερη μοῖρα. Κάποτε, μετὰ τὴν δικτατορία, τὰ ἄγνωμα πλήθη ἀλάλαζαν στοὺς δρόμους «Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στοὺς Ἕλληνες». Σήμερα πόσο τοὺς ἀνήκει; Δὲν λέω, πληρωθήκαμε ἀργύρια πολλὰ, ἀλλὰ μᾶς βγήκανε ξινὰ. Οἱ ξένοι δανειστὲς ἔδιναν ἀλλὰ συνάμα μᾶς ἔδεναν χειροπόδαρα.
Σήμερα ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει χοντροοικονομικὰ στὴν Γερμανία, λιανοοικονομικὰ στὴν Κίνα, στρατιωτικὰ στὶς ΗΠΑ, θρησκευτικὰ αὔριο στὴν Ρωσία. Ὁ Πούτιν, ὅπως παλαιότερα οἱ τσάροι, ξαναέκανε ὅπλο τὴν Ὀρθοδοξία. Βέβαια ὁ ἐξ Ἀνατολῶν γείτονας καραδοκεῖ. Ἔχει θέσει ὑπό αἰχμαλωσία τὸ πατριαρχεῖο, κατακτᾶ πληθυσμιακὰ τὴ Λέσβο καὶ τὴν Χίο, κατακτᾶ οἰκονομικὰ τὴν Θράκη καὶ ὑπό τὸ πρόσχημα τῆς προστασίας ἱερῶν τόπων τοῦ Ἰσλάμ, θὰ βάλει πόδα καὶ στὸν Ἑλαιῶνα, ὅπου ἀνεγείρεται μὲ δικὰ μας χρήματα ἰσλαμικὸ τέμενος, ἐνῶ ἐμεῖς θὰ στεκόμαστε παρὰ πόδα! Διώξαμε μὲ μιὰ βλακώδη πολιτικὴ ὅλο τὸ ἐπιχειρηματικὸ μας κεφάλαιο, διώξαμε καὶ διώχνουμε τὰ καλύτερα καὶ τὰ φρεσκότερα μυαλὰ, δώσαμε ἀεροδρόμια, λιμάνια, τουριστικοὺς χώρους σὲ ξένους καὶ μάλιστα σὲ τιμὲς «μπίρ παρὰ»καὶ βαυκαλιζόμαστε ὅτι τώρα θὰ βγοῦμε στὴν ἀγορὰ. Μὲ τὶ, ὅταν δὲν ἔχουμε τὰ μέσα καὶ τὸν τρόπο νὰ φτιἀξουμε ἕνα βρακί. Καὶ τὰ βρακιὰ εἰσαγόμενα εἶναι.
Ἄς μὴν κατηγοροῦμε τοὺς ξένους γιὰ ὅσα μᾶς κάνουν. Ἐμεῖς προδώσαμε τὴ χώρα μας καὶ τὸν ἑαυτὸ μας. Ἐμεῖς ὑποθηκεύσαμε τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν μας. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ σύγχρονοι Ἰοῦδες. Μιλάω σκληρὰ μὲ τὸ θάρρος ἑνὸς πικραμένου ἀνθρώπου ποὺ στέκεται στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου καὶ ἀντικρύζει τὸ τίποτε!